Ο Μάικλ Λιούις, στην κλασική πια περιγραφή του για τη Γουόλ Στριτ των εκρηκτικών χρόνων της δεκαετίας του ’80, διηγείται πώς, όταν ήταν σύμβουλος επενδύσεων, κατάφερνε να «εφευρίσκει αληθοφανή ψέματα» για να καθησυχάζει πελάτες που ήταν κάπως νευρικοί. Εάν τον ρωτούσαν γιατί το δολάριο έπεφτε, απαντούσε: «Οι Αραβες πούλησαν σημαντικές ποσότητες χρυσού έναντι δολαρίων, τα οποία στη συνέχεια αντάλλαξαν με μάρκα». Όπως εξηγεί ο τραπεζίτης που έγινε συγγραφέας, «τις περισσότερες φορές, κανένας δεν ξέρει γιατί η αγορά παρουσιάζει διακυμάνσεις. Όποιος μπορεί να επινοήσει μια καλή μικρή ιστορία θα γίνει εξαιρετικός χρηματιστής. Από τη στιγμή που ουδείς γνωρίζει τι κάνουν οι Αραβες τα χρήματά τους και γιατί, κανείς δεν μπορεί ποτέ να απορρίψει ένα παραμύθι που τους αφορά (1)».
Την επομένη της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν αναπόφευκτο να αρχίσουν τα «κόλπα» σχετικά με τους Άραβες και τα χρήματά τους γιατί δεν γνωρίζαμε τίποτε για τις επιθέσεις. Με δεδομένη την ανάμειξη του Μπιν Λάντεν, ο οποίος περιγραφόταν παγκοσμίως ως «δισεκατομμυριούχος» και «τραπεζίτης της τρομοκρατίας», η οικονομική εξήγηση κατέστη αξιόπιστη με ένα στερεότυπο που διαδόθηκε ευρύτατα.
Εξάλλου, όπως υπαινίσσεται ο Τζακ Σαχίν στην εξαντλητική μελέτη του για τους χαρακτηρισμούς που τους αποδίδονται από τον κινηματογράφο του Χόλιγουντ, οι Άραβες εδώ και καιρό έχουν συνδεθεί με την εικόνα «βασιλέων του πετρελαίου οι οποίοι γλυκοκοιτάζουν δυτικές ξανθιές, και με λάτρεις εμπόρων όπλων που τους επιτρέπουν να επιβάλλουν την κυριαρχία τους στον κόσμο με τη βοήθεια ανεξέλεγκτων τρομοκρατών (2)».
Συνδέοντας δυο από τα τρία πιο κοινά στερεότυπα -τον δισεκατομμυριούχο και τον βομβιστή (το τρίτο είναι η χορεύτρια του χορού της κοιλιάς), τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 πρόσφεραν σε αυτά τα χονδροειδή στερεότυπα μια επίφαση πραγματικότητας. Η συναίνεση γύρω από τη χρηματοδότηση των επιθέσεων διαμορφώθηκεαμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Ο «κατάλογος με αυτούς που ξεπλένουν χρήματα» έγινε τόσο οικείος, που εκπλήσσει όταν επαναλαμβάνεται, χωρίς πλέον να πείθει και τόσο: τα 300 εκατομμύρια δολάρια του Μπιν Λάντεν, οι εταιρείες φαντάσματα, οι ισλαμικές φιλανθρωπικές οργανώσεις, οι Σαουδάραβες, οι δισεκατομμυριούχοι Άραβες, τα ναρκωτικά, το χρυσάφι, η μικρή εγκληματικότητα.
Από τον λαϊκό τύπο μέχρι τις εκθέσεις που συντάσσονται από «δεξαμενές εγκεφάλων» (think tanks), ο κατάλογος των υπόπτων ήταν ουσιαστικά πάντα ο ίδιος και το αναμάσημα ισοδυναμούσε με επιβεβαίωση. Η φτώχεια του λόγου προσαρμοζόταν στον κατηγορηματικό τόνο με τον οποίο αράδιαζαν μη επιβεβαιωμένα «γεγονότα».
Μετά το 2004, συγκεντρώθηκαν αρκετές νέες πληροφορίες για τον οικονομικό πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία, οι οποίες όμως δεν έχουν παρά ελάχιστη επίδραση στις αντιλήψεις ή στις πολιτικές που έχουν ήδη διαμορφωθεί. Προσωπικότητες πρώτου επιπέδου -όπως ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Πολ Ο’ Νιλ, ο πρώην «τσάρος» της αντι-τρομοκρατίας Ρίτσαρντ Κλαρκ, ή ο Μάικλ Σόγερ, που διηύθυνε τον «εικονικό πυρήνα που ήταν αφιερωμένος στον Μπιν Λάντεν» στο πλαίσιο της Central Intelligence Agency (CIA)- διέψευσαν τις περισσότερες από τις συνηθισμένες αντιλήψεις σχετικά με τον οικονομικό πόλεμο.
Η δημοσίευση, τον Αύγουστο του 2004, της έκθεσης της Επιτροπής για την 11η Σεπτεμβρίου επιτρέπει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Βασιζόταν σε «εξαντλητική μελέτη κυβερνητικών ντοκουμέντων που προέρχονταν κυρίως από τις υπηρεσίες της αστυνομίας, των πληροφοριών και των πολιτικών υπηρεσιών που είχαν εμπλακεί».
Στον τομέα της χρηματοδότησης, η έκθεση και το τελικό κείμενό της έδειξαν ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις δεν απαιτούσαν παρά πολύ λίγα χρήματα. Διέλυαν τον «μύθο» της προσωπικής περιουσίας των 300 εκατ. δολαρίων του Μπιν Λάντεν και κατήγγελλαν την πολιτικοποίηση των ερευνών για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. (...)
Το μεγάλο ψέμα
Από τη στιγμή που ο Οσάμα μπιν Λάντεν χαρακτηρίστηκε «δημόσιος κίνδυνος υπ’ αριθμόν 1» το 1998, ο οικονομικός πόλεμος βασιζόταν στην ιδέα σύμφωνα με την οποία η προσωπική περιουσία του αποτελούσε τον πυλώνα του δικτύου χρηματοδότησης της Αλ Κάιντα. Η έκθεση επιβεβαίωσε ότι το ποσό αυτό ήταν ψευδές. Ο μύθος συνεχίζει, ωστόσο, να κυκλοφορεί. Τον Απρίλιο του 2006, μια αναζήτηση στο «Google» με βάση τις λέξεις-κλειδιά «Μπιν Λάντεν» και «300 εκατομμύρια» απέφερε, ούτε λίγο ούτε πολύ, πάνω από 150.000 αναφορές.
Ο μύθος των 300 εκατομμυρίων δολαρίων φαίνεται ότι γεννήθηκε το 1996, όταν ειδικός υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών τον ανέφερε σε δελτίο πληροφοριών αφιερωμένο στον Μπιν Λάντεν (3). Το συγκεκριμένο ποσό είναι ο καρπός ενός χονδροειδούς υπολογισμού που βασίζεται σε αριθμούς που είναι και οι ίδιοι κατά προσέγγιση.
Ο ειδικός του υπουργείου διαίρεσε τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία του ομίλου Μπιν Λάντεν, τα οποία εκτιμούσε σε πέντε δισεκατομμύρια δολάρια, με τον αριθμό των υιών της οικογένειας, τους οποίους εκτιμούσε σε είκοσι. Κατέληξε έτσι στα 250 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία στρογγυλεύτηκαν στη συνέχεια στα 300 εκατομμύρια.
Μολονότι δεν άξιζε ούτε καν τον χαρακτηρισμό ενός «χονδρικού» υπολογισμού -γιατί βασιζόταν σε πληροφορίες σχετικά με την οικογένεια Μπιν Λάντεν, στα δικαιώματα και στις διαδικασίες κληρονομιάς, στην πραγματική αξία της οικογενειακής επιχείρησης και στη δομή της περιουσίας της- το ποσό αυτό πήρε γρήγορα τη μορφή εξακριβωμένου γεγονότος.
Οι περισσότερες περιγραφές που αφορούν τον Μπιν Λάντεν μετά την 11η Σεπτεμβρίου ζωγραφίζουν το πορτρέτο ενός τρωγλοδύτη κληρονόμου και μεγιστάνα ο οποίος διατηρεί στενούς δεσμούς με τους σαουδαραβικούς επιχειρηματικούς κύκλους, διευθύνει την οικονομική αυτοκρατορία του και κάνει σοφές τοποθετήσεις στη χρηματιστηριακή αγορά, ενώ ταυτόχρονα υποθάλπει τρομοκρατικές επιθέσεις. Έτσι γεννήθηκε ο -ακατανίκητος- μύθος ενός «από τους πλουσιότερους τρομοκράτες του κόσμου, ενός νομάδα ο οποίος τα καταφέρνει πολύ καλά στις επιχειρήσεις χρησιμοποιώντας μια τεράστια κληρονομιά και έναν αστερισμό επιχειρήσεων για να χρηματοδοτεί ένα παγκόσμιο τρομοκρατικό δίκτυο (4).
Σχεδόν όλα τα άρθρα, οι εκθέσεις, τα «αποκαλυπτικά» βιβλία για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας που εμφανίστηκαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου επαναλαμβάνουν την ιδέα σύμφωνα με την οποία η προσωπική περιουσία του Μπιν Λάντεν «αποτελεί τη βάση της χρηματοδότησης της Αλ Κάιντα».
Το ποσό των 300 εκατομμυρίων δολαρίων παρέμεινε απαράλλακτο από το 1996: ούτε κέρδη, ούτε απώλειες, ούτε έξοδα, ούτε μερίσματα που προσφέρθηκαν στους οικοδεσπότες του Ταλιμπάν, καμία κατάσχεση ή αύξηση οποιουδήποτε είδους δεν το επηρέασε (...).
Ένα είδος «μαγικού ρεαλισμού» αγκαλιάζει όσα έχουν γραφτεί για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, μείγμα άφθονων και συγκεκριμένων λεπτομερειών, σουρεαλισμού και φαντασίωσης. Ακόμη και αν έχουν επινοηθεί, οι αριθμοί είναι απολύτως απαραίτητοι, έστω και για να προσφέρουν επιστημονική επίφαση στις εκθέσεις και τις αναλύσεις: ο Τζορτζ Όργουελ έλεγε ότι πρέπει να δίνουμε μια «φαινομενική υπόσταση στον άνεμο».
Εφόσον η οικονομία είναι το βασίλειο των αριθμών, ο πειρασμός να εκφραστεί ποσοτικά το κακό είναι ακόμα πιο πιεστικός.
Μπέρδεψαν τα μηδενικά
Και οι αριθμοί που μαγειρεύονται πρέπει να είναι εντυπωσιακοί. Η αγωγή που κατατέθηκε στις 15 Αυγούστου 2002 εναντίον πολλών τραπεζών, φιλανθρωπικών οργανώσεων και Σαουδαράβων πριγκίπων, διεκδικούσε από δεκάδες κατηγορούμενους την καταβολή, ως αποζημίωση και τόκους, ενός «ποσού που ξεπερνούσε τις 100.000 δισεκατομμύρια δολάρια (5)». Η δίκη είχε προετοιμαστεί και στις τελευταίες λεπτομέρειές της και είχε χρηματοδοτηθεί γενναιόδωρα.
Ωστόσο, την επομένη της ημέρας κατά την οποία κατατέθηκε η αγωγή και ανακοινώθηκε μεγαλοπρεπώς, οι δικηγόροι δημοσίευσαν διορθωτική δήλωση ισχυριζόμενοι ότι ένα «συντακτικό λάθος» είχε παρεισφρήσει στο ύψος του ποσού που απαιτούσαν: οι ενάγοντες ζητούσαν «μόνο» 1.000 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι νομικοί δεν είχαν καταλάβει, άραγε, ότι το ποσό που αναγγέλθηκε αρχικά ξεπερνούσε το ακαθάριστο εθνικό προϊόν των χωρών του πλανήτη;
Την εποχή των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση Μπους επέμενε να εφαρμόσει πρόγραμμα οικονομικής απορρύθμισης το οποίο περιλάμβανε τη διάλυση του κυριότερου τμήματος του κατασταλτικού μηχανισμού ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος. Οι επιθέσεις προκάλεσαν στροφή 180 μοιρών. Με τον ζήλο που χαρακτηρίζει τους νεοπροσήλυτους, αυτοί οι ίδιοι που επιθυμούσαν να διαλύσουν τον νομοθετικό μηχανισμό ενάντια στο ξέπλυμα των κεφαλαίων, βάλθηκαν να τον διευρύνουν όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Οι παρωπίδες του «οργανωμένου και ειδεχθούς εγκλήματος» επιβλήθηκαν αρκετά φυσιολογικά στο πνεύμα των αστυνομικών ιδρυμάτων στον βαθμό που αναπτυσσόταν ο οικονομικός πόλεμος.
Έτσι, ο Μάικλ Λεντίν, του American Enterprise Institute, ένας από τους πιο σημαντικούς διανοούμενους στις αρχές του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», περιέγραφε τον Μπιν Λάντεν ως τον «διευθύνοντα σύμβουλο μιας διεθνούς τρομοκρατικής επιχείρησης, ο οποίος απέδειξε ότι διαθέτει αρκετή φαντασία για να καταφέρει να βγάζει χρήματα από τις τρομοκρατικές επιχειρήσεις του», βεβαιώνοντας επίσης ότι «ο καλύτερος τρόπος για να μιλήσει κανείς για το τρομοκρατικό δίκτυο είναι να σκεφτεί τις οικογένειες της μαφίας (6)».
Κατά τη δεκαετία του ’80, η προσοχή της Ουάσιγκτον είχε ουσιαστικά στραφεί στους βαρόνους των ναρκωτικών που δρούσαν στην Κεντρική και τη Λατινική Αμερική.
Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η απειλή του ισλαμιστικού φονταμενταλισμού υπερκέρασε τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι είχαν αποκτήσει διεθνή εμπειρία και ορισμένες γλωσσικές ικανότητες. Μιλούσαν, βέβαια, τέλεια την ισπανική... Αλλά εμφανίστηκε ένας τύπος ειδικού, ο οποίος ταιριάζει τέλεια στον ορισμό που έδωσε ο ειδικός του μάνατζμεντ Χένρι Μίντζμπεργκ: «Κάποιος ο οποίος γνωρίζει όλο και περισσότερα για όλο και λιγότερα πράγματα, μέχρι που, στο τέλος, γνωρίζει τα πάντα για το τίποτε (7)».
Δημοσιογραφικές επιτυχίες
Καθώς δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα ίχνη των 300 εκατομμυρίων δολαρίων του Μπιν Λάντεν, αναπτύχθηκε μια ολόκληρη βιομηχανία η οποία ισχυριζόταν ότι αποκαλύπτει την τοποθεσία τους. Ορισμένοι από αυτούς που συμμετείχαν δεν ήταν παρά εξαγορασμένοι γραφιάδες με ξεκάθαρο πολιτικό στόχο. Άλλοι ήταν συγγραφείς, πολύ επινοητικοί και διψασμένοι για αποκλειστικότητες. Αυτοί που βρίσκονται πίσω από αποκαλύψεις εμφανίζονται εκ των υστέρων ως τέλεια πληροφορημένοι και γι’ αυτό τους ζητούν συνεχώς περισσότερα.
Έτσι, ο Στίβεν Εμερσον, που υπήρξε ένας από τους πιο φλύαρους «ειδικούς στην τρομοκρατία» μπορούσε να βεβαιώνει ότι στις μέρες που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου, είχε «απαντήσει σε 1.000 τηλεφωνικές κλήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονταν από μέσα ενημέρωσης (8)».
Άλλη σημαντική πηγή θεμελιακών μύθων υπήρξε ο Τζακ Κέλι, δημοσιογράφος βεντέτα της εφημερίδας «USA Today» (της σημαντικότερης ημερήσιας αμερικανικής εφημερίδας). Παρουσίασε αμέτρητες αποκλειστικότητες μέχρι που η εφημερίδα του ανακάλυψε, το 2004, έναν «σωρό από ψέματα και λάθη» στα άρθρα του.
Ο Κέλι δεν μπόρεσε, βέβαια, να αντισταθεί στον πειρασμό να γράψει για την τρομοκρατία και τη χρηματοδότησή της. Καλυπτόμενος πίσω από εμπιστευτικές ή ανώνυμες πηγές, είναι ο συγγραφέας ενός σημαντικού αριθμού από μύθους που κυκλοφορούν από τότε στους δημοσιογραφικούς κύκλους: ως «αυτόπτης μάρτυς», να παρουσιάζει νεαρούς παλαιστίνιους καμικάζι που εκφράζουν την κουλτούρα του θανάτου, να δίνει την πληροφορία σύμφωνα με την οποία σημαντικοί Σαουδάραβες επιχειρηματίες «που διαθέτουν πάνω από πέντε δισεκατομμύρια δολάρια (...) συνεχίζουν να δίνουν δεκάδες εκατομμύρια δολάρια στον Μπιν Λάντεν με τη μορφή "πριμ ασφαλείας" έναντι επιθέσεων με στόχο τις επιχειρήσεις τους στη Σαουδική Αραβία». Αποκάλυψε επίσης δήθεν δεδομένα από τις αφγανικές σπηλιές που αποδεικνύουν τους δεσμούς ανάμεσα σε μια ισλαμική φιλανθρωπική οργάνωση με έδρα το Σικάγο και την Αλ Κάιντα (9). Το ρεπορτάζ του ως «αυτόπτη μάρτυρα» κατά τη διάρκεια επιθέσεων αυτοκτονίας τον έφερε ανάμεσα στους διεκδικητές του βραβείου Πούλιτζερ (...)
Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση στα όρια ανάμεσα στα επιβεβαιωμένα γεγονότα και τη φαντασία. Ο κυριολεκτικά «αδιανόητος» χαρακτήρας αυτών των επιθέσεων που τις κάνει να προσεγγίζουν τη φαντασία, προσέφερε ορισμένο βαθμό αξιοπιστίας στις ασυναρτησίες για τους Άραβες και τους μουσουλμάνους.
Εκείνη την εποχή δεν ήταν γνωστά πολλά πράγματα για τον Μπιν Λάντεν και την Αλ Κάιντα. Οι Αμερικανοί ήταν λοιπόν διατεθειμένοι να πιστέψουν ότι επρόκειτο για ένα είδος σατανικής προσωπικότητας που βγήκε κατευθείαν από ταινία του Τζέιμς Μποντ, αρκετά πλούσιος για να χρηματοδοτεί τους προσωπικούς πολέμους του.
Η κρυμμένη περιουσία του Μπιν Λάντεν ενέπνευσε εξάλλου πολλούς μυθιστοριογράφους. Το «Greed» του Κρις Ράιαν -μπεστ-σέλερ αν πιστέψουμε το εξώφυλλό του- παρουσιάζει περισσότερες από μία ομοιότητες με το είδος των βιβλίων-ντοκουμέντων που ισχυρίζονται ότι αποκαλύπτουν τα μυστικά και τους τρόπους χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Ιστορίες και παραμύθια
Σύμφωνα με ένα από τα πρόσωπα του βιβλίου, «η Αλ Κάιντα είναι πολύ πλούσια. Οι ρίζες της βρίσκονται στη Σαουδική Αραβία, περιοχή πολύ πλούσια. Απολαμβάνει επίσης σημαντική υποστήριξη από κάθε γωνιά της περιφέρειας αυτής. Οι οικονομικές συνεισφορές καταφθάνουν από παντού -Ιορδανία, Αίγυπτο, Πακιστάν, Μαλαισία. Αυτό είναι που κάνει τους τρομοκράτες τόσο θανάσιμα επικίνδυνους.
»Μπορεί κανείς να ελέγξει τους φανατικούς, αλλά όχι τους φανατικούς που έχουν λεφτά -δεν είναι το ίδιο πράγμα. Με δυο λόγια, εκτιμάται ότι αυτή η οργάνωση μπορεί να διαθέτει τουλάχιστον πέντε δισεκατομμύρια δολάρια. Κρύβουν τα λεφτά τους και ξέρουν να το κάνουν πολύ καλά. Άρα, μπορεί να είναι και περισσότερα (10)».
Θα μπορούσαμε να πούμε, για να χρησιμοποιήσουμε τον σατιρικό συγγραφέα Στίβεν Κόλμπερτ, ότι υπάρχει περισσότερη «αληθοφάνεια» παρά αλήθεια σε όλα αυτά που περιγράφονται για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η «αληθοφάνεια» προσδιορίζεται ως «αυτό που θέλουμε να είναι τα γεγονότα, σε αντίθεση με αυτό που τα γεγονότα είναι στην πραγματικότητα». Από αυτή την άποψη, ο παραλληλισμός ανάμεσα στην κρυμμένη λεία του Μπιν Λάντεν και τα υποτιθέμενα όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ είναι εκπληκτικός.
Οι συνηθισμένοι ύποπτοι της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας -Άραβες δισεκατομμυριούχοι, Σαουδάραβες, ισλαμικές φιλανθρωπικές οργανώσεις- έχουν γίνει τόσο διάσημοι όσο οι περίφημες «αποδείξεις» -κινητά εργαστήρια, σωλήνες αλουμινίου για τον εμπλουτισμό του ουρανίου από τον Νίγηρα- που χρησίμευσαν για να δεχθεί την εισβολή στο Ιράκ η αμερικανική κοινή γνώμη. Προσπαθώντας να ρυθμίσουν ένα πρόβλημα τελείως φανταστικό, δύο πόλεμοι κατέληξαν να δημιουργήσουν ένα νέο πρόβλημα, το οποίο είναι, όμως, πολύ πραγματικό.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»