el | fr | en | +
Accéder au menu

Οι ακραίοι ετοιμάζουν πόλεμο κατά του Ιράν

Τα γεράκια πετούν πάνω από το Ιράν

«Πρέπει να προετοιμαστούμε για το χειρότερο», δήλωσε ο Μπερνάρ Κουσνέρ, «και το χειρότερο», εξήγησε, «είναι ο πόλεμος». Η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών σχετικά με το Ιράν προκάλεσε αρκετές επικρίσεις και ανέδειξε τις αποχρώσεις της νέας γαλλικής διπλωματίας. Κυρίως επιβεβαίωσε ότι οι ΗΠΑ εξετάζουν πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο στρατιωτικής επιχείρησης ενάντια στην ισλαμική δημοκρατία. Στην πραγματικότητα, παρά τις προφυλάξεις και τους ελιγμούς για την ανάγκη παραμονής στη διπλωματική οδό, ο Λευκός Οίκος έχει ήδη ξεκινήσει την κλιμάκωση εναντίον του Ιράν, επιτρέποντας «μη θανατηφόρες» ενέργειες στο εσωτερικό της χώρας και βοηθώντας αποσχιστικές οργανώσεις, είτε πρόκειται για Άραβες, είτε για Κούρδους, Μπαλούτσι ή Αζέρους. Ο συγκεκριμένος επεμβατισμός, ο οποίος κάθε άλλο παρά υποστηρίζει τη δημοκρατική αντιπολίτευση, είναι αντίθετος στο διεθνές δίκαιο και επέτρεψε στους «σκληρούς» του καθεστώτος να ενισχύσουν τις θέσεις τους και να σφυροκοπούν διανοούμενους και δημοκράτες. Ωστόσο, στην Τεχεράνη, πιστεύουν ότι είναι δυνατό να ανοίξει διάλογος με την Ουάσιγκτον. Για να γίνει αυτό, πρέπει οι ΗΠΑ να αποδεχθούν να τεθούν στο τραπέζι όλα τα ζητήματα της αμερικανοϊρανικής διένεξης. Και ο Λευκός Οίκος να εγκαταλείψει τον στόχο του για «αλλαγή καθεστώτος».

Στον αγώνα που διεξάγεται μέσα στην κυβέρνηση Μπους για το ζήτημα της ιρανικής πολιτικής, αντιπαρατίθενται δύο στρατόπεδα. Από τη μία πλευρά, ο αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ Τσένι και οι σύμμαχοί του στο Πεντάγωνο και στο Κογκρέσο, ωθούμενοι από την American Israel Public Affairs Committee (AIPAC), πιέζουν για τον βομβαρδισμό όχι μόνο του εργοστασίου για τον εμπλουτισμό του ουρανίου, στη Νατάντζ, αλλά επίσης ιρανικών στρατιωτικών στόχων που βρίσκονται κοντά στα σύνορα με το Ιράκ.

Από την άλλη πλευρά, η υπουργός Εξωτερικών, Κοντολίζα Ράις, επιθυμεί να συνεχίσει στη διπλωματική οδό, ενισχύοντας και διευρύνοντας τις διαπραγματεύσεις με την Τεχεράνη, που ξεκίνησαν τον Μάιο στη Βαγδάτη, για τη σταθεροποίηση του Ιράκ. Η Ράις πέτυχε την αναβολή της απόφασης για τη στρατιωτική λύση, με τίμημα, όμως, έναν επικίνδυνο συμβιβασμό: την αύξηση των παράνομων επιχειρήσεων που αποβλέπουν στην αποσταθεροποίηση της ισλαμικής δημοκρατίας, η πατρότητα των οποίων επιβεβαιώθηκε από προεδρική οδηγία που εκδόθηκε στα τέλη Απριλίου του 2007 Βλέπε «Tempêtes sur l’Iran», «Manière de voir», αρ. 93, Ιούνιος-Ιούλιος 2007, (1).

Οι επιχειρήσεις διεξάγονται εδώ και δέκα χρόνια, αλλά, επειδή δεν υπήρχε επίσημη κάλυψη, η Central Intelligence Agency (CIA) δεν δρούσε παρά με ενδιάμεσα πρόσωπα. Το Πακιστάν και το Ισραήλ, για παράδειγμα, πρόσφεραν όπλα και χρήματα σε ανταρτικές οργανώσεις στο νοτιοανατολικό και στο βορειοδυτικό τμήμα του Ιράν, όπου οι σουνιτικές μειονότητες των Μπαλούτσι και των Κούρδων πολεμούν επί σειρά ετών ενάντια στην περσική και σιιτική κεντρική εξουσία. Η προεδρική έγκριση του Απριλίου επιτρέπει την εντατικοποίηση των «μη θανατηφόρων» επιχειρήσεων που εξαπολύονται άμεσα από αμερικανικές υπηρεσίες.

Πέρα από τον πολλαπλασιασμό των προπαγανδιστικών εκπομπών, της εκστρατείας αποπληροφόρησης και της στρατολόγησης εξόριστων στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να ενισχυθούν οι πολιτικά διαφωνούντες, το νέο πρόγραμμα ευνοεί τον οικονομικό πόλεμο, ιδιαίτερα τη χειραγώγηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών και άλλα μέτρα που αποβλέπουν στο να διαταράξουν τις διεθνείς τραπεζικές και εμπορικές δραστηριότητες του Ιράν.

Αποκάλυψη-σοκ

Το περιεχόμενο της νέας οδηγίας αποκαλύφθηκε μετά τη γνωστοποίησή του στις επιτροπές πληροφοριών του Κογκρέσου. Στην Τεχεράνη, το γεγονός αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των συζητήσεων. Κατά τρόπο εκπληκτικό, συντηρητικοί και μεταρρυθμιστές συμφωνούν, βεβαιώνοντας ότι το κείμενο ήρθε σε κακή στιγμή, ενώ άνοιγε η πιθανότητα μιας πραγματικής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες, για το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Η σταθεροποίηση των δύο κρατών είναι προς το συμφέρον της Τεχεράνης, εκτιμούν ουσιαστικά ανώτατοι αξιωματούχοι του υπουργείου Εξωτερικών, του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, του γραφείου του προέδρου Αχμαντινετζάντ και πολλών ιρανικών «δεξαμενών σκέψης».

Η συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι δυνατή, εξηγούν, αλλά μόνο με αντάλλαγμα μια προοδευτική εξομάλυνση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, κάτι το οποίο προϋποθέτει την εγκατάλειψη από την Ουάσιγκτον της στρατηγικής της για «αλλαγή καθεστώτος». Στο Ιράκ «οι ΗΠΑ είναι σαν μια αλεπού που πιάστηκε στην παγίδα» εξηγεί ο Αμίρ Μοχιεμπιάν, αρχισυντάκτης της συντηρητικής εφημερίδας «Ρεσελαάτ». «Μήπως πρέπει να απελευθερώσουμε την αλεπού τη στιγμή που αυτή θέλει να μας καταβροχθίσει; Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αλλάξουν την πολιτική τους, η συνεργασία γίνεται δυνατή».

Στην άλλη άκρη του δημοσιογραφικού φάσματος, ο Μοχάμεντ Αντριανφάρ, αρχισυντάκτης της «Χαμιχάν», προσκείμενος στον πρώην πρόεδρο Ραφσαντζανί, ο οποίος εκλέχθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου 2007 επικεφαλής της Συνέλευσης των Ειδικών (2), βεβαιώνει ότι «το κλίμα εδώ στρέφεται προς τις διαπραγματεύσεις και την αποκατάσταση των σχέσεων. Οι άνθρωποι θέλουν τη σταθερότητα. Το σύνθημα "θάνατος στην Αμερική" δεν περνάει πια, και οι ηγέτες μας το ξέρουν. Είναι παράδοξο να διαπιστώνει κανείς ότι δύο εχθρικές κυβερνήσεις έχουν κοινά συμφέροντα στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν».

Οι υπεύθυνοι δεν θέλησαν να απαντήσουν ευθέως στην ερώτηση εάν η Τεχεράνη υποστηρίζει τις σιιτικές οργανώσεις στο Ιράκ. Αλλά, ο Αλαεντίν Μπορουτζερντί, πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της Βουλής, επικρίνει την Ουάσιγκτον για την προστασία που έχει προσφέρει σε μπααθικούς και σε άλλα σουνιτικά στοιχεία, τονίζοντας χωρίς περιστροφές ότι το Ιράν θεωρεί την αποδοχή της σιιτικής πρωτοκαθεδρίας στη Βαγδάτη απαραίτητη για τη σταθεροποίηση και προϋπόθεση για κάθε συνεργασία Ουάσιγκτον και Τεχεράνης.

Σύμφωνα με δημοσιογράφους και πολλούς επίσημους συνομιλητές, μια σημαντική χειρονομία του Λευκού Οίκου θα ήταν να διαλυθεί η ιρανική ένοπλη οργάνωση που είναι εγκατεστημένη στο Ιράκ, οι Μουτζαχεντίν του Λαού (ΜΕΚ). Η ΜΕΚ υποστήριξε τον Σαντάμ Χουσέιν στον πόλεμό του ενάντια στο Ιράν (1980-1988) και, μολονότι οι 3.600 μαχητές της αφοπλίστηκαν μετά την αμερικανική εισβολή, παραμένουν οργανωμένοι.

Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών τους χρησιμοποιούν για αποστολές κατασκοπείας και σαμποτάζ στο Ιράν, καθώς και για την ανάκριση Ιρανών που κατηγορούνται ότι βοηθούν τις σιιτικές ένοπλες οργανώσεις στο Ιράκ. Μέχρι πολύ πρόσφατα, διέθεταν πομπούς ραδιοφώνου και τηλεόρασης. Αλλά, μετά από πιέσεις που ασκήθηκαν από την Τεχεράνη στη Βαγδάτη, μεταφέρθηκαν στο Λονδίνο. Ωστόσο, όταν ο μετριοπαθής Μοχάμαντ Χαταμί εκλέχθηκε πρόεδρος του Ιράν το 1997, το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, σε μια κίνηση συμφιλίωσης, πρόσθεσε τους Μουτζαχεντίν στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων, υπεύθυνων για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων σε μεγάλη κλίμακα...

Παιχνίδι με τους μουτζαχεντίν

Η διάλυση των παραστρατιωτικών δυνάμεων θα ήταν μια ισχυρή χειρονομία, εξηγεί ο Αμπάς Μαλεκί, σύμβουλος στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας. Όμως, ο Αλιρεζά Τζαφαρζαντέχ, πρόεδρος της πολιτικής «βιτρίνας» των Μουτζαχεντίν, δηλαδή του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης του Ιράν, εμφανίζεται συχνά στην οθόνη του συντηρητικού δικτύου Fox News. Παίζει έναν ρόλο ανάλογο με εκείνον του Αχμάντ Σάλαμπι κατά την προετοιμασία της εισβολής στο Ιράκ, προσπαθώντας να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Κογκρέσου για μια στρατιωτική δράση ενάντια στο Ιράν.

Ο χαρακτηρισμός των Μουτζαχεντίν ως τρομοκρατικής οργάνωσης εξέφραζε την πρόθεση διαλόγου της κυβέρνησης Κλίντον με την Τεχεράνη. Οταν ο Νιούτον Γκίνγκριτς, ο ρεπουμπλικάνος πρόεδρος, τότε, της Βουλής των Αντιπροσώπων, κατάφερε να ψηφιστεί μια πίστωση 18 εκατομμυρίων δολαρίων για «μη θανατηφόρες» παράνομες ενέργειες με στόχο να «προκαλέσουν την αντικατάσταση του σημερινού καθεστώτος στο Ιράν», ο Λευκός Οίκος υποχρέωσε τη CIA να φερθεί με σύνεση. Αλλά η κυβέρνηση άλλαξε γρήγορα κατεύθυνση: Ο Τσένι συμμερίζεται τις απόψεις του Γκίνγκριτς και κατάφερε να πείσει τους ελάχιστους σκεπτικιστές ότι οι πιέσεις στην Τεχεράνη θα προσφέρουν στην Ουάσιγκτον πλεονεκτήματα στις διαπραγματεύσεις της για να σταματήσει το Ιράν τον εμπλουτισμό ουρανίου.

Αρχικά, η νέα κυβέρνηση αναθέρμανε και διεύρυνε το σχέδιο, που βρισκόταν σε κατάσταση ύπνωσης, για «μη θανατηφόρες» επεμβάσεις και τον Φεβρουάριο του 2006, ψήφισε στο Κογκρέσο πιστώσεις που ανέρχονταν σε 75 εκατομμύρια δολάρια, για να «προωθήσει την ελευθερία λόγου και κίνησης για τον ιρανικό λαό». Τέλος, άρχισε να ψάχνει παράνομα μέσα για να ενοχλήσει στρατιωτικά το καθεστώς.

Το πιο εύκολο ήταν να πετύχει από το Πακιστάν και το Ισραήλ να εξοπλίσουν και να χρηματοδοτήσουν ανταρτικές οργανώσεις, ήδη ενεργούς στις περιοχές των Μπαλούτσι και των Κούρδων. Οι πακιστανικές υπηρεσίες πληροφοριών (ISI) προμήθευσαν με όπλα και χρήματα τους ανθρώπους της Τζουντουλάχ («Οι στρατιώτες του Θεού»), μια ένοπλη οργάνωση με βάση το Μπαλουτσιστάν, η οποία προκάλεσε βαριές απώλειες σε μονάδες των Φρουρών της Επανάστασης το 2005 και το 2006, κατά τη διάρκεια σειράς επιχειρήσεων στο Ζαχεντάν και στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας.

Στις 2 Απριλίου 2007, «Η Φωνή της Αμερικής» μετέδωσε συζήτηση με τον ηγέτη αυτού του κινήματος, τον Αμπντολμάλεκ Ρίγκι, ο οποίος παρουσιάστηκε ως «αρχηγός της λαϊκής αντίστασης στο Ιράν». Οι πολυάριθμες επαφές μας που γνωρίζουν τον εθνικισμό των Μπαλούτσι (3) επιβεβαίωσαν την ύπαρξη δεσμών ανάμεσα στον Ρίγκι και τις πακιστανικές υπηρεσίες πληροφοριών.

Από την πλευρά της, η ισραηλινή Μοσάντ έχει επαφές εδώ και 50 χρόνια με τους Κούρδους του Ιράν και του Ιράκ. Κάτι το οποίο τείνει να επαληθεύσει πληροφορία την οποία μετέδωσε ο αμερικανός δημοσιογράφος Σέιμουρ Χερς, σύμφωνα με την οποία η ισραηλινή υπηρεσία πληροφοριών προσέφερε στο ιρανικό Κόμμα για μια Ελεύθερη Ζωή στο Κουρδιστάν (PJAK) «εκπαίδευση και εξοπλισμό» (4) -το ίδιο κόμμα συνδέεται με το Κόμμα Εργαζομένων του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), το οποίο καταγγέλλεται από την Ουάσιγκτον και την Άγκυρα ως τρομοκρατική οργάνωση. Σε συνέντευξη που έδωσε στον δημοσιογράφο Λι Αντερσον, ανώτατος Κούρδος αξιωματούχος δήλωσε ότι το Κόμμα για μια Ελεύθερη Ζωή στο Κουρδιστάν χρησιμοποιεί βάσεις στο ιρακινό Κουρδιστάν για να πραγματοποιεί επιθέσεις ενάντια στο Ιράν, «οι οποίες υποστηρίζονται μυστικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες» (5).

Ως αντίποινα, η Τεχεράνη πραγματοποίησε πολλούς βομβαρδισμούς εναντίον βάσεων στο ιρακινό Κουρδιστάν, προκαλώντας διαμαρτυρία από την πλευρά της Βαγδάτης. Από οικονομική άποψη, η Τεχεράνη αντιμετωπίζει τη δυνητικά πιο σοβαρή απειλή απόσχισης στο Χουζιστάν, μια επαρχία που βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του Ιράν και η οποία παράγει το 80% του ακαθάριστου πετρελαίου της χώρας. Οι Άραβες σιίτες αυτής της περιοχής μοιράζονται με αυτούς που ζουν στο Ιράκ, στην άλλη όχθη του Σατ αλ Αράμπ, την ίδια εθνική και θρησκευτική ταυτότητα. Η Αχβάζ, πρωτεύουσα του Χουζιστάν, δεν απέχει παρά μόνο 120 χιλιόμετρα από τη Βασόρα, όπου εδρεύουν οι δυνάμεις της βρετανικής κατοχής, οι οποίες ωστόσο έχουν μεταφέρει στους Ιρακινούς τον έλεγχο της πόλης και της επαρχίας.

Κατηγορίες κατά Βρετανών

Με βάση την ιστορία της περιοχής, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Τεχεράνη κατηγορεί τις βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών που έχουν εγκατασταθεί στη Βασόρα ότι υποθάλπουν εκεί ταραχές. Το 1897, οι Άραβες πρίγκιπες του Χουζιστάν, με την υποστήριξη στρατιωτικών και αγγλικών πετρελαϊκών ομίλων, είχαν αποσχιστεί από την Περσία για να δημιουργήσουν ένα προτεκτοράτο υπό τον έλεγχο του Λονδίνου, το «Αραβιστάν», το οποίο δεν επέστρεψε στην Περσία παρά το 1925. Μέχρι τώρα, οι αποσχιστικές ομάδες που είναι διασκορπισμένες σε ολόκληρη την επαρχία δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια ενιαία στρατιωτική δύναμη όπως η Τζουντουλάχ στο Μπαλουτσιστάν, και τίποτε δεν αποδεικνύει ότι δέχονται βοήθεια από το εξωτερικό. Όμως οργανώνουν τακτικά επιθέσεις ενάντια στις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας και ανατινάζουν πετρελαϊκές εγκαταστάσεις.

Πολλές από αυτές έχουν προπαγανδιστικές εκπομπές στην αραβική γλώσσα από πομπούς που εδρεύουν στο εξωτερικό: Το Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης του Αχβάζ, υποστηρικτής της ανεξαρτησίας, διαθέτει ένα δορυφορικό κανάλι, το Ahwaz TV, το οποίο προβάλλει στην οθόνη του έναν αριθμό φαξ που βρίσκεται στην Καλιφόρνια (6). Ενα άλλο δορυφορικό κανάλι, το Al-Ahwaz TV, το οποίο κατέχουν εξίσου ιρανοί εξόριστοι στην Καλιφόρνια, συνδέεται με την British Ahwazi Friendship Society, η οποία διεκδικεί περιφερειακή αυτονομία για την επαρχία στο πλαίσιο ενός ομοσπονδιακού Ιράν (7).

Περίπου τα μισά από τα 75 εκατομμύρια δολάρια που διέθεσε η Ουάσιγκτον το 2006 πήγαν στη Φωνή της Αμερικής, στο Ράδιο Φάρντα και σε άλλους πομπούς που διαθέτουν Ιρανοί εξόριστοι. Είκοσι εκατομμύρια πηγαίνουν σε μη κυβερνητικές οργανώσεις για τα δικαιώματα του ατόμου στο Ιράν και στις ΗΠΑ. Το να στείλει κανείς αυτά τα κεφάλαια κατ’ ευθείαν στο Ιράν «είναι πολύ δύσκολο», παραδέχθηκε ο υφυπουργός Εξωτερικών, Νίκολας Μπερνς. Γι’ αυτό, συνεχίζει, «εργαζόμαστε με αραβικές και ευρωπαϊκές οργανώσεις για να στηρίξουμε δημοκρατικές οργανώσεις» (8).

Ένας από τους Ιρανούς που έλαβαν μέρος σε εργαστήριο που οργανώθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες στο Ντουμπάι τον περασμένο χρόνο, δήλωσε στον Ιρανοαμερικανό δημοσιογράφο Νεγκάρ Αζίμι ότι «ήταν ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης για επαναστάτες στο στιλ του Τζέιμς Μποντ» (9). Οι προσπάθειες που αποβλέπουν στην αποσταθεροποίηση της ισλαμικής δημοκρατίας και οι οικονομικές πιέσεις που εφαρμόζονται ώστε να εγκαταλείψει το πυρηνικό πρόγραμμά της τείνουν σε κατεύθυνση αντίθετη από το στόχο, για τουλάχιστον τέσσερις λόγους:

*Προσέφεραν στους υποστηρικτές μιας σκληρής γραμμής ένα πρόσχημα για να διώκουν τους Ιρανούς που εργάζονται στο εσωτερικό υπέρ της φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος και τους διανοούμενους που επισκέπτονται τη χώρα και διαθέτουν διπλή υπηκοότητα, ιρανική και αμερικανική, όπως, για παράδειγμα, η Χαλέχ Εσφαντιαρί, του Woodrow Wilson International Center for Scholars, η οποία φυλακίστηκε επί τρεις μήνες με αόριστες κατηγορίες για κατασκοπεία.

*Βοηθώντας εξεγερμένες εθνικές μειονότητες, η Ουάσιγκτον επέτρεψε στον Αχμαντινετζάντ να εμφανιστεί υπερασπιστής της περσικής πλειοψηφίας -ενώ οι μειονότητες αποτελούν περίπου το 44% του πληθυσμού.

*Τα οικονομικά προβλήματα για τα οποία ο Αχμαντινετζάντ καθιστά υπεύθυνες τις εξωτερικές πιέσεις οφείλονται ουσιαστικά στα δικά του σφάλματα διαχείρισης.

*Για να γίνει δυνατή η διαπραγμάτευση κάποιων συμβιβασμών που θα αναφέρονται στη σταθεροποίηση του Ιράκ και του Αφγανιστάν, πρέπει να σταματήσουν οι προσπάθειες ανατροπής, και ο πρόεδρος Μπους να μη θέσει σε εφαρμογή την απειλή που διατύπωσε στις 28 Αυγούστου 2007, να «απαντήσει στις φονικές δραστηριότητες της Τεχεράνης» στο Ιράκ.

Βέβαια, ακόμη και αν περιοριστεί η πίεση, ο συμβιβασμός στο πυρηνικό ζήτημα είναι ελάχιστα πιθανός, αν δεν υπάρξει αλλαγή του στρατιωτικού σχηματισμού που έχουν πάρει οι Ηνωμένες Πολιτείες στον Κόλπο.

Ωστόσο, η αναστολή των δραστηριοτήτων εμπλουτισμού στη Νατάντζ θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν το Ισραήλ αποδεχόταν το πάγωμα του αντιδραστήρα του στην Ντιμόνα (10).

«Πώς μπορούμε να διαπραγματευθούμε μια αποπυρηνικοποίηση ενώ εσείς στέλνετε στον Κόλπο αεροπλανοφόρα για τα οποία έχουμε κάθε λόγο να υποθέτουμε ότι είναι εξοπλισμένα με τακτικά πυρηνικά όπλα;» αναρωτιέται ο Αλιρεζά Ακμπαρί, ο οποίος υπήρξε αναπληρωτής υπουργός Αμυνας στην κυβέρνηση Χαταμί. «Και πώς θέλετε να διαπραγματευθούμε όταν εσείς αρνείστε κάθε συζήτηση για την Ντιμόνα;»

Οι αμερικανικές πιέσεις, χωρίς να κλονίσουν καθόλου το καθεστώς, έχουν εξοργίσει τους Ιρανούς κάθε τάσης. Βέβαια, οι οικονομικές κυρώσεις είναι πιο αποτελεσματικές από τη μυστική βοήθεια που προσφέρεται στους αντάρτες. Αλλά, από τις 40 ευρωπαϊκές και ασιατικές τράπεζες που συναλλάσσονται με το Ιράν, επτά μόνο διέκοψαν τους δεσμούς τους μαζί του, ανταποκρινόμενες στα αιτήματα της Ουάσιγκτον. Το Ιράν πραγματοποιεί όλο και περισσότερο τις διεθνείς συναλλαγές του μέσω 400 χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στο Ντουμπάι, τα περισσότερα από τα οποία είναι αραβικά.

Τα Εμιράτα

Φέτος, το εμπόριο ανάμεσα στο Ιράν και τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα προσεγγίζει τα 11 δισεκατομμύρια δολάρια, και ο αμερικανός υφυπουργός Οικονομίας Στιούαρτ Λέβι επιχειρηματολογεί ασκόπως όταν επισείει (σε λόγο που έβγαλε στο Ντουμπάι στις 7 Μαρτίου) την απειλή αντιποίνων ενάντια στις εταιρείες που συναλλάσσονται με το Ιράν.

Η κυβέρνηση Μπους εφάρμοσε πρόσφατα πιο στοχευμένα μέτρα απέναντι στις επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με τους Φρουρούς της Επανάστασης και με τα μπονιάντ (τα ιδρύματα που διαχειρίζονται οι θρησκευτικοί ηγέτες), αλλά τα αποτελέσματα είναι πολύ μέτρια. Όπως επισημαίνει ένας σεβαστός ευρωπαίος πρέσβης που υπηρέτησε στην Τεχεράνη: «Σε τι χρησιμεύουν όλα αυτά; Για ποιον λόγο να κουνάμε συνέχεια το κόκκινο πανί; Εξοργίζει τον ταύρο, αλλά δεν τον σκοτώνει».

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Harrison S. Selig

Διευθυντής του προγράμματος για την Ασία του Center for International Policy (Ουάσιγκτον), κύριος ερευνητής στο Woodrow Wilson International Center for Scholars (Ουάσιγκτον).

(2Όργανο που αποτελείται από θρησκευτικούς αξιωματούχους, υπεύθυνο να ορίζει τον ανώτατο πνευματικό ηγέτη -σήμερα είναι ο αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ- και να ελέγχει τη δράση του.

(3Βλ. «In Afghanistan’s Shadow: Baluch Nationalism and Soviet Temptations», Carnegie Endowment for International Peace, Ουάσιγκτον, 1980.

(4«The next act», «The New Yorker», 27 Νοεμβρίου 2006.

(5«Mr Big», «The New Yorker», 5 Φεβρουαρίου 2007.

(6BBC World Media Monitoring, 4 Ιανουαρίου 2006.

(7«Al-Ahwaz news», «British Ahwazi Friendship Society», Φεβρουάριος 2006, www.ahwaz.org.uk.

(8Council on Foreign Relations, Νέα Υόρκη, 11 Οκτωβρίου 2006.

(9«The hard realities of soft power», «New York Times Magazine», 24 Ιουνίου 2007.

(10Για μια ευρύτερη συζήτηση για τον πυρηνικό συμβιβασμό με το Ιράν, βλέπε «The forgotten bargain», World Policy Journal, Ουάσιγκτον, χειμώνας 2006.

Μοιραστείτε το άρθρο