Τον Ιανουάριο του 1998, την παραμονή της άφιξης του Πάπα, και ενώ βρισκόμουν στην Πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα, είδα ξαφνικά να ξεδιπλώνεται μια τεράστια εικόνα του Ιησού Χριστού απέναντι από μια γιγαντιαία τοιχογραφία του Τσε Γκεβάρα, κάτω από τα μάτια του κολοσσιαίου αγάλματος του Χοσέ Μαρτί, του «Πατέρα της Πατρίδας». Οι άνθρωποι ετοιμάζονταν να υποδεχθούν τον Ιωάννη Παύλο Β’, επειδή τους το είχε ζητήσει ο Φιντέλ Κάστρο και επειδή πίστευαν ότι θα μπορούσαν να αξιώσουν πρακτικά πράγματα: «Κύριε, κάνε να μας στείλουν δολάρια οι συγγενείς μας από το Μαϊάμι: κάνε να πολλαπλασιαστούν οι μπριζόλες και τα ψάρια και να αντικαταστήσουν αυτή τη “μάζα κρέατος” που μας δίνουν με το δελτίο».
Οι Κουβανοί έχουν μανία με το φαγητό. Ένα από τα λιγότερο κακεντρεχή ανέκδοτα για τη μεγάλη πείνα της «ειδικής περιόδου» (1) είναι το ακόλουθο: «Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ ένα κουβανικό ψυγείο και σε μια καρύδα;» Απάντηση: «Καμία. Και τα δύο δεν περιέχουν παρά νερό». Ένα από τα πιο σκληρά ανέκδοτα αναφέρεται στο ζωολογικό κήπο και εξιστορεί την αλλαγή που χρειάστηκε να γίνει στις πινακίδες: στην αρχή ήταν «Απαγορεύεται να δίνετε τροφή στα ζώα», στη συνέχεια «Απαγορεύεται να τρώτε την τροφή των ζώων» και στο τέλος «Απαγορεύεται να τρώτε τα ζώα». Ο ανταποκριτής μιας ισπανικής καθημερινής εφημερίδας κλήθηκε να εγκαταλείψει την Κούβα όταν αποκάλυψε ότι όλες οι γάτες είχαν εξαφανιστεί από την Αβάνα…
Η τηλεόραση απευθύνθηκε σε μια παρουσιάστρια της εποχής του Μπατίστα, τη Νίτζα Βιγιαπόλ, για να παρουσιάσει, κατά τη διάρκεια της «ειδικής περιόδου», συνταγές μαγειρικής χωρίς κρέας, με βάση τα μοναδικά προϊόντα που ήταν διαθέσιμα με το δελτίο: πατάτες στο φούρνο, πουρές από πατάτες με κρεμμύδι ή σκόρδο ή λίπος χοιρινού και χυμό πορτοκαλιού, επιδόρπιο από πατάτες με ζάχαρη και φλούδες πορτοκαλιού…
Ο Φιντέλ Κάστρο αφιέρωσε τις αϋπνίες του για να βρει λύσεις ανάγκης, ενώ παράλληλα συνέχισε να επιβλέπει προσωπικά μια γεωργία που προέβαλλε αξιώσεις: ορυζώνες στα προάστια της Αβάνας, καλλιέργειες ευαίσθητων φρούτων, εκτροφή γαλακτοπαραγωγικών αγελάδων από τον Καναδά, παρασκευή εξαιρετικών γαλλικών τυριών με απαγορευτική τιμή, διυλιστήριο του ουίσκι Old Havana, που αποκάλυπτε τις κρυφές προτιμήσεις του Φιντέλ και πωλούνταν αποκλειστικά στα καταστήματα για ξένους, πειραματικό «φουαγκρά» από χήνες που εκτρέφονταν με την άμεση επίβλεψη του Κομαντάντε και με το οποίο προμήθευε κάποτε τους ηγέτες των Σαντινίστας, με την ευκαιρία των επετείων της νίκης του Ντανιέλ Ορτέγκα.
Στον Φιντέλ αρέσει να μιλάει για μαγειρική. Ο δομινικανός μοναχός Φρέι Μπέτο, στο βιβλίο του με συνεντεύξεις, «Fidel y la Religion» (Ο Φιντέλ και η θρησκεία), θυμάται την ακρίβεια με την οποία του περιέγραψε ο Κομαντάντε τον τρόπο προετοιμασίας των γαρίδων και των αστακών: «Είναι προτιμότερο να μην γίνονται μαγειρευτά, το βραστό νερό περιορίζει τη γεύση τους, τη νοστιμάδα και σκληραίνει ελαφρά το κρέας. Προτιμώ να τα ψήνω στο φούρνο ή σε σουβλάκια. Πέντε λεπτά είναι αρκετά για τα σουβλάκια με γαρίδες, ενώ για τον αστακό στο φούρνο αρκούν έντεκα λεπτά και έξι λεπτά στα κάρβουνα όταν είναι σε σουβλάκια. Μοναδικά πρόσθετα υλικά: βούτυρο, σκόρδο και λεμόνι. Το νόστιμο φαγητό είναι πάντοτε απλό. Οι διεθνείς μάγειροι είναι υπερβολικά σπάταλοι».
Ο μαγειρικός παρεμβατισμός του Φιντέλ είναι γνωστός. Μια φορά πρόσφερε σ’ ένα ζευγάρι Αμερικανών παϊδάκια και αρνίσιο μπούτι και εγκαταστάθηκε στην κουζίνα τους σαν αρχιμάγειρος, συνιστώντας στην κυρία να πανάρει το κρέας και στη συνέχεια να το τηγανίσει. Εκείνη προτιμούσε να το ψήσει στην ψησταριά. Ο Φιντέλ της είπε να κάνει ό,τι θέλει, έκανε στροφή και έφυγε. Όταν ο Φιντέλ Κάστρο ήταν νεαρός φοιτητής, ο καθηγητής του Μορένο Φραγινάλς τον προσκάλεσε στο σπίτι του. Ο Φιντέλ πήγε κατευθείαν στην κουζίνα, περιεργάστηκε το βραδινό φαγητό που ετοιμαζόταν και είπε στην κυρία Φραγινάλς: «Άφησέ με να ψήσω τις μπανάνες, θα σου δείξω πώς πρέπει να τις φτιάξεις». Εκείνη έκπληκτη τον ρώτησε αν πίστευε ότι γνώριζε τα πάντα. «Σχεδόν», της απάντησε εκείνος.
Όποτε κυνηγά αγριόπαπιες, θέλει να επιβλέπει το ψήσιμό τους. Το πάθος του για το φουαγκρά και τα γαλλικά τυριά τον οδήγησε στην ενθάρρυνση των ερευνών σχετικά με το «μπούκωμα» στην Κούβα, δηλαδή τον υπερσιτισμό των χηνών, καθώς και για την παραγωγή γάλακτος υψηλής ποιότητας, απαραίτητου στην παρασκευή εκλεκτών τυριών. Αρχικά ζητάει να δοκιμάσουν το αποτέλεσμα των μαγειρικών πειραμάτων του τα μέλη της νομενκλατούρας του καθεστώτος: πρώτα οι pinchos, η στρατιωτική ελίτ, και στη συνέχεια οι mayimbes, η πολιτική ελίτ. Ο Κάστρο θέλει να γνωρίζει τα πάντα, ακόμη και τους σκωπτικούς όρους που έχουν επινοήσει οι Κουβανοί για να χαρακτηρίσουν τους (σχετικά) προνομιούχους τους οποίους κάθε επανάσταση χρειάζεται.
Ο Φιντέλ συνδέει τη μαγειρική με τις γυναίκες. Την συσχετίζει με τη μητέρα του, από την οποία διατηρεί μια ανάμνηση πιο θερμή απ’ αυτήν του πατέρα του, παρά την έντονη διαμαρτυρία της κατά τη διάρκεια της κατάσχεσης των αγροτικών κτημάτων. Η γερόντισσα Μαρία Μεδιαδόρα είχε δηλώσει τότε ότι κανείς δεν θα άρπαζε τη γη της, ούτε ο γιος της ο Φιντέλ, και είχε πάρει ένα τουφέκι. Χρειάστηκε να σταλεί ο Ραμόν, ο πρωτότοκος γιος, για να την πείσει να παραδώσει το όπλο της. Αυτός ο συσχετισμός των γυναικών με τη μαγειρική οφείλεται επίσης στο πάθος του Φιντέλ να μαγειρεύει για όλες τις γυναίκες που τον μεταμόρφωσαν σε άτλαντα της ιστορίας. Η πρώτη που παρατήρησε ότι ο άντρας της σκεφτόταν να μάθει να μαγειρεύει ήταν η Μίρτα Ντιάζ Μπαλάρτ. Ήταν όμορφη, όπως όλες οι γυναίκες που αγάπησε ο Φιντέλ. Προερχόταν από μια οικογένεια δεξιών μεγαλοκτηματιών της ανατολικής επαρχίας Οριέντε της Κούβας, οι οποίοι συνδέονταν με τον δικτάτορα Μπατίστα. Ένας αδελφός της Μίρτα, ο Ραφαέλ, συμφοιτητής του Φιντέλ στο πανεπιστήμιο, κατέλαβε πολύ υψηλή θέση στους κόλπους του υπουργείου Εσωτερικών και, αργότερα, έγραψε ένα λίβελο με τίτλο: Ζήτω ο Φουλχένσιο Μπατίστα!
Δίπλα στη Μίρτα και τον Φιντελίτο, τον πρώτο του γιο, ο Φιντέλ έμαθε τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής: να μην έχει χρήματα να πληρώσει το ενοίκιο ή τα φάρμακα του παιδιού, να πρέπει να δέχεται τη βοήθεια φίλων. Έμαθε επίσης να ασκεί αμφιλεγόμενα επαγγέλματα, όπως εισπράκτορας απλήρωτων λογαριασμών ή πωλητής τηγανητών κοτόπουλων στην ταράτσα του διαμερίσματός του στην Αβάνα. Το μήνα του μέλιτος τον πέρασαν στη Νέα Υόρκη και εκεί, τον Οκτώβριο του 1948, ο Φιντέλ αγόρασε Το «Κεφάλαιο» και τα πρώτα του βιβλία των Μαρξ και Ενγκελς. Η Μίρτα πολιτικοποιήθηκε όπως και ο άντρας της. Όταν αυτός συνελήφθη στο Σαντιάγο, μετά την επίθεση ενάντια στο στρατόπεδο Μονκάδα, στις 26 Ιουλίου 1953, και φυλακίστηκε στο Νησί των Πεύκων, του έστειλε μια σειρά από βιβλία που επιθυμούσε να διαβάσει.
Ο Φιντέλ αλληλογραφούσε επίσης με τη Νατάλια Ρεβουέλτα, η οποία είχε πουλήσει όλα τα οικογενειακά κοσμήματά της, καθώς και αυτά που της είχε δωρίσει ο άντρας της, για να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση της επίθεσης ενάντια στο στρατόπεδο Μονκάδα. Προσπαθούσε να πάψει να είναι μια αστή, ήθελε να γίνει μια «καινούργια γυναίκα», υπόδειγμα στρατευμένης κομμουνίστριας, απαράμιλλου θάρρους, όπως η ηρωίδα του «L’ Arbre de la vie» (Το δέντρο της ζωής), του μυθιστορήματος του Λίσαντρο Οτέρο (2). Έκανε τα πάντα για να μένει ο Φιντέλ όσο το δυνατόν περισσότερο στο σπίτι της και στη ζωή της, κάτω από το κριτικό, τρυφερό και ελαφρά υστερικό βλέμμα της κόρης τους Αλίνας. Οι πιο ευχάριστες επισκέψεις του Φιντέλ στο σπίτι της Νατάλια ήταν, σύμφωνα με την Αλίνα, όταν κατέφθανε με τα χέρια φορτωμένα με τρόφιμα απλησίαστα με το δελτίο. Μερικές φορές, έφερνε επίσης προϊόντα όπως κολοκυθόσπορους, πολλαπλασιάζοντας τις συμβουλές για την προετοιμασία τους: «Αλίνα, οι κολοκυθόσποροι φτιάχνονται σε μεταλλική κατσαρόλα, αφού προηγουμένως αλειφθεί με λάδι, όπως καβουρντίζεται ο καφές. Ψήνονται σε μέτρια φωτιά μέχρι να ξεφλουδιστούν σχεδόν από μόνοι τους».
Στη φυλακή, ο Φιντέλ αναπλήρωσε την απουσία γαστρονομικής τροφής με τα «βαριά φαγητά» της λογοτεχνίας. Το έργο «Η 18η Μπρυμαίρ» του Καρλ Μαρξ τού φάνηκε πλούσιο σε διδάγματα και πάντοτε σ’ αυτό ανατρέχει για να προφυλαχθεί από την κόπωση της επανάστασης. Διάβασε Βίκτορα Ουγκό, καθώς και τα έργα «Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας» του Ουίλιαμ Μ. Θάκερεϊ, «Η φωλιά των ευγενών» του Ιβάν Τουργκένιεφ, τη βιογραφία του Κάρλος Πρέστες, βραζιλιάνου κομμουνιστή ηγέτη και στελέχους της Κομιντέρν, «Περί πολέμου» του Καρλ φον Κλάουζεβιτς, «Η υπερβατική αισθητική» του Ιμάνουελ Καντ, «Το κράτος και η επανάσταση» του Λένιν. Επίσης τα κείμενα του Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ, του Άλμπερτ Αϊνστάιν, και κυρίως τον Ιούλιο Καίσαρα του Σαίξπηρ. Ο Φιντέλ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Καίσαρ ήταν επαναστάτης και ο Βρούτος αντιδραστικός. Έγραφε στη Νάτι Ρεβουέλτα: «Η ανθρώπινη σκέψη καθορίζεται απολύτως από τις συνθήκες μιας εποχής και, αν πρόκειται για πολιτική μεγαλοφυΐα, η ανάπτυξή της εξαρτάται πλήρως από αυτές. Ο Λένιν, αν είχε ζήσει την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης, θα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, ένας λυσσώδης υπερασπιστής της ρωσικής μπουρζουαζίας. Ο Χοσέ Μαρτί, αν είχε γνωρίσει την κατοχή της Αβάνας από τους Άγγλους, θα είχε υπερασπιστεί, στο πλευρό του πατέρα του, τη σημαία της Ισπανίας. Τι θα είχαν γίνει ο Ναπολέοντας, ο Μιραμπό, ο Δάντης, ο Ροβεσπιέρος την εποχή του Καρλομάγνου, αν όχι ταπεινοί δουλοπάροικοι ή άσημοι κάτοικοι ενός οποιουδήποτε μεσαιωνικού πύργου; Ο Ιούλιος Καίσαρας δεν θα είχε ποτέ κατορθώσει να διαβεί τον Ρουβίκωνα τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας, πριν από την όξυνση της σκληρής σύγκρουσης των τάξεων που συντάραξε τη Ρώμη και πριν από την άνθηση του μεγάλου κόμματος των πληβείων, που κατέστησε απαραίτητη και δυνατή την άνοδό του στην εξουσία…».
Έξω από τη φυλακή, τον βοηθούσαν γυναίκες, ιδιαίτερα η ετεροθαλής αδελφή του Λίδια, η Μέλμπα Χερνάντες και η Χαϊντέ Σανταμαρία. Και οι τρεις σιδέρωναν τα τσαλακωμένα γράμματα που έστελνε από τη φυλακή ο Φιντέλ και τα οποία περιείχαν, γραμμένο με χυμό λεμονιού, το κείμενό του «La Historia me absolvera» (Η Ιστορία θα με δικαιώσει). Τα αποκρυπτογραφούσαν, τα δακτυλογραφούσαν και τα αντέγραφαν σε δεκάδες αντίτυπα, τα οποία μοίραζαν στους αγωνιστές. Υπήρχαν επίσης άλλες δύο γυναίκες: η Βίλμα Εσπίν και η Σέλια Σάντσες. Η πρώτη, βοηθός και οδηγός του Φρανκ Παΐς, καστρικού ηγέτη στο Σαντιάγο της Κούβας, οργάνωνε τις κινητοποιήσεις των φοιτητών υπέρ της αμνηστίας, ενώ, αργότερα, θα παντρευόταν τον Ραούλ Κάστρο. Η δεύτερη είχε αναλάβει να στέλνει δέματα με κονσέρβες και τρόφιμα στους κρατουμένους στο Νησί των Πεύκων.
Η Σέλια Σάντσες, που έχει πεθάνει, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη ζωή του Κάστρο και υπήρξε συνεργάτης του για 23 χρόνια. Εργάστηκε στο πλάι του στο Παλάτι της Επανάστασης και στο μικρό διαμέρισμα που διατηρούσε στην οδό Έντεκα, το αγαπημένο καταφύγιο του Κομαντάντε, όπου έμενε πολύ συχνά για να κοιμηθεί. Μερικές φορές, για να μην διακόψουν τη δουλειά τους, ο Φιντέλ μαγείρευε. Όμως συνήθως η Σέλια ετοίμαζε το φαγητό. Όταν εκείνος μετακινούνταν, εκείνη του έστελνε φαγητά που είχαν γίνει με τη φροντίδα της, φαγητά απλά αλλά νόστιμα και θρεπτικά. Γνώριζε τις προτιμήσεις του. Ο Φιντέλ απεχθάνεται τη σπατάλη στο φαγητό. Το αγαπημένο του πιάτο είναι η σκέτη χελωνόσουπα. Όποια κι αν είναι η ένταση της στιγμής, ο Φιντέλ ποτέ δεν παραμελεί το φαγητό. Την παραμονή της επίθεσης ενάντια στο στρατόπεδο Μονκάδα, ζήτησε από τη Μέλμπα και τη Χαϊντέ να ετοιμάσουν κοτόπουλο με ρύζι για τους 120 άντρες και να σιδερώσουν τις στολές τους: «Δεν μπορείς να προχωρείς σε μια δυναμική ενέργεια με άδειο στομάχι και ρακένδυτος», είπε κατηγορηματικά. Το Μάιο του 1958, πριν από τη μεγάλη επίθεση ενάντια στο στρατό του Μπατίστα, απηύθυνε στη Σέλια ένα μελοδραματικό γράμμα: «Δεν έχω καπνό, δεν έχω κρασί, δεν έχω τίποτα. Ένα καλό μπουκάλι ισπανικό κρασί, ροζέ γλυκό, έχει μείνει στο ψυγείο του σπιτιού του Μπίσμαρκ. Τι έχει απογίνει;»
Ο Φιντέλ Κάστρο είναι ένας μεγάλος μοναχικός που αποστρέφεται την απόλυτη μοναξιά. Έχει ανάγκη από κάποιον να τον ακούει, να του απαντάει, να του γράφει. Αναγορεύεται θεματοφύλακας του μεγαλείου των γυναικών, κι αν έκανε την επανάσταση την έκανε επειδή δεν ήθελε η Κούβα να γίνει το μπορντέλο των Αμερικανών ούτε οι «πεζοναύτες» να κατουρούν στο μνημείο του Χοσέ Μαρτί, όπως τους είχε δει να κάνουν. Απεχθάνεται να μιλάει για τη σημερινή έξαρση της πορνείας στην Κούβα. Μια πληγή που, σύμφωνα με τον Φιντέλ, έφερε ο τουρισμός. Μια πληγή την οποία δεν προκάλεσε η πείνα, αλλά το φετιχιστικό δέλεαρ της επιθυμίας για κατανάλωση κατά τα δυτικά πρότυπα και η οικονομική ασφυξία του νησιού, που είναι η πραγματική αιτία για την ανεπαρκή παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Λυπάται που ο «καινούργιος άντρας» και η «καινούργια γυναίκα» αργούν να γεννηθούν. Ο Φιντέλ είναι πεισμένος πως, από τη στιγμή που θα αρθεί ο αποκλεισμός από την Ουάσιγκτον και θα ξεπεραστούν οι σημερινές δυσκολίες, η Κούβα θα επανέλθει στην κατάσταση που βρισκόταν το 1965 όταν τα μπορντέλα δεν υπήρχαν, επειδή δεν υπήρχαν πια πόρνες. Η επανάσταση πρόσφερε στις γυναίκες αυτές τη δυνατότητα να μάθουν μια άλλη δουλειά, οργάνωσε επιμορφωτικά μαθήματα και ανέλαβε, κατά τη διάρκεια των σπουδών, τα έξοδα διατροφής και στέγασης, γι’ αυτές και την οικογένειά τους. Γι’ αυτό τον λόγο ο Κομαντάντε εμφανίζεται τόσο αυστηρός απέναντι σε όσους τον επικρίνουν για τη σημερινή κατάσταση.
Πριν από μερικά χρόνια, απαίτησε την απέλαση ενός Γάλλου ανταποκριτή που είχε αρχίσει το τηλεγράφημά του ως εξής: «Ψηλή ή κοντή, χοντρή ή αδύνατη, λευκή ή μαύρη, νέα ή γριά, κάθε Κουβανή γυναίκα κοστίζει 7.000 δολάρια». Βεβαίως, ο δημοσιογράφος εξηγούσε στη συνέχεια πως επρόκειτο για την επίσημη διοικητική εκτίμηση για να σχηματιστεί ο φάκελος που θα επέτρεπε σε μια Κουβανή να παντρευτεί έναν ξένο, ωστόσο το κείμενο παρέμενε διφορούμενο και εμφάνιζε το κουβανικό καθεστώς σαν ένα είδος προαγωγού… Καθώς η σύγχρονη ιστορία δεν τους έχει προσφέρει την ευκαιρία να κάνουν τη δική τους επανάσταση, πολλοί Ευρωπαίοι θεωρούν ότι η κουβανέζικη επανάσταση είναι η θετή επανάστασή τους. Τους υποσχόταν, πριν από σαράντα χρόνια, μια νέα άνοιξη των λαών. Αυτοί οι θαυμαστές του χθες ατενίζουν σήμερα με νοσταλγία το φθινόπωρο του πατριάρχη…
Στη φωτογραφία: Το στρατόπεδο Μονκάδα, για την επίθεση στο οποίο φυλακίστηκε ο Φιντέλ στην προεπαναστατική Κούβα (φωτ.: flickr / russavia).