Την ίδια ώρα, το PRC γνώριζε τη διάσπαση: η πλειοψηφία ακολουθούσε το γενικό γραμματέα Φάουστο Μπερτινότι στην αντιπολίτευση, αλλά μια σημαντική μειοψηφία και η πλειονότητα των βουλευτών, μαζί με τον ιδρυτή Αρμάντο Κοσούτα, σχημάτιζαν ένα νέο κόμμα (τους Ιταλούς Κομμουνιστές), ψήφιζαν υπέρ της κυβέρνησης Ντ’ Αλέμα και δέχονταν μάλιστα να συμμετάσχουν σ’ αυτήν.
Παραδόξως, αυτή η πλειοψηφία, διευρυμένη προς το κέντρο και ακρωτηριασμένη από τα αριστερά, διευθύνεται από έναν πρώην κομμουνιστή: τον καθολικό Ρομάνο Πρόντι, ηγέτη της Ελιάς (3), διαδέχθηκε ο Μάσιμο Ντ’ Αλέμα, γραμματέας του PDS, ο πρώτος πρώην κομμουνιστής που έγινε αρχηγός κυβέρνησης σε μια χώρα της Δύσης. Άλλωστε, αυτή η επιλογή προκάλεσε ανησυχία στο Βατικανό και εξόργισε τη δεξιά. Τι περίεργο δημιούργημα αυτή η δεύτερη κυβέρνηση της κεντροαριστεράς. Πώς να εξηγηθεί η συγκρότησή της; Πρώτα απ’ όλα, από την αγωνία της πλειοψηφίας της Ελιάς να αποφευχθεί η προσφυγή στις κάλπες σε μια στιγμή που οι δημοσκοπήσεις προέβλεπαν τη νίκη της δεξιάς. Έπειτα, από την προσδοκία του Ντ’ Αλέμα να οργανώσει τις επόμενες βουλευτικές εκλογές με έναν εκλογικό νόμο που να καθιστά αριθμητικά λιγότερο εύθραυστη τη νικηφόρα συμμαχία, όποια και ‘να ναι -ακόμα και ο Πόλος της Ελευθερίας είχε πέσει δύο χρόνια μετά την εκλογή του, λόγω της αποσκίρτησης της Λέγκας του Βορρά. Τέλος, ο ηγέτης του PDS σκοπεύει να επιχειρήσει, πριν τις προσεχείς εκλογές, ορισμένες τροποποιήσεις στην κατανομή των εξουσιών. Οι θεσμοί που βασίζονται, εδώ και πενήντα χρόνια, στην απλή αναλογική εναποθέτουν στα χέρια του νικητή των εκλογών όλους τους μοχλούς εξουσίας της χώρας. Ετσι, για δύο χρόνια, η Ιταλία βρέθηκε στο έλεος του Μπερλουσκόνι, ιδιοκτήτη μιας υπερδύναμης στα μέσα ενημέρωσης -τρία εθνικά τηλεοπτικά κανάλια, μια εφημερίδα, ο πιο μεγάλος εκδοτικός οίκος και ένα τεράστιο διαφημιστικό δίκτυο- συνδεδεμένης με μια πραγματική οικονομική αυτοκρατορία, και υπόδικου για διαφθορά και κατάχρηση δημόσιου χρήματος.
Η παρούσα κυβέρνηση συμμετέχει λοιπόν σε μια επιχείρηση ιδιαίτερα πολιτική, που αποσκοπεί να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού: αυτός είναι ο λόγος της συμμαχίας ανάμεσα στην Ελιά και τον Κοσίγκα, ο οποίος δηλώνει αποφασισμένος εχθρός της αριστεράς, αλλά επιθυμεί να αποσταθεροποιήσει τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι για να ηγηθεί ο ίδιος σε μια εναλλακτική λύση μιας πιο ευπαρουσίαστης κεντροδεξιάς.
Πρόσφατα, ο Αλεξάντρ Αντλέρ στην «Le Monde »έπλεξε το εγκώμιο -όχι χωρίς μια δόση ειρωνείας του ιταλικού μακιαβελισμού- αυτού του επιδέξιου συμβιβασμού, ανάμεσα στην αριστερά και το κέντρο, που θα μπορούσε να λειτουργήσει σε όλη την Ευρώπη (4). Αλλά η φόρμουλα του Ντ’ Αλέμα δεν είναι δυνατό να μεταφερθεί αλλού, ιδίως αφού αποποιείται το ρόλο του «μεγάλου συνασπισμού».
Αντίθετα, αποσκοπεί να δημιουργήσει ένα διπολικό σύστημα, παρόμοιο με των άλλων ευρωπαϊκών δημοκρατιών, με ένα πόλο της αριστεράς οργανωμένο γύρω από μια ισχυρή σοσιαλδημοκρατία (είναι ο ρόλος που αναθέτει στον εαυτό του το PDS) και ένα πόλο της κεντροδεξιάς χτισμένο πάνω σε μια φιλελευθερο-καθολική δύναμη (που να μειώνει στο μισό τη δύναμη του στυγνού επιχειρηματία Μπερλουσκόνι). Ετσι θα έμεναν στα δύο άκρα μια κομμουνιστική αριστερά (Κομμουνιστική Επανίδρυση) και μια δεξιά λίγο-πολύ εξευγενισμένη: η Εθνική Συμμαχία (ΑΝ), δηλαδή το νεοφασιστικό πρώην Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (MSI) (5).
Μπορεί, βέβαια, κανείς να προβληματιστεί για την υπερβολική έφεση της ιταλικής αριστεράς στα μικροπολιτικά παιχνίδια. Όμως, είναι αλήθεια πως καμία άλλη χώρα της δυτικής Ευρώπης δεν είναι αντιμέτωπη με την αναγκαιότητα μιας τέτοιας ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού. Η σπουδαιότητα αυτής της ανάγκης, ακόμα και σήμερα, σε σχέση με τα κοινωνικά ζητήματα, απορρέει από τη συνταγματική ασάφεια, στην οποία οδήγησαν οι σεισμικές ανακατατάξεις των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’90. Από τον πόλεμο και μέχρι τότε, τη χώρα κυβερνούσε πάντα η Χριστιανοδημοκρατία (DC) -έχοντας, στα δεξιά της ένα μικρό νεοφασιστικό κόμμα- απέναντι στην αντιπολίτευση του πιο μεγάλου κομμουνιστικού κόμματος της Ευρώπης. Το PCI είχε πράγματι καταφέρει να ξεπεράσει το 30% το 1983, και συνέχιζε να διαθέτει ένα ισχυρό δυναμικό μελών, κύρος και επιρροή στους διανοούμενους, στοιχεία τα οποία είχαν χάσει τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα.
Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, η γεωστρατηγική κατάσταση της χώρας, στη μέση της Μεσογείου και στα σύνορα των Βαλκανίων, βοήθησε να δοθεί δραματικός τόνος στην άνοδο των κομμουνιστών, παρασύροντας προς τη Χριστιανοδημοκρατία ψηφοφόρους οι οποίοι σε άλλη περίπτωση θα κατευθύνονταν προς φιλελεύθερα ή δημοκρατικά κόμματα. Εξ ου και η εμπλοκή του συστήματος: το PCI δεν γινόταν να κερδίσει, η Χριστιανοδημοκρατία δεν γινόταν να χάσει.
Όμως, η απόπειρα του «ιστορικού συμβιβασμού», που πρότεινε ο κομμουνιστής ηγέτης Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, δεν επρόκειτο να πείσει ούτε τη Χριστιανοδημοκρατία, αγκιστρωμένη στον αποκλεισμό, για λόγους αρχής, του PCI από την εξουσία, ούτε το σύνολο της κομμουνιστικής και συνδικαλιστικής βάσης, και ακόμα λιγότερο τα «κινήματα» της δεκαετίας του ’70. Ορισμένα από αυτά είχαν άλλωστε ριζοσπαστικοποιηθεί τόσο ώστε να περάσουν στον ένοπλο αγώνα. Δεν είναι τυχαίο το ότι δολοφόνησαν την πιο αντιπροσωπευτική προσωπικότητα της Χριστιανοδημοκρατίας, τον Αλντο Μόρο, την εποχή που αυτός βρισκόταν σε διάλογο με τον κομμουνιστή ηγέτη (6).
Τρία χρόνια -από το 1976 έως το 1979- ήταν αρκετά ώστε ο «ιστορικός συμβιβασμός» να αποτύχει. Στα χρόνια του ’80, όλη η εξουσία επέστρεψε στη συμμαχία της Χριστιανοδημοκρατίας και του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI) του Μπετίνο Κράξι. Ηταν η πιο αλαζονική περίοδος διακυβέρνησης που γνώρισε η χώρα.
Χρειάστηκε η επιχείρηση «καθαρά χέρια» για να ανατραπεί αυτό το σενάριο. Η έκταση της διαφθοράς ήταν τεράστια, απροσδόκητη. Η απόρριψη που ακολούθησε ως λαϊκή αντίδραση σάρωσε τόσο την Χριστιανοδημοκρατία όσο και το PSI: μεταξύ του 1987 και του 1992 τα δύο κόμματα έχασαν 18 εκατομμύρια ψήφους! Ομως, η πτώση του τείχους του Βερολίνου είχε πλήξει την ταυτότητα και την αξιοπιστία του κομμουνιστικού κόμματος. Παρά την αλλαγή στο όνομα και την προοπτική, δεν ήταν σε θέση να γεμίσει το απέραντο κενό που είχε δημιουργηθεί στο κέντρο
Αποτέλεσμα ήταν να επιφορτιστεί αυτό το ρόλο ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μετατρέποντας σε κόμμα -τη Φόρτσα Ιτάλια- την ετοιμοπόλεμη μηχανή του στα μέσα ενημέρωσης και τη διαφήμιση και συμμαχώντας με το MSI, αλλά επίσης και με τη Λέγκα του Βορρά, ένα κόμμα φεντεραλιστικό και αποσχιστικό, σε πλήρη άνοδο στις πιο δυναμικές οικονομικά περιοχές: Λομβαρδία, Πιεμόντε και Βενετία. Αυτός ο Πόλος της Ελευθερίας έμελλε να γοητεύσει, μέσα σε τέσσερις μήνες, την απόλυτη πλειοψηφία των εκλογέων.
Στο εξωτερικό έχει υποτιμηθεί, η σφοδρότητα αυτής της παρέκκλισης προς τα δεξιά. Ηταν η έκφραση απόρριψης της πολιτικής, παράδοσης στους νόμους της αγοράς και της επιχείρησης, που ενσαρκώνονται από τον μεγαλοεπιχειρηματία του Βορρά και μεγιστάνα της επικοινωνίας. Ηταν η έκφραση άρνησης στην αλληλεγγύη και δυσπιστίας προς τα κοινωνικά δικαιώματα, που υποτίθεται πως υποσκάπτουν την ανάπτυξη. Με την εξύμνηση της «κοινής λογικής», την αυτάρεσκη περιφρόνηση του πολιτισμού, την άσκηση ενός αντικομμουνισμού χωρίς προηγούμενο από την εποχή του ψυχρού πολέμου, επιβαλλόταν ένας χονδροειδής και αλαζονικός ρεβιζιονισμός.
Η ανάκαμψη των δυνάμεων της αριστεράς ήταν δύσκολη: το 1994, το PDS και το PRC είχαν συγκεντρώσει, μαζί, τον ίδιο αριθμό ψήφων που είχε πάρει το PCI πριν τη διάσπαση. Για να επικρατήσουν το 1996, έπρεπε λοιπόν να τους υποστηρίξουν οι Λαϊκοί (η παλιά αριστερή πτέρυγα της Χριστιανοδημοκρατίας), οι Πράσινοι, μερικά απομεινάρια από το PSI και άλλοι ανεξάρτητοι. Συγκεντρωμένοι στο συνασπισμό της Ελιάς, μόλις που κατάφεραν να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία των εδρών, χωρίς όμως να αποσπάσουν την πλειοψηφία των ψήφων.
Να φράξουν το δρόμο στην άνοδο της Forza Italia και να καταστήσουν εφικτή -χάρη σε μια τροποποίηση των κανόνων του παιχνιδιού- μια εναλλαγή λιγότερο τραυματική: αυτή έγινε η εμμονή των δημοκρατικών. Όμως, η κοινοβουλευτική επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους της πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης και απαραίτητη σε κάθε συνταγματική αναθεώρηση, τορπιλίστηκε την άνοιξη του 1998 από τον Μπερλουσκόνι, μετά από δύο χρόνια εργασιών. Έτσι, όταν το PRC απέσυρε την υποστήριξή του από την κυβέρνηση Πρόντι, και ο Κοσίγκα πρόσφερε τις ψήφους του, ήταν μεγάλος ο πειρασμός να διασπαστεί το τείχος της Φόρτσα Ιτάλια. Μένει να δούμε αν η συμμαχία με πολύ συντηρητικούς καθολικούς, ικανούς όσο και φιλόδοξους, δεν θα προσφέρει στους Χριστιανοδημοκράτες, που θεωρούνταν ξοφλημένοι, έναν αποφασιστικό ρόλο στο σχηματισμό αυτής της μέχρι τώρα δυσεύρετης εξευγενισμένης δεξιάς, που δεν θα είναι λαϊκίστικη, ούτε δημοψηφισματική, ούτε πληβειακή.
Όμως, το PRC είχε προκαλέσει την κρίση της κυβέρνησης Πρόντι με βάση την προτεραιότητα που έπρεπε να δοθεί στην κοινωνική πολιτική. Οι κομμουνιστές προειδοποιούσαν από το Μάιο του 1998: «Ή στροφή, ή ρήξη». Αν υποστήριξαν την πρώτη κυβέρνηση της κεντροαριστεράς, το έκαναν για να νικήσουν τον Μπερλουσκόνι. Είχαν μάλιστα αποδεχθεί το στόχο της εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών, ώστε η Ιταλία να μπορέσει να πάρει μέρος στην πρώτη ομάδα των χωρών που θα συμμετείχαν στο ενιαίο νόμισμα. Ήταν μια πολύ δύσκολη επιλογή για το PRC -το PDS, από την πλευρά του, δήλωνε ήδη από καιρό ευρωπαϊκό.
Στην κριτική τους για τη συνθήκη του Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας του Αμστερνταμ, οι κομμουνιστές δεν αρνιούνταν ότι η χρέωση της χώρας ήταν σε κάθε περίπτωση αβάσταχτη – 120% του εθνικού εισοδήματος. Αυτή η καταστροφή οφείλεται εν μέρει στη διαφθορά, η οποία κατασπατάλησε το δημόσιο χρήμα: η κυριαρχία του πελατειακού συστήματος γενίκευσε τις καταχρήσεις από τους ιδιώτες ή τα κόμματα στις δημόσιες ή ημι-δημόσιες επιχειρήσεις. Εξηγείται όμως κυρίως από την ανισορροπία ανάμεσα στην πληθωρική δημόσια διοίκηση, την ισχυρή βιομηχανία στο Βορρά και την παρωχημένη παραγωγική δομή στο Μετζοτζιόρνο (Σ.τ.Μ.: στο Νότο). Οικονομικά, πράγματι, η χώρα ποτέ δεν ενοποιήθηκε. Ο αριθμός των ανέργων έφτασε τα τρία εκατομμύρια, και σχεδόν όλοι τους είναι στο Νότο.
Βέβαια, οι μεγάλοι εργατικοί αγώνες στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, στο Βορρά, απέσπασαν καλύτερες συνθήκες εργασίας και καλύτερους μισθούς, εξασφάλισαν τη μεταρρύθμιση της υποχρεωτικής δημόσιας εκπαίδευσης, επέτρεψαν την εγκαθίδρυση ενός καθολικού και δωρεάν συστήματος υγείας, επέβαλαν μια εργατική νομοθεσία και ένα προχωρημένο σύστημα για τις συντάξεις και την εξουδετέρωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Την ίδια στιγμή, αυξανόταν το σύνολο των δημόσιων δαπανών.
Όμως, η κοινωνική ανάπτυξη θα διακοπεί απότομα. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 η εργοδοσία αναδιαρθρώνει τεχνολογικά τα μεγάλα εργοστάσια, κατακερματίζοντας τις μεγάλες παραγωγικές μονάδες, μειώνοντας δραστικά την εργατική δύναμη. Όσοι έχουν επισφαλή εργασία -και που πολλαπλασιάζονται με το χρόνο- πρωταγωνιστούν στους αγώνες στα τέλη της δεκαετίας του ’80, αλλά έρχονται σε ρήξη με τα συνδικάτα. Οι «εξασφαλισμένες» κατηγορίες, από τη μεριά τους, κρατούν αμυντική στάση απέναντι στην στρατιά των άνεργων νέων, που, στο Μετζοτζιόρνο, ξεπερνά τα όρια συναγερμού.
Η καταστολή των αγώνων συνοδεύεται, στο Νότο, από ένα είδος σιωπηρής συμφωνίας ανάμεσα στο κράτος και την υπανάπτυξη. Η κατάχρηση των μηχανισμών εξισορρόπησης των ανισοτήτων (πλαστές συντάξεις για αναπηρία, ψεύτικες θέσεις απασχόλησης που μοιράζονται με βάση το πελατειακό σύστημα) δημιουργεί ένα δίκτυο παράνομων μεσολαβήσεων και τροφοδοτεί την παραοικονομία, περιλαμβανόμενου του οργανωμένου εγκλήματος. Στο Βορρά, αντιθέτως, χάρη στην τεχνολογία και τη βοήθεια στις επιχειρήσεις, η κρίση των μεγάλων ομίλων συμπίπτει με την έκρηξη της «αυτόνομης εργασίας», αυτών των μικρών (ακόμη και μικροσκοπικών) επιχειρήσεων αγαθών και υπηρεσιών, οι οποίες ανατρέπουν το τοπίο και τη νοοτροπία των εργαζομένων. Η Ιταλία αριθμεί συνολικά έξι εκατομμύρια αυτο-απασχολούμενους κανονικά εγγεγραμμένους, έναντι δώδεκα εκατομμυρίων μισθωτών.
Συχνά εξοπλισμένες με ανταγωνιστική τεχνολογία, αυτές οι μικρο-επιχειρήσεις χτυπούν τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας στο Βορρά, με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν, στο Νότο, η ανεργία και η υποαπασχόληση. Ετσι, κατά τη δεκαετία του ’80, το παλιό σενάριο ενός βιομηχανικού και φορντιστικού Βορρά με συνδικαλισμό και αλληλεγγύη, και ενός Νότου, αγροτικού ακόμη και σε καθυστέρηση όσον αφορά την εκβιομηχάνιση, ανατρέπεται. Η παρακμή των μεγάλων εργοστασίων και η κυριαρχία του τριτογενούς τομέα στις πόλεις διαιρεί το Βορρά, από τη μια στους οργανωμένους εργαζόμενους, που γίνονται στόχος δραστικών απολύσεων και της επιθετικότητας της εργοδοσίας και από την άλλη, σε μια εργατική δύναμη χωρίς δουλειά, που γνωρίζει τον αποκλεισμό στα προάστια και τον κατακερματισμό της παραοικονομίας, με την αυτοαπασχόληση να διαφεύγει από κάθε φορολόγηση. Στο Νότο, έχουμε ανεργία, κοινωνικά βοηθήματα, παραοικονομία. Από τη μια ως την άλλη άκρη της χώρας, η εργατική δύναμη που είναι κανονικά εγγεγραμμένη μειώνεται, και μαζί με αυτή μειώνονται τα έσοδα του κράτους, ενώ αυξάνονται οι κοινωνικές δαπάνες. Το δημόσιο χρέος, επιβαρυμένο από τα περίφημα κρατικά ομόλογα, γίνεται αβάσταχτο. Με άλλα λόγια, με βάση τις προθεσμίες του Μάαστριχτ, η Ιταλία νοσεί. Το PRC, στην αντιπολίτευση μέχρι το 1996, αποφασίζει λοιπόν να υποστηρίξει την κυβέρνηση Πρόντι για να ξεμπερδέψει με αυτή του Μπερλουσκόνι, με στόχο ταυτόχρονα μια τελική προσπάθεια εξυγίανσης και μια πιο δίκαιη κατανομή της. Με τον όρο ότι μόλις εφαρμοστεί το ευρώ θα δοθεί προτεραιότητα στην απασχόληση και στην οικονομική ανάκαμψη.
Το Μάιο του 1998 η Ιταλία πετυχαίνει το στόχο της. Και το PRC υποστηρίζει την πολιτική του. Η κυβέρνηση Πρόντι και η πλειοψηφία της, περιλαμβανόμενου του PDS, ισχυρίζονται πως η μεγάλη αφαίμαξη ανήκει πια στο παρελθόν (ο προϋπολογισμός για το 1999 είναι αισθητά «ελαφρύτερος»), αλλά πραγματοποίησαν τη «στροφή» που είχαν υποσχεθεί. Αντιθέτως, το κράτος επιβεβαιώνει πως δεν προτίθεται να επέμβει στην οικονομία: αυτό συμβαίνει με τις ιδιωτικοποιήσεις (αυτές σηματοδοτούν την ενίσχυση μερικών μεγάλων χρηματοπιστωτικών ομίλων, πάντα των ίδιων), αλλά και με την απόρριψη κάθε δημόσιου σχεδίου υπέρ της απασχόλησης, ακόμα και στο Μετζοτζιόρνο, όπου το PRC ζητά την ίδρυση ενός Οργανισμού Εργασίας. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη αφήνεται στα χέρια των μηχανισμών της αγοράς, και για το Μετζοτζιόρνο προτείνονται διαφοροποιημένοι μισθοί. Ο μοχλός είναι η ευελιξία.
Αυτός ακριβώς είναι ο προσανατολισμός ο οποίος επιβεβαιώθηκε το Σεπτέμβριο, ενώ η χρηματοπιστωτική καταιγίδα και η απειλή της ύφεσης ανάγκαζαν τις κεντρικές τράπεζες να μειώσουν τις προβλέψεις τους για την οικονομική μεγέθυνση -με άλλα λόγια για την ανάκαμψη της απασχόλησης. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η άρση της εμπιστοσύνης του PRC στην κυβέρνηση Πρόντι δεν ήταν ούτε αβάσιμη ούτε απροσδόκητη, ακόμα κι αν όλη η αριστερά (και μια μερίδα του ίδιου του PRC) έμοιαζε κλονισμένη, στο σημείο να κατηγορείται ο Μπερτινότι ότι έπαιξε το παιχνίδι της δεξιάς, η οποία θεωρείται ότι θα επικρατούσε σε περίπτωση πρόωρων εκλογών. Αλλά η Βουλή και η Γερουσία δεν διαλύθηκαν, και ο Ντ’ Αλέμα διαδέχθηκε τον Πρόντι.
Αυτό είναι το πανόραμα της Ιταλίας στα τέλη του 1998. Μέσα στο πολιτικό σκηνικό με τις άλλες αριστερές κυβερνήσεις στην Ευρώπη -στη Γαλλία, στη Μεγάλη Βρετανία και τώρα στη Γερμανία-, είναι μια κατάσταση πρωτότυπη. Η αλλαγή κυβέρνησης φαίνεται να διαψεύδει την τάση σε όλες τις άλλες σοσιαλδημοκρατίες να δοκιμάζουν ορισμένα μέτρα -προσεκτικά, είναι αλήθεια- απέναντι στην αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού και τη στασιμότητα της οικονομικής μεγέθυνσης. Ολα εξελίσσονται σαν αυτό το μήνυμα να μην έχει φτάσει ακόμα στην Ιταλία, χαμένη μέσα στη μεγάλη και συγκεχυμένη μετάλλαξη της ιδιοκτησίας, των εργασιακών σχέσεων και της υποκειμενικότητας, σε αυτό που υπήρξε, κάποτε, το πιο προχωρημένο κοινωνικό και πολιτικό εργαστήριο της μεταπολεμικής περιόδου.
Χωρίς προοπτική, η πολιτική δεν καταφέρνει να κυβερνήσει -και η κοινωνία να εκφραστεί. Η Ιταλία δεν γνώρισε ισχυρούς κοινωνικούς αγώνες, μετά την μεγάλη κινητοποίηση για την υπεράσπιση των συντάξεων, πριν από τρία χρόνια. Τίποτα το συγκρίσιμο, σε κάθε περίπτωση, με το κίνημα του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1995 στη Γαλλία. Οι μόνοι που μουρμουρίζουν είναι οι ομάδες των ανέργων και οι νέοι αποκλεισμένοι, που αποκαλούνται «αόρατοι» και βρίσκουν κάποιο καταφύγιο στα κέντρα πρόνοιας. Υπάρχει βέβαια η διαμαρτυρία των Κούρδων, των Κοσοβάρων, των Λιβανέζων και των Ιρακινών, οι οποίοι από τότε που η Ιταλία εισήλθε στο χώρο του Σένγκεν, προσπαθούν να αποβιβαστούν στις ακτές της. Αλλά, μέχρι τώρα, το πραγματικό κεφάλαιο της κοινωνικής και πολιτικής Ευρώπης δεν έχει ακόμα ανοίξει.
(1) Το Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (PRC) είναι ένα από τα δύο κόμματα που προέκυψαν από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI), του οποίου η πλειοψηφία σχημάτισε το 1991 το Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς (PDS).
(2) Ο Πόλος περιλάμβανε τη Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και την Εθνική Συμμαχία του Τζιανφράνκο Φίνι, καθώς επίσης και το Χριστιανοδημοκρατικό Κέντρο (CCD) και την Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (CDU), που αμφότερα προέκυψαν από τη Χριστιανοδημοκρατία. Κάποια στιγμή είχε και τη στήριξη της Λέγκας του Ουμπέρτο Μπόσι.
(3) Η Ελιά αποτελείται από το PDS του Μάσιμο Ντ’ Αλέμα, τους Πράσινους, το Ιταλικό Λαϊκό Κόμμα (ΡΡΙ) -που, επίσης, προέκυψε από τη Χριστιανική Δημοκρατία- και ένα τμήμα του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Είχε την εξωτερική στήριξη, μέχρι την τελευταία κρίση, του PRC.
(4) Alexandre Adler, «L’Italie, avant-garde de l’Europe», «Le Monde», 30 Οκτωβρίου 1998.
(5) Βλ. Paolo Raffone, «En Italie, les post-fascistes ont fait leur mue», Le Monde diplomatique, Αύγουστος 1998.
(6) Βλ. Toni Negri, «Retour sur l’Italie des années 70», «Le Monde diplomatique», Μάιος 1998.