«Έχετε ένα σβησμένο ηφαίστειο σε κάθε πνεύμονα. Εάν ξυπνήσει θα εκδηλωθεί ο καρκίνος». Σύμφωνα με τον ογκολόγο Ζακ Μπριζέρ, με αυτό τον τρόπο έμαθε ένας συνταξιούχος που είχε εργαστεί σε μια μεγάλη γαλλική εταιρεία ότι είχε προσβληθεί από ασθένεια του αμιάντου. Και συνεχίζει: «Είχε εργαστεί επί τριάντα χρόνια, ερχόμενος καθημερινά σε επαφή με αυτή την ίνα, χωρίς να γνωρίζει τους κινδύνους που εγκυμονούσε η έκθεσή του στην ουσία». (1) Ούτε και είχε πει κανείς τίποτε στους εργάτες που δούλευαν στο θρυμματισμό και στην ύφανση αυτού του ορυκτού, καθώς και στους ηλεκτρολόγους, τους σιδηρουργούς, τους λιμενεργάτες, τους μηχανικούς του ναυτικού... Τίποτε. Άκρα του τάφου σιωπή.
Ήταν εύκολο: οι μικροσκοπικές ίνες που καρφώνονται στο βάθος των πνευμόνων είναι αόρατες. Αόρατη είναι και η αρχή της ασθένειας, η οποία εκδηλώνεται μετά από δεκαετίες. Έτσι, οι ασθενείς είναι αόρατοι για την κοινωνία, απομονωμένοι, και δεν τους αναγνωρίζεται η ιδιότητα του θύματος ενός σχεδόν τέλειου κοινωνικού εγκλήματος. Κι όμως, πολλοί γνώριζαν. Οι ασθενείς, είτε πρόκειται για θύματα επαγγελματικής ασθένειας είτε για περίοικους των εγκαταστάσεων (ακόμα και για οικείους των εργαζομένων, οι οποίοι γύριζαν σπίτι με τη φόρμα τους σκεπασμένη από τη λευκή σκόνη του αμιάντου) συγκεντρώθηκαν για να ξεφύγουν από την αφάνεια, στην οποία πολλοί ήθελαν να τους καταδικάσουν. Προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη και αυτή τη στιγμή εκκρεμούν αρκετές χιλιάδες αγωγών. Βγήκαν επίσης στους δρόμους : στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2001, 10.000 άτομα διαδήλωναν στο Παρίσι. Γκρεμίζουν τη συναίνεση που οικοδομήθηκε για να καταδικαστούν στην κοινωνική αφάνεια τα θύματα των επαγγελματικών ασθενειών. Ωστόσο, απαιτήθηκε ένας ιδιαίτερα μεγάλος αγώνας...
Στο Ολνέ-Σου-Μπουά, η υπόθεση του Comptoir des Minéraux et Matières Premières (CMMP), αρχίζει πριν από... εξήντα πέντε και πλέον χρόνια! Ας εξετάσουμε μερικά στοιχεία αυτής της υπόθεσης. Πρώτο στοιχείο: η χειρόγραφη έκκληση της 3ης Ιουλίου 1937, η οποία απευθύνεται στο δήμαρχο του Ολνέ. Πενήντα έξι κάτοικοι εκφράζουν την ανησυχία τους για το πρόγραμμα εγκατάστασης κοντά στα σπίτια τους ενός «εργοστασίου που ενδέχεται να είναι ανθυγιεινό ή επικίνδυνο». Το CMMP εμφανίζεται ως το μοναδικό εργοστάσιο στη Γαλλία που πραγματοποιεί επεξεργασία του ακατέργαστου αμιάντου, με διαχωρισμό των ινών και λανάρισμά τους, ενώ ταυτόχρονα αρνείται το χαρακτηρισμό του εργοστασίου ως επικίνδυνη εγκατάσταση, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για «απόλυτα αδρανές ορυκτό». Επιπλέον, καθώς το CMMP εργαζόταν για λογαριασμό της εθνικής άμυνας, ζητήθηκε από τη νομαρχία της Σεν-ε-Ουάζ να μην παρεμβάλει εμπόδια στη λειτουργία της επιχείρησης.
Το 1937 είναι ακόμα μια εποχή αισιοδοξίας ! Οι προλετάριοι διαμαρτύρονται στην έκκλησή τους: «Παρά την τεράστια επιβάρυνση που συνεπάγεται η εγκατάσταση σε μια καινούρια πόλη, πολλοί εργάτες δεν δίστασαν μπροστά στις θυσίες προκειμένου να έχουν μια υγιή ζωή στα προάστια, μακριά από το Παρίσι. Η εγκατάσταση ενός ανθυγιεινού εργοστασίου θα τους κάνει να χάσουν το μοναδικό πλεονέκτημα που απόκτησαν: τον καθαρό αέρα». Ανησυχούσαν ότι «η χορήγηση άδειας λειτουργίας ενός ανθυγιεινού εργοστασίου σε αυτή την περιοχή που κατοικείται αποκλειστικά από εργάτες θα έβλαπτε την υγεία των παιδιών». Εκείνη την εποχή είχαν εμπιστοσύνη στις αρχές για τη διαφύλαξη της υγείας του κάθε πολίτη...
Δεύτερο στοιχείο: στη φωτογραφία, τα σαράντα κοριτσάκια μιας σχολικής τάξης, παραταγμένα σε τέσσερις σειρές, ποζάρουν μαζί με τη δασκάλα τους για την καθιερωμένη ετήσια φωτογραφία. Το σχολικό συγκρότημα που φιλοξενεί 800 αγόρια και κορίτσια βρίσκεται σε απόσταση πενήντα μέτρων από το «εργοστάσιο αμιάντου». Όπως και οι γειτονικές μονοκατοικίες, δέχεται την καθημερινή δόση σκόνης που προέρχεται από τα εργαστήρια του CMMP. Η σκόνη περιέχει αμίαντο, μίκα και ζιρκόνιο, καθώς το CMMP θρυμματίζει και επεξεργάζεται επίσης και αυτά τα ορυκτά. Σε αυτή τη φωτογραφία εικονίζεται και η Νικόλ Βουάντ, η οποία εκείνη την εποχή ήταν 8 ετών. Σαράντα χρόνια αργότερα, παρουσιάζει πρόβλημα στους πνεύμονες, καθώς εμφανίζονται πλάκες στον υπεζωκότα. (2) Ο αδελφός της Πιέρ ήταν λιγότερο τυχερός : πέθανε, σε ηλικία 49 ετών, εξαιτίας ενός μεσοθηλίου. (3) αφήνοντας δύο παιδιά ορφανά. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας υπάρχει μια ημερομηνία : 1956. Εδώ και είκοσι χρόνια, το CMMP δηλητηριάζει τη ζωή ολόκληρης της περιοχής. Όμως, «σαν να βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τοίχο. Όταν γράφουμε στο νομάρχη, εκείνος δεν απαντά», διαπιστώνει ο δήμαρχος του Ολνέ. (4)
Τρίτο στοιχείο: «Σε αυτό το εργοστάσιο θυσίασα τρία χρόνια από τη ζωή μου. Ήμουν 18 ετών. Καθώς ο πατέρας μου ήταν εργοδηγός στο τμήμα παραγωγής, γνώρισα όλο το προσωπικό που εργάστηκε στο εργοστάσιο μεταξύ 1960 και 1974. Ο πατέρας μου πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 58 ετών. Άλλοι πέντε συγγενείς μου πέθαναν από το ίδιο είδος καρκίνου». Η φωνή του Αμπντελκαντέρ Μεζουγκί πνίγεται. Ωστόσο, το συμπέρασμά του είναι τελεσίδικο: «Αυτό το καταραμένο εργοστάσιο δεν μόλυνε και ρύπανε μονάχα. Σκότωσε πολλές δεκάδες ανθρώπων, οι οποίοι το μόνο που ζητούσαν ήταν να δουλέψουν για να ζήσουν και οι οποίοι δεν ήξεραν ότι δούλευαν για να πεθάνουν».
Λευκές, γκρίζες και μαύρες, οι εικόνες από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 διαδέχονται η μία την άλλη: μετά τη δουλειά, οι εργάτες (από τους 25, οι 21 ήταν ξένοι), κάτασπροι από τη σκόνη, βγαίνουν στην αυλή και προσπαθούν να καθαριστούν, διώχνοντας τη σκόνη με τον αεροσυμπιεστή. Γκρίζα τα γεμάτα αμίαντο μεγάλα τσουβάλια που ανοίγονται και αδειάζονται στη χοάνη του μηχανήματος συσκευασίας. Γκρίζα και λευκή η σκόνη που μαζεύεται με το φτυάρι από το έδαφος. Κάτασπρα τα λαχανικά στο γειτονικό χωράφι, και ο περιβολάρης είναι υποχρεωμένος να τα πλένει με άφθονο νερό. Μαύρες, τέλος, οι εικόνες από τον πόλεμο της Αλγερίας, που δεν έλεγε να τελειώσει: «Επιχειρήσεις - σκούπα» στις εξόδους του μετρό και ξυλοδαρμοί στο αστυνομικό τμήμα της συνοικίας Γκουτ-ντ’ Ορ για την τρομοκράτηση των αλγερινών μεταναστών. Εργατικοί και υπάκουοι, αυτοί οι αλγερινοί εργάτες που κατάγονταν από το Τλέμσεν (5) εργάζονταν όσο το δυνατόν κοντύτερα στον τόπο κατοικίας τους για να αποφεύγουν τις επικίνδυνες μετακινήσεις... «Ήταν εργατικοί άνθρωποι. Δύο μονάχα από αυτούς πέθαναν στη Γαλλία, οι υπόλοιποι πέθαναν μετά το γυρισμό τους στην Αλγερία. Κανένας τους δεν απόλαυσε τη χαμηλή σύνταξή του», συνοψίζει ο Μεζουγκί.
Ποιος σκότωνε στο Ολνέ-Σου-Μπουά; Και ποιος άφηνε να γίνεται κάτι τέτοιο; «Ο απολογισμός είναι μακάβριος», εξηγούν ο Ζεράρ Βουάντ και η σύζυγός του Νικόλ, οι οποίοι πραγματοποιούν εδώ και έξι χρόνια μια πεισματώδη έρευνα. «Έχουμε ήδη εντοπίσει 30 περιπτώσεις. Από αυτές οι 14 αφορούν θανάτους. Έντεκα φάκελοι έχουν παραδοθεί στο δικηγόρο προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη». Κατά τη γνώμη τους, η ευθύνη του βιομήχανου είναι αναμφισβήτητη: πρόκειται για εργοδοτική εγκληματικότητα, ένα είδος εγκληματικότητας για το οποίο δεν γίνεται ποτέ λόγος. Ωστόσο, το τείχος της σιωπής επεκτείνεται και στις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες : για να κατορθώσουν να τους δοθούν τα έγγραφα που ζήτησαν, χρειάστηκε να προσφύγουν στην Επιτροπή για την Πρόσβαση στα Διοικητικά Έγγραφα (CADA).
Ο φάκελος της Επιθεώρησης Εργασίας χάθηκε... και στη συνέχεια ξαναβρέθηκε, η έκθεση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας μετά την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στο εργοστάσιο είναι αδύνατο να βρεθεί από τις υπηρεσίες της Νομαρχίας... Ποιος σκότωνε στο Ολνέ-Σου-Μπουά ; Και ποιος κάλυπτε το έγκλημα ;
Φονικά εργοστάσια
Αμιζόλ: υπάρχουν ονόματα που είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς όταν εισχωρήσει στο μαύρο κόσμο του σκανδάλου του αμιάντου : το Αμιζόλ, όπως και το Κοντέ-Σιρ-Νουαρό, το Ζισιέ και τόσα άλλα, θυμίζει έναν από τους πιο μακροχρόνιους αγώνες που διεξήγαγε το εργατικό κίνημα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Στο Κλερμόν - Φεράν αποκαλούσαν αυτό το εργοστάσιο «λευκή κόλαση».
«15 Σεπτεμβρίου 1978. Ενώ περιμένουμε να δοθεί τέλος στην απαράδεκτη καθυστέρηση που επιδεικνύετε όσον αφορά την τήρηση των δεσμεύσεων που αναλάβατε, ένας εργαζόμενος του Αμιζόλ πέθανε. Είναι το δέκατο πέμπτο θύμα από τη στιγμή που ξεκίνησε αυτή η σύγκρουση (...). Απαιτούμε να τηρήσετε τις δεσμεύσεις σας για την επανένταξη των εργαζομένων σε άλλο κλάδο, τη συνταξιοδότησή τους και την ιατρική περίθαλψή τους».
Σήμερα, η Ζοζέτ Ρουντέρ, η Μαρί-Ζαν Ουτιρκέν και η Μπριζίτ Πεσάρ ξεθάβουν από το αρχείο τους το παραπάνω τηλεγράφημα που έστειλε η περιφερειακή επιτροπή της συνδικαλιστικής οργάνωσης CGT της Ωβέρνης στα υπουργεία Εργασίας και Υγείας, στο νομάρχη και στο εργοδοτικό Επιμελητήριο Αμιάντου.
Οι εργάτριες του Αμιζόλ ξεκίνησαν τον αγώνα τους το Δεκέμβριο του 1974, μετά την αναγγελία του κλεισίματος του εργοστασίου και της ομαδικής απόλυσής τους. Αποφάσισαν να καταλάβουν τους χώρους του εργοστασίου. Καθώς εκείνη την εποχή δεν είχαν συνειδητοποιήσει τους κινδύνους που εγκυμονεί ο αμίαντος, απαιτούν την... επαναλειτουργία του εργοστασίου. Οταν ο Ανρί Πεζερά, διευθυντής ερευνών του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Ερευνας (CNRS) και τοξικολόγος καταφθάνει από το Παρίσι, όπου η «επιτροπή του Ζισιέ» είχε εξεγερθεί ενάντια στην εκτεταμένη παρουσία αμιάντου στα κτίρια του πανεπιστημίου, η έκπληξή τους θα είναι απερίγραπτη.
Συνταραγμένος από όσα ανακαλύπτει, ο Πεζερά παίρνει παράμερα τη Μαρί-Ζαν και μερικές άλλες εργάτριες: Με μερικές φράσεις, τους εξηγεί τα πάντα: τον αμίαντο, τον καρκίνο... «Μείναμε αποσβολωμένες», θυμάται μια από αυτές. «Αποφασίσαμε να πούμε την αλήθεια στις άλλες. Για μερικές ημέρες, ο αριθμός των ατόμων που συμμετείχαν στην κατάληψη του εργοστασίου μειώθηκε στα δεκαπέντε. Στη συνέχεια, ο θυμός υπερίσχυσε και οι υπόλοιπες επέστρεψαν για να συνεχίσουν την κατάληψη και να ζητήσουν την παροχή ιατρικής παρακολούθησης».
Εξοργισμένες και γεμάτες πικρία, αλλά γεμάτες θέληση για ζωή, οι «Αμιζόλ» μάχονται, ήδη από το 1977, για την επανένταξη των απολυθέντων στην αγορά εργασίας. Εκείνη την εποχή ο κόσμος δεν καλόβλεπε τον άνεργο, του οποίου το επίδομα έφτανε συχνά το 90% του μισθού. «Δεν αργούσαν να σου κολλήσουν τη ρετσινιά του λουφαδόρου», θυμάται η Ζοζέτ. Η τοπική εργοδοσία θεωρούσε μιάσματα αυτές τις εργάτριες που είχαν τολμήσει να καταλάβουν το εργοστάσιό τους. Επιπλέον, κατέφθαναν στους διαδρόμους του νοσοκομείου Σαμπουρέν για να ζητήσουν ιατρικές εξετάσεις : ποιος ξέρει καλύτερα εάν όντως χρειάζεται μια ανάλυση πτυέλου, οι γιατροί ή αυτές οι εργάτριες;
Τα μαύρα χρόνια μόλις άρχιζαν. Μερικοί έγιναν αλκοολικοί, άλλοι αυτοκτόνησαν: «Κηδέψαμε ανθρώπους που είχαν φτάσει στα όρια της αντοχής τους». Η ολονυκτία δίπλα στο φέρετρο μιας συντρόφου, που οργάνωσαν το 1976 μπροστά στο δημαρχείο, κάνει χειροπιαστή μια πραγματικότητα που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρέμενε αφηρημένη. Ο κίνδυνος που διέτρεχαν γίνεται πια ορατός. Για πάντα.
«Στις 24 Φεβρουαρίου 1995, δημιουργείται στο Κλερμόν - Φεράν μια επιτροπή υπεράσπισης των εργαζομένων στον κλάδο του αμιάντου». Το δελτίο τύπου που στάλθηκε εκείνη την ημέρα απαριθμεί τους στόχους της Caper (Επιτροπή Αμιάντου: Πρόληψη και Αποκατάσταση): ενημέρωση, ιατρική παρακολούθηση, υποστήριξη, και καταλήγει: «Οι πρώην εργαζόμενοι στον κλάδο του αμιάντου, τα άτομα που έχουν προσβληθεί από την ασθένεια, ανέθεσαν στην επιτροπή το καθήκον να προβάλει τη μαρτυρία τους και να διατυπώσει προτάσεις». Είκοσι χρόνια μετά την έναρξη της κατάληψης που διάρκεσε επτά χρόνια, οι εργαζόμενες στο Αμιζόλ ξαναπαίρνουν την πρωτοβουλία. Συναντώνται και πάλι και ξαναβρίσκουν τον Πεζερά. Συμβουλεύονται τον κατάλογο των απολυμένων. Από τους 270 εργαζόμενους(ες), οι 60 έχουν πεθάνει...
Σύντομα, η Caper σημειώνει την πρώτη επιτυχία της, εξασφαλίζοντας μια πραγματική συλλογική παρακολούθηση μετά τη λήξη των επαγγελματικών δραστηριοτήτων (SPP), η οποία υπερβαίνει ακόμα και τα όσα ορίζουν οι διατάξεις του νόμου. «Το κεντρικό σημείο ήταν ο συλλογικός χαρακτήρας, η ομάδα», εξηγεί η Ρουντέρ. «Ωστόσο, οι διάφοροι θεσμοί δεν βλέπουν με καλό μάτι αυτή την εξέλιξη. Προτιμούν να προσπαθήσει ο καθένας από τους εργαζόμενους να τα βγάλει πέρα μόνος του, αποτραβηγμένος στη γωνιά του, πηγαίνοντας στον πνευμονολόγο της γειτονιάς του. Κάτι τέτοιο κάνει τα θύματα αόρατα για την κοινωνία. Με μια συλλογική ιατρική εξέταση σε ένα ειδικευμένο κέντρο, γινόμαστε τα θύματα του αμιάντου, στα οποία αρχίζουν να δίνουν επανορθώσεις. Η σχέση με τον γιατρό είναι τελείως διαφορετική, και υπάρχει αλληλοϋποστήριξη μεταξύ μας».
Το διακύβευμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί πρόκειται όντως για κοινωνικό και όχι για ιατρικό ζήτημα. Ενα γεγονός το αποδεικνύει: ο οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης, ο οποίος είχε συμφωνήσει να υπάρξει συλλογική αντιμετώπιση του προβλήματος των συνταξιούχων του εργοστασίου της Pechiney-Rhenalu στο Ισουάρ, υπαναχώρησε μετά την παρέμβαση του αρχίατρου της επιχείρησης. Αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι η Ωβέρνη δεν επελέγη ως μία από τις τρεις πιλοτικές περιοχές για την εφαρμογή, σε εθνικό επίπεδο, της ιατρικής παρακολούθησης για τον αμίαντο.
«Λανάρισμα, κλώση, πλέξη, ύφανση. Δουλειά, εισπνοή (...). Ο αμίαντος με έχει σκοτώσει. Ο αμίαντος. Λευκή σκόνη. Ασπρη σαν το χιόνι. Χιλιάδες νιφάδες. Χριστούγεννα όλο το χρόνο (...). Εσείς δεν την ξέρετε αυτή την ιστορία ! Ή, τότε, την έχετε ξεχάσει ! Το "εργοστάσιο της ντροπής". Εκεί όπου 271 εργαζόμενοι έπλεκαν όλη μέρα τη δολοφονική ίνα (...). Λανάρισμα, κλώση, πλέξη. Να μην μπορείς πια να αναπνεύσεις. Να τραγουδήσεις. Να περπατήσεις. Να χορέψεις. Αναπηρία. Να φοβάσαι τις σκάλες».
Ανοιξη 2001. Το λεωφορείο στρίβει στη συνοικία Ανατόλ Φρανς του Κλερμόν - Φεράν. Μέσα του βρίσκονται οι θεατές που έχει καλέσει ο Ντομινίκ Φρεντεφόν. Κάθε στάση προκαλεί μία νέα θεατρική ανάγνωση του κειμένου «Ανατομία της Ανατολίας». Μπροστά στο παλιό εργοστάσιο Αμιζόλ αντηχεί η «Λευκή νύχτα ΙΙΙ»: «Λανάρισμα, κλώση, ...».
Μαχητικές εργάτριες
Είκοσι επτά χρόνια έχουν περάσει και η ιστορία των εργαζομένων στο Αμιζόλ εξακολουθεί να γράφεται κάθε μέρα. Τον Ιούλιο του 2001, κατά τη διάρκεια μιας πραγματογνωμοσύνης στο πλαίσιο της δίκης ενάντια στο αφεντικό του Αμιζόλ, το οποίο κατηγορείται για «ασύγγνωστη (ασυγχώρητη) βαρύτατη αμέλεια», η Μαρία Ρακέλ Φερνάντες, η οποία έχει προσβληθεί από πλάκες του υπεζωκότος, εξετάζεται από τον πνευμονολόγο δόκτορα Νορμάντ, ο οποίος της λέει: «Δεν υπάρχει κίνδυνος καρκίνου».
Τότε, εκείνη δίνει στο συνομιλητή της το πιστοποιητικό θανάτου του πατέρα της, Ζοάο Φερνάντες, βοσκού στη Σαλαμάνκα της Ισπανίας, ο οποίος είχε δουλέψει ένα χρόνο στο Αμιζόλ και ο οποίος πέθανε το 1998, δύο μήνες μετά την εμφάνιση μεσοθηλίου. Και η Φερνάντες σχολιάζει: «Δεν έλαβα καμία απάντηση. Η εξέταση σταμάτησε σε αυτό το σημείο».
Αυτές οι μαχητικές εργάτριες εξηγούν ότι οι μηνύσεις στα ποινικά δικαστήρια για βαρύτατη ασύγγνωστη αμέλεια δεν αποτελούν πράξεις εκδίκησης αλλά αίτημα να υπάρξει η αναγνώριση που είναι αναγκαία για να κλείσει αυτή η σελίδα. Να λογοδοτήσει για τις πράξεις του ο Σοπέν, ο ιδιοκτήτης της εταιρείας. Ωστόσο, ένα ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο: Πόσο άξιζε στη Γαλλία -και πόσο αξίζει ακόμα και σήμερα- ο θάνατος ενός εργάτη, μιας εργάτριας;
Στις 17 Ιανουαρίου του 2002, στον Αρειο Πάγο, ο δικηγόρος των μεγάλων επιχειρήσεων που μεταποιούν ή χρησιμοποιούν αμίαντο, επέλεξε να επιτεθεί... στα θύματα. Κατήγγειλε την «πίεση που ασκείται στα δικαστήρια, η οποία ενορχηστρώνεται από τις ενώσεις των θυμάτων». Στη συνέχεια, κατήγγειλε το «σφυροκόπημα των μέσων ενημέρωσης», αποσιωπώντας βέβαια το γεγονός ότι αυτός και οι πελάτες του βρίσκονταν τόσα χρόνια στο προσκήνιο των μέσων ενημέρωσης και της επιστημονικής κοινότητας (βλέπε το άρθρο «Η συμβολή των επιστημόνων»).
Αποζημιώσεις
Χαμένος κόπος: στις 28 Φεβρουαρίου του 2002, το ανώτατο δικαστήριο κάνει δεκτή τη μήνυση για «βαρύτατη ασύγγνωστη αμέλεια», θεωρώντας ότι επιχειρήσεις όπως η Eternit, η Valeo κ.ά. έχουν απέναντι στους εργαζομένους τους όχι μόνο την «υποχρέωση να λαμβάνουν μέτρα ασφαλείας» αλλά και «την υποχρέωση να είναι αποτελεσματικά τα μέτρα ασφαλείας που λαμβάνονται» σε αυτό τον τομέα. Καταδικάζοντάς τες αμετάκλητα να αποζημιώσουν τα θύματά τους, ενισχύει τα θύματα τη στιγμή που οι υποστηρικτές του αμιάντου ήλπιζαν ότι θα απαλλαγούν από οποιαδήποτε αστική ευθύνη.
«Οι περισσότερες αποφάσεις κινούνται προς την κατεύθυνση του επιμερισμού του κινδύνου, επιβάλλοντας στο σύνολο των εργοδοτών την πληρωμή των αποζημιώσεων, μέσω του κλάδου εργατικών ατυχημάτων της κοινωνικής ασφάλισης (ο οποίος χρηματοδοτείται από τους εργοδότες). Η ψήφιση ενός νόμου για την αποζημίωση των θυμάτων του αμιάντου θα αποτελούσε μια δικαιότερη λύση».
Αυτό υποστηρίζει ο Φιλίπ Πλισόν, δικηγόρος, μεταξύ άλλων, του συνδέσμου των γάλλων εργοδοτών (Medef: Mouvement des Entreprises de France) και της Eternit, την επομένη της απόφασης του Εφετείου της Εξ, το οποίο αναγνώριζε, το Μάιο του 2000, τη βαρύτατη ασύγγνωστη αμέλεια των εργοδοτών, δικαιώνοντας εννέα μισθωτούς του εργοταξίου της Λα Σεν.
Ολα αυτά δημιουργούν ερωτηματικά για τη δημιουργία του ταμείου για την αποζημίωση των θυμάτων του αμιάντου (FIVA) και για το μέλλον του. Το FIVA -η δημιουργία του προβλεπόταν από το νόμο για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης του 2001 (ο οποίος ψηφίστηκε το Νοέμβριο του 2000) και η ίδρυσή του πραγματοποιήθηκε με ένα διάταγμα που εκδόθηκε το Οκτώβριο του 2001- χρηματοδοτείται κατά 75% από τον κλάδο εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών του γενικού καθεστώτος της κοινωνικής ασφάλισης (δηλαδή από τους εργοδότες) και κατά 25% από το κράτος.
Παρά το γεγονός ότι οφείλει να αποζημιώσει πλήρως τις βλάβες που υπέστησαν τα θύματα, δεν έχει δοθεί καμία εγγύηση για το ύψος των αποζημιώσεων. Ομως, από εφετείο σε εφετείο παρατηρούνται διαφορές, καθώς ορισμένα επιδικάζουν έως και πενταπλάσια ποσά από άλλα. Εξάλλου, αυτή η αποζημίωση χορηγείται εφάπαξ, με την καταβολή ενός ποσού, και όχι με την πληρωμή μιας ισόβιας σύνταξης, όπως ζητούσαν οι ενώσεις των θυμάτων.
Ωστόσο, προκύπτει και σοβαρότερο ζήτημα: σύμφωνα με μια παράγραφο του άρθρου 42 του νόμου, όποιος δεχτεί μια προσφορά αποζημίωσης από το FIVA χάνει το δικαίωμα να καταθέσει μήνυση για βαρύτατη ασύγγνωστη αμέλεια (ή να συνεχίσει τη διαδικασία που έχει αρχίσει στα δικαστήρια).
Αυτή η διάταξη, στην οποία εναντιώθηκε ο Εθνικός Σύνδεσμος για την Υπεράσπιση των Θυμάτων του Αμιάντου (Andeva) (6), καταργήθηκε από τη Γερουσία. Ωστόσο, κατά τη δεύτερη ανάγνωση του νομοσχεδίου, η τότε κυβερνητική πλειοψηφία της «πληθυντικής αριστεράς» την επανέφερε στη Βουλή.
Τη στιγμή που για πρώτη φορά οι εργάτες - θύματα παίρνουν μαζικά το λόγο και πυροδοτείται μια δικαστική δυναμική, με ένα κύμα μηνύσεων για βαρύτατη ασύγγνωστη αμέλεια ενάντια στους εργοδότες, μπορούμε να αναρωτηθούμε μήπως το πολιτικό διακύβευμα για τις κυβερνήσεις (και τους εργοδότες) είναι ακριβώς η αποδυνάμωση αυτής της δυναμικής.
Βέβαια, εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα προσφυγής στα ποινικά δικαστήρια. Ομως, οι προσφυγές αποδεικνύονται χρονοβόρες και δαπανηρές. Επτά μηνύσεις, οι οποίες κατατέθηκαν από τον Andeva πριν από περισσότερο από πέντε χρόνια, βρίσκονται σε νεκρό σημείο.
Καθυστερήσεις
Περιέργως, η δημιουργία του FIVA δεν ξεσήκωσε τις κραυγές αγανάκτησης τις οποίες συνηθίζει ο σύνδεσμος των εργοδοτών (Medef) κάθε φορά που ετοιμάζεται κάποιο κοινωνικό μέτρο. Η Andeva παρατηρεί ότι «τέσσερις μήνες μετά τη δημοσίευση του διατάγματος, το FIVA δεν διαθέτει ακόμα ούτε διεύθυνση, ούτε πρόεδρο, ούτε διοικητικό συμβούλιο, ούτε προσωπικό, ούτε έντυπα εγγραφής. Πρόκειται για μια κατάσταση που βλάπτει τα συμφέροντα των θυμάτων, των οποίων οι ακροάσεις αναβλήθηκαν αρκετές φορές (...). Αυτή η καθυστέρηση θέτει ορισμένους από αυτούς σε μια κατάσταση μη δικαίου: τους στερεί τον υπάρχοντα τρόπο αποζημίωσης, τα CIVI, (7) χωρίς να τα αντικαθιστά με κάτι άλλο».
Πέρα από τη νομική του άποψη, το σημερινό σύστημα δημιουργεί ένα πρόβλημα ηθικής φύσης. Πόσο μάλλον που η ευθύνη των εργοδοτών θα μπορούσε να εξαλειφθεί εξαιτίας των παρενεργειών ενός άλλου νόμου, του νόμου της 10ης Ιουλίου 2000 για τα αδικήματα άνευ πρόθεσης:
«Αντί να επιτρέπει την ευκολότερη αναγνώριση της βαρύτατης ασύγγνωστης αμέλειας, αποσυνδέοντας τον ποινικό από τον κοινωνικό χαρακτήρα του αδικήματος, αυτός ο νόμος ενδέχεται να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα», γράφει ο Ζεράρ Βασέ, καθηγητής Εργατικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Τουλόν. (8)
Πράγματι, οι ενώσεις των θυμάτων προσπάθησαν να αντιταχτούν σε αυτή την πρόταση νόμου που «θα περιόριζε σημαντικά την ευθύνη όσων λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με ζητήματα επαγγελματικών κινδύνων». Μάταια.
Πέρα από τις υποθέσεις που αφορούν τους εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, ολόκληρος ο τομέας της πρόληψης και της αρχής της προφύλαξης σε ό,τι αφορά τη δημόσια υγεία θα μπορούσε να απειληθεί από μια σειρά αποφάσεων που θα δημιουργούσαν νομολογία. Κάτι τέτοιο θα είχε δραματικές συνέπειες. Στο σκάνδαλο του μολυσμένου αέρα ενδέχεται να προστεθεί και το σκάνδαλο της αποζημίωσης.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»