Στον ορίζοντα διαγράφεται ένας ατελείωτος πόλεμος. Κι όμως, τον Ιούλιο του 2000, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι φαίνονταν να πλησιάζουν σε συμφωνία. Επιστροφή στη συνάντηση κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ τον Ιούλιο του 2000 και στα ψέματα που την ακολούθησαν.
Οταν οι ιστορικοί θα ασχοληθούν, σε μερικές δεκαετίες, με την ισραηλο-παλαιστινιακή σύγκρουση της δεκαετίας του 1990, θα συμφωνήσουν σίγουρα σε ένα σημείο: η συνάντηση κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ, η σύνοδος αυτή των δύο εβδομάδων (11-25 Ιουλίου 2000) στην οποία συμμετείχαν ο αμερικανός πρόεδρος Ουίλιαμ Κλίντον, ο ισραηλινός πρωθυπουργός Εχούντ Μπαράκ και ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής Γιάσερ Αραφάτ, σηματοδότησε το πρώτο στάδιο της μακράς καθόδου στον Αδη της Μέσης Ανατολής.
Αποκρυπτογραφώντας τα ρεπορτάζ της συνάντησης που μεταδόθηκαν από τα διεθνή μέσα, οι ίδιοι χρονικογράφοι θα προειδοποιήσουν σίγουρα τους φοιτητές τους : αν η ιστορία γραφόταν μόνο από την αποδελτίωση του τύπου, θα είχε ελάχιστη σχέση με την αλήθεια.
Γιατί, κατά τη διάρκεια μηνών, διαδόθηκε και επικράτησε μια εκδοχή της συνάντησης κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ, που συνοψίζεται στη φράση: ο Γιάσερ Αραφάτ απέρριψε τις «γενναιόδωρες προτάσεις» του Μπαράκ, αρνήθηκε τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους στο 95%, ακόμη και στο 97% της Δυτικής Οχθης -και στο σύνολο της Λωρίδας της Γάζας- με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Η επιμονή του να απαιτεί το δικαίωμα επιστροφής εκατομμυρίων παλαιστίνιων προσφύγων στο ίδιο το Ισραήλ εμπόδισε τη γέννηση μιας ιστορικής ειρήνης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων.
Μια από τις μεγάλες αξίες του τελευταίου βιβλίου του Σαρλ Εντερλέν, «Το χαμένο όνειρο» (1), είναι ότι διαψεύδει κατηγορηματικά τη θέση αυτή. Ανταποκριτής του καναλιού France 2 στην Ιερουσαλήμ για περισσότερο από είκοσι χρόνια, ο συγγραφέας κινηματογράφησε, με την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων ειρήνης, τους κυριότερους πρωταγωνιστές- με τη δέσμευση να μην χρησιμοποιήσει τις μαρτυρίες τους πριν από το τέλος του 2001. Είχε πρόσβαση σε αρκετές προσωπικές σημειώσεις τους, τις οποίες μπόρεσε να βάλει στη σωστή τους θέση χάρη στην εξαιρετική γνώση της ιστορίας και του εδάφους. Το αποτέλεσμα, που ενισχύεται από άλλες μαρτυρίες (2), φωτίζει από μια αυθεντική οπτική γωνία την αποτυχία της διαδικασίας του Οσλο.
«Δεν έχουμε περιθώριο για ελιγμούς. Η παλαιστινιακή κοινωνία έχει χάσει κάθε ελπίδα για ειρήνη. Στη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων φιμώθηκε και εξευτελίστηκε κυριολεκτικά». Με αυτά τα λόγια ο Σάεμπ Ερεκάτ, ένας από τους κυριότερους παλαιστίνιους διαπραγματευτές, προσπαθεί να προειδοποιήσει τους νέους ισραηλινούς συνομιλητές του. Βρισκόμαστε στο 1999: έπειτα από τρία χρόνια εξουσίας, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου χάνει, το Μάιο, από τον Εχούντ Μπαράκ και το Εργατικό Κόμμα.
Βέβαια, οι Παλαιστίνιοι μπόρεσαν να εκλέξουν μια Αρχή, και ο ισραηλινός στρατός αποχώρησε από τις μεγάλες πόλεις της Δυτικής Οχθης -με εξαίρεση τη Χεβρώνα. Ομως η καθημερινή ζωή δεν παύει να υποβαθμίζεται. Η μετακίνηση στο εσωτερικό των εδαφών είναι κάθε μέρα και πιο δύσκολη -με τον πολλαπλασιασμό των «check points» και των εξευτελιστικών ελέγχων-, ακόμα περισσότερων απ’ ό,τι πριν την υπογραφή των συμφωνιών του Οσλο το 1993. Το βιοτικό επίπεδο είναι σε ελεύθερη πτώση, ενώ ο εποικισμός συνεχίζεται αμείλικτα: κάθε μέρα κατάσχονται και νέα αραβικά εδάφη. Εκατοντάδες παλαιστίνιοι κρατούμενοι, που φυλακίστηκαν πριν από το 1993, παραμένουν πίσω από τα σίδερα.
Ο Μάιος του 1999 έπρεπε να σηματοδοτήσει το τέλος της μεταβατικής περιόδου της αυτονομίας και να φέρει τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους, όμως το χρονοδιάγραμμα δεν τηρήθηκε και κανένα από τα ζητήματα που ήταν σε εκκρεμότητα - σύνορα, Ιερουσαλήμ, εποικισμοί, πρόσφυγες, ασφάλεια, νερό -δεν συζητήθηκε.
Στο πλαίσιο αυτό, η παλαιστινιακή ηγεσία υποδέχτηκε με ικανοποίηση τη νίκη του Εχούντ Μπαράκ, αν και το πρόσωπο αυτό, νεοεμφανιζόμενο στην πολιτική, δεν παύει να προκαλεί κάποιους φόβους. Ο «στρατιώτης με τα πιο πολλά πάρασημα στην ιστορία του Ισραήλ», ως αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, είχε αντιταχθεί στις συμφωνίες του Οσλο (Σεπτέμβριος 1993), ενώ ως υπουργός Εσωτερικών ψήφισε κατά των συμφωνιών του Οσλο ΙΙ (Σεπτέμβριος 1995), που προέβλεπαν την αποχώρηση του ισραηλινού στρατού από τις μεγάλες παλαιστινιακές πόλεις. Μόλις ήρθε στην εξουσία, πέτυχε σε μερικούς μήνες, σύμφωνα με τη διατύπωση του Σαρλ Εντερλέν, να «οικοδομήσει τη δυσπιστία» στις σχέσεις με τους Παλαιστινίους.
Με το πρόσχημα ότι αρχίζει αμέσως διαπραγματεύσεις για το τελικό καθεστώς στη Δυτική Οχθη και τη Γάζα, ο Μπαράκ διστάζει να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του προκατόχου του και να παραχωρήσει νέα εδάφη στην Αρχή. Δεν θα το κάνει παρά καθυστερημένα και εν μέρει. Θα αθετήσει επίσης τις δικές του υποσχέσεις να εκκενώσει ορισμένα χωριά στα προάστια της Ιερουσαλήμ -Αμπού Ντις, Αζαρία και Σαουαχάρα-, παρά τη θετική ψήφο της ισραηλινής κυβέρνησης και του κοινοβουλίου.
Ο Μπαράκ εκδηλώνει επίσης μια προσήλωση στους οικισμούς, κάτι που δεν είναι θέμα τακτικής. Μια από τις πρώτες κινήσεις του, μόλις εκλέχθηκε, είναι να επισκεφθεί τους εξτρεμιστές εποίκους της Οφρα και του Μπεΐτ-Ελ, τους οποίους αποκαλεί «πολυαγαπημένους μου αδερφούς (3)». Στις 31 Μαρτίου 2000, απευθύνει μήνυμα στους εποίκους της Χεβρώνας -φανατικούς που έχουν εγκατασταθεί στην καρδιά της αραβικής πόλης και τρομοκρατούν τον πληθυσμό της. Βεβαιώνει στο μήνυμά του το «δικαίωμα των εβραίων να ζουν με ασφάλεια, προστατευμένοι από κάθε προσβολή στην πόλη των πατριαρχών». Ο ρυθμός κατασκευής κατοικιών στους οικισμούς θα είναι πιο γρήγορος κατά τη διάρκεια της δικής του κυβέρνησης παρά όταν κυβερνούσε η δεξιά.
Εγκληματίας ειρήνης
Ακόμη πιο σοβαρό είναι ότι ο Μπαράκ παρατά για μήνες τον παλαιστινιακό «φάκελο» προς όφελος της διαπραγμάτευσης με τη Συρία. Αργότερα θα προσπαθήσει να δικαιολογηθεί: «Ημουν πάντα οπαδός τού "Η Συρία πρώτα" (...) Η υπογραφή ειρήνης με τη Συρία θα περιόριζε σοβαρά τη δυνατότητα των Παλαιστινίων να επεκτείνουν τη σύγκρουση, ενώ η επίλυση του παλαιστινιακού προβλήματος δεν θα μείωνε την ικανότητα της Συρίας να απειλεί την ύπαρξη του Ισραήλ (4).» Δεν ακούει τον Οντέντ Εράν, τον άνθρωπο που έχει ορίσει για να διεξάγει τις διαπραγματεύσεις με τους Παλαιστινίους: «Του είπα ότι το παλαιστινιακό πρόβλημα είναι αυτό που βρίσκεται στο κέντρο της αραβο-ισραηλινής διένεξης. (...) Αν δεν ρυθμιστεί, δεν θα καταφέρουμε να βρούμε λύση στη σύγκρουση και να υπογράψουμε συμφωνία με τη Συρία».
Ομως, μία ακόμα φορά, ο πρωθυπουργός δεν ακούει κανέναν. Μία ακόμα φορά, θα αποτύχει -και όσα αφηγείται ο Σαρλ Εντερλέν αποκαλύπτουν την προσωπική του ευθύνη γι’ αυτό το φιάσκο. Ο Ντένις Ρος, ο αμερικανός ειδικός συντονιστής για τη Μέση Ανατολή, που δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτος για φιλο-αραβικές συμπάθειες, θα εξηγήσει: «Οι Σύριοι προχωρούσαν σε όλα τα θέματα και ο Μπαράκ δεν έκανε καμιά πρόοδο».
Οταν οι συνομιλίες με τους Παλαιστινίους ξαναρχίζουν, την άνοιξη του 2000, ο αρχηγός της κυβέρνησης έχει χάσει σχεδόν ένα χρόνο, η κυβερνητική πλειοψηφία έχει περιοριστεί, η δυσπιστία της Παλαιστινιακής Αρχής και του παλαιστινιακού λαού έχει αυξηθεί. Αποφασίζει λοιπόν να εξωθήσει τα πράγματα και να επιβάλει τη σύγκληση συνάντησης κορυφής για να ρυθμιστούν μεμιάς όλα τα ζητήματα που βρίσκονταν σε εκκρεμότητα. Αραγε η προσφορά ήταν ειλικρινής; Κίνηση στο πόκερ; Επιθυμία να παγιδεύσει την Αρχή και να την καταστήσει υπεύθυνη μιας αποτυχίας; Η παλαιστινιακή ηγεσία είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική. Εξηγεί ότι το έδαφος πρέπει να προετοιμαστεί ώστε μια συνάντηση ανάμεσα στον Μπαράκ και τον Αραφάτ να είναι πραγματικά καρποφόρα, ότι μια συνάντηση κορυφής που συγκαλείται βιαστικά κινδυνεύει να καταλήξει σε καταστροφή. Τελικά, δεν θα γίνει τίποτα.
Ο Μπαράκ έχει πείσει τον πρόεδρο Κλίντον, του οποίου η θητεία λήγει σύντομα, να τελειώσει τη σταδιοδρομία του με μια λαμπρή πράξη. Οι δύο άντρες συναντήθηκαν πρώτη φορά στις 15 Ιουλίου 1999 -σύμφωνα με τον Σαρλ Εντερλέν, ήταν κεραυνοβόλος έρωτας. Ο αμερικανός πρόεδρος εκδηλώνει «μεγάλο θαυμασμό για το στρατηγό». Θα πει επίσης: «Αισθάνομαι σαν παιδί που μόλις του χάρισαν ένα καινούριο παιχνίδι.» Αυτή η «αλληλοσυνεννόηση» θα παίξει σημαντικό ρόλο στη συνάντηση κορυφής στο Καμπ Ντέιβιντ. Παρά τις προσπάθειές του, ο αμερικανός πρόεδρος θα νιώθει πάντα πιο κοντά στον ισραηλινό πρωθυπουργό παρά στον Αραφάτ. Σχεδόν αυθόρμητα καταλαβαίνει την ισραηλινή άποψη, την ασπάζεται, γίνεται ο εκπρόσωπός της.
Ενα μεγάλο κεφάλαιο του βιβλίου του Σαρλ Εντερλέν είναι αφιερωμένο στην συνάντηση στο Καμπ Ντέιβιντ. Ζει κανείς με τους συμμετέχοντες, μπορεί να παρακολουθήσει τις εσωτερικές συζητήσεις καθεμιάς από τις τρεις αντιπροσωπείες. Πρόκειται, όμως, στ’ αλήθεια για μια συνάντηση κορυφής; Ο Μπαράκ αρνείται να διαπραγματευτεί απευθείας με τον Αραφάτ, δεν θα τον συναντήσει ποτέ. Δυο χρόνια αργότερα θα προσπαθήσει να δικαιολογήσει αυτή την αδιανόητη στάση: «Μήπως ο Νίξον συνάντησε ποτέ τον Χο Τσι Μινχ ή τον Γκιάπ (πριν την υπογραφή της συμφωνίας ειρήνης για το Βιετνάμ); Ή μήπως ο Ντε Γκολ μίλησε ποτέ με τον Μπεν Μπέλα; (5)» Ομως ούτε ο Νίξον ούτε ο Ντε Γκολ είχαν απαιτήσει μια συνάντηση κορυφής με τους αντιπάλους τους. Η καταφανής περιφρόνηση για τον Αραφάτ θα αυξήσει την καχυποψία των Παλαιστινίων.
Πέρα από τις πολύ διδακτικές περιπέτειες των δεκαπέντε ημερών, κεκλεισμένων των θυρών, ο απολογισμός του Σαρλ Εντερλέν επιβεβαιώνει ότι «σε καμιά στιγμή δεν προτάθηκε στον Αραφάτ ένα παλαιστινιακό κράτος σε περισσότερο από το 91% της Δυτικής Οχθης και αυτό χωρίς ποτέ να του αναγνωρισθεί πλήρης κυριαρχία στις αραβικές συνοικίες της Ιερουσαλήμ και του Χάραμ Αλ Σαρίφ / Ορος του Ναού». «Ποτέ», συνεχίζει ο δημοσιογράφος, «όπως το επιβεβαιώνουν ορισμένες εβραϊκές οργανώσεις, οι παλαιστίνιοι διαπραγματευτές δεν απαίτησαν την επιστροφή στο Ισραήλ τριών εκατομμυρίων προσφύγων. Οι αριθμοί που συζητήθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις ποικίλλουν από μερικές εκατοντάδες σε μερικές χιλιάδες Παλαιστινίων οι οποίοι θα μπορούσαν να επιστρέψουν με την άδεια του Ισραήλ».
Τα δικαιώματα των προσφύγων
Ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής είχε ήδη εξηγήσει στον αμερικανό πρόεδρο στις 15 Ιουνίου 2000 στην Ουάσιγκτον ότι: «Υπάρχει βέβαια η απόφαση 194 (τις 11ης Δεκεμβρίου του 1948, για το δικαίωμα των προσφύγων να επιστρέψουν στα σπίτια τους), όμως οφείλουμε να βρούμε το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στις ισραηλινές δημογραφικές ανησυχίες και τις δικές μας έγνοιες». Το πρόβλημα των προσφύγων, επιβεβαιώνουν ο Ρόμπερτ Μάλεϊ και ο Χουσεΐν Αγά, «μόλις που συζητήθηκε από τις δύο πλευρές (6)» στη συνάντηση κορυφής. Στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε τη συνάντηση, ο Μπαράκ απέδωσε την αποτυχία στις διαφορές σχετικά με την Ιερουσαλήμ, πριν αλλάξει την εκδοχή του για τα γεγονότα και τονίσει το πρόβλημα των προσφύγων.
Το Καμπ Ντέιβιντ τέλειωσε λοιπόν χωρίς συμφωνία. Δεν ήταν το τέλος του κόσμου. Είχαν γίνει βήματα προς τα μπρος, ταμπού είχαν καταρρεύσει- σχετικά με την Ιερουσαλήμ, από τους Ισραηλινούς, που εξέταζαν πρώτη φορά μια μορφή μοιρασιάς, από τους Παλαιστινίους, που παραδέχονταν ότι ορισμένα εδάφη της Δυτικής Οχθης ή της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, με μεγάλη πυκνότητα εποίκων, θα μπορούσαν να προσαρτηθούν από το Ισραήλ.
Ομως αντί να χτίσει πάνω σε αυτά τα κεκτημένα, ο ισραηλινός πρωθυπουργός ρίχνει όλη την ευθύνη για την αποτυχία στον παλαιστίνιο πρόεδρο και, κυρίως, αρχίζει να επαναλαμβάνει το παλιό σύνθημα της δεξιάς: δεν υπάρχει συνομιλητής από την παλαιστινιακή πλευρά. Η θέση αυτή, που θα αναπαραχθεί από τους δημοσιογράφους και τα μέσα ενημέρωσης, θα αποκτήσει ισχύ νόμου. Και ο Μπαράκ θα αφοσιωθεί σε ένα μόνο έργο, να αποκαλύψει το «πραγματικό πρόσωπο» του Αραφάτ. Δεν διαπραγματεύεται πια για να καταλήξει σε συμφωνία, αλλά για να δείξει ότι είναι αδύνατο να καταλήξουν σε συμφωνία.
Διαχωρισμός εδαφών
Βέβαια, οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν κυρίως κατά τη συνάντηση στην Τάμπα της Αιγύπτου, τον Ιανουάριο του 2001. Οι διαπραγματεύσεις αυτές επέτρεψαν ακόμη περισσότερο την προσέγγιση των θέσεων στα περισσότερα ζητήματα προς συζήτηση, τόσο τα εδαφικά όσο και τα σχετικά με τη διανομή της κυριαρχίας της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με την αρχή ότι οι αραβικές συνοικίες θα ενσωματωθούν στο παλαιστινιακό κράτος και οι εβραϊκές συνοικίες θα προσαρτηθούν από το Ισραήλ. Ακόμη και στο ζήτημα των προσφύγων, οι ισραηλινοί εκπρόσωποι έκαναν καινοτόμες προτάσεις (7). Αντιπροσώπευαν, όμως, πραγματικά τις θέσεις του Μπαράκ; Ο ίδιος ποτέ δεν τις ενέκρινε.
Εξάλλου ο Μεναχέμ Κλάιν, σύμβουλος του πρώην υπουργού Εξωτερικών του Ισραήλ Σλόμο Μπεν Αμι, παραδέχθηκε πρόσφατα ότι ο Μπαράκ του επιβεβαίωσε ότι έστειλε αντιπροσωπεία στην Τάμπα «μόνο για να αποκαλύψει το πραγματικό πρόσωπο του Αραφάτ και όχι για να συνάψει συμφωνία (8)». Πράγματι, ο αρχηγός της ισραηλινής κυβέρνησης κατάφερε να πείσει την κοινή γνώμη του Ισραήλ ότι, στο εξής, το ζήτημα ήταν «αυτοί» ή «εμείς». Ετσι θα δώσει θανατηφόρο πλήγμα στο στρατόπεδο της ειρήνης -ο Ούρι Αβνερί, παλιός ισραηλινός παρτιζάνος ειρηνιστής, είχε δίκιο να χαρακτηρίσει τον Μπαράκ «εγκληματία της ειρήνης».
Δεν πρόκειται εδώ -και ο Σαρλ Εντερλέν προσέχει πολύ να μην το κάνει- να απαλλάξουμε τους παλαιστίνιους αξιωματούχους από κάθε ευθύνη. Ο Αραφάτ είναι συχνά ανίκανος να πάρει αποφάσεις, να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο. Υποτίμησε εντελώς τους κινδύνους από μια νίκη της δεξιάς στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 2001 και έδωσε αδικαιολόγητη πίστωση στη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Κυρίως, φαίνεται ανίκανος να καταλάβει τις βαθιές ζυμώσεις στην ισραηλινή κοινή γνώμη και να διατυπώσει ένα σαφές πρόγραμμα, κυρίως μετά το ξέσπασμα της δεύτερης Ιντιφάντα.
Ο Σαρλ Εντερλέν διαψεύδει πλήρως την άποψη σύμφωνα με την οποία η παλαιστινιακή ηγεσία είχε προγραμματίσει την εξέγερση, μια εκτίμηση που συμμερίζεται ο συνάδελφός του Ζορζ Μαλμπρινό, στην πολύ καλά τεκμηριωμένη αφήγησή του σχετικά με την εξέγερση των Παλαιστινίων, «Από τις πέτρες στα όπλα» (9). Ο Μαλμπρινό παραθέτει λόγια του Σάεμπ Ερεκάτ, ο οποίος απευθυνόμενος στο σύνολο των υπευθύνων των υπηρεσιών ασφαλείας, στις 31 Ιουλίου 2000 -περίπου ένα μήνα πριν την έναρξη της Ιντιφάντα- στην Ιεριχώ, δηλώνει: «Το Καμπ Ντέιβιντ απέτυχε, αλλά πρέπει να διαφυλάξουμε τα κεκτημένα. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται και οι πιθανότητες να καταλήξουν σε συμφωνία είναι πραγματικές. (...) Κατά τις ερχόμενες εβδομάδες, οφείλετε να εμποδίσετε τις τριβές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βίαιη αντιπαράθεση». Είναι ήδη πολύ αργά.
Η Αρχή πρέπει να αντιμετωπίσει την εξέγερση του παλαιστινιακού λαού, ο οποίος απαιτεί τον άμεσο τερματισμό της κατοχής που διαρκεί εδώ και τριάντα πέντε χρόνια. Θα χρειαστούν μερικές εβδομάδες ακόμα- είναι καλό να το θυμάται κανείς- για να στρατιωτικοποιηθεί η Ιντιφάντα, ως απάντηση στην καταπίεση του στρατού το μέγεθος της οποίας υπενθυμίζει ο Ζορζ Μαλμπρινό: «204 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν από ισραηλινούς στρατιώτες στο χρονικό διάστημα μεταξύ 28 Σεπτεμβρίου και 2 Δεκεμβρίου, 73 από τους οποίους ανήλικοι κάτω των 17 ετών και 24 μέλη των υπηρεσιών ασφαλείας. "Δεν μπορούσαμε να χάνουμε δέκα παιδιά την ημέρα, το ανθρώπινο κόστος ήταν πολύ μεγάλο. Οφείλαμε να περάσουμε σε μια άλλη στρατηγική", υπογραμμίζουν με μια φωνή οι παλαιστίνιοι υπεύθυνοι».
Το Οσλο είναι νεκρό. Θα συζητηθούν ακόμα για καιρό οι αιτίες του θανάτου, οι προσωπικές ευθύνες της μιας και της άλλης πλευράς. Ομως η ειρήνη χάθηκε πρώτα απ’ όλα γιατί η δύναμη κατοχής, το Ισραήλ -η κυβέρνηση όπως και ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης- ήταν ανίκανο να αναγνωρίσει τον Αλλο, τον Παλαιστίνιο, ως ίσο. Το δικαίωμα των Παλαιστινίων στην αξιοπρέπεια, την ελευθερία, την ασφάλεια, την ανεξαρτησία, ήταν πάντα δευτερεύον σε σχέση με τα δικαιώματα των Ισραηλινών. Για να υπάρχει πρόοδος, πρέπει μια μέρα να εγκαταλειφθεί αυτή η αποικιακή οπτική, της οποίας ο Μπαράκ έχει γίνει ο εκπρόσωπος.
Επιχείρηση «Τείχος»
Σε μια πρόσφατη συζήτηση, όπου υποστηρίζει τη στρατηγική τρόμου του Σαρόν, κυρίως την επιχείρηση «Τείχος» του Απριλίου του 2002 - θα την ήθελε «πιο ενεργητική και πιο γρήγορη, και ταυτοχρόνως εναντίον όλων των μεγάλων πόλεων»-, ο Μπαράκ αποκαλύπτει το «αληθινό πρόσωπό» του. Λέει για τους Αραβες: «Είναι προϊόν ενός πολιτισμού στον οποίο το ψέμα δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα (creates no dissonance). Δεν υποφέρουν, όπως στον ιουδαιο-χριστιανικό πολιτισμό, όταν λένε ψέματα. Η αλήθεια είναι γι’ αυτούς εκτός θέματος (irrelevant)».
Αυτή η «ουσιαστικιστική» θεώρηση, η οποία κατηγορεί έναν ολόκληρο πολιτισμό, θυμίζει τη ρατσιστική ψύχωση που διέδιδαν οι γαλλικές αρχές στην Αλγερία και την οποία υμνούσε ο Καμίλ Μπρίνελ, αποικιοκράτης συγγραφέας στις αρχές του 20ού αιώνα: «Ενας γάλλος αξιωματικός έδωσε χάρη σε έναν επαναστατημένο Αραβα, μολονότι του άξιζε ο θάνατος εκατό φορές. Και ο άλλος του είπε: σου είμαι υπόχρεος, για να σε ευχαριστήσω, σου δίνω αυτή τη συμβουλή, την οποία δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσεις, γιατί θα σου είναι πάντα χρήσιμη στις σχέσεις σου με τους δικούς μου: "Μην εμπιστεύεσαι ποτέ έναν Αραβα, ούτε καν εμένα" (10)».
(1) Charles Enderlin, Le Rêve brise. Histoire de l’échec du processus de paix au Proche-Orient, 1995-2002, Fayard, Παρίσι 2002, 366 σελίδες, 20 ευρώ. Εάν δεν υπάρχει άλλη ένδειξη, τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο. Με βάση τις συνεντεύξεις, ο Σαρλ Εντερλέν πραγματοποίησε ένα ντοκιμαντέρ το οποίο θα προβληθεί από το κανάλι France 2 το Σεπτέμβριο.
(2) Βλ., κυρίως Robert Malley και Hussein Agha, «New York Review of Books», 9 Αυγούστου 2001. Ενα από τα πρώτα κείμενα που αμφισβήτησαν την κυρίαρχη εκδοχή του Καμπ Ντέιβιντ γράφτηκε από τον Αμνόν Καπελιούκ: Βλ. «Με εμβρυουλκό η παλαιστινιακή ανεξαρτησία», «Le Monde diplomatique»-«K.E.», 8-10-2000. Βλ., επίσης, «Le Monde diplomatique»-«K.E.», 3-2-2002, 24-2-2002.
(3) Αναφέρεται από τον Michel Warschawski, «Sur la frontière», Stock, Παρίσι, 2002.
(4) «New York Review of Books», 13 Ιουνίου 2002.
(5) Στο ίδιο.
(6) Στο ίδιο, απάντηση του Ρομπερτ Μάλεϊ, ο οποίος έλαβε μέρος στη συνάντηση κορυφής ως σύμβουλος του προέδρου Κλίντον.
(7) Για τις διαπραγματεύσεις στην Τάμπα, βλ. «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 2001.
(8) «Haaretz» , Τέλ Αβίβ, 2 Μαΐου 2002.
(9) Georges Malbrunot. «Des pierres aux fusils, Les Secrets de l’Intifada», Flammarion, Παρίσι, 2002, 18 ευρώ.
(10) Αναφέρεται από τον Alain Ruscio, «Le Credo de l’homme blanc», Complexe, Βρυξέλλες, 1996, σ. 63.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»