Οι λαοί, τα πρώτα θύματα της κρίσης, διαμαρτύρονται. Η πίστη στις αρετές του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού εξατμίζεται. Όμως, αυτή τη φορά, η αμφισβήτηση του «νεοφιλελεύθερου φονταμενταλισμού» προέρχεται επίσης και από τους κόλπους των επιχειρηματιών, των τραπεζιτών και των πολιτικών υπευθύνων. Όλοι τους, πανικόβλητοι, ζητούν διορθωτικά μέτρα τα οποία να είναι σε θέση να αποκαταστήσουν την τάξη.
Μια ημέρα που ο εθνολόγος Μαρσέλ Μος αναρωτιόταν με ποια εικόνα θα μπορούσε να περιγράψει τις κρίσεις, παρατήρησε την αλλαντοπώλισσα της γειτονιάς του να δίνει πηχτή σε μια πελάτισσα. Η κοινωνία, εξηγεί ο Μος, «είναι κάτι που “στέκεται”, που “βαστάει”. (…) Μοιάζει με ένα “ζελέ”, με την πηχτή.» Η κρίση «είναι η στιγμή όπου το ζελέ “παύει να στέκεται”. (…) Είναι η στιγμή που το ζελέ λειώνει, η στιγμή που τα μόρια που αποτελούν την πηχτή παύουν να έχουν συνοχή και σκορπίζουν πάνω στα καυτά μακαρόνια». Πρόκειται επίσης για «μια κατάσταση στην οποία το μη κανονικό αποτελεί τον κανόνα ενώ είναι αδύνατον να συμβούν το κανονικό». (1)
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο κλονισμένος χρηματοπιστωτικός τομέας, οι τιμές της ενέργειας και η δυσπιστία των λαϊκών στρωμάτων προκαλούν μια σειρά ανατροπών στην κανονική ροή των πραγμάτων: στη Γουόλ Στριτ, η αμερικανική κεντρική τράπεζα (Fed) διασώζει ορισμένες τράπεζες και τις θέτει υπό τον έλεγχό της, στην Ολλανδία ψηφίζονται νόμοι που επιβάλλουν ειδική φορολογία στις υπέρογκες αμοιβές των διευθυντικών στελεχών των επιχειρήσεων, ενώ στην Ουέλινγκτον η νεοζηλανδική κυβέρνηση κρατικοποιεί ξανά το σιδηρόδρομο. Και στο Λονδίνο, το σαράκι της αμφιβολίας κάνει την εμφάνισή του στις στήλες των οικονομικών εφημερίδων.
«Φόβοι», «ύφεση», «διάσωση»: ανησυχητικές λέξεις διαδέχονται η μια την άλλη στα πρωτοσέλιδα της «Financial Times», της ευρωπαϊκής βιτρίνας του νεοφιλελευθερισμού. (2) Ο Μάρτιν Γουλφ, ο πλέον προβεβλημένος αρθρογράφος της γράφει: «Να θυμάστε την ημερομηνία της 14ης Μαρτίου του 2008: εκείνη την ημέρα πέθανε το όνειρο ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού που θα στηριζόταν στην απόλυτη ελευθερία του επιχειρείν». Εκείνη την Παρασκευή, η Fed αποφάσισε τη διάσωση μέσω της κρατικοποίησης της τράπεζας Bear Sterns που είχε οδηγηθεί στην οικονομική ασφυξία εξαιτίας των «δηλητηριωδών» τίτλων στεγαστικών δανείων που είχε στο ενεργητικό της. «Η απορρύθμιση της οικονομίας έφτασε στα όριά της», συνεχίζει ο Γουλφ (στις 26 Μαρτίου του 2008). Κι είναι πλέον περιττό να κατηγορηθούν γι’ αυτήν την εξέλιξη οι «συνήθεις ύποπτοι»: τα προσκολλημένα στις ιδέες του παρελθόντος κράτη, η άκαμπτη γραφειοκρατία και οι εργαζόμενοι με τις απηρχαιωμένες ιδέες. Ο Τζον Θόρνχιλ, υπεύθυνος της ευρωπαϊκής έκδοσης της οικονομικής εφημερίδας, υποδεικνύει τους ενόχους: «Πολλές τράπεζες επέδειξαν τερατώδη, αν όχι εγκληματική ανευθυνότητα» (17-18 Μαΐου).
Ο πανικός των ελίτ
Στο βαθμό που εντείνεται ο τριπλός σεισμός –χρηματοοικονομικός, ενεργειακός και νομισματικός- που συγκλονίζει την παγκόσμια οικονομία, οι ελίτ καταλαμβάνονται από πανικό. Τα πιστεύω τους διαλύονται, όπως και η πηχτή πάνω στα καυτά μακαρόνια που μας περίγραψε προηγουμένως ο Μος. Ένας άλλος αρθρογράφος της «Financial Times», ο Μάικλ Σκαπίνκερ, τολμάει να γράψει (στις 25 Μαρτίου) ότι «η αγορά δεν αποτελεί πλέον απάντηση για τα πάντα». Σημάδι της γενικευμένης κατάρρευσης, η γερμανική «Handelsblatt» που πρόσκειται στους επιχειρηματικούς κύκλους επικροτεί την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, «έστω κι αν πρόκειται να πετάξουμε τις αρχές μας στη θάλασσα προκειμένου να σωθεί το καράβι ». (3) Η «Wall Street Journal» και ο «Economist» αρνούνται να υιοθετήσουν αυτήν την οπτική. Μάλιστα, ο τελευταίος υπενθυμίζει: «για να λειτουργήσει το σύστημα, μερικές φορές οι τραπεζίτες πρέπει να εκδιώκονται από τη θέση τους και οι επενδυτές να χάνουν ακόμα και την τελευταία τους δεκάρα» (19 Ιουλίου).
Από την πλευρά τους, οι πολιτικοί και οι οικονομικοί υπεύθυνοι γκρεμίζουν τα είδωλά τους. Ενώ μέχρι χθες επαινούσαν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την αυστηρότητά της, σήμερα, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, η ΕΚΤ δέχεται πυρά από τον Ισπανό πρωθυπουργό Χοσέ Λουί Θαπατέρο και τον Γερμανό Υπουργό Οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ, οι οποίοι προστέθηκαν στους Γάλλους και στους Ιταλούς επικριτές της.
Υπάρχουν και χειρότερα. Ο Γιόζεφ Ακερμαν, διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank και εμβληματική μορφή του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, χάνει την εμπιστοσύνη του: «Δεν πιστεύω πλέον στη δύναμη της αυτορρύθμισης των αγορών» (Bloomberg, 17 Μαρτίου). Ο συνάδελφός του Χορστ Κέλερ, πρώην γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και πρόεδρος την Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας χάνει την υπομονή του: «Οι διεθνείς αγορές μεταμορφώθηκαν σε ένα τέρας το οποίο θα πρέπει να αναγκάσουμε να κρυφτεί ξανά μέσα στη φωλιά του» («Stern», 15 Μαΐου).
Τα χρόνια που ακολούθησαν το κραχ του Οκτωβρίου του 1987, οι κουρσάροι της Γουόλ Στριτ ένιωσαν την ξαφνική ανάγκη να «ηθικοποιηθεί ο επιχειρηματικός κόσμος» μάλιστα, μερικές φορές, η επιθυμία τους ενισχύθηκε και από το χρονικό διάστημα που πέρασαν πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Τη διετία 1997-1998, η ασιατική νομισματική κρίση οδηγούσε στην αμφισβήτηση των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών και ενέπνεε στον κερδοσκόπο Τζορτζ Σόρος ένα βιβλίο με το οποίο κατήγγειλε τον «φονταμενταλισμό των αγορών». Μετά τη φούσκα του Ιντερνέτ την περίοδο 2001-2003 και τα σκάνδαλα της Enron, της Vivendi και της WorldCom, γινόταν συνεχώς λόγος για την ηθική των επιχειρήσεων και για την «εξουδετέρωση των χρηματοοικονομικών όπλων μαζικής καταστροφής», τα οποία κατήγγειλε τον Μάρτιο του 2003 ο δισεκατομμυριούχος Γουόρεν Μπάφετ. Ένα πλήθος έργων που συνέγραψαν οικονομολόγοι και επιχειρηματίες επικεντρώθηκε στα στραβά του καπιταλισμού, έτσι ώστε να βελτιωθεί. (4) Στη συνέχεια, όλα ξεχάστηκαν, τη στιγμή ακριβώς που άρχισε να διογκώνεται μια άλλη φούσκα, αυτή τη φορά στον τομέα των ακινήτων. Υπερβολική ρευστότητα, κερδοσκοπία, κραχ, μετάνοια: αυτές οι τέσσερις εποχές σημαδεύουν με την εναλλαγή τους την ιστορία του χρηματοοικονομικού κλάδου από τον 18ο αιώνα! (5)
Μαζί και σκάνδαλα
Η κρίση του νεοφιλελεύθερου λόγου δεν οφείλεται μονάχα στην οικονομική κρίση. Συνοδεύεται και από μια σειρά σκανδάλων. Στη Γερμανία, η υπόθεση της φοροδιαφυγής πολλών πλούσιων φορολογούμενων μέσω Λιχτενστάιν και οι υποθέσεις διαφθοράς στη Deutsche Telekom, στη Siemens και σε άλλες επιχειρήσεις, συμπίπτουν με μια πρωτοφανή αύξηση των ανισοτήτων. Από τη μια πλευρά, «η Γερμανία ανακαλύπτει ότι το 22% των Γερμανών εργαζομένων είναι φτωχοί», σύμφωνα με τον τίτλο της «Les Echos» (21 Απριλίου) και, από την άλλη, «η μέση αμοιβή των αφεντικών των 30 εταιριών που περιλαμβάνονται στον χρηματιστηριακό δείκτη DAX αυξήθηκε κατά 62% μέσα σε μια πενταετία, ενώ ο μισθός ενός απλού εργαζόμενου αυξήθηκε μόλις κατά 2,8%», όπως παρατηρεί ο ανταποκριτής της «Figaro» στο Βερολίνο. Περίλυπος, ο Γερμανός πρόεδρος παραδέχεται ότι θα περάσει πολύς καιρός προτού «αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στην οικονομική ελίτ, της οποίας η εικόνα έχει αμαυρωθεί από την απαράδεκτη συμπεριφορά των ηγετικών κλιμακίων ορισμένων γερμανικών επιχειρήσεων» (18 Ιουνίου).
Ο Μπρένταν Μπάρμπερ, γενικός γραμματέας του Συνεδρίου των Συνδικάτων της Μεγάλης Βρετανίας, αισθάνεται τη θερμοκρασία να ανεβαίνει και δηλώνει στις 21 Μαΐου: «Οι απλοί εργαζόμενοι αισθάνονται ότι δεν διαθέτουν ούτε καν μία μάρκα για να παίξουν στο καζίνο του καπιταλισμού. Είναι θυμωμένοι γιατί δυσκολεύονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους τη στιγμή που μια μειοψηφία βαθύπλουτων συμπεριφέρεται σαν να μην είχε την παραμικρή υποχρέωση απέναντι στην κοινωνία». Τρεις εβδομάδες νωρίτερα, είχε δημοσιευτεί η πληροφορία ότι η περιουσία των χιλίων πλουσιότερων Βρετανών είχε τετραπλασιαστεί από το 1997, τη χρονιά της ανόδου των Εργατικών στην εξουσία.
Όμως και στη Γαλλία τα σκάνδαλα πολλαπλασιάζονται : στον σάλο που δημιουργήθηκε από τις τρομακτικές ζημίες της τράπεζας Société Générale (6) προστέθηκαν η κατάχρηση εμπιστευτικών εταιρικών πληροφοριών που διέπραξε η διευθυντική ομάδα της European Aeronautic Defense and Space (EADS) για να κερδοσκοπήσει, (7) και το σκάνδαλο της Ένωσης των Βιομηχανιών και των Επαγγελμάτων της Μεταλλουργίας (UIMM). (8) Η διαρκής επανάληψή τους υπονομεύει τη νομιμοποίηση των επιχειρηματικών κύκλων και βυθίζει στην ανυποληψία τους κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού. Το 2006, αντιδρώντας στην υπερβολική αποζημίωση που εισέπραξε κατά την αποχώρησή του από την κατασκευαστική εταιρία Vinci ο διευθύνων σύμβουλός της, Αντουάν Ζακαριά, ο δοκιμιογράφος Μαξ Γκαλό (9) συνόψισε την προβληματική : «Είμαι υπέρ της οικονομίας της αγοράς. Όμως, υπάρχουν και ορισμένα επίπεδα ανισότητας τα οποία οδηγούν στην αμφισβήτηση ακόμα και του ίδιου του συστήματος που αποδέχεται την ύπαρξη τόσο μεγάλων ανισοτήτων». Για να εισπράξει την πειρακτική απάντηση του δημοσιογράφου Φιλίπ Μεγιέρ: «Δηλαδή υπονοείτε ότι υπάρχουν επίπεδα ανισότητας που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την ανισότητα;» (ραδιοφωνικός σταθμός France Culture, 18 Ιουνίου 2006).
Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα των επιπλήξεων που απευθύνει η Δυτική ελίτ στα τρομερά παιδιά της. Στις Βρυξέλες, ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, πρόεδρος του Eurogroupe (του συμβουλίου των Υπουργών οικονομικών της ζώνης του ευρώ) θεωρεί «εντελώς σκανδαλώδεις» τις «υπερβολικές παρεκτροπές (!) στις αμοιβές των στελεχών που διοικούν τις επιχειρήσεις» («Le Figaro», 14 Μαΐου).
Χρυσά αλεξίπτωτα
Όταν οκτώ ανώτατα στελέχη της Convertcam μοιράζονται 700 εκατομμύρια ευρώ μετά την πώληση της εταιρίας τους τον Ιούνιο του 2008, όταν ο διευθύνων σύμβουλος της Porsche κερδίζει 60 εκατομμύρια ευρώ το 2007, όταν ο Ολλανδός ομόλογός του στην επιχείρηση Numico εισπράττει «μπόνους» 66,8 εκατομμυρίων ευρώ, τότε η έλλειψη τακτ στην αργπαγή προκαλεί αμηχανία ακόμα και στα ίδια τα αφεντικά. Έτσι, η ομοσπονδία των Γάλλων εργοδοτών Medef και η Γερμανική Ομοσπονδία των Βιομηχανιών καταδίκασαν τα «μαύρα πρόβατα» του κλάδου τους. «Εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, η κοινή γνώμη θα πάψει να εμπιστεύεται τους επιχειρηματίες», (10) εξήγησε ο Ολλανδός Υπουργός Οικονομικών Γούτερ Μπος για να δικαιολογήσει το νόμο που επιβάλλει υψηλή φορολογία στα υπέρογκα «χρυσά αλεξίπτωτα». (11)
Στην πραγματικότητα, αυτό που ενοχλεί περισσότερο τους καπιταλιστές δεν είναι οι ανισότητες ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, αλλά οι ανισότητες ανάμεσα στους διευθυντές των επιχειρήσεων και στους μετόχους. Πράγματι, υπάρχει η άποψη ότι οι υπέρογκες αμοιβές των πρώτων ροκανίζουν τα κέρδη των δεύτερων. Στις 26 Μαρτίου, το «Corporate Finance», το ένθετο των «Financial Times», εκφράζει την αγανάκτησή του: «Πέρσι για παράδειγμα, ο μέσος όρος των αμοιβών των διευθυνόντων συμβούλων των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στον αμερικανικό χρηματιστηριακό δείκτη S&P 500 σχεδόν διπλασιάστηκε, τη στιγμή που ο μέσος όρος των κερδών αυτών των επιχειρήσεων αυξήθηκε μονάχα κατά 12%.» Κι η Νελ Μίνοου, Αμερικανίδα σύμβουλος σε ζητήματα διοίκησης των επιχειρήσεων, δεν μάσησε τα λόγια της μιλώντας ενώπιον του Κογκρέσου: «Η αμοιβή που κακώς και αχρεωστήτως δίνεται στους διευθύνοντες συμβούλους που αποτυγχάνουν, θα έπρεπε να επιστρέφεται στους μετόχους (…..)».
Εκτός από τις σημαντικές οικονομικές απώλειες που τους προκάλεσε η οικονομική κρίση καθώς και την κατακραυγή για τον επιδεικτικό τρόπο ζωής τους, οι ηγετικές τάξεις της Δύσης φοβούνται επίσης και την κοινωνική αστάθεια. Ο πληθωρισμός στις τιμές των πρώτων υλών, των τροφίμων και των καυσίμων έχει μετατραπεί σε θηλιά για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Η διαδήλωση των Ευρωπαίων συνδικαλιστών στη Λουμπλιάνα στις 5 Απριλίου, οι κινητοποιήσεις στις οποίες συμμετείχαν Αιγύπτιοι εργάτες, γιατροί και καθηγητές, οι εξεγερμένοι εργάτες που έκαψαν και λεηλάτησαν τα γραφεία της (αμερικανικής) επιχείρησης στην οποία εργάζονταν στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, βροντοφωνάζουν το ίδιο αίτημα: αύξηση μισθών!
Πίσω από τις ενέργειες μιας μικρής ομάδας Ιαπώνων εποχιακών εργατών οι οποίοι τον περασμένο Ιούνιο επιτέθηκαν και πετροβόλησαν τις αστυνομικές δυνάμεις, ο Μισίγιο Νακαμότο, ο ανταποκριτής της «Financial Times» στην Ιαπωνία διακρίνει μια κατά πολύ βαθύτερη αμφισβήτηση: «Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, στην κοινωνία της δεύτερης οικονομικής δύναμης στον κόσμο, η οποία χαρακτηριζόταν από την κοινωνική συνοχή και μια σημαντική δόση εξισωτισμού, έκαναν την εμφάνισή τους όλα τα δεινά του νεοφιλελεύθερου μοντέλου: αυξανόμενη προλεταριοποίηση, διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, ολοένα αυξανόμενες εισοδηματικές ανισότητες και υποβόσκουσα δυσαρέσκεια» (10 Ιουλίου). Μεταξύ 2000 και 2007, οι οικονομίες των λεγόμενων «πλέον προηγμένων χωρών» (Ζώνη του ευρώ, Ιαπωνία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο και Καναδάς) ακολούθησαν τον ίδιο μονόδρομο: το μερίδιο των μισθών στο εθνικό εισόδημα περιορίστηκε στο 53,5% (από το 56%), ενώ το μερίδιο των κερδών των επιχειρήσεων έκανε άλμα από το 10% στο 16%. (12) Ο Λόρενς Σάμερς, πρώην chief economist στην Παγκόσμια Τράπεζα και στη συνέχεια Υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Κλίντον ξεκαθάρισε τι ακριβώς διακυβεύεται σε αυτή τη μάχη: «Η αντίθεση στις συμφωνίες ελεύθερων ανταλλαγών –και γενικότερα στην παγκοσμιοποίηση- οφειλόταν στη συνειδητοποίηση από την πλευρά των εργαζομένων ότι αυτό που είναι καλό για την παγκόσμια οικονομία και τους “εθνικούς πρωταθλητές” (τις πολυεθνικές επιχειρήσεις μιας χώρας που κατέχουν σημαντική θέση σε παγκόσμιο επίπεδο στον κλάδο τους) δεν ήταν απαραίτητα καλό και για τους ίδιους» (5 Μαΐου).
Εκτός ελέγχου
Η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης από τους ίδιους τους αρχιτέκτονές της οφείλεται χωρίς αμφιβολία σε μεγάλο βαθμό στην πεποίθησή τους ότι ο έλεγχος της κατάστασης έχει αρχίσει πλέον να ξεφεύγει από τα χέρια τους. Υποστηρίζεται ότι η οικονομική εξουσία έχει αρχίσει να περνάει στα χέρια της Ασίας. Τη στιγμή που χάνεται ο έλεγχος, παραδέχεται κανείς όλα όσα αρνούνταν προηγουμένως, για να ξορκίσει όλα όσα προκάλεσε. Ο Φίλιπ Στέφενς, αρθρογράφος των «Financial Times», αναγκάζεται να αναγνωρίσει ότι «οι παράμετροι της παγκοσμιοποίησης καθορίζονταν στη Δύση. Η απελευθέρωση των εμπορικών ανταλλαγών κα της ροής των κεφαλαίων αποτελούσε κατά κύριο λόγο ένα αμερικανικό σχέδιο. Δεν επρόκειτο για ένα εντελώς ιμπεριαλιστικό εγχείρημα. Όμως, ενώ υποτίθεται ότι όλος ο κόσμος θα επωφελείτο από την ενσωμάτωση της χώρας του στην παγκόσμια οικονομία, μια από τις θεμελιώδεις αρχές στις οποίες στηριζόταν το εγχείρημα –η οποία βέβαια δεν διατυπώθηκε ρητά- ήταν ότι το μεγαλύτερο μέρος των κερδών θα πήγαινε στους πλούσιους». Σήμερα, η Δύση «δεν μπορεί πλέον να ελπίζει ότι θα υπαγορεύει στο μέλλον τους κανόνες του παιχνιδιού» (30 Μαΐου).
Για τον χρηματοοικονομικό τομέα, όπως εξάλλου και για τους πολιτικούς ηγέτες, έφθασε η ώρα να θυσιάσουν το δευτερεύον για να σώσουν αυτό που θεωρούν σημαντικό: την ελευθερία των ανταλλαγών και την αυτορρύθμιση. Έτσι, στις στήλες των «Financial Times» έχει αρχίσει ένας διάλογος για το κατά πόσον είναι σκόπιμο να φορολογηθούν σημαντικά οι πλούσιοι, να περιοριστεί το φορολογικό ντάμπινγκ και να δοθεί στους Αμερικανούς εργαζόμενους μια μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια. Ο Σάμερς και ο Γουλφ βλέπουν στα μέτρα αυτά ένα μέσο για να αποτραπεί η απειλή του προστατευτισμού στο εμπόριο. (5, 20 και 21 Μαΐου).
Σε κάθε περίπτωση, ένα πράγμα θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο: οι πολιτικές που θα υιοθετηθούν θα αποφεύγουν την θέσπιση ενός υπερβολικά αυστηρού νομοθετικού πλαισίου. Το κύριο άρθρο των «Financial Times» προειδοποιεί : «Οι τραπεζίτες θα πρέπει να καταλάβουν ότι, εάν δεν κάνουν τίποτα για να περιορίσουν οι ίδιοι τις χειρότερες υπερβολές τους, οι αρχές που θα αναλάβουν την επιβολή ρυθμίσεων στον κλάδο θα βρεθούν πιθανότατα αντιμέτωπες με έντονες πιέσεις για να το πράξουν στη θέση τους» (8 Μαρτίου). Το οικονομικό μετεωρολογικό δελτίο προβλέπει μια νέα καταιγίδα κωδίκων δεοντολογίας, αρετής και ηθικής. Και, ποιος ξέρει, μια ελαφρά μείωση των πολύ υψηλών αμοιβών.
Σε όποιον βρίσκει διασκεδαστική την αντίφαση ανάμεσα στη σοβαρότητα της διάγνωσης και στην ελαφρότητα του συνιστώμενου φαρμάκου, προτείνουμε το τελευταίο βιβλίο του Πατρίκ Αρτίς και της Μαρί Πολ Βιράρ. (13) Η «κραυγή συναγερμού» καταγγέλλει «τις αυξανόμενες ανισότητες, τη σπατάλη των πόρων, την χρηματοοικονομική κερδοσκοπία, τον παράλογο αγώνα δρόμου για την εξασφάλιση ολοένα μεγαλύτερων κερδών, και την κατάρρευση της Ευρώπης». Για να καταλήξει στο συμπέρασμα πόσο επείγον είναι να «δοθεί μια νέα ώθηση στην αρμονική συνύπαρξη όλων μας μέσα στην κοινωνία» (σελ. 154). Ο διάλογος ανάμεσα στη Σεγκολέν Ρουαγιάλ και τον Αλέν Τουρέν κινείται προς την ίδια κατεύθυνση. (14) Από τη μια πλευρά, η σοσιαλίστρια ηγέτης εκτιμάει ότι «η παγκοσμιοποίηση απέτυχε» (σελ 98), ενώ από την άλλη ορίζει ως στόχο για το κόμμα της «να ελέγξει την παγκοσμιοποίηση για να την κατευθύνει προς την σωστή κατεύθυνση» (σελ 108). Απ’ όλα αυτά προκύπτει η έντονη εντύπωση ότι η σοσιαλδημοκρατία απευθύνει σε μια οικονομία που βρίσκεται σε κρίση τα ίδια ακριβώς ερωτήματα που θέτουν κι οι «Financial Times» και ότι, επιπλέον, δίνει τις ίδιες απαντήσεις.
«Πολίτης»