Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους, της οποίας οι ανώτατοι αξιωματούχοι είχαν δεχθεί στην Ουάσιγκτον αντιπροσωπείες των μελλοντικών πολιτικών και στρατιωτικών πραξικοπηματιών, χαιρέτισε αμέσως αυτό που πίστευε ότι ήταν η απομάκρυνση ενός ηγέτη του οποίου η ανεξαρτησία την εκνεύριζε. Η πρώτη ενέργεια της ισπανικής κυβέρνησης, η οποία ασκεί την προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν ήταν να καταδικάσει αυτές τις πράξεις, αλλά να γνωστοποιήσει, στις 12 Απριλίου, από την Ουάσιγκτον, μια κοινή δήλωση με την αμερικανική κυβέρνηση, η οποία καλούσε τους πραξικοπηματίες να διαμορφώσουν «ένα σταθερό δημοκρατικό πλαίσιο»! Υπολόγιζαν χωρίς το λαϊκό σαρωτικό κύμα το οποίο, με τη στήριξη έντιμων στρατιωτικών, αποκατέστησε τη νομιμότητα στο Καράκας.
Αν και στραμμένες στον παρουσιαστή, οι τηλεοπτικές κάμερες εστιάζουν ταυτόχρονα στο Καράκας, το οποίο εκτείνεται στους πρόποδες του όρους Ελ Αβίλα, στη μέση της πλαγιάς του οποίου είχε στηθεί το πρόχειρο στούντιο. Ο υπεύθυνος του προγράμματος μόλις έχει κάνει το ακροατήριο να σκάσει στα γέλια, υπενθυμίζοντας πώς είχε καταφέρει να κάνει τον Φιντέλ Κάστρο να τραγουδήσει -«φάλτσα, τραγουδάει πραγματικά πολύ άσχημα!»- σε ένα από τα προηγούμενα προγράμματά του. Ποιητικός, αναφέρει τη Γουατεμάλα, στη συνέχεια τον ελευθερωτή Σιμόν Μπολιβάρ, σιγοτραγουδάει, θέτει ερωτήματα στους καλεσμένους του -μεταξύ των οποίων ένα πλήθος από υπουργούς, συζητάει σε απευθείας σύνδεση με μια ταπεινή τηλεθεάτρια, την οποία αποχαιρετά ύστερα από ένα τρυφερό: «Γεια σου, καρδιά μου, σε φιλώ»... Η άνεσή του θα έκανε την οποιαδήποτε βεντέτα της μικρής οθόνης να κιτρινίσει από ζήλια. Ωστόσο, δεν έχει τίποτα το επαγγελματικό. Ονομάζεται Ούγο Τσάβες και είναι πρόεδρος της Μπολιβαρικής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας. Στις 17 Μαρτίου, στην εκατοστή κυριακάτικη εκπομπή του «Αλό, Πρεζιντέντε!», ξεπερνάει τον εαυτό του: επικοινωνεί δορυφορικά με τους προέδρους της Γουατεμάλας, του Αγίου Δομίνικου και της Κούβας -«Λοιπόν, Φιντέλ, αν δεν βρεθούμε αυτές τις μέρες, να τηλεφωνηθούμε... Hasta la victoria siempre!» (Μέχρι την παντοτινή νίκη!)-, εξαπολύει μια σκληρή επίθεση κατά του τύπου, πριν ολοκληρώσει με μια απειλή: «Και δίνω μια συμβουλή σε αυτούς που θέλουν να με αποσταθεροποιήσουν: ξέρω πόσοι είναι και πόσο μετράνε μετά το φαγητό!» Από τις τάξεις ενός ακροατηρίου που έχει κατακτήσει πλήρως ακούγονται επευφημίες: «Δεν θα ξανάρθουν! Ζήτω ο κομαντάντε μας!». Ο«κομαντάντε» αναμφίβολα το παρακάνει: έξι ώρες και τριάντα πέντε λεπτά στο στούντιο, χωρίς διακοπή. Όμως, εκτιμά ότι αυτά τα κηρύγματα είναι απαραίτητα για να διατηρεί επαφή με τους αποκλεισμένους, τους φτωχούς και τις δυνάμεις της αριστεράς που συνιστούν την πλειοψηφία η οποία τον στηρίζει.
Στους εσκουάλιδος (1) των συνοικιών Λα Καστεγιάνα, Αλταμίρα, Πάλος Γκράντες, Λας Μερσέδες -η πιο σικ συνοικία του Καράκας- υπάρχει οργή: «Αυτός ο τύπος είναι δημαγωγός, λαϊκιστής, μανιακός!». Στην καλύτερη περίπτωση θεωρούν ότι, βέβαια, αυτοί που προηγήθηκαν δεν άξιζαν και πολύ περισσότερο. «Όμως, οδηγεί τη χώρα στην καταστροφή». Πριν τον εκτελέσουν με συνοπτικές διαδικασίες: «Σε κάθε περίπτωση, η θέση του δεν είναι στην προεδρία. Ένας στρατιωτικός δεν ξέρει να κάνει παρά δύο πράγματα: να υπακούει ή να διατάζει!». Στους κόλπους της κάστας που αποτελείται από την ολιγαρχία, τους κύκλους της οικονομίας και τις μεσαίες τάξεις, ο παρείσακτος αυτός είναι μισητός. Με το σκουρόχρωμο δέρμα του και τα πειράγματά του, μοιάζει με οδηγό ταξί, πορτιέρη ξενοδοχείου, απόκληρο των ράντσος, μπουονέρο (2). Όμως, είναι ακριβώς επειδή μοιάζει με το λαό της ενδοχώρας που βρίσκεται στο Μιραφλόρες (το προεδρικό μέγαρο).
Ο αντισυνταγματάρχης των αλεξιπτωτιστών επιχείρησε με πραξικόπημα, το Φεβρουάριο του 1992, να θέσει τέλος σε τριάντα χρόνια ηγεμονίας των κομμάτων Δημοκρατική Δράση (AD, σοσιαλδημοκρατικό) και Copei (χριστιανοδημοκρατικό). Αυτά τα κόμματα, εκείνη τη εποχή, σ’ αυτή την πετρελαιοπαραγωγό χώρα, είχαν βυθίσει το 80% των Βενεζουελανών σε επίπεδο κάτω από τα όρια της φτώχειας. Ο στασιαστής, αφού φυλακίστηκε, στη συνέχεια απελευθερώθηκε και ανέβηκε δημοκρατικά στην εξουσία το Δεκέμβριο του 1998. Μια ριζική μεταρρύθμιση του συντάγματος, η οποία εγκρίθηκε με δημοψήφισμα το Δεκέμβριο του 1999, προηγήθηκε της επανεκλογής του, στις 30 Ιουλίου 2000 (3). Με λίγα λόγια, ο Τσάβες θριάμβευσε και η Βενεζουέλα, ειρηνικά, άλλαξε χέρια. Από τότε, η κυβέρνηση διεξάγει μίαν πρωτόγνωρη επανάσταση: «Δεν είναι ούτε σοσιαλιστική ούτε κομμουνιστική, αφού είναι στο πλαίσιο του καπιταλισμού, αλλά ριζοσπαστική και εισάγει βαθιές αλλαγές οικονομικής διάρθρωσης», εξηγεί ο υπουργός Προεδρίας Ραφαέλ Βάργκας. Προκαλώντας υψηλό πυρετό στην Ουάσιγκτον, το Καράκας επιθυμεί επίσης να προωθήσει μια πετρελαϊκή πολιτική που θα επιτρέπει να διατηρηθεί η τιμή του αργού πετρελαίου πάνω από τα 22 δολάρια το βαρέλι, μέσα από την τροφοδότηση του Οργανισμού των Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ). Και, πολλαπλασιάζει τις δηλώσεις κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και υπέρ ενός πολυπολικού κόσμου, σε αντίθεση με την ηγεμονική αξίωση των Ηνωμένων Πολιτειών. Κούρσα μετ’ εμποδίων Έτσι κι αλλιώς, άλλο πράγμα είναι να ανακοινώνει κανείς τη γέννηση μιας καινούριας χώρας και άλλο να προχωρεί στις αλλαγές. «Χωρίς δουλειά, δεν υπάρχει πρόοδος», παραπονιέται στη Βαλένσια ένας απόκληρος, παρατηρώντας ότι η ανεργία δεν έχει μειωθεί καθόλου.
Σε μια παραγκούπολη που ονομάστηκε Μαριζαμπέλ δε Τσάβες (από το όνομα της γυναίκας του προέδρου), ένας τύπος εκφράζει τη μελαγχολία του: «Το μόνο πράγμα που ξέρω να κάνω είναι να ξαφρίζω. Όμως εδώ, πραγματικά δεν βλέπω ποιον θα μπορούσα να κλέψω...». Στο μπάριο (συνοικία) Αλίσια Πιέτρι δε Καλδέρα (από το όνομα της γυναίκας του προηγούμενου προέδρου!) οι προνομιούχοι κερδίζουν 84.000 μπολιβάρ το δεκαπενθήμερο (84 ευρώ) ως ιδιωτικοί φύλακες, τη μοναδική οικονομική δραστηριότητα που είναι σε ανάπτυξη. Όπως παντού αλλού, ο κατώτερος μισθός παραμένει στάσιμος γύρω στα 158 ευρώ, όταν χρειάζονται 240 για να τραφεί μια πενταμελής οικογένεια. Και, ακόμη και οι πιο γενναιόδωρες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης μοιάζουν να λιμνάζουν. «Το μπολιβαρικό σχολείο λειτουργεί, υπάρχει μάλιστα δωρεάν καντίνα, όπως προβλέπεται, για τα τρία γεύματα των παιδιών. Όμως, μόλις την έκλεισαν γιατί δεν έχουν πλέον χρήματα για να πληρώσουν τους προμηθευτές», διαβεβαιώνει μια μητέρα.
Ο βασιλιάς Τσάβες είναι συχνά γυμνός. Το Κίνημά του για την Πέμπτη Δημοκρατία (MVR), που δημιουργήθηκε βιαστικά για να κερδίσει τις εκλογές, δεν διαθέτει ισχυρές δομές. Στην προοπτική της νίκης, ήρθαν να στριμωχτούν σ’ αυτό ένθερμοι «τσαβιστές», επαναστάτες, αλλά και μέλη παλαιών πολιτικών σχηματισμών, καιροσκόποι κάθε φυράματος, ελπίζοντας σε αργομισθίες και οφέλη. Το ίδιο συνέβη με τα συμμαχικά κόμματα -Κίνημα για το Σοσιαλισμό (MAS), Υπόθεση Επανάσταση, Κίνημα 1η Μάη, τους μαοϊκούς της Μπαντέρα Ρόχα (Κόκκινη Σημαία) ή τον ηγέτη της Πατρίδας για Ολους (ΡΡΤ), Πάμπλο Μεδίνα (4). Κάποια στιγμή, σε αντάλλαγμα για τη συνεργασία τους, έρχονται να παρουσιάσουν το λογαριασμό στον πρόεδρο. Εξ ου οι πολυάριθμες μεταστροφές, ρήξεις, παραιτήσεις, καθαιρέσεις που ακολουθούνται από το πέρασμα στο εχθρικό στρατόπεδο, δίνοντας την αίσθηση μιας εξουσίας που λειτουργεί μέσα σ’ ένα μόνιμο αυτοσχεδιασμό. Ανάλογη κούρσα μετ’ εμποδίων γίνεται και στον κρατικό μηχανισμό και τη διοίκηση, που έχουν διαβρωθεί από σαράντα χρόνια πελατειακού συστήματος. Οι υπουργοί ή οι δεκατέσσερις «τσαβιστές» κυβερνήτες δεν μπορούν να βασίζονται, στους κόλπους των θεσμών τους, για να πραγματοποιήσουν τις μεταρρυθμίσεις, παρά σε μερικούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους. «Δεν κυνηγήσαμε μάγισσες, εξασφαλίζουμε την αλλαγή με τους ανθρώπους του παρελθόντος, οι οποίοι είναι μέλη της AD ή της Copei στην πλειονότητά τους». Αυτός ο στρατός από μεσαία στελέχη εμποδίζει τα προγράμματα, σαμποτάρει τα σχέδια, παραλύει τη μεταφορά πόρων στους μουνισίπιος (δήμους). «Η αλλαγή τέτοιων δομών είναι αργή, δεν μπορούμε να διώξουμε όλο τον κόσμο», λέει μορφάζοντας μέσα στον καύσωνα του Πουέρτο Αγιακούτσο (Αμαζόνας) ο Διογένες Παλάου, γενικός γραμματέας της τοπικής κυβέρνησης, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις ίδιες δυσκολίες. «Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει παρά βήμα προς βήμα».
Σε δύο πυλώνες πρέπει λοιπόν να στηριχθεί ο Ούγο Τσάβες για να αποφύγει τις δομές που παραμένουν εχθρικές γι’ αυτόν: στο στρατό, από τον οποίο προέρχεται, σπονδυλική στήλη του κράτους, και το μη οργανωμένο πληθυσμό που τον έφερε στην εξουσία. Τον Απρίλιο του 2001, όταν απευθύνει έκκληση για το σχηματισμό «ενός εκατομμυρίου μπολιβαρικών κύκλων» για να τον στηρίξουν, δεκάδες χιλιάδες Βενεζουελανοί, ο καθένας στο δρόμο του, στη συνοικία του, στην μπαριάδα του (5), ανταποκρίνονται με ενθουσιασμό. Σε ομάδες των επτά ως δεκαπέντε ατόμων, συζητούν για τον καθορισμό του μέλλοντος, για τη ζωή τους, για τις πιο βασικές ανάγκες, συζητήσεις που διαβιβάζονται άμεσα στις αρμόδιες αρχές. «Είναι το μέσο για να καταφέρουμε οι πόροι να φτάνουν στον τομέα, ενώ στο παρελθόν, μια μειοψηφία πολιτικών κατηύθυνε όπως ήθελε την τύχη της κοινότητας», εξηγούν στη συντονιστική επιτροπή των μπολιβαρικών κύκλων του μουνισίπιο Σούκρε, στο ανατολικό Καράκας.
Σημαντικές δομές κεφαλαίων
Με βάση την παρουσίαση των προγραμμάτων και μέσα από τους κατάλληλους οργανισμούς -την Τράπεζα του Λαού, την Τράπεζα των Γυναικών, το Ταμείο για την ανάπτυξη της μικροεπιχείρησης, το Ταμείο για την αποκέντρωση (Fides), κ.λπ.-, το κράτος άρχισε να αποκτά αυτές τις σημαντικές δομές κεφαλαίων. Η αντιπολίτευση ξεσηκώνεται, κατηγορώντας τους μπολιβαρικούς κύκλους ότι είναι μια «δύναμη κρούσης» στην υπηρεσία ενός ολοκληρωτικού προγράμματος, φωλιές «Ταλιμπάν», για τους οποίους συνεχείς μπόλας (φήμες) διαδίδουν ότι είναι οπλισμένοι σαν αστακοί από την κυβέρνηση. Οι ενδιαφερόμενοι σηκώνουν αδιάφορα τους ώμους: «Κοιτάξτε, εδώ υπάρχουν μόνο ειρηνικά άτομα που δραστηριοποιούνται προς όφελος της κοινότητας». Εννοείται ότι μερικοί ριζοσπάστες αγωνιστές μοιάζουν λιγότερο καλόβολοι: «Ας είμαστε σαφείς. Οι άντρες και οι γυναίκες αυτής της διαδικασίας είναι αποφασισμένοι να την υπερασπιστούν. Ειρηνικά. Αλλά και με άλλο τρόπο αν χρειαστεί».
Αφοσιωμένοι στους μικροϋπολογισμούς και τα μικροσυμφέροντά τους, οι εσκουάλιδος συνετρίβησαν όταν, στις 13 Νοεμβρίου 2001, ριζοσπαστικοποιώντας την επανάσταση, ο Τσάβες υπέγραψε το νόμο για τη γη, το νόμο για το ψάρεμα και το νόμο για τους υδρογονάνθρακες (6). Στις 10 Δεκεμβρίου, για να διαμαρτυρηθεί ενάντια σ’ αυτά τα «πλήγματα κατά της ελεύθερης αγοράς», η εργοδοτική οργάνωση Fedecamaras, με πρόεδρο τον Πέδρο Καρμόνα, κηρύσσει γενική απεργία που υποστηρίζεται από... τα μέσα ενημέρωσης και τη Συνομοσπονδία Εργατών της Βενεζουέλας (CTV). Η CTV, μια διεφθαρμένη οργάνωση, ιμάντας μεταβίβασης της Δημοκρατικής Δράσης, διαπραγματεύτηκε για χρόνια τις συλλογικές συμβάσεις με τους εργοδότες, πουλώντας την ψυχή και τα μέλη της, με αντάλλαγμα μερικά σημαντικά φιλοδωρήματα για τους ηγέτες της. Η κυβέρνηση αρνείται την οποιαδήποτε αντιπροσωπευτικότητα του γενικού γραμματέα της, του σοσιαλδημοκράτη Κάρλος Ορτέγκα, ο οποίος, στις 25 του περασμένου Οκτωβρίου, αυτοανακηρύχθηκε νικητής των εκλογών που είχαν στόχο να ανανεώσουν τη συνδικαλιστική ηγεσία, μετά από μια ψηφοφορία που σημαδεύτηκε από τη βία και τις παρατυπίες. Στις 5 Μαρτίου 2002, ο «ηγέτης των εργατών» σφίγγει το χέρι του Καρμόνα και, με μάρτυρα την καθολική εκκλησία, υπογράφει μαζί του ένα εθνικό συμβόλαιο διακυβέρνησης που έχει στόχο «τη δημοκρατική και συνταγματική έξοδο» του προέδρου. Χωρίς πρόγραμμα, χωρίς σχέδιο, έχοντας αυτοανακηρυχτεί «κοινωνία των πολιτών», διαγράφοντας κυνικά την πλειοψηφία που συνεχίζει να στηρίζει τον αρχηγό του κράτους, οι τέσσερις πρωταγωνιστές -Fedecamaras, CTV, Εκκλησία, μεσαίες τάξεις-, με τους οποίους συντάσσονται τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία έχουν μετατραπεί σε πολιτικό κόμμα, επιδιώκουν να δημιουργήσουν τεχνητά μια κατάσταση ακυβερνησίας.
Η ολοκληρωτική αυτή μισαλλοδοξία προκαλεί την έκρηξη της οργής ενός ολόκληρου πληθυσμού που συσπειρώνεται γύρω από την επανάστασή «του», στην εταιρία Petroleόs de Venezuela SA: «Μας αποκλείουν και ισχυρίζονται ότι μόνο αυτοί εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών. Πολύ καλά... Αλλά εμείς, είμαστε ο λαός! Και αν, για οποιοδήποτε λόγο, η συνταγματική νομιμότητα αμφισβητηθεί από την εκστρατεία αποσταθεροποίησης, θα την υπερασπιστούμε με τη ζωή μας, με το αίμα μας!». Οικονομική αποσταθεροποίηση Οι συνεχείς εμπρηστικές δηλώσεις και οι πορείες διαμαρτυρίας (τις οποίες διαδέχονται ακόμη μαζικότερες πορείες των οπαδών της κυβέρνησης), η εμφάνιση τεσσάρων διαφωνούντων στρατιωτικών, οι οποίοι απορρίπτουν δημόσια τον αρχηγό του κράτους (7), δεν κλονίζουν καθόλου την εξουσία. Όμως, όταν χρησιμοποιείται το χαρτί της οικονομικής αποσταθεροποίησης, η ένταση κλιμακώνεται. Το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει το 70% των εξαγωγών και το 50% των εσόδων του κράτους. Μετά την πτώση της τιμής του, η οποία οφειλόταν στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τόσο τα ταξίδια του Τσάβες στην Ευρώπη, την Αλγερία, τη Λιβύη, τη Σαουδική Αραβία, το Ιράν, τη Ρωσία, ακόμη και στο Ιράκ, όσο και η δράση του βενεζουελανού γενικού γραμματέα του ΟΠΕΚ, Αλί Ροντρίγκες, επέτρεψαν να σταθεροποιηθούν οι τιμές μέσω μιας κοινής μείωσης της παραγωγής (8).
Η Petroleόs de Venezuela SA (PDVSA), μια ανώνυμη εταιρεία που έχει μοναδικό μέτοχο το κράτος, είναι κάτω από την επιρροή μιας ομάδας σαράντα ανώτερων στελεχών. Αυτοί οι «στρατηγοί του πετρελαίου» έχουν το γενικό πρόσταγμα σ’ αυτή, εφαρμόζουν την πολιτική «τους», ευνοούν τα ξένα συμφέροντα, παραβιάζουν τους κανόνες του ΟΠΕΚ αυξάνοντας την παραγωγή, πωλούν κάτω του κόστους, αποδυναμώνουν την επιχείρηση και προετοιμάζουν με ζήλο την ιδιωτικοποίησή της. Έχοντας ως μέλημα να θέσει ξανά την PDVSA στην υπηρεσία ενός συλλογικού προγράμματος, η εκτελεστική εξουσία θέλει να ανακτήσει τον έλεγχο αυτού του στρατηγικού τομέα, του οποίου το φορολογικό καθεστώς σηματοδοτεί την εκτροπή: από το 75% των συνολικών κερδών που καταβάλλονταν στο κράτος πριν από μια εικοσαετία (ενώ το 25% παρέμενε στην επιχείρηση), τώρα παραμένει το 70% στην εταιρεία (και το 30% καταβάλλεται στην εφορία). Ο αρχηγός του κράτους διορίζει νέο πρόεδρο, τον Γκαστόν Πάρα, και νέο διοικητικό συμβούλιο. Στο όνομα της υπόσχεσης για σταδιοδρομία στους καλύτερους, για αποτελεσματικότητα στη διοίκηση, για παραγωγικότητα και αποδοτικότητα, για ανεξαρτησία απέναντι στην «πολιτικοποίηση» που έχει επιβληθεί από την κυβέρνηση, οι τεχνοκράτες επικαλούνται μίαν «αξιοκρατία», την οποία μόλις έχουν επινοήσει για να αρνηθούν αυτούς τους διορισμούς και να καλέσουν σε εξέγερση. Σε όλες τις χώρες του κόσμου, το κράτος-μέτοχος διορίζει τις διοικήσεις των εθνικών επιχειρήσεων και γνωστοποιεί σ’ αυτές τις κατευθύνσεις του -αυτό έκαναν, εξάλλου, όλες οι προηγούμενες βενεζουελανές κυβερνήσεις. Επιπλέον, οι διαμαρτυρόμενοι, ανώτερα στελέχη που κατέχουν εμπιστευτικές θέσεις, εξαιτίας της φύσης των καθηκόντων τους, δεν μπορούν να καλούν σε απεργία. Η «κοινωνία των πολιτών» παίρνει το μέρος τους. Με την παρότρυνση των έντυπων, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης, οδηγεί σε παράλυση την οικονομική καρδιά της χώρας, η οποία επεμβαίνει αποτελεσματικά, αν και αποσπασματικά (καθώς ένα σημαντικό τμήμα των εργατών αρνείται να απεργήσει).
Και όλα αυτά, στο πλαίσιο των πηγαινέλα μεταξύ Καράκας και Ουάσιγκτον, πόλη απ’ όπου η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους πολλαπλασιάζει τις φραστικές αιχμές κατά του «μπολιβαρικού» προέδρου. Η απροθυμία του να ασπαστεί τον «αντιτρομοκρατικό αγώνα», ιδιαίτερα ενάντια στα κολομβιανά αντάρτικα, οι στρατιωτικές συμφωνίες του με την Κίνα και τη Ρωσία, οι απόψεις του κατά της παγκοσμιοποίησης και η επανάστασή του κάνουν κάθε μέρα τα δόντια να τρίζουν ολοένα και περισσότερο. Στις 6 Φεβρουαρίου 2002, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ αμφισβητεί, μπροστά στη Γερουσία, «ότι ο Τσάβες πιστεύει πραγματικά στη δημοκρατία» και επικρίνει τις επισκέψεις του «σε κυβερνήτες που είναι εχθρικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες και ύποπτοι ότι υποστηρίζουν την τρομοκρατία, όπως ο Σαντάμ Χουσέιν ή ο Μουαμάρ Καντάφι» (9). Ανήσυχες για τις ταραχές που συγκλονίζουν τον τρίτο προμηθευτή τους σε πετρέλαιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες φοβούνται, ωστόσο, μια διακοπή των εξαγωγών της χώρας αν καταστεί ακυβέρνητη. Κατά συνέπεια, δεν προσπαθούν, επίσημα, να ρίξουν λάδι στη φωτιά. Όμως, στο παρασκήνιο, στις 25 Μαρτίου, ο Αλφρέδο Πένια, δήμαρχος του μητροπολιτικού Καράκας και μανιώδης αντιπολιτευόμενος, συναντά τις αμερικανικές αρχές και τον πολύ αμφιλεγόμενο Οτο Ράιχ, υφυπουργό διααμερικανικών υποθέσεων (10).
Περίπου τις ίδιες μέρες, στο γραφείο του τελευταίου, ο Πένια μπορεί να συναντήθηκε με τον Πέδρο Καρμόνα, πρόεδρο της Fedecamaras, ή τον Μανουέλ Κόβα, αναπληρωτή γενικό γραμματέα της CTV, ο οποίος επισκεπτόταν επίσης εκπροσώπους του Διεθνούς Ρεπουμπλικανικού Ινστιτούτου, όλοι συνομιλητές ιδιαίτερα γνωστοί για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων! Το φάντασμα της Χιλής θα πλανιόταν πάνω από τη Βενεζουέλα αν δεν τη διαφοροποιούσε ένας σημαντικός παράγοντας: ο στρατός, τον οποίο ο πρόεδρος Τσάβες ισχυρίζεται ότι γνωρίζει σαν την παλάμη του χεριού του και ελέγχει μέσω των συντρόφων του της σειράς Σιμόν Μπολιβάρ (1975). Ωστόσο, φήμες και αναταραχές τον κάνουν να αμφιβάλλει μερικές φορές. Άλλωστε, ο αρχιστράτηγος της νότιας διοίκησης του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών (της Southcom) είναι αυτός που δήλωσε: «Η Βενεζουέλα είναι η χώρα που έχει τους περισσότερους αξιωματικούς οι οποίοι σπουδάζουν στις ακαδημίες μας του Βορρά και, γι’ αυτό το λόγο, είμαστε σίγουροι γι’ αυτή τη χώρα». Όταν του αναφέρουμε τους τέσσερις αξιωματικούς που, πριν από λίγο καιρό, είχαν εξεγερθεί κατά του προέδρου, ο Φρανσίσκο Αμέλιας, πρόεδρος της επιτροπής άμυνας του Κοινοβουλίου, απαντά ακόμα, στις 14 Μαρτίου: «Το γεγονός ότι ένας αξιωματικός εκφράζεται δημόσια σημαίνει πως δεν έχει τη στήριξη του στρατού. Εμείς έχουμε συνωμοτήσει (ο Αμέλιας είχε συμμετάσχει στο πραξικόπημα του αντισυνταγματάρχη Τσάβες), και ξέρουμε ότι ένας συνταγματάρχης που συμμετέχει σε μια τέτοια επιχείρηση δεν πρόκειται να το διαλαλήσει στις δημόσιες πλατείες».
Η εθνική απεργία της 9ης και 10ης Απριλίου, την οποία έχουν καλέσει η CTV και η Fedecamaras για να «υπερασπιστούν» την PDVSA, από την οποία επτά στελέχη απολύθηκαν και άλλα δώδεκα συνταξιοδοτήθηκαν, δεν γνωρίζει παρά σχετική επιτυχία σε εθνική κλίμακα. Ακολουθώντας μια τρελή φυγή προς τα εμπρός (ή ένα προμελετημένο σχέδιο, το οποίο δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσει), η αντιπολίτευση στοιχηματίζει διπλά και, με το πρόσχημα ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να αποφασίσει με διάταγμα την κατάσταση έκτακτης ανάγκης (πράγμα που δεν έχει καθόλου την πρόθεση να κάνει), καλεί, μετά τις 11 Απριλίου, σε γενική απεργία διαρκείας. Ανησυχητικό σημάδι είναι οι διαφωνούντες στρατιωτικοί που ξανακάνουν την εμφάνισή τους μέσω του στρατηγού Νέστορ Γκονζάλες (που καθαιρέθηκε το Δεκέμβριο του 2001), ο οποίος, στην τηλεόραση, κατηγορεί τον πρόεδρο Τσάβες για προδοσία. Η 11η Απριλίου ξημερώνει με πάνω από 300.000 αντιπολιτευόμενους να πορεύονται ήρεμα με κατεύθυνση την έδρα της PDVSA-Τσουάο, η οποία βρίσκεται στα ανατολικά της πρωτεύουσας. Το έγκλημα θα διαπραχθεί εκεί, μέσα σ’ έναν εντεινόμενο αναβρασμό που διευκολύνει το σχέδιο. Για να επιβεβαιωθεί η ιδέα μιας «κοινωνίας των πολιτών» που είναι αντιμέτωπη με μια δικτατορία, τίποτα δεν είναι καλύτερο από τους «μάρτυρες»... Στις 13.00, στα δυτικά της πόλης, στο προεδρικό μέγαρο, ο υπουργός Προεδρίας Ραφαέλ Βάργκας, με χλωμή όψη, εισβάλλει στο γραφείο των συνεργατών του. «Η υπόλοιπη χώρα είναι ήσυχη, αλλά ο Κάρλος Ορτέγκα, παίρνοντας τη σκυτάλη από την τηλεόραση, μόλις κάλεσε σε πορεία προς το Μιραφλόρες. Πρόκειται για συνωμοσία». Στις 13.40, δευτεροκλασάτοι αξιωματούχοι προτρέχουν, χωρίς να το γνωρίζουν ακόμη, της συνέχειας των γεγονότων: «Προχωρούν στον αυτοκινητόδρομο... Πρέπει να τους αφήσουμε να διαδηλώσουν, αλλά να τους σταματήσουμε πριν φθάσουν εδώ. Αλλιώς, οι μπολιβαρικοί κύκλοι θα κινητοποιηθούν και θα οδηγηθούμε στην καταστροφή». Οι ένστολοι άντρες γνωρίζουν πώς να είναι μακιαβελικοί. Η ανώτατη διοίκηση της Εθνοφρουράς δεν διατάζει καμία ευρεία κινητοποίηση για να προλάβει το αναπόφευκτο.
Η αντιπολίτευση φθάνει σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων από το Μιραφλόρες και δεκάδες χιλιάδες «τσαβιστές», ορισμένοι οπλισμένοι με μπαστούνια και πέτρες, κατεβαίνουν βιαστικά στο δρόμο για να προστατεύσουν με το σώμα τους τον πρόεδρο. Δεκαπέντε εθνοφρουροί, ούτε ένας παραπάνω, μπαίνουν στη μέση για να εμποδίσουν τη σύγκρουση. Σε μια σουρεαλιστική σκηνή, ο πιο υψηλόβαθμος από αυτούς στρέφεται προς τους φωτογράφους και ρωτάει, με αγωνία: «Μπορεί κάποιος να μου δώσει ένα κινητό τηλέφωνο, για να ζητήσω ενισχύσεις;». Χρησιμοποιώντας δακρυγόνα αέρια, οι άντρες του καταφέρνουν να σταθεροποιήσουν την κατάσταση. Οι 15 νεκροί και οι 350 τραυματίες (από τους οποίους οι 157 από πυροβόλο όπλο) εκείνης της τραγικής μέρας αποδόθηκαν στους μπολιβαρικούς κύκλους, των οποίων τα μέλη φέρονταν να έχουν πυροβολήσει εν ψυχρώ σε μια ειρηνική διαδήλωση. Είναι λάθος. Μυστηριώδεις ελεύθεροι σκοπευτές, που βρίσκονταν στις στέγες δεκαώροφων πολυκατοικιών, προκαλούν τα τέσσερα πρώτα θύματα στις τάξεις τους. Στη συνέχεια, έχοντας ανεβάσει το θερμόμετρο στα ύψη, επιτίθενται στην αντιπολίτευση, με θανατηφόρα ακρίβεια. Η σύγχυση είναι πλήρης, η συμπλοκή γενικεύεται. Κοντά στο σταθμό του μετρό Ελ Σιλένσιο, μια διμοιρία της Εθνοφρουράς απαντά στις ρίψεις πετρών από την «κοινωνία των πολιτών» με πλήθος από δακρυγόνες χειροβομβίδες, αλλά και με τα όπλα, σε ευθεία βολή. Μικρές ομάδες της μητροπολιτικής αστυνομίας του δημάρχου της αντιπολίτευσης Αλφρέδο Πένια πυροβολούν σχεδόν οτιδήποτε κινείται, χωρίς διάκριση (άλλοι, όμως συνάδελφοί τους συμπεριφέρονται ευπρεπώς). Το μήνυμα Η προσωπική φρουρά του προέδρου «συνέλαβε τρεις ελεύθερους σκοπευτές, μεταξύ των οποίων δύο αστυνομικούς της αστυνομίας του Τσακάο (συνοικία του ανατολικού τμήματος της πρωτεύουσας) και έναν της μητροπολιτικής αστυνομίας ]». Στην κορύφωση των συγκρούσεων, ένας νέος άντρας, αποσβολωμένος, διαβεβαιώνει: «Έχουμε εντοπίσει δύο, ήταν ένστολοι».
Την επομένη, στην οθόνη της Venevisiόn, ο στασιαστής αντιναύαρχος Βισέντε Ραμίρες Πέρες εξομολογείται: «Είχαμε τον έλεγχο όλων των τηλεφωνικών κλήσεων του προέδρου προς τους διοικητές των μονάδων. Συγκεντρωθήκαμε στις 10 το πρωί για να σχεδιάσουμε την επιχείρηση». Ποια επιχείρηση; Εκείνη την ώρα, επίσημα, το κύμα της αντιπολίτευσης δεν είχε ακόμη στραφεί προς το Μιραφλόρες. Ο επιδιωκόμενος στόχος έχει επιτευχθεί. Στις 18.00, «συγκλονισμένος από τον αριθμό των θυμάτων», ο στρατηγός Εφρέν Βάσκες Βελάσκο ανακοινώνει ότι ο στρατός δεν θα υπακούει πλέον στον πρόεδρο Τσάβες. Μερικές ώρες πριν, σχεδόν το σύνολο της διοίκησης της Εθνοφρουράς είχε κάνει το ίδιο. Στις 3.15 το πρωί, ο στρατηγός Λούκας Ρινκόν διαβάζει ένα τελευταίο ανακοινωθέν: «Μπροστά σε τέτοια γεγονότα, ζητήθηκε η παραίτηση του προέδρου της Δημοκρατίας και αυτός το δέχθηκε». Αυτό το μήνυμα μεταδιδόταν κάθε είκοσι λεπτά, στην τηλεόραση, κατά τη διάρκεια των επόμενων τριάντα έξι ωρών. Ο Καρμόνα, το αφεντικό των αφεντικών, ο οποίος διορίστηκε στις 12 Απριλίου στην προεδρία, διαλύει την Εθνοσυνέλευση και όλα τα διοικητικά σώματα, καθαιρεί τους εκλεγμένους κυβερνήτες και δημάρχους. Έχοντας εξασφαλίσει όλες τις εξουσίες, μπορεί να ακούσει τον εκπρόσωπο του Λευκού Οίκου Αρι Φλέισερ να συγχαίρει το στρατό και την αστυνομία της Βενεζουέλας «επειδή αρνήθηκαν να πυροβολήσουν κατά των ειρηνικών διαδηλωτών» και να καταλήγει, χωρίς άλλες διατυπώσεις: «Συμπαθούντες του Τσάβες πυροβόλησαν κατ’ αυτών των ανθρώπων, και αυτό οδήγησε γρήγορα σε μια κατάσταση που τον ώθησε να παραιτηθεί».
Ενώ ο Οργανισμός των Αμερικανικών Κρατών προετοιμάζεται να καταδικάσει το πραξικόπημα, οι πρεσβευτές των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ισπανίας στο Καράκας σπεύδουν να χαιρετίσουν τον ντε φάκτο πρόεδρο. Στη διάρκεια αυτού του διαστήματος, σ’ αυτή τη χώρα η οποία, εδώ και τρία χρόνια, δεν έχει θρηνήσει ούτε μία δολοφονία, ούτε μία εξαφάνιση, ούτε έναν πολιτικό κρατούμενο, η καταστολή πλήττει υπουργούς, βουλευτές, μέλη πολιτικών οργανώσεων. Σε δεκάδες γραφεία και κατοικίες γίνονται έρευνες, εκατόν είκοσι «τσαβιστές» γνωρίζουν την αγωνία της φυλακής. Στο ραδιόφωνο της Venevisiόn, όπου δίνει συνέντευξη στη δημοσιογράφο Ιμπέισα Πατσέκο, ο συνταγματάρχης Χούλιο Ροντρίγκες Σάλας, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, ολοκληρώνει την παρέμβασή του: «Είχαμε ένα μεγάλο όπλο... τα μέσα ενημέρωσης! Και, αφού μου δίνεται η ευκαιρία, οφείλω να σας συγχαρώ γι’ αυτό». Στο όνομα της δημοκρατίας, η «κοινωνία των πολιτών» είχε μόλις εγκαταστήσει μια δικτατορία. Στο λαό εναπόκειτο να αποκαταστήσει τη δημοκρατία. Μεθοδεύσεις Η συνέχεια είναι γνωστή. Αν και παραδόθηκε χωρίς αντίσταση για να αποφύγει ένα λουτρό αίματος, ο Τσάβες δεν είχε παραιτηθεί. Στις 13 Απριλίου, οι οπαδοί του, κατά εκατοντάδες χιλιάδες, καταλαμβάνουν τους δρόμους και τις πλατείες όλης της χώρας. Το απόγευμα, η προσωπική φρουρά του ανακαταλαμβάνει το Μιραφλόρες και βοηθάει μερικούς υπουργούς να εγκατασταθούν ξανά στο προεδρικό γραφείο. Ακολουθώντας το παράδειγμα του στρατηγού Ραούλ Μπαντουέλ, αρχηγού της 42ης ταξιαρχίας αλεξιπτωτιστών του Μαρακάι, διοικητές πιστοί στο Σύνταγμα ανακτούν τον έλεγχο όλων των μονάδων. Διασπασμένη, χωρίς σαφή προοπτική, φοβούμενη μίαν ανεξέλεγκτη αντίδραση του πληθυσμού και συγκρούσεις μεταξύ στρατιωτικών, η ανώτατη διοίκηση χάνει τον έλεγχο. Τη νύχτα, ο νόμιμος πρόεδρος της Μπολιβαρικής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας επιστρέφει στο λαό του. Μοιάζοντας να μην έχει αντλήσει κανένα δίδαγμα από αυτά τα τραγικά γεγονότα, η αντιπολίτευση, ήδη μερικές μέρες αργότερα, εντείνει και πάλι την πίεση. Ωστόσο, επικαλούμενη το κοινωνικό ξέσπασμα το οποίο, εδώ και τρία χρόνια, συγκλονίζει τη χώρα, μια γυναίκα, μέλος πολιτικής οργάνωσης, προειδοποιεί: «Ας μην έχουν καμία αυταπάτη. Με ή χωρίς τον Τσάβες, η Βενεζουέλα δεν θα είναι ποτέ πια όπως πριν».