el | fr | en | +
Accéder au menu

Μια τροχιά που είναι αδύνατον να συνεχιστεί

Τρεις δεκαετίες κεϋνσιανισμού

Τη στιγμή που η αγοραστική δύναμη των Αμερικανών έχει αποτελματωθεί, που το επίπεδο της αποταμίευσής τους είναι σχεδόν μηδενικό (0,4%) και η αξία των ακινήτων και των χρηματιστηριακών τίτλων που κατέχουν έχει μειωθεί αισθητά από τις αρχές του χρόνου, το χρέος των νοικοκυριών έχει φθάσει σε πρωτοφανή επίπεδα. Αυτό συνεπάγεται ότι η κατανάλωση που στηρίζεται στον δανεισμό δεν θα έχει στο εξής τη δυνατότητα να στηρίξει μια οικονομία που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Και αν η αμερικανική οικονομία είχε κατορθώσει να ξεπεράσει τις προηγούμενες περιόδους ύφεσης, αυτό οφειλόταν στο εύκολο δανεικό χρήμα.

Tο κυριότερο χαρακτηριστικό του ανακοινωθέντος που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 14 Ιουνίου μετά τη συνεδρίαση των Υπουργών Οικονομικών της G8 είναι ο καθησυχαστικός χαρακτήρας του: «Η καινοτομία στον χρηματοοικονομικό τομέα συνέβαλε σημαντικά στην παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη ωστόσο, δεδομένων των κινδύνων που απειλούν την σταθερότητα του κλάδου, καθίσταται επιτακτική η αύξηση της διαφάνειας και η συνειδητοποίηση του ρίσκου που αναλαμβάνεται». Οι λέξεις κλειδιά του κειμένου είναι καλά ζυγισμένες: από τη μια πλευρά, η «ανάπτυξη» κι η «χρηματοοικονομική καινοτομία», ενώ από την άλλη, η «διαφάνεια». Αντίθετα, απουσιάζουν ορισμένοι άλλοι όροι : «αστάθεια», «ρυθμιστικό νομοθετικό πλαίσιο»… Κι ούτε γίνεται ο παραμικρός λόγος για την αιτία της κρίσης που υπέβοσκε εδώ και καιρό: τις ολοένα αυξανόμενες ανισορροπίες στην οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Όμως, στην καρδιά των μηχανισμών που οδήγησαν στη σημερινή κρίση συναντάμε -πέρα από την απουσία νομοθετικού πλαισίου για τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων του χρηματοοικονομικού τομέα- αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «νεοφιλελεύθερη τροχιά», την οποία που ακολούθησε η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρόκειται για μια πορεία που χαράχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μετά από τρεις δεκαετίες κεϋνσιανισμού. Χαρακτηρίζεται δε από πέντε σημαντικές τάσεις. Καταρχάς, την επιβράδυνση των παραγωγικών επενδύσεων. Με αυτόν τον όρο νοούνται όλα τα «υλικά» στοιχεία που απαιτούνται για την παραγωγή (κτίρια, γραφεία, μηχανήματα…). Η μείωση ακολουθήθηκε από μια σημαντική αύξηση της κατανάλωσης. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν είχε παρατηρηθεί παρόμοια εξέλιξη. Σε αυτήν ακριβώς την τεράστια οικονομική μεγέθυνση οφείλεται η τρίτη τάση, το έλλειμμα του εξωτερικού εμπορίου. Τέλος, στενά συνδεδεμένη με τις προηγούμενες τάσεις είναι και η διπλή απογείωση, αφενός του εσωτερικού χρέους (κυρίως του χρέους των νοικοκυριών και του χρηματοοικονομικού τομέα) και, αφετέρου, της χρηματοδότησης του εξωτερικού χρέους από τις υπόλοιπες χώρες. (1)

Η ατμομηχανή της ανάπτυξης

Πρόκειται για μια πολύ παράξενη τροχιά, στην οποία καθοριστικό ρόλο παίζει η κατανάλωση εις βάρος της παραγωγικής επένδυσης. Επιπλέον, η κατανάλωση τροφοδοτείται από τις εισαγωγές. Τέλος, η ζήτηση ενισχύεται από τις πιστώσεις που χορηγούν τα αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία γνωρίζουν ότι τίποτε από τα παραπάνω δεν θα ήταν δυνατόν χωρίς την χρηματοδότηση που αντλείται από ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο. Κανονικά, θα έπρεπε να ανησυχούν όμως, αντίθετα, η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα προωθούσε την κολακευτική εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών ως «ατμομηχανή» της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Η αύξηση των ανισορροπιών και η χρηματοοικονομική κρίση δεν γεννήθηκαν στη Γαλλία, ούτε στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μάλιστα, δεν θα είχαν υπάρξει χωρίς την κυριαρχία που ασκεί η χώρα πάνω στον υπόλοιπο κόσμο. Ωστόσο, στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρίσκεται και ο νεοφιλελευθερισμός. Γιατί τα κέρδη -των οποίων μεγάλο μέρος, παλαιότερα, παρακρατούνταν από τις επιχειρήσεις εν όψει της επανεπένδυσής τους- αποδίδονται στο εξής στους δανειστές (υπό μορφή τόκων) ή στους μετόχους (υπό μορφή μερισμάτων). Έτσι, οι επιχειρήσεις διατηρούν στο ταμείο τους ολοένα λιγότερα χρήματα που προορίζονται για επενδύσεις. Εξάλλου, τα εμπορικά σύνορα έχουν ανοίξει σε μεγάλο βαθμό, κυρίως όσον αφορά τις χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος (Κίνα, Μεξικό, Βιετνάμ…). Συνεπώς, ένα μεγάλο μέρος της ζήτησης κατευθύνεται στις εισαγωγές, σε σημείο μάλιστα ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής αγαθών να μεταφερθεί στο εξωτερικό.

Η αναγκαιότητα διατήρησης ενός ορισμένου επιπέδου κατανάλωσης προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία να παράγονται στο αμερικανικό έδαφος επιβάλλει, άρα, τη μαζική ροή πιστώσεων, η οποία κάθε χρόνο γίνεται μεγαλύτερη ενώ, ταυτόχρονα, ένα ολοένα μεγαλύτερο τμήμα της ζήτησης κατευθύνεται στις εισαγωγές και η παραγωγή ελάχιστα υποστηρίζεται από τις επενδύσεις. Συνεπώς, η συγκεκριμένη μορφή της οικονομίας απαιτεί περισσότερες πιστώσεις απ’ όσες θα χρειάζονταν μια οικονομία λιγότερο ανοιχτή και προσανατολισμένη προς την δική της ανάπτυξη. Αυτό ακριβώς είναι και το κομβικό σημείο, το οποίο μας οδηγεί πίσω σημείο της αφετηρίας: στην οικονομική κρίση που προετοιμάζει η αύξηση του δανεισμού. Μέσω της διαρκώς εντεινόμενης τόνωσης της ζήτησης, συνεχίζεται μια τροχιά της οικονομίας η οποία είναι αδύνατον να υποστηριχθεί αλλά επιτυγχάνεται με τίμημα την ολοένα μεγαλύτερη υπερχρέωση. Κι όλα αυτά οδήγησαν στο λάκκο των «subprimes».

Πρώτα το δολάριο

Σε όλα αυτά προστίθεται και ο κεντρικός ρόλος που διαδραματίζει το δολάριο, το οποίο χρησιμοποιείται στις παγκόσμιες εμπορικές και χρηματοοικονομικές συναλλαγές ως νόμισμα τήρησης συναλλαγματικών διαθεσίμων, ενώ πολλές χώρες έχουν συνδέσει την ισοτιμία του νομίσματός τους με αυτό. Ο υπόλοιπος κόσμος συνεργάζεται αρκετά πρόθυμα στην κυριαρχία του αμερικανικού νομίσματος. Μια τεράστια πλημμύρα δολαρίων, ισόποση με το εμπορικό έλλειμμα των Ηνωμένων Πολιτειών, ξεχύνεται σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι ξένοι επενδύουν τα δολάρια που έλαβαν ως πληρωμή για τα αγαθά που εξήγαν στις Ηνωμένες Πολιτείες: αγοράζουν αμερικανικές μετοχές, κρατικά ομόλογα, ομόλογα επιχειρήσεων, κλπ. Εξάλλου, δεν έχουν άλλη επιλογή. Δεν έχουν στη διάθεσή τους κανένα άλλο τρόπο να διαθέσουν τα δολάρια τους από τη στιγμή που το αμερικανικό νόμισμα δεν είναι πλέον μετατρέψιμο σε χρυσό. Κι αν αποφάσιζαν να τα ξεφορτωθούν μαζικά, θα προκαλούσαν την πτώση της ισοτιμίας του δολαρίου. Σε αυτήν την περίπτωση, θα γινόταν αναγκαία η αύξηση των επιτοκίων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια έχουν παραμείνει χαμηλά.

Έτσι, η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών ακολουθεί αυτήν την τροχιά των ολοένα αυξανόμενων εσωτερικών και εξωτερικών ανισορροπιών, τόσο στην πραγματική οικονομία όσο και στον χρηματοοικονομικό τομέα. Οι κάτοχοι του κεφαλαίου και οι υψηλότερες βαθμίδες της μισθολογικής πυραμίδας (σε μεγάλο βαθμό αυτές οι δύο κατηγορίες συμπίπτουν) ευημερούν κι απομακρύνονται ολοένα περισσότερο από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Όμως, το μερίδιο της βιομηχανικής παραγωγής στο ΑΕΠ μειώνεται και η χώρα εξαρτάται ολοένα περισσότερο από τη γενναιοδωρία των ξένων. Παρατηρείται μια παράξενη απόκλιση ανάμεσα στον πλουτισμό μιας μειοψηφίας και στις αυξανόμενες ανισορροπίες της εθνικής οικονομίας, αλλά και μια παράξενη σύμπτωση της αύξησης της κατανάλωσης των πιο προνομιούχων και της επιδείνωσης των διαταραχών που αντιμετωπίζει η οικονομία.

Πως είναι δυνατόν να εξηγηθεί η συνέχιση αυτής της πορείας για τόσα πολλά χρόνια; Μετά τις υφέσεις του 1982 και του 1990, η οικονομική δραστηριότητα υποστηρίχθηκε από τη θαυματουργή ώθηση των λεγόμενων νέων τεχνολογιών «της πληροφορίας». Στην αρχή με αργούς ρυθμούς αλλά με επίμονο τρόπο, το κύμα πήρε τεράστιες διαστάσεις στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 90: κατά τη διάρκεια της τετραετίας που διήρκεσε η χρηματιστηριακή έκρηξη, οι μετοχές των τεχνολογικών αξιών εκτινάχθηκαν σε ύψη άνευ προηγουμένου: στις 2 Φεβρουαρίου του 1996, ο δείκτης Nasdaq βρισκόταν στις 1.053 μονάδες στις 10 Μαρτίου του 2000, είχε σκαρφαλώσει στις 5.132 μονάδες. Τα ξένα κεφάλαια εισέρρεαν μαζικά για να επωφεληθούν από αυτήν την ευκαιρία. Όμως, μετά το 2000, η ραγδαία χρηματιστηριακή άνοδος ακολουθήθηκε από ένα ηχηρό κραχ: στις 9 Οκτωβρίου του 2002, ο Nasdaq βρισκόταν στις 1.114 μονάδες.

Μετά το σπάσιμο της φούσκας του Ιντερνέτ το 2001, η χρηματιστηριακή κρίση ακολουθείται από ύφεση. Με αυτή την ευκαιρία αποκαλύπτονται οι παρενέργειες των μακροχρόνιων τάσεων. Η αμερικανική κεντρική τράπεζα κάνει την εμφάνισή της στο προσκήνιο και επιδίδεται στη συνηθισμένη της δουλειά: την τόνωση της ροής των πιστώσεων. Όμως, οι επιχειρήσεις που δεν ανήκουν στον χρηματοοικονομικό τομέα δεν ανταποκρίνονται στην προσφορά. Κι όταν δανείζονται, δεν το κάνουν για να επενδύσουν στην επικράτεια των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά για να επιδοθούν σε μια ολόκληρη μάχη εξαγορών και συγχωνεύσεων, ή και για να αγοράσουν τις δικές τους τις μετοχές. (2) Ο Αλαν Γκρίνσπαν εντείνει ακόμα περισσότερο τις προσπάθειές του. Χαμηλώνει με θεαματικό τρόπο το επιτόκιο με το οποίο η Fed αναχρηματοδοτεί τις τράπεζες. Μειώνεται διαρκώς, και φτάνει στο σημείο να γίνει αρνητικό σε πραγματικούς όρους, εάν δηλαδή αφαιρεθεί από αυτό ο πληθωρισμός.

Το φάρμακο φέρνει επιτέλους αποτελέσματα. Με ποιο τίμημα όμως ; Ο χρηματοοικονομικός τομέας –για την ακρίβεια ένα τμήμα του- σπεύδει να επωφεληθεί από τη μείωση των επιτοκίων. Τα νοικοκυριά θα γίνουν οι πρωταγωνιστές της επιχείρησης για την τόνωση της ζήτησης. Γιατί, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η τεράστια αύξηση των ενυπόθηκων δανείων χρησιμεύει για τη χρηματοδότηση, τόσο του τομέα των ακινήτων, όσο και της κατανάλωσης (όπως η πληρωμή των διδάκτρων των παιδιών στο πανεπιστήμιο ή της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης η οποία είναι εξαιρετικά δαπανηρή σε αυτή τη χώρα με την ελλιπή κοινωνική προστασία). Μετά το 2000, η κατανάλωση, η οποία έφτασε σε υψηλότατα επίπεδα, έπαψε να αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό από τη συνολική παραγωγή. Τη σκυτάλη πήρε ο κατασκευαστικός τομέας που γνώρισε τεράστια ανάπτυξη λόγω της ανόδου της τιμής των ακινήτων. Η οικονομία βγήκε από την ύφεση.

Η συγκεκριμένη εξέλιξη είχε αρκετές συνέπειες : κάνει την εμφάνισή του στο προσκήνιο ένας χρηματοπιστωτικός τομέας ο οποίος παρακινεί χωρίς κανένα ενδοιασμό στην υπερχρέωση νοικοκυριά τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν αφερέγγυα στο μέλλον. Επιπλέον, αυξάνεται το έλλειμμα του εξωτερικού εμπορίου, καθώς και το μερίδιο αυτού του ελλείμματος που χρηματοδοτείται από τον υπόλοιπο κόσμο. Τέλος, η πτώση των επιτοκίων ενθαρρύνει τις πλέον τυχοδιωκτικές στρατηγικές των εταιριών του χρηματοοικονομικού τομέα.

Κρίση και μακροοικονομικές τάσεις

Μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη συγκυρία της εξόδου από την κρίση του 2001 με τη σύγκλιση των συμφερόντων της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας και ενός μεγάλου τμήματος του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα, η οποία χαρακτηριζόταν από τρία στοιχεία. Μια πολύ τολμηρή κι επίμονη πολιτική για την τόνωση της ζήτησης την οποία καθιστούσε αναγκαία η συνέχιση της τροχιάς της οικονομίας, έστω κι αν κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να συνεχίζεται επ’ άπειρον. Μια αποτελεσματική απάντηση σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, η οποία ωστόσο ήταν αδύνατον να διατηρηθεί και η οποία θα οδηγήσει στο σοκ των «subprimes». Έναν τρελό χρηματοοικονομικό αναβρασμό ο οποίος θα παρατείνει πέρα από κάθε λογικό όριο την τροχιά και θα πολλαπλασιάσει τις συνέπειες της κρίσης των ενυπόθηκων δανείων. Συνεπώς, η σχέση ανάμεσα στην κρίση και στις μακροοικονομικές τάσεις είναι όντως αμοιβαία. Η υπερχρέωση των μη φερέγγυων νοικοκυριών επέτρεψε τη συνέχιση στις Ηνωμένες Πολιτείες μιας επικίνδυνης τροχιάς, με τίμημα όμως τη διόγκωση του χρέους, τόσο σε απόλυτη τιμή, όσο και ως μερίδιο του εθνικού εισοδήματος.

Η χρηματοοικονομική τρέλα δεν αποτέλεσε αίτιο της τροχιάς, αφού η τελευταία είναι πολύ παλαιότερη και βαθύτερη: απλώς παρέτεινε τη διάρκειά της. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν πρόκειται για «έλλειψη συνειδητοποίησης» εκ μέρους των νομισματικών αρχών, αλλά για το δισταγμό τους μπροστά στην αναγκαιότητα να εγκαταλείψουν τους νεοφιλελεύθερους κανόνες έτσι ώστε να επιτύχουν τη διόρθωση της τροχιάς. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι υπόθεση αρχών, αλλά συμφερόντων: συνεπώς, οι κανόνες του καλύπτουν στόχους πολύ πιο ισχυρούς και ιερούς σε σχέση με τις αρχές που προβάλλονται. Αυτό, θα έχουμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών και ετών.

Η έκταση της κρίσης εκπλήσσει και είναι προφανές το πόσο επείγει η λήψη μέτρων. Δεν βρισκόμαστε πλέον στο 1929 και τα «πάντα» έχουν τεθεί σε εφαρμογή για να στηριχθεί το χρηματοοικονομικό σύστημα. Καταρχάς, έχουν ανοίξει οι στρόφιγγες της νομισματικής πολιτικής: συνολικά, έχουν διατεθεί περισσότερα από 600 δισ. δολάρια και θα διατεθούν ακόμα περισσότερα στο μέλλον εάν αυτό χρειαστεί! Γιατί, στο εξής, το ζητούμενο είναι η διατήρηση στη ζωή ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος που καταρρέει. Όμως, όλα αυτά δεν θα είναι αρκετά, έχουν ήδη αρχίσει να εκδηλώνονται ανησυχίες : «Αυτό που ξεκίνησε ως μια φθορά ορισμένων τομέων της αμερικανικής αγοράς “subprimes”, η οποία θα μπορούσε να συγκρατηθεί σχετικά εύκολα, δημιούργησε μεταστάσεις και οδήγησε στην μεγάλη αποδιάρθρωση ευρύτερων αγορών (του πιστωτικού και του χρηματοδοτικού κλάδου), με αποτέλεσμα να απειλούνται στο εξής οι μακροοικονομικές προοπτικές, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο». (3)

Βραχυπρόθεσμα, θα είναι δύσκολο να αποφευχθεί η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος, το οποίο αντιστοιχεί ήδη στο 2,9% του εθνικού προϊόντος. Αυτή η εξέλιξη δεν ταιριάζει ιδιαίτερα με τα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Κυρίως, η τόνωση της ροής των πιστώσεων δεν θα δώσει λύση στο πρόβλημα του ολοένα αυξανόμενου εμπορικού ελλείμματος. Πίσω από αυτό το έλλειμμα, διαγράφεται, όχι μόνο η Ευρώπη, αλλά ολοένα περισσότερο οι «αναδυόμενες χώρες». Αν λάβει κανείς υπόψη τα τεράστια ποσά που έχουν συγκεντρώσει οι ανταγωνιστές των Ηνωμένων Πολιτειών και την αδυναμία του δολαρίου, η οικονομία της χώρας γίνεται γι’ αυτούς ένας πολύ εύκολος στόχος.

Πώς μπορεί να αποφευχθεί παρόμοιο ενδεχόμενο; Μπορούμε να αναμένουμε έναν μεγαλύτερο κρατικό παρεμβατισμό: διάσωση του χρηματοοικονομικού τομέα ή εξαγορά από το κράτος των επισφαλών πιστώσεων που αυτός χορήγησε, αύξηση των δημοσίων δαπανών, επαναφορά ενός νομοθετικού πλαισίου το οποίο θα ρυθμίζει τις δραστηριότητες του αμερικανικού χρηματοοικονομικού τομέα, (για παράδειγμα, απαγόρευση ορισμένων πρακτικών δανεισμού στα νοικοκυριά, απαγόρευση της τιτλοποίησης, αυξημένη επίβλεψη των δραστηριοτήτων των κερδοσκοπικών κεφαλαίων).

Μπορούμε επίσης να προεξοφλούμε τη δημιουργία ενός αμυντικού συστήματος των αμερικανικών επιχειρήσεων, τόσο στο εξωτερικό, όσο και στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι αδιανόητη η προοπτική να επιχειρήσει η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει μια κατά μέτωπο επίθεση εναντίον της ελευθερίας των ανταλλαγών και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, δηλαδή των αναγκαίων προϋποθέσεων για την κυριαρχία των αμερικανικών υπερεθνικών εταιριών σε ολόκληρο τον κόσμο.

Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι θα παρατηρηθεί μια συγκαλυμμένη και περιορισμένη εγκατάλειψη των κανόνων του νεοφιλελευθερισμού, η οποία θα λάβει τη μορφή των εξαιρέσεων που θα επιβάλλονται ανάλογα με τις συγκεκριμένες κάθε φορά περιστάσεις. Το 2007 ψηφίστηκε ένας νέος νόμος για τις ξένες επενδύσεις και την εθνική ασφάλεια, ο Foreign Investment and National Security Act, ο οποίος δίνει στον Αμερικανό πρόεδρο σημαντικές εξουσίες για τον περιορισμό των τοποθετήσεων ξένων κεφαλαίων, στο όνομα της εσωτερικής ασφάλειας, μιας έννοιας που επιδέχεται ευρύτατες ερμηνείες. Αυτό το είδος του «πειραγμένου» νεοφιλελευθερισμού ενσαρκώνει με τον καλύτερο τρόπο το παράξενο πεπρωμένο μιας ηγεμονικής δύναμης της οποίας η ηγεμονία μακροπρόθεσμα αμφισβητείται.

«Πολίτης»

Gérard Duménil

Οικονομολόγος και διευθυντής έρευνας του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας (CNRS). Συγγραφέας μεταξύ άλλων του «The Crisis of Neoliberalism», Harvard University Press, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη, 2001.

Dominique Lévy

Οικονομολόγος και διευθυντής έρευνας του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας (CNRS). Συγγραφέας μεταξύ άλλων του «The Crisis of Neoliberalism», Harvard University Press, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη, 2001.

(1Η κατανάλωση κέρδισε περίπου 7 εκατοστιαίες μονάδες του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ): κέρδισε 2% εις βάρος των επενδύσεων (με εξαίρεση το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990, το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ της χώρας δεν έπαψε αν μειώνεται), και 5% των καθαρών επιπλέον εισαγωγών. Το 2006, το εμπορικό έλλειμμα έφθασε το 5% του ΑΕΠ, έναντι λιγότερο από 1% τη δεκαετία του 1980. Οι αμερικανικές μετοχές, ομολόγα, πιστώσεις και λοιποί χρηματοοικονομικοί τίτλοι που κατέχουν οι υπόλοιπες χώρες του κόσμου φτάνουν στο 110% του αμερικανικού ΑΕΠ, είναι δηλαδή υπερδιπλάσιες των αντίστοιχων περιουσιακών στοιχείων από όλες τις χώρες τις κόσμου που κατέχουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις (47% του ΑΕΠ).

(2Καθώς αυτές οι μετοχές στη συνέχεια ακυρώνονται, τα κέρδη της εταιρίας διαιρούνται δια μικρότερου αριθμού μετοχών, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το καταβαλλόμενο μέρισμα και –ενδεχομένως- και η αξία της εταιρίας στο Χρηματιστήριο.

(3Global Stability Report, Διεθνές Νομισματικό ταμείο, Απρίλιος 2008.

Μοιραστείτε το άρθρο