«Απεργία»! Από το 2007, η συγκεκριμένη λέξη δεν λείπει από τα πρωτοσέλιδα των πολωνικών εφημερίδων. Οι βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου επέτρεψαν στους συντηρητικούς του Ντόναλντ Τασκ να επιφέρει σημαντικό πλήγμα στους... συντηρητικούς των αδερφών Κατσίνσκι -του Λεχ, προέδρου, και του Γιαροσλάβ, πρωθυπουργού. (1) Δεν κατάφεραν, όμως, να ανακόψουν το κύμα κοινωνικών αγώνων που σαρώνει την Πολωνία. Το αντίθετο μάλιστα.
«Η Πολωνία αξίζει ένα οικονομικό θαύμα», «Για να ζήσουμε όλοι καλύτερα»: τέτοιου είδους ήταν τα συνθήματα του κόμματος Πλατφόρμα Πολιτών (ΡΟ). Επικρίνοντας τα «λαϊκίστικα» κοινωνικά συνθήματα του κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνη και Δημοκρατία (PiS), οι φιλελεύθεροι του ΡΟ συνέβαλαν στο ξέσπασμα του μεγαλύτερου κύματος κοινωνικών αγώνων που έχει γνωρίσει η Πολωνία εδώ και χρόνια. Το κύμα, μάλιστα, δεν φαίνεται να υποχωρεί: μόλις ανήλθε στην εξουσία, ο Τασκ διεκδίκησε, μάταια, περίοδο χάριτος, και το μόνο που πέτυχε ήταν να μεγεθύνει περισσότερο τα κοινωνικά κινήματα.
Το γεγονός οφείλεται στις βαθιές ρίζες των αιτημάτων τους. Όπως εξηγεί ο κοινωνιολόγος και ενεργός συνδικαλιστής, Γιαροσλάβ Ουρμπάνσκι, «σε πρώτη φάση, η αλλαγή κυβέρνησης στη χώρα ενδεχομένως αμβλύνει τη δυσαρέσκεια. Όμως, πολλοί παράγοντες συμβάλλουν στη γενίκευση των διεκδικήσεων στο επίπεδο της μισθοδοσίας. Από τη μία πλευρά, η κατάσταση στην αγορά εργασίας βελτιώνεται και η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται. Από την άλλη, οι μισθωτοί, οι αμοιβές των οποίων έχουν παραμείνει για πολλά χρόνια στάσιμες, έχουν επίγνωση ότι μπορεί να καμφθεί η ανάπτυξη της οικονομίας και ότι λανθάνει ο κίνδυνος νέας επιδείνωσης της ανεργίας. Θέλουν, λοιπόν, να επωφεληθούν της κατάστασης προτού είναι πολύ αργά».
Η μείωση της ανεργίας εξηγείται κυρίως από δύο παράγοντες: τη μαζική μετανάστευση και την αύξηση των επενδύσεων εξαιτίας της εισροής των επιδοτήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, οι μισθωτοί της Πολωνίας, έχουν μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμού στις διαπραγματεύσεις για την αποτίμηση του εργασιακού δυναμικού τους. Στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως και κατά μήκος των δυτικών συνόρων, η αμοιβή των 250 ευρώ το μήνα είναι πια παρελθόν.
Όσοι μένουν διεκδικούν
Το εν λόγω φαινόμενο πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί προσεκτικά. Ο Μπογκουσλάβ Ζίτεκ, πρόεδρος του συνδικάτου «Αύγουστος ’80», επισημαίνει ότι «η αύξηση των μισθών δεν αφορά τις περιοχές που είναι απομακρυσμένες από τα μεγάλα κέντρα και, κυρίως, δεν είναι αντίστοιχη με εκείνη της ακρίβειας των καταναλωτικών αγαθών και των υπηρεσιών, των οποίων οι τιμές προσεγγίζουν τα επίπεδα της Δύσης, παρ’ ότι οι μισθοί μας παραμένουν αισθητά κατώτεροι».
Τα παραπάνω εξηγούν γιατί το έτος 2007 χαρακτηρίστηκε από τις διαμάχες γύρω από τη μισθοδοσία. Τον Φεβρουάριο, η απεργία των ταχυδρόμων συγκλόνισε τη χώρα. «Αμείβονται με περίπου 300 ευρώ το μήνα. Η κεντρική διεύθυνση ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει περιθώριο για αυξήσεις, όταν, έχει γίνει σπόνσορας της ολυμπιακής μας ομάδας στη διοργάνωση του Πεκίνου και, ακόμη, δώρισε ένα ρολόι στο Βατικανό», διηγείται ο Μπάρτοτζ Καντότσικ, μέλος της αναρχοσυνδικαλιστικής κίνησης «Πρωτοβουλία των Εργαζομένων».
Όμως, το κίνημα που διακρίθηκε περισσότερο ήταν εκείνο των νοσοκόμων στη Βαρσοβία: Όταν, στις 19 Ιουνίου 2007, ο πρωθυπουργός Γιαροσλάβ Κατσίνσκι αρνήθηκε να συναντηθεί με την αντιπροσωπεία των απεργών, εκείνες αποφάσισαν να καταλάβουν το πρωθυπουργικό μέγαρο. Τα χαράματα της επομένης, η αστυνομία απώθησε διά της βίας τους διαδηλωτές που κατέφτασαν για να τις υποστηρίξουν.
Συμπαράσταση στο «λευκό χωριό»
Λίγο αργότερα, στον υπαίθριο χώρο μπροστά από το μέγαρο, στο κέντρο της πρωτεύουσας, εγκαταστάθηκε ένα «λευκό χωριό»: αντιπροσωπείες νοσοκόμων από ολόκληρη τη χώρα κατασκήνωσαν εκεί, αναμένοντας τις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση. Καταμετρήθηκαν έως και τρεις χιλιάδες συμμετέχοντες στο ζενίθ του κινήματος, στο πλευρό του οποίου συντάχθηκαν οι κάτοικοι της Βαρσοβίας και άλλα συνδικάτα. Οι εργαζόμενοι των ορυχείων τού «Αύγουστος ’80», μάλιστα, ήρθαν για να προστατεύσουν το «λευκό χωριό».
Τελικά, στις 15 Ιουλίου, οι ελάχιστα σαφείς υποσχέσεις των αρχών οδήγησαν τις νοσοκόμες και τις μαίες να επιστρέψουν στα πόστα τους, προκαλώντας όμως την αγανάκτηση πολλών από αυτές. Η στάση της κυβέρνησης του PiS έναντι των μαχόμενων εργαζομένων συνέβαλε εξάλλου στην εκλογική του ήττα. Μιλώντας για την απεργία πείνας στην οποία είχαν καταφύγει, ο πρωθυπουργός κάγχασε: «Το να μη φάει κανείς πρωινό δεν θεωρείται ακόμη απεργία πείνας». Η «κοινωνική» εικόνα της κυβέρνησης σπιλώθηκε ανεπανόρθωτα.
Ακολούθησε η απεργία των εργαζομένων στις δημόσιες συγκοινωνίες, η οποία παρέλυσε, τον Αύγουστο, την πόλη Κίλτσε, στην καρδιά της Πολωνίας. Διαμαρτύρονταν για τις απόπειρες οικειοποίησης της επιχείρησής τους από τον γαλλικό όμιλο Veolia. Στην κεφαλή του κινήματος βρισκόταν το συνδικάτο «Solidarnosc» («Αλληλεγγύη»), το οποίο, ωστόσο, είχε υποστηρίξει τον (δεξιό) δήμαρχο της πόλης. Ο τελευταίος δεν δίστασε να προσφύγει στις υπηρεσίες ιδιωτικής αστυνομίας. Όμως, δεδομένου ότι πλησίαζαν οι εκλογές, οι αρχές δεν μπορούσαν να αφήσουν να παραταθεί η διαμάχη. Εντέλει, η επιχείρηση των μέσων μεταφοράς περιήλθε στους εργαζομένους και, έτσι, ξέφυγε από τον πολυεθνικό γίγαντα.
Η εκστρατεία των βουλευτικών εκλογών, στις 21 Σεπτεμβρίου 2007, ανέστειλε για κάποιο διάστημα το κύμα των συγκρούσεων, με τις εκλογές να παίρνουν σύντομα τη διάσταση δημοψηφίσματος εναντίον του κυβερνώντος κόμματος. Παρ’ όλα αυτά, η απήχηση του ΡΟ μοιάζει αδιάψευστη. (2) Πράγματι, οι ιθύνοντές του γνωρίζουν καλά πώς να αναπτύξουν αποτελεσματική επικοινωνία, ούτως ώστε να «αξιοποιήσουν» τη ρήξη με τους προκατόχους τους του PiS. Οι τελευταίοι, αυταρχικοί και, συχνά, παρανοϊκοί, επιστράτευαν δαίμονες από το παρελθόν και φανταστικές συνωμοσίες.
Ωστόσο, οι άλυτες κοινωνικές διαμάχες συνιστούν πρόβλημα και για τη νέα κυβέρνηση. Ο κλάδος της υγείας εξακολουθεί να σιγοβράζει, με τον πόλεμο συμφερόντων να αντιπαραβάλλει γιατρούς και νοσοκόμες: Οι πρώτοι επωφελήθηκαν με σημαντικές αυξήσεις των αμοιβών τους, ενώ οι δεύτερες έπρεπε να μείνουν ικανοποιημένες με πολύ μικρότερες ή και μηδαμινές. Επιπροσθέτως, το κατεστημένο των γιατρών, στο οποίο κυριαρχούν οι πλέον ακραίοι φιλελεύθεροι, απαιτεί την ιδιωτικοποίηση του συστήματος, στόχος που ανησυχεί μερίδα των επαγγελματιών και του πληθυσμού.
Η «Λευκή Διάσκεψη Κορυφής» που οργανώθηκε από τον πρωθυπουργό Τασκ στη Βαρσοβία, στις 21 Ιανουαρίου, όπου συμμετείχαν διευθυντές νοσοκομείων, αξιωματούχοι της τοπικής αυτοδιοίκησης, γιατροί και νοσοκόμες, κατέληξε σε φιάσκο. Η αναγκαιότητα οικονομικής ενίσχυσης του κλάδου έρχεται σε σύγκρουση με την επιταγή της μείωσης των δημόσιων δαπανών. Η Τζουστίνα Κάτσμαρεκ, νοσοκόμα στη Βαρσοβία, εκφράζει την αποδοκιμασία της: «Η αναποτελεσματικότητα του εθνικού συστήματος υγείας χρησιμοποιείται ως επιχείρημα από τους υπέρμαχους της ιδιωτικοποίησης. Μέχρι στιγμής, η μοναδική ιδέα που βρίσκει απήχηση είναι οι ίδιοι οι ασθενείς να πληρώνουν μέρος των υπηρεσιών που τους προσφέρουμε». Εξ ου και τα νέα κινήματα διαμαρτυρίας που εκδηλώθηκαν στα περισσότερα νοσοκομεία.
Η επανεκτίμηση των αμοιβών αποτελεί αίτημα και άλλων εργαζομένων του δημόσιου τομέα. Στις 18 Ιανουαρίου, δώδεκα χιλιάδες εκπαιδευτικοί διαδήλωσαν στη Βαρσοβία για αυξήσεις 50%, αλλά και την απόσυρση των σχεδίων της κυβέρνησης για εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης. Στα τέλη Ιανουαρίου, η απεργία των τελωνιακών με ζητούμενο υψηλότερες αποδοχές, παρέλυσε τα ανατολικά σύνορα. Με τη σειρά τους, οι εργαζόμενοι στο σιδηροδρομικό δίκτυο εξετάζουν το ενδεχόμενο να διαμαρτυρηθούν συλλογικά.
Η σοβαρότερη διαμάχη εκδηλώθηκε στα ανθρακωρυχεία. Τον Δεκέμβριο, μία μαζική απεργία κατέληξε σε αύξηση των απολαβών κατά 14%. Η πιο σκληρή απεργία -και η πιο μακρόχρονη στην ιστορία του κλάδου, από το τέλος του κομμουνιστικού καθεστώτος- ήταν εκείνη που διήρκησε 46 ημέρες στο ορυχείο Μπουντρίκ (Σιλεσία), την οποία διοργάνωσαν τα συνδικάτα «Αύγουστος ’80» και «ΖΖ Kadra». Οι εργάτες απαιτούσαν την εξίσωση των αμοιβών τους με εκείνες των συναδέλφων τους σε άλλα ορυχεία της Εταιρείας των Ανθρακωρυχείων της Τζαστρζεμπίας (Jastrzebska Spolka Weglowa, JSW), στην οποία είχαν μόλις ενσωματωθεί.
Πεντακόσιοι άνδρες αποφάσισαν να παραμείνουν έγκλειστοι κάτω από τη γη. Μία σημαντική μερίδα διαδηλωτών ξεκίνησε απεργία πείνας και πολλοί κατέληξαν στο νοσοκομείο. Η διεύθυνση προσέλαβε εταιρεία συμβούλων επικοινωνίας με στόχο την αρνητική παρουσίαση των απεργών στα ΜΜΕ. Όμως οι εργάτες επέμειναν. Οι σύζυγοί τους διαδήλωσαν στη Βαρσοβία, και το κίνημα έγινε έναυσμα για μία εκστρατεία αλληλεγγύης πρωτόγνωρη για την περίοδο μετά το 1989.
Στο πλευρό των απεργών συντάχθηκαν, μεταξύ άλλων, ο σκηνοθέτης Κεν Λόουτς, ο θεατρικός συγγραφέας Ντάριο Φο, ο επικεφαλής της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Λίγκας, Ολιβιέ Μπεζανσνό, ο πρόεδρος της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αριστεράς και των Αριστερών Πράσινων, Φράνσις Βιρτς, δεκαοχτώ ιταλοί γερουσιαστές και συνδικαλιστικές οργανώσεις από ολόκληρη την Ευρώπη. Τελικά, η απεργία στέφθηκε με επιτυχία: η συμφωνία που υπογράφτηκε στις 31 Ιανουαρίου ικανοποίησε τα αιτήματα των στασιαστών.
Το εύρος των κινητοποιήσεων στον δημόσιο τομέα οδήγησε τους φιλελεύθερους οικονομολόγους να απαιτήσουν ιδιωτικοποιήσεις. Ο καθηγητής Γιαν Βινιέτσκι δεν δίστασε να δηλώσει σε κάποια ιστοσελίδα που προασπίζεται τα δικαιώματα των εργοδοτών: «Όπου η ιδιωτικοποίηση είναι εφικτή, επιβάλλεται. Έτσι θα αποφύγουμε τον αιώνιο εκβιασμό των απεργών». (3) Λες και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι δεν αγωνίζονταν, επίσης, για την αύξηση των αποδοχών τους.
Ένα κίνημα γεννιέται
Ενδεικτική ήταν η απεργία πείνας των οδηγών λεωφορείων στο Μπιντγκότς, η απεργία και η κατάληψη του εργοστασίου παραγωγής ζάχαρης στο Λούμπλιν, η κινητοποίηση των εργαζομένων της GM Opel στο Γκλίβιτσε ή, ακόμη, η απεργία στο σουπερμάρκετ Tesco, στο Τίσι. Και τα παραδείγματα πολλαπλασιάζονται...
Παρά τη στράτευση των ΜΜΕ εναντίον των απεργών, φαίνεται ότι οι αγώνες των τελευταίων έχουν λαϊκό έρεισμα: Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το 69% των Πολωνών τίθεται υπέρ των αιτημάτων των ανθρακωρύχων, το 67% υπέρ των νοσοκόμων και το 65% υπέρ των εκπαιδευτικών. (4)
Οι εκδηλώσεις συμπάθειας, ωστόσο, δεν έχουν οδηγήσει στην εμφάνιση μιας συλλογικής σκέψης η οποία θα μπορούσε να πυροδοτήσει κίνημα μεγαλύτερων διαστάσεων. Κατά τον Ουρμπάνσκι, «πρόκειται, ίσως, για ζήτημα χρόνου». Διαπιστώνει, επίσης, το αίσθημα της «απώλειας της ταυτότητας του πολίτη». Πράγματι, η πλειονότητα των Πολωνών θεωρεί ότι δεν έχει λόγο στη διαμόρφωση της πολιτικής.
Έχοντας επίγνωση των παραπάνω αντιφατικών τάσεων, η κυβέρνηση αποφεύγει την ανοιχτή αντιπαράθεση με τους απεργούς. Χαρακτηριστική, έτσι, ήταν η σιωπή του πρωθυπουργού Τασκ κατά τη διάρκεια της απεργίας του Μπούντρικ. Αντιθέτως, τον απασχόλησε περισσότερο η εξέλιξη του συνδικαλιστικού κινήματος, δεδομένου ότι οι πρόσφατες απεργίες ήταν κυρίως πρωτοβουλία οργανώσεων ανεξάρτητων από τα κεντρικά συνδικάτα. Τα τελευταία έλαμψαν διά της απουσίας τους, γεγονός το οποίο εξηγεί την απαξίωσή τους και τη μείωση των μελών (μείον 70% στο διάστημα 1993-2003).
Κατά τη διάρκεια της απεργίας των ανθρακωρύχων, τόσο το Solidarnosc (μέλη του οποίου οργάνωσαν τους απεργοσπάστες) όσο και το Συνδικάτο των Ανθρακωρύχων (ZZG, μετα-κομμουνιστικό, το οποίο, όμως, συνεργάζεται με το κόμμα της αριστεράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) αντιτάχθηκαν στο κίνημα. Ως απόρροια, και τα δύο συνδικάτα έχασαν την πλειονότητα των μελών τους στην περιφέρεια.
Ο περιφερειακός διευθυντής της «Αλληλεγγύης» στη Σιλεσία, Πιότρ Ντούντα, πήρε το μάθημά του και πρότεινε το κράτος να μειώσει τα περιθώρια δράσης των μικρών συνδικάτων που, συχνά, είναι τα πιο ριζοσπαστικά. Η συγκεκριμένη πρόταση εύλογα ανακυκλώθηκε από τους εργοδότες, οι οποίοι είναι υπέρμαχοι του «υπεύθυνου συνδικαλισμού». Οι τελευταίοι απαιτούν ο ελάχιστος αριθμός μελών για τη σύσταση συνδικάτου να είναι τουλάχιστον είκοσι άτομα και όχι, πλέον, δέκα. Ενα τέτοιο μέτρο θα περιόριζε κυρίως τη δημιουργία συνδικάτων στις μικρές εταιρείες.
Ύστερα από την περίοδο της συντηρητικής υποχώρησης, το κύμα των απεργιών αποδεικνύει ότι το κοινωνικό κίνημα -ιδιαίτερα, μάλιστα, τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία του- έχει δυναμική αντίστασης, ακόμη κι αν η μετα-κομμουνιστική σοσιαλδημοκρατία έχει χάσει την αξιοπιστία της.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»