el | fr | en | +
Accéder au menu

H αγιοποίηση του Μπαλαγκαουέρ και το συγχωροχάρτι του Βατικανού

Από το μαύρο θρύλο στη νέα εικόνα της Opus Dei

Αδελφότητα νέου τύπου

Εδώ και πολλές δεκαετίες, το Opus Dei, η οργάνωση που περιγράφηκε με τα πιο μελανά χρώματα από μυθιστορήματα όπως ο «Κώδικας Ντα Βίντσι», που συνδέθηκε με τον φρανκισμό και τις δικτατορίες της Νότιας Αμερικής και που φημίζεται για την επιρροή που διαθέτει, εξακολουθεί να ασκεί μεγάλη γοητεία και να προκαλεί πολλές ανησυχίες. Πλέον, όμως, γινόμαστε μάρτυρες μιας σταδιακής αποκατάστασης της εικόνας της, χάρη σε μια έξυπνη κι αποτελεσματική εκστρατεία επικοινωνίας. Πόσω μάλλον που, από την εποχή της αγιοποίησης του ιδρυτή της Χοσεμαρία Εσκριβά ντε Μπαλαγκουέρ από τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β’, το 2002, η σκλήρυνση της Καθολικής Εκκλησίας εξοικειώνει σιγά σιγά τους πιστούς της με το μήνυμα αλλά και τις πρακτικές της Opus Dei.

Camino 999... Χωρίς αμφιβολία, ο τίτλος του βιβλίου είναι αποτελεσματικός. Ο Ζαν-Ζακ Ρεμπού, ο ιδρυτής και διευθυντής του νεοεμφανιζόμενου εκδοτικού οίκου «Apres la lune», δεν κρύβει την ικανοποίησή του, σχεδόν έναν χρόνο μετά την έκδοσή του: «Αναζητούσαμε έναν τίτλο για το μυθιστόρημα και η έμπνευση μας ήρθε ξαφνικά: η λέξη Camino παραπέμπει άμεσα στο γνωστότερο έργο του Εσκριβά ντε Μπαλαγκουέρ, του ιδρυτή του Opus Dei. Το βιβλίο θρησκευτικής καθηκοντολογίας περιέχει 999 αποφθέγματα. Αν αναποδογυρίσετε τον αριθμό, θα προκύψει το 666, το έμβλημα του Αντίχριστου, όπως περιγράφεται στην Αποκάλυψη. Στ’ αλήθεια, για αστυνομικό μυθιστόρημα, ο τίτλος ήταν μάλλον αστείος, κι επιπλέον ακουγόταν μια χαρά...»

Πιθανότατα, αυτός ακριβώς ο τίτλος ήταν και ο λόγος που ασχολήθηκε το Opus Dei με το μυθιστόρημα της Κατρίν Φραντιέ, μιας συγγραφέως που δεν ήταν γνωστή παρά μόνο στον στενό κύκλο της γαλλόφωνης αστυνομικής λογοτεχνίας, και της οποίας η φήμη σίγουρα δεν είχε φτάσει μέχρι τα γραφεία της οργάνωσης.

Η Opus Dei είναι απόλυτα ενσωματωμένη στον κορμό της Καθολικής Εκκλησίας: αριθμεί 80.000 μέλη σε ολόκληρο τον κόσμο -στη Γαλλία ο αριθμός τους ξεπερνάει το 900- και δεν θυμίζει στο παραμικρό μια λέσχη φίλων του βιβλίου.

Πράγματι, το Camino 999 δίνει μια ιδιαίτερα αρνητική εικόνα του Opus Dei (στα λατινικά σημαίνει «Έργο του Θεού»), παρουσιάζοντάς το ως μαφιόζικη οργάνωση η οποία δεν διστάζει να καταφύγει στον φόνο προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντά της. Ο γαλλικός κλάδος του Opus Dei μήνυσε τη συγγραφέα και τον εκδότη θεωρώντας ότι η ανάμειξη πραγματικών στοιχείων (για παράδειγμα των ονομάτων των υπευθύνων της οργάνωσης) και μυθοπλασίας αποτελεί συκοφαντική ενέργεια εις βάρος του.

Ωστόσο, οι δύο κατηγορούμενοι δεν καταδικάστηκαν: στις 21 Νοεμβρίου του 2007, οι δικαστές του 17ου ποινικού τμήματος του Εφετείου του Παρισιού απέρριψαν το αίτημα των μηνυτών, εξαιτίας της ασάφειας των κατηγοριών. Ο «εσωτερικός αδελφός» (1) Αρνό Ζανσί, υπεύθυνος επικοινωνίας της αρχιμανδριτείας του Opus Dei στη Γαλλία, εξέφρασε τη λύπη του για την εξέλιξη: «Η υπόθεση δεν κρίθηκε επί της ουσίας. Θα πρέπει να καταλάβει ο κόσμος ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν να λένε ό,τι θέλουν για μας». Και ο νοών νοήτω...

Εκτός από τους Ιησουίτες, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων καμία καθολική οργάνωση δεν έχει προκαλέσει τόσα εμπρηστικά βιβλία, λίβελους, άρθρα ή ρεπορτάζ όσα το Opus Dei. (2) Ο κατάλογος των κατηγοριών που του απευθύνονται περιλαμβάνει όλες τις αθλιότητες που μπορεί να φανταστεί κανείς: πλύση εγκεφάλου, χειραγώγηση, άσκηση τεράστιας ψυχολογικής πίεσης απέναντι στα μέλη του, (3) πνευματική αυστηρότητα που φτάνει στα όρια της ηλιθιότητας, πρακτικές μετάνοιας που καταλήγουν σε σαδομαζοχισμό, άσκηση πιέσεων για υιοθέτηση αντιδραστικών, φονταμενταλιστικών, φασιστικών ή ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων, διείσδυση στους κύκλους της εκκλησιαστικής, πολιτικής και οικονομικής εξουσίας για την εξυπηρέτηση σχεδίων που καθίστανται ακόμα σκοτεινότερα από το γεγονός ότι σπάνια ορίζονται με σαφήνεια (οικονομική πλεονεξία, συνεργασία με τη μαφία... ).

Μάλιστα, η διακριτικότητα με την οποία ενεργεί η οργάνωση προκαλεί ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Μέχρι το 1982, όταν ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ εξύψωσε την οργάνωση στον βαθμό της «προσωπικής αρχιμανδριτείας», τα μέλη της καλούνταν να μην αποκαλύπτουν την ιδιότητά τους. Ωστόσο, σύμφωνα με το καταστατικό του, ο μοναδικός στόχος του «Έργου του Θεού» είναι να βοηθήσει τα μέλη του να φτάσουν στην αγιότητα «μέσα στην καθημερινή ζωή», διαμέσου της «εξάσκησης των χριστιανικών αρετών». Έτσι, υποτίθεται ότι οι πιστοί θα βιώσουν την «εκκοσμικευμένη πνευματικότητα» -η οποία και αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους- κυρίως μέσα από την εργασία, καθώς εκλαμβάνεται ως ένα είδος πραγματικής προσευχής. Εξωτερικά, τα μέλη της οργάνωσης δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους υπόλοιπους συμπολίτες τους.

Η ρετσινιά του μέλους

Δεδομένης της μυστικοπάθειας, πλήθος ατόμων επιδίδεται στο σπορ της καταγγελίας της υποτιθέμενης ένταξης στο Opus Dei. Έτσι, στη Γαλλία, σε όσους συμμετέχουν σε δημόσιες συζητήσεις για μη θρησκευτικά ζητήματα οι οποίες οργανώνονται σε χώρους που ανήκουν στην οργάνωση (όπως το κέντρο Γκαρνέλ στο Παρίσι), κολλάει για χρόνια η ρετσινιά του μέλους ή του «συνοδοιπόρου» του Opus Dei.

Δεν γλίτωσαν ούτε σημαντικοί επιχειρηματίες όπως ο Κλοντ Μπεμπεάρ, ο Ντιντιέ Πινό Βαλανσιέν και ο Λουί Σβεϊτσέρ (αν και προτεστάντης!). (4) Βέβαια, αποφεύγονται παρόμοιοι συσχετισμοί σε περιπτώσεις όπως του (δεξιού) πρώην πρωθυπουργού Ζαν-Πιέρ Ραφαρέν, του φιλοσόφου Πιέρ Μανόν ή του γνωστού τηλεπαρουσιαστή Μισέλ Ντρικέρ, παρά το γεγονός ότι κι αυτοί συμμετείχαν σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Όταν τον ρωτούν εάν είναι μέλος του Opus Dei, ο (δεξιός) πρώην υπουργός Οικονομικών Ερβέ Γκεμάρ διαψεύδει τις φήμες κατηγορηματικά. Αλλά και η σημερινή υπουργός Κατοικίας και Πόλεων Κριστίν Μπουτέν (5) δεν χρειάζεται να είναι μέλος της οργάνωσης για να διακηρύσσει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της και να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο Βατικανό. (6)

Θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση: αν και υπάρχουν πολύ γνωστά παραδείγματα υπουργών, ανώτατων κρατικών λειτουργών ή επιχειρηματιών που είναι μέλη της οργάνωσης, (7) το γεγονός ότι ένα άτομο κατέχει θέση εξουσίας και διακατέχεται από αδιάλλακτο καθολικισμό δεν αποτελεί αυτόματα σημάδι ένταξης στην οργάνωση.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το Opus Dei άφησε να δημιουργηθεί ο «μαύρος θρύλος» του χωρίς να δίνει την εντύπωση ότι ανησυχεί ιδιαίτερα. Από αυτή την άποψη, ακολουθώντας την καθολική κουλτούρα που χαρακτηρίζεται από τη δυσπιστία απέναντι στα μέσα ενημέρωσης και τον τρόμο μπροστά στη δημοσιότητα -με αξιοσημείωτη εξαίρεση την πρόσφατη στάση του Ιωάννη Παύλου Β’, ο οποίος υπήρξε εξαιρετικά ικανός στον χειρισμό παρόμοιων ζητημάτων (8) - η οργάνωση ελάχιστα ασχολούνταν στο παρελθόν με τα ζητήματα που αφορούσαν την επικοινωνία. Έτσι, το 1992, η ανακήρυξη σε όσιο του ιδρυτή του Opus Dei (πέθανε το 1975), η οποία αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την αγιοποίησή του, αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση, όσον αφορά το επικοινωνιακό σκέλος της.

Οι αντιδράσεις πολλαπλασιάστηκαν. Στο εσωτερικό της Εκκλησίας, δεν υπήρχαν πολλοί επίσκοποι που να στηρίζουν ένθερμα το εγχείρημα. Τη στιγμή που ξεσπούσε η πολεμική, η αρμόδια για την επικοινωνία υπηρεσία του Opus Dei αρκέστηκε στο να έρθει σε επαφή με μερικούς δημοσιογράφους, τροφοδοτώντας τους με ενημερωτικό υλικό για τη ζωή και το έργο του Εσκριβά ντε Μπαλαγκουέρ. Σχεδόν μηδενικά τα αποτελέσματα. Το ευρύ κοινό ενημερώνεται για την οργάνωση από άρθρα και ρεπορτάζ που είναι συνήθως ιδιαίτερα επικριτικά.

Αγία επικοινωνία

Ο Χουάν Μανουέλ Μόρα, διευθυντής επικοινωνίας του Opus Dei την περίοδο 1991-2006, παραδέχεται: «Περιοριστήκαμε σε αμυντική στάση. Μετά την ανακήρυξη του Μπαλαγκουέρ σε όσιο, προβήκαμε στην αξιολόγηση όλων όσων είχαν συμβεί. Αποδείχθηκε ότι στο εξής έπρεπε να φανούμε πολύ περισσότερο επαγγελματίες».

Η οργάνωση αποφάσισε, λοιπόν, να πραγματοποιήσει επανάσταση στον τομέα. Εξάλλου το Opus Dei αποτελεί ένα πραγματικό φυτώριο για όλες τις επαγγελματικές δεξιότητες: τόσο για τους επαγγελματίες της επικοινωνίας (δημοσιογράφους, υπεύθυνους δημόσιων σχέσεων κ.λπ.), όσο και τους καθηγητές και τους ερευνητές που εργάζονται στη Σχολή Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου της Ναβάρας, που ίδρυσε το Opus Dei το 1952. Έτσι, εφαρμόζεται μια νέα στρατηγική, που στηρίζεται στην προληπτική δράση: η επικοινωνιακή εκστρατεία της οργάνωσης δρομολογείται πριν καν ξεσπάσει η πολεμική.

Αυτό ακριβώς συνέβη το 2002, ενόψει της αγιοποίησης του ιδρυτή της οργάνωσης. Το Opus Dei ήρθε σε επαφή με δημοσιογράφους ακόμα και στα υψηλότερα κλιμάκια των ΜΜΕ, πρότεινε βοήθεια και παροχή πληροφοριών, καλλιέργησε προσωπικές σχέσεις με μερικούς από τους συνομιλητές του και οργάνωσε «επιχειρήσεις ανοιχτές πόρτες» στα κέντρα και τις φοιτητικές εστίες του.

Το αποτέλεσμα υπήρξε εξαιρετικά θετικό. Η αντίδραση δεν είχε καμία σχέση με εκείνη που είχε ξεσπάσει το 1992. Επιπλέον, το Opus Dei έχει εξασφαλίσει στο εσωτερικό της Εκκλησίας σημαντικά στηρίγματα. Μέσα σε δέκα χρόνια, ο προοδευτικός καθολικισμός έχει χάσει σημαντικό μέρος από την επιρροή του -πολύ συχνά, εκείνοι που τροφοδοτούσαν τον τύπο με πληροφορίες για την οργάνωση προέρχονταν ακριβώς από τη μερίδα των καθολικών που κρατούσε επικριτική στάση απέναντί της. Τέλος, η αγιοποίηση του ιδρυτή της, η οποία ισοδυναμεί, κατά κάποιον τρόπο, με πιστοποιητικό εγγύησης, καθιστά πλέον πολύ δυσκολότερη την άσκηση κριτικής -είναι ηπιότερη ή προέρχεται από περιθωριακές πλέον ομάδες της Εκκλησίας.

Ο κώδικας του Θεού

Η στρατηγική της οργάνωσης είχε ήδη αρχίσει να αποδίδει όταν ξέσπασε η καταιγίδα του «Κώδικα Ντα Βίντσι», του μυθιστορήματος του Νταν Μπράουν που εκδόθηκε το 2003 από τον αμερικανικό εκδοτικό οίκο «Doubleday» και το οποίο καταγγέλλει με σφοδρό τρόπο την οργάνωση. Αρχικά, το Opus Dei αρκέστηκε στην παροχή ενημερωτικού υλικού, προσπαθώντας να αποφύγει τη σύγκρουση. Η ανακοίνωση των γυρισμάτων της κινηματογραφικής διασκευής του μυθιστορήματος από τον Ρον Χάουαρντ (Sony Pictures) ανάγκασε την οργάνωση να εφαρμόσει στρατηγική αντιμετώπισης κρίσεων. Οι αποφάσεις ελήφθησαν σε σύσκεψη στη Ρώμη, στις 10 Ιανουαρίου του 2006, στην οποία συμμετείχαν οι υπεύθυνοι των γραφείων ενημέρωσης που διατηρεί το Opus Dei σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Παρίσι, Μαδρίτη, Κολωνία, Λάγκος και Μόντρεαλ. Το θέμα που συζητήθηκε ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα μετατραπεί η «ξινίλα των λεμονιών» (οι επιθέσεις του Κώδικα Ντα Βίντσι) σε «λεμονάδα». (9)

Σε ολόκληρο τον κόσμο, οι υπηρεσίες τύπου απαντούσαν σχεδόν στο παραμικρό αίτημα των μέσων ενημέρωσης και τελειοποίησαν την επιχειρηματολογία τους απέναντι σε ερωτήματα γύρω από τον «μαύρο θρύλο» της οργάνωσης. Σύντομα, το Opus Dei έθεσε σε λειτουργία τη νέα ιστοσελίδα του, μεταφρασμένη σε 22 γλώσσες. Μάλιστα, ο σημειολόγος και συγγραφέας Ουμπέρτο Έκο, απηυδισμένος από την πλημμύρα των ερωτήσεων σχετικά με την αληθοφάνεια του «Κώδικα Ντα Βίντσι», έφτασε στο σημείο να παραπέμπει τους ερωτώντες σε αυτήν ακριβώς την ιστοσελίδα. (10) Τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης οργάνωσαν αφιερώματα στο Opus Dei, ενώ μερικά δεν δίστασαν να του αφιερώσουν ακόμα και το πρωτοσέλιδο ή το εξώφυλλό τους («Time», «Le Figaro Magazine»...). Όσο για τα τηλεοπτικά κανάλια, έσπευδαν στα οικήματα της οργάνωσης τις «ημέρες με ανοιχτές πόρτες».

Ο Αρνό Ζανσί εξομολογείται: «Ένας δημοσιογράφος που εργάζεται σε μεγάλο εβδομαδιαίο έντυπο μου είπε ότι ήμασταν τυχεροί, γιατί οι ρεπόρτερ που στάλθηκαν για να καλύψουν το θέμα προέρχονταν από το γενικό ή από το αστυνομικό ρεπορτάζ και δεν είχαν καμία εξειδίκευση στα θρησκευτικά ζητήματα. Είναι πιθανόν να ισχύει κάτι τέτοιο, γιατί ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν το ζήτημα δεν ήταν ίσως ο καλύτερος για μας, αλλά, από την άλλη πλευρά, δεν είχαν τις προκαταλήψεις ορισμένων δημοσιογράφων από το εκκλησιαστικό ρεπορτάζ».

Σίγουρα, η εικόνα που δίνει ο Νταν Μπράουν για το Opus Dei είναι χοντροκομμένη. Όμως, καθώς η οργάνωση είχε προετοιμαστεί σε μεγάλο βαθμό για την επερχόμενη καταιγίδα, μπόρεσε να αντιστρέψει την κατάσταση προς όφελός της. Ο Κριστιάν Τερά, διευθυντής της προοδευτικής καθολικής επιθεώρησης «Golias», η οποία έχει ασκήσει κριτική στην οργάνωση, εκτιμά ότι «ο Κώδικας Ντα Βίντσι υπήρξε μια εξαιρετική ευκαιρία για το Opus Dei. Τους επέτρεψε να αποκαταστήσουν το κύρος τους επιδιδόμενοι σε μια επικοινωνία που στηριζόταν σε γαργαλιστικές λεπτομέρειες για τα μέσα ενημέρωσης, οι οποίες ωστόσο ήταν απόλυτα δευτερεύουσας σημασίας». Χρησιμοποίησαν δε με εξαιρετικό τρόπο μερικές εντυπωσιακές λεπτομέρειες και αστείες ιστορίες.

Ο άλλος Σίλας

Μία από αυτές αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της τακτικής τους: ένας από τους «κακούς» πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος του Νταν Μπράουν ονομάζεται Σίλας. Πρόκειται για έναν αλμπίνο ο οποίος παρουσιάζεται ως «μοναχός» του Opus Dei και επίσης ψυχοπαθής δολοφόνος στην υπηρεσία των παρανοϊκών αρχηγών της οργάνωσης. Το Opus Dei -το πραγματικό- εξήγησε κατ’ αρχάς ότι στην οργάνωση δεν υπάρχουν μοναχοί, πράγμα το οποίο αληθεύει. Στη συνέχεια, παρουσίασε στο κοινό έναν «εξωτερικό αδελφό» του Opus Dei ο οποίος ονομαζόταν Σίλας, όπως και ο δολοφόνος του μυθιστορήματος. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για έναν φιλήσυχο οικογενειάρχη, χρηματιστή στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, ο οποίος καταγόταν από τη Νιγηρία. Επρόκειτο, δηλαδή, για έναν μαύρο. Φυσικά, τα μέσα ενημέρωσης τσίμπησαν με το αστείο, το οποίο προσφερόταν ιδιαίτερα για εκμετάλλευση χάρη στη χρωματική αντίθεση ανάμεσα στον λογοτεχνικό και στον πραγματικό Σίλα, και οι αντίπαλοι της οργάνωσης γελοιοποιήθηκαν.

«Δεν ξέρω αν είμαστε καλοί», λέει χαμογελώντας όλο ταπεινοφροσύνη ο Μανουέλ Σαντσέζ, «εσωτερικός αδελφός» υπεύθυνος για τις σχέσεις με τον διεθνή τύπο στο γραφείο του Opus Dei στη Ρώμη. «Ωστόσο, είναι προφανές ότι έχουμε αποκτήσει μια κάποια εμπειρία» -η οποία τίθεται στην υπηρεσία της Καθολικής Εκκλησίας στο σύνολό της. Στη Ρώμη, το ποντιφικικό πανεπιστήμιο του Αγίου Σταυρού, το οποίο εξαρτάται απευθείας από το Opus Dei, περιλαμβάνει τέσσερις σχολές: φιλοσοφίας, θεολογίας, κανονικού δικαίου και θεσμικής επικοινωνίας. Η τελευταία είναι μοναδική σε ολόκληρο τον καθολικό πανεπιστημιακό κόσμο. Από αυτήν αποφοιτούν ειδικοί οι οποίοι θα εργαστούν σε μητροπόλεις, εθνικές Ιερές Συνόδους ή σε άλλους θρησκευτικούς θεσμούς. Οι φοιτητές της -η πλειονότητά τους μη μέλη της οργάνωσης- έρχονται από ολόκληρο τον κόσμο για να καταρτιστούν στις πλέον εξελιγμένες θεωρίες και τεχνικές του τομέα. Μπορούν μάλιστα να συνεχίσουν τις σπουδές τους μέχρι το επίπεδο του διδακτορικού διπλώματος. Η σχολή οργανώνει συνέδρια και σεμινάρια υψηλότατου επιπέδου που απευθύνονται στους επαγγελματίες των υπηρεσιών επικοινωνίας της Εκκλησίας, αλλά και σε δημοσιογράφους που εργάζονται στον μη εκκλησιαστικό τύπο.

Καθολικοί με πτυχίο

Από το 2006, οργανώνει επίσης κάθε χρόνο, σε συνεργασία με τη Διεθνή Ένωση Δημοσιογράφων διαπιστευμένων στο Βατικανό, ένα τμήμα επιμόρφωσης το οποίο απευθύνεται στους δημοσιογράφους που καταφθάνουν στη Ρώμη για να καλύψουν τα ζητήματα της θρησκευτικής επικαιρότητας. Η ύπαρξη του πανεπιστημίου, το οποίο ανεγέρθηκε επίσημα από το Βατικανό το 1990, καθώς και η τοποθεσία στην οποία είναι χτισμένο (στο κέντρο της Ρώμης), συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη νομιμοποίηση του Opus Dei. «Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται μπροστά στο πανεπιστήμιο, δυο βήματα από την Πιάτσα Ναβόνα, και βλέπουν ότι οι φοιτητές του έρχονται από ολόκληρο τον κόσμο και ότι διδάσκουν κανονικά τα μέλη της Κουρίας, (11) τότε χαλαρώνουν» διαπιστώνει ο Τζον Γουόκ, ιερέας του Opus Dei, ο οποίος διδάσκει στη σχολή επικοινωνίας και υπήρξε συγγραφέας των λόγων ορισμένων αμερικανών πολιτικών που είναι αντίθετοι με το δικαίωμα στην άμβλωση. «Στη Ρώμη, το Opus Dei είναι πλέον κάτι το απόλυτα κανονικό. Παρατηρώ δε ότι ορισμένοι αμερικανοί επίσκοποι αρχίζουν να στέλνουν ιεροσπουδαστές για να πραγματοποιήσουν εδώ ολόκληρο τον κύκλο σπουδών τους. Πρόκειται για κάτι το καινούριο».

Ανάμεσα στο πλήθος των βιβλίων που εκδόθηκαν σχετικά με το ζήτημα, η λεπτομερής έρευνα που πραγματοποίησε ο αμερικανός δημοσιογράφος Τζον Λ. Άλεν Τζούνιορ, ανταποκριτής στη Ρώμη του «National Catholic Reporter», ενός εβδομαδιαίου καθολικού εντύπου του οποίου το ύφος εξακολουθεί να είναι πολύ ελεύθερο, είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές. Ο Άλεν θεωρείται μάλλον φιλελεύθερος και η δημοσιογραφική ακεραιότητά του είναι αναμφισβήτητη.

Από τις έρευνές του (12) προκύπτει μια σχετικά μετρημένη εικόνα του Opus Dei σε σχέση με όλα όσα προσάπτουν στην οργάνωση. Επωφελήθηκε από τη νέα πολιτική διαφάνειας που καθιέρωσε η οργάνωση και είχε τη δυνατότητα να συμβουλευτεί για τις ανάγκες της έρευνάς του όλα τα έγγραφα που επιθυμούσε, ακόμα κι εκείνα στα οποία έχουν συνήθως πρόσβαση μονάχα τα μέλη, ακόμα και όσα θεωρούνται «απόρρητα». (13) Πραγματοποίησε συνεντεύξεις που ξεπέρασαν τις τριακόσιες ώρες -χώρια οι άτυπες συνομιλίες- με μέλη όλων των ιεραρχικών κλιμακίων της οργάνωσης, με αντιπάλους της και με πρώην μέλη της σε οκτώ χώρες. Χωρίς να παρουσιάζει την οργάνωση σαν «λέσχη αγγέλων», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο λέγεται, ή τουλάχιστον είναι πολύ καλύτερα απ’ όσο πιστεύεται συχνά».

Ουσιαστικά, η οργάνωση αναμειγνύει τα πλέον σύγχρονα στοιχεία με ένα δόγμα το οποίο κάθε άλλο παρά σύγχρονο είναι, με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση σε πολλούς από τους παρατηρητές. Ο ιδρυτής της πήρε στα σοβαρά -για να το ελέγξει καλύτερα και όχι για να το απορρίψει, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του καθολικού φονταμενταλισμού- το γενικευμένο κίνημα της εκκοσμίκευσης και της αυτονόμησης της κοινωνίας.

Για παράδειγμα, κηρύσσοντας τη δυνατότητα όλων των ανθρώπων να φτάσουν στην αγιότητα μέσα από την καθημερινή τους εργασία, ο Εσκριβά ντε Μπαλαγκουέρ ήρθε σε ρήξη με τη βαθιά εδραιωμένη μέσα στο καθολικό φαντασιακό ιδέα ότι, όσον αφορά τη διεκδίκηση της βασιλείας των ουρανών, οι κληρικοί και οι αφιερωμένοι(ες) βρίσκονταν σε πλεονεκτικότερη θέση συγκριτικά με τους υπόλοιπους, λόγω της απόλυτης διαθεσιμότητάς τους για τα εκκλησιαστικά ζητήματα. (14)

Όμως, ο εκδημοκρατισμός της αγιότητας και η αποφασιστική βουτιά στον κόσμο δεν απείλησαν ποτέ την κλασική στον καθολικισμό στελέχωση της οργάνωσης με κληρικούς. Πράγματι, οι ιερωμένοι κατέχουν όλες τις θέσεις κλειδιά, ενώ οι «εσωτερικοί αδελφοί» (άτομα που δεν έχουν την ιδιότητα του ιερωμένου αλλά αναλαμβάνουν τη δέσμευση να παραμείνουν άγαμοι, έτσι ώστε να είναι απολύτως διαθέσιμοι για να αφιερωθούν ολοκληρωτικά στο ιερό καθήκον τους) αναλαμβάνουν τη στελέχωση της οργάνωσης. Η εξαιρετική προσήλωση στα ιερά μυστήρια, και ιδιαίτερα στην εξομολόγηση, παραπέμπει επίσης σε αυτόν ακριβώς τον κληρικαλισμό που επιχειρείται να αποσιωπηθεί.

Η προβολή από το Opus Dei των λαϊκών και της ελευθερίας τους παρουσιάζεται συχνά ως προφητική σε σχέση με τη Β’ Σύνοδο του Βατικανού. (15) Ωστόσο, η αυστηρή πνευματική καθοδήγηση στην οποία υποβάλλονται τα μέλη του (καθημερινός εκκλησιασμός, απαγγελία μακράς σειράς προσευχών με το ροζάριο, εξέταση της συνείδησης, εβδομαδιαία εξομολόγηση, υποχρέωση να αποσύρονται μερικές ημέρες κάθε μήνα σε μοναστήρι για περισυλλογή κ.λπ.) περιορίζει, δίχως αμφιβολία, τις πιθανότητες μιας ελευθεριακής εκτροπής τους... Όπως εξομολογείται απλούστατα ένας «αφιερωμένος» του Opus Dei στο Παρίσι (ταχυδρομικός αλλά και συνδικαλιστής στο κεντροδεξιό συνδικάτο CFDT!), «στη ζωή μου έχω ένα απόλυτα ξεκάθαρο πλαίσιο σκέψης και δράσης από το οποίο δεν παρεκκλίνω ποτέ: το πλαίσιο της κατήχησης της Καθολικής Εκκλησίας».

Όμως, από την άλλη πλευρά, η οργάνωση δεν είναι δυνατόν να ενταχθεί στο φονταμενταλιστικό ρεύμα του καθολικισμού. Παρά το ότι τα μέλη της φαίνεται να προτιμούν την τέλεση της λειτουργίας στα λατινικά και την επιστροφή στον εκκλησιαστικό κλασικισμό, συμμορφώνονται με τις αποφάσεις που ελήφθησαν από τις συνόδους, ιδιαίτερα στα ζητήματα της Θείας Λειτουργίας.

«Εσωτερικοί» αδελφοί

Μάλιστα, κατηγορούνται από τους φονταμενταλιστές ότι «καλλιεργούν μέσα στις κοινωνίες όπου ζουν μια κοσμική νοοτροπία, η οποία είναι αντίθετη με την κοινωνική βασιλεία του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού (16) Αυτή η γεμάτη τυπικότητα πίστη στα κείμενα των ιερών συνόδων συνοδεύεται από μια εξαιρετική ικανότητα να επιχειρούνται συντηρητικές ερμηνείες τους. (17) Εξάλλου, η θεολογία που αποτελεί τη βάση της διδασκαλίας του Opus Dei δεν διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνη που έχουν υιοθετήσει οι φονταμενταλιστές.

Κυκλοφορεί ευρύτατα η φήμη ότι ο σκοπός του Opus Dei είναι να ελέγξει τα κέντρα όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις. Η πραγματική επιρροή του στην κοινωνία είναι πολύ δύσκολο να μετρηθεί, δεδομένου ότι οι υπεύθυνοι της οργάνωσης με τους οποίους ήρθαμε σε επαφή ισχυρίζονται ότι δεν διαθέτουν στατιστικές για το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο των μελών της. Όμως, η ίδια δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τον κύκλο των διανοουμένων και για την επαγγελματική κατάρτιση των μελών της. (18) Για να γίνει κανείς «εσωτερικός αδελφός», θα πρέπει να έχει κάνει πανεπιστημιακές σπουδές, ενώ οι ιερείς του Opus Dei ενθαρρύνονται να αποκτήσουν διδακτορικό δίπλωμα. Εξάλλου, η οργάνωση διαχειρίζεται αρκετές φοιτητικές εστίες, ανοιχτές σε όλους, αν και, για να γίνει κανείς δεκτός, οφείλει να παρουσιάσει καλή βαθμολογία. (19)

Φυσικά, οι χώροι ενδείκνυνται για στρατολόγηση μελών. Την περίοδο της παπικής θητείας του Ιωάννη Παύλου Β’, πολλά από τα μέλη του Opus Dei διορίστηκαν στην Κουρία ή σε επισκοπές, κυρίως στη Λατινική Αμερική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο διορισμός, το 1984, του «εσωτερικού αδελφού» Χοακίν Ναβάρο Βαλς ως διευθυντή του γραφείου τύπου του Βατικανού, ο οποίος, μάλιστα, παρέμεινε επί είκοσι δύο χρόνια στη θέση.

Ο Άλεν θεωρεί ότι δεν πρέπει να υπερβάλλουμε: «Αν συγκρίνουμε όλα αυτά με τις περιπτώσεις των Ιησουιτών, των Δομηνικανών ή ακόμα και των Φραγκισκανών, πρόκειται για γελοιότητες... » Όμως, αν λάβουμε υπόψη τη διάρκεια της ιστορίας της Καθολικής Εκκλησίας, το Opus Dei είναι μια πολύ νεαρή και δεν μπορεί να συγκριθεί με τα παραπάνω θρησκευτικά τάγματα.

Εξάλλου, ο Τζιοβάνι Αβένα, διευθυντής του πρακτορείου θρησκευτικής ενημέρωσης Adista, υπογραμμίζει το γεγονός ότι η δογματική συνοχή των μελών του Opus Dei είναι εξαιρετικά ισχυρή: «Στους Ιησουίτες, στους Φραγκισκανούς και στα υπόλοιπα θρησκευτικά τάγματα και κινήσεις, συναντάμε ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα γνωμών και θεολογικών επιλογών, το οποίο αποτελεί μια εικόνα της οικουμενικής Εκκλησίας η οποία περιλαμβάνει από τους πλέον προοδευτικούς έως τους πιο θερμούς λάτρεις της παράδοσης. Στην περίπτωση του Opus Dei δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς η οργάνωση επιδίδεται σε έναν πραγματικό ιδεολογικό "προγραμματισμό" των μελών της».

Οι σχέσεις ανάμεσα στην Ισπανία του Φράνκο και το Opus Dei ήταν εξαιρετικά στενές: η πρώτη υπήρξε ένας πραγματικός επωαστήρας για το δεύτερο. Στο εσωτερικό του δικτατορικού καθεστώτος, όμως, τα μέλη του Opus Dei με τη μεγαλύτερη επιρροή -οι επονομαζόμενοι τεχνοκράτες, αρκετοί από τους οποίους ανέλαβαν σημαντικότατα υπουργεία (20) -μάλλον προώθησαν ένα είδος οικονομικού εκσυγχρονισμού φιλελεύθερου τύπου (με τον οποίο το Opus Dei αισθάνεται εξαιρετικά άνετα) παρά την αυταρχική θεοκρατία που στηρίζεται στην οικονομική αυτάρκεια την οποία φαντασιωνόταν η φρανκική Φάλαγγα. Η οργάνωση δεν επέκρινε ποτέ τα αυταρχικά καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής, αν και κάποια από τα μέλη της εξέφρασαν -σε προσωπικό επίπεδο- τις επιφυλάξεις τους. Στην δε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, όσον αφορά τα κοινωνικά και τα οικονομικά ζητήματα, τα μέλη της έχουν την τάση να εντάσσονται στα κλασικά δεξιά κόμματα και όχι σε ακροδεξιά.

Εξαίρεση η Πάολα

Βέβαια, υπάρχουν και οι περιπτώσεις που ένα μέλος του Opus Dei ψηφίζει ή εντάσσεται σε ένα κόμμα της κεντροαριστεράς. Η ιταλίδα γερουσιάστρια Πάολα Μπινέτι, «εσωτερική αδελφή» του Opus Dei, είναι μια από τις γνωστότερες προσωπικότητες ενός ρεύματος του ιταλικού Δημοκρατικού Κόμματος που διαδέχθηκε τον Συνασπισμό της Ελιάς. Ωστόσο, στα ζητήματα της οικογενειακής ηθικής και της βιοϊατρικής (αμβλώσεις, σύμφωνο συμβίωσης για τους ομοφυλόφιλους, εξωσωματική γονιμοποίηση, έρευνες σε βλαστοκύτταρα εμβρύων κ.λπ.) οι τοποθετήσεις των μελών του Opus Dei, ανεξαρτήτως πολιτικών αποχρώσεων, συμπίπτουν συστηματικά με την αρτηριοσκληρωτική δογματική αυθεντία της Καθολικής Εκκλησίας και έρχονται σε έντονη αντίθεση με τις προοδευτικές τάσεις της κοινωνίας.

Στο εξής, η κριτική που μπορεί να διατυπώσει κανείς ενάντια στο Opus Dei ταυτίζεται εν μέρει με την κριτική που αναγκάζεται να ασκήσει ενάντια στην Καθολική Εκκλησία, όπως αυτή εξελίχθηκε από την εποχή του Ιωάννη Παύλου Β’. Το κίνημα για μια ιδεολογική στροφή της θεσμικής εκκλησίας που δρομολογήθηκε τη δεκαετία του 1980 συμβάλλει στη σχετική αποκατάσταση της εικόνας της οργάνωσης στα μάτια των καθολικών και, αυτόματα, στα μάτια του ευρύτερου κοινού. Καθώς η Καθολική Εκκλησία και ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ δίνουν προτεραιότητα στη διατράνωση της καθολικής ταυτότητας απέναντι στους κινδύνους του «σχετικισμού», οι θέσεις του Opus Dei φαίνονται να συγκλίνουν ολοένα περισσότερο με το κυρίαρχο ρεύμα μέσα στην Εκκλησία.

«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»

Anciberro Jerôme

Δημοσιογράφος

(1ΣτΕ: Ευχαριστούμε θερμά τον θεολόγο κ. Θανάση Ηλιόπουλο για την πολύτιμη συμβολή του στην απόδοση του κειμένου. Το Opus Dei έχει πολλές κατηγορίες μελών. Οι «εξωτερικοί αδελφοί (surnumeraires)» (περίπου το 70%,) είναι τις περισσότερες φορές παντρεμένοι και διάγουν μια ανεξάρτητη οικογενειακή ζωή, η οποία, όσο κι αν είναι διαποτισμένη από μια έντονη θρησκευτική πρακτική, δεν παύει να μοιάζει λίγο πολύ με εκείνη της πλειονότητας του πληθυσμού της χώρας όπου ζουν. Οι «εσωτερικοί αδελφοί (numeraires)» και οι «αφιερωμένοι (agregés)» (ανάλογα με το εάν ζουν ή όχι μέσα στα κέντρα του Opus Dei) δεσμεύονται να παραμείνουν άγαμοι αλλά δεν δίνουν όρκο πίστης και αφοσίωσης όπως οι ιερωμένοι στην καθολική Εκκλησία. Τέλος, υπάρχουν και οι κληρικοί (2% των μελών της οργάνωσης). Ορισμένοι ιερείς που υπηρετούν σε μητροπόλεις δεν είναι απευθείας μέλη του Opus Dei: εντάσσονται στην Ιερατική Εταιρεία του Τιμίου Σταυρού, η οποία εξαρτάται άμεσα από την οργάνωση.

(2Βλέπε Francis Normand, «La troublante ascension de l’Opus Dei», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 1995.

(3Βλέπε, για παράδειγμα, σχετικά με αυτό το ζήτημα, Veronique Duborgel, «Dans l’enfer de l’ Opus Dei», Albin Michel, Παρίσι, 2007, μαρτυρία ενός πρώην μέλους.

(4(ΣτΜ): Διευθύνοντες σύμβουλοι αντίστοιχα της μεγάλης ασφαλιστικής εταιρείας ΑΧΑ, της πολυεθνικής του κλάδου των ηλεκτρονικών Schneider και της Renault. Μάλιστα, ο δεύτερος ενεπλάκη, τη δεκαετία του 1990, σε πολύκροτα σκάνδαλα που οδήγησαν στην προφυλάκισή του.

(5(ΣτΜ): Η Κ. Μπουτέν έγινε διάσημη με τη λυσσαλέα αντίδρασή της στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης (και για τους ομοφυλόφιλους) που καθιέρωσε η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν στα τέλη της δεκαετίας του 1990.

(6Είναι σύμβουλος στο ποντιφικικό Συμβούλιο για την Οικογένεια.

(7Ιδιαίτερα στην Ισπανία και στη Νότια Αμερική. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Ρουθ Κέλι, υπουργός Μεταφορών της Εργατικής κυβέρνησης του Γκόρντον Μπράουν, δεν κρύβει το γεγονός ότι είναι «εξωτερικός αδελφός» του Opus Dei.

(8(ΣτΜ): Βλέπε «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» -«Le Monde diplomatique», 7-7-2002, Francois Houtart, «Απολογισμός μιας αρχιεροσύνης».

(9Μπορεί να βρει κανείς όλες τις λεπτομέρειες της στρατηγικής -και μάλιστα να εξηγούνται από κάποια από τα άτομα που τις κατέστρωσαν- στο Marc Carrogio, Brian Finnerty και Juan Manuel Mora, «Three years with Da Vinci Code», Direzione strategica della communicazione nella Chiesa: nuove sfide, nuove proposte, Atti de 5 seminario professionnale sugli uffici communicazione della Chiesa, Edusc, 2007.

(10«Espresso», Ρώμη, 30 Ιουλίου 2005.

(11(ΣτΜ): Η κεντρική διοίκηση της Καθολικής Εκκλησίας.

(12John L. Allen Jr, Opus Dei: An Objective Look Behind the Myths and Reality of the Most Controversial Force in the Catholic Church, Doubleday, Νέα Υόρκη, 2005. Η γαλλική μετάφραση αυτού του έργου αναφοράς είναι διαθέσιμη από τον εκδοτικό οίκο του Κεμπέκ Stanke (2006).

(13Μέχρι πρόσφατα, χρειαζόταν να επιδειχθεί μεγάλη μαχητικότητα για την απόκτηση πρόσβασης στα έγγραφα. Η μαχητικότητα δεν έλειψε από ορισμένους ερευνητές όπως ο Peter Hertel. Το τελευταίο έργο του είναι το «Schleichende Ubernahme, das Opus Dei unter Papst Benedikt XVI», Publik-Forum, 2007 (εκδόθηκε στα γερμανικά). Στη γαλλική γλώσσα έχει εκδοθεί το έργο των Peter Hertel, Christian Terras και Romano Libero, «Opus Dei, enquête au cœur d’un pouvoir occulte», Golias, Λιόν, 2006.

(14Ακόμα και σήμερα, οι ανακηρύξεις οσίων και αγίων που πραγματοποιεί η Καθολική Εκκλησία αφορούν σχεδόν αποκλειστικά ιερωμένους ή μοναχούς.

(15(ΣτΜ): Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού, η οποία δρομολογήθηκε από τον προοδευτικό πάπα Παύλο ΣΤ’ έφερε τεράστιες αλλαγές στην Καθολική Εκκλησία: σηματοδότησε το άνοιγμά της στις άλλες εκκλησίες αλλά και στον κόσμο και στην κοινωνία (εγκατάλειψη της λατινικής γλώσσας και τέλεση της λειτουργίας στις εθνικές γλώσσες, εισαγωγή κοσμικών κειμένων και μουσικών στη λειτουργία), καθιέρωση μεγαλύτερης συλλογικότητας στη διοίκηση της Εκκλησίας, περιορισμός του ρόλου της στην ηθική έμπνευση και όχι στην άσκηση εξουσίας... Σε αυτή τη σύνοδο εντοπίζουν πολλοί τις ρίζες της «Θεολογίας της Απελευθέρωσης». Το πρώτο μέλημα του πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ υπήρξε η κατεδάφιση του έργου αυτής της συνόδου (βλέπε υποσημείωση 8).

(16Abbe Herve Gresland, «La canonisation de Josemaria Escriv a de Balaguer ou une nouvelle etape de la glorification de l’Eglise conciliaire», «Nouvelles de chrétienté», nΦ 77, Παρίσι, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2002. Οι «Nouvelles de chrétienté» είναι μια διμηνιαία επιθεώρηση που εκδίδεται από την Ιερατική Αδελφότητα του Αγίου Πίου Ι’ (φονταμενταλιστές καθολικοί).

(17Βλέπε, για παράδειγμα, στο «Romana» (nΦ 41, Ρώμη, Ιούλιος-Δεκέμβριος 2005) το μάθημα του Φερνάντο Οκαρίζ, γενικού βικάριου του Opus Dei, σχετικά με την 8η παράγραφο του Lumen Gentium της Β’ Συνόδου του Βατικανού. Ο Οκαρίζ ακολουθώντας σε αυτή την περίπτωση τη γραμμή του Γιόζεφ Ράντζιγκερ -μελλοντικού πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ’- ο οποίος (στη δήλωση Dominus Jesus του 2000) διευκρινίζει ότι ο όρος «Εκκλησία» δεν μπορεί παρά να αφορά μονάχα την καθολική Εκκλησία. Η «Romana» είναι το δημόσιο δελτίο του Opus Dei.

(18Βλέπε το καταστατικό της οργάνωσης στην ιστοσελίδα μας

(19Το Opus Dei διαχειρίζεται επίσης με επιτυχία κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης που απευθύνονται σε ένα κοινό από τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, όπως το κέντρο επαγγελματικής κατάρτισης νέων και ενηλίκων ELIS στη Ρώμη, το οποίο έχει εξαιρετική φήμη. Μάλιστα, εγκωμιάστηκε κι από τον Βάλτερ Βελτρόνι, δήμαρχο της Ρώμης και ηγέτη του (κεντροαριστερού) Δημοκρατικού Κόμματος.

(20Οι πρώτοι υπουργοί που ανήκουν στο Opus Dei (Μαριάνο Ναβάρο Ρούμπιο, υπουργός Οικονομικών, και Αλμπέρτο Ουλάστρες, υπουργός Εμπορίου) μπαίνουν στην κυβέρνηση το 1957. Σύμφωνα με τις πηγές, από τους περίπου εκατό υπουργούς που συμμετείχαν στις διαδοχικές κυβερνήσεις του φρανκικού καθεστώτος μέχρι το 1975, τα μέλη του Opus Dei υπολογίζονται σε οκτώ έως δώδεκα.

Μοιραστείτε το άρθρο