Από τις ομιλίες των δύο υποψηφίων σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι και οι δύο κατεβαίνουν ενάντια στον Μπους. Ακούγοντάς τις, όμως, κανείς πιο προσεκτικά διακρίνει τις διαφορές. Παρ’ ότι και οι δύο μιλάνε για πληθώρα εξωτερικών κινδύνων, ο Μακέιν δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη ρωσική απειλή, περιγράφοντάς τη συχνά με όρους που θυμίζουν εποχή Σοβιετικής Ένωσης. Ο Ομπάμα, από την πλευρά, τείνει να εστιάζει σε πιο ευδιάκριτες σύγχρονες απειλές, όπως η διάδοση των πυρηνικών, ο βιολογικός πόλεμος και οι κλιματικές αλλαγές.
Και ενώ και οι δύο μιλάνε για την αναβίωση της βορειοατλαντικής συμμαχίας, ο Μακέιν αναφέρεται στην ιστορική αποστολή της Αμερικής να ηγείται, ενώ ο Ομπάμα εστιάζει στην ανάγκη δημιουργίας μιας ισορροπημένης συμμαχίας με τους Ευρωπαίους. Οι διαφορές στην οπτική του καθενός δεν είναι απλώς ρητορικές, σηματοδοτούν έναν πραγματικό ανταγωνισμό στην εκτίμηση των διακυβευμάτων του σημερινού κόσμου και στον τρόπο να αντιμετωπιστούν.
Κατά κάποιον τρόπο, οι ουσιώδεις αποκλίσεις τους πηγάζουν και από τις αντίθετες καταβολές και προσωπικότητες των δύο υποψηφίων. Ο Τζον Μακέιν, 72 ετών, μεγάλωσε σε μία στρατιωτική οικογένεια κατά τη διάρκεια της κορύφωσης του ψυχρού πολέμου και είναι πιστός θαυμαστής του αμερικανικού στρατού και των αξιών του. Υπηρέτησε ως πιλότος στο αμερικανικό ναυτικό από το 1958 έως το 1981, περνώντας έξι χρόνια αιχμάλωτος πολέμου στο βόρειο Βιετνάμ.
Ο Ομπάμα, 47 ετών, μεγάλωσε με τη μητέρα του κάτω από αντίξοες συνθήκες και έζησε σε διάφορα μέρη -ανάμεσά τους και στην Ινδονησία- πριν εγκατασταθεί στην περιοχή του Σικάγο. Συχνά περιγράφει τη θητεία του ως συντονιστή κοινωνικών προγραμμάτων (community organizer) στις φτωχογειτονιές του νότιου Σικάγο, ως την πιο σημαντική εμπειρία της νεανικής του ηλικίας πριν ανακαλύψει την πολιτική.
Στα σημερινά τους πόστα, οι γερουσιαστές Μακέιν και Ομπάμα ανήκουν στο αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο, οπότε ο λόγος τους περιορίζεται στα όρια του πολιτικά ορθού. Και οι δύο δίνουν έμφαση στην προτεραιότητα να νικηθεί η τρομοκρατία και να μην αποκτήσει πυρηνικά όπλα το Ιράν. Ωστόσο, εντοπίζονται και έντονες αποκλίσεις στις θέσεις και τις αντιλήψεις τους των δύο ανδρών.
Ο Μακέιν γνώρισε τον αμερικανικό στρατό στο απόγειο της ισχύος του, τα πρώτα χρόνια του ψυχρού πολέμου. Είναι λοιπόν λογικό που η αφύπνιση της Ρωσίας αποτελεί γι’ αυτόν τον πρωτεύοντα κίνδυνο και ότι η στρατηγική άμυνας απέναντί της βασίζεται σ’ ένα ΝΑΤΟ στα χέρια της Ουάσιγκτον όπως στις απαρχές του. Οι θέσεις και το λεξιλόγιό του μοιάζουν μ’ εκείνες των προέδρων Χάρι Τρούμαν, Ντουάιτ Άιζενχάουερ και Τζον Κένεντι απέναντι στην Σοβιετική Ένωση: «Τα δυτικά κράτη οφείλουν να δείξουν ότι το ΝΑΤΟ αποτελεί ένα ενωμένο μέτωπο από τη Βαλτική ως τη Μαύρη Θάλασσα και ότι η Συμμαχία θ’ ανοίξει την αγκαλιά της σε όλες τις δημοκρατίες που θέλουν να υπερασπιστούν την δημοκρατία», έγραφε το 2007.
Μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ Γεωργίας και Ρωσίας ο βαθύτερος πολιτικός διαχωρισμός μεταξύ των δύο υποψηφίων για τον Λευκό Οίκο είχε επισκιαστεί από τις αγεφύρωτες διαφωνίες τους σχετικά με το Ιράκ και το Ιράν. Επειδή ο πόλεμος στο Ιράκ -και το τι πρέπει να γίνει εκεί- έχει κυριαρχήσει τόσο πολύ στο αμερικανικό πολιτικό σκηνικό, θα περίμενε κανείς πως οι προεδρικές εκλογές του 2008 θα καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από το συγκεκριμένο θέμα.
Σίγουρα, η διαφωνία μεταξύ των γερουσιαστών Μακέιν και Ομπάμα είναι γνωστή και σημαντική: ο πρώτος επιδιώκει τη διατήρηση της εκεί αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, ενώ ο δεύτερος προτείνει μια γρήγορη αμερικανική αποχώρηση. Όμως η συγκεκριμένη διαφωνία αποσαφηνίζει μόνο μία πλευρά, ανάμεσα σε άλλες, της αβύσσου που τους χωρίζει. Για τον Μακέιν το Ιράκ είναι το «κεντρικό μέτωπο» του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, και έτσι κάθε αποτυχία επικράτησης εκεί θα οδηγήσει σε παγκόσμια εξάπλωση του φαινομένου. Για τον Ομπάμα, όμως, το κεντρικό μέτωπο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας ποτέ δεν υπήρξε το Ιράκ. Αντίθετα, η επιτυχία σε αυτόν τον αγώνα προϋποθέτει τη μετατόπιση του μετώπου στο Αφγανιστάν και στο γειτονικό Πακιστάν. Εάν εκλεγεί, σχεδιάζει να αποσύρει τις περισσότερες αμερικανικές δυνάμεις από το Ιράκ, αυξάνοντας παράλληλα τον αριθμό στρατιωτών στο Αφγανιστάν, έτσι ώστε να καταστρέψει τις βάσεις της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν κατά μήκος των συνόρων Αφγανιστάν-Πακιστάν. Έχει, εξάλλου, υποστηρίξει τις αμερικανικές επιθέσεις με στόχο την Αλ Κάιντα μέσα στο Πακιστάν -μία τακτική που εφαρμόστηκε από τον Μπους.
Εν πάση περιπτώσει, οι διαφωνίες των δύο υποψηφίων, αν και αδιαμφισβήτητες, στη φύση τους είναι κατά βάση μεθοδολογικές, εφόσον έχουν να κάνουν κυρίως με τον τρόπο που πρέπει να διεξαχθεί ο διεθνής πόλεμος κατά της τρομοκρατίας. Παρόμοιας είναι και η αντιπαράθεσή τους στο θέμα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Μπορεί να δίνεται η εντύπωση πως οι δύο υποψήφιοι βρίσκονται σε διάσταση -με τον γερουσιαστή Ομπάμα να προτιμά άμεσες διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν με στόχο τη διακοπή του πυρηνικού προγράμματος, και με τον γερουσιαστή Μακέιν να εναντιώνεται σε τέτοιου είδους συνομιλίες- ωστόσο υποστηρίζουν εξίσου ότι ένα πυρηνικά εξοπλισμένο Ιράν είναι μη αποδεκτό και ότι η πιθανότητα στρατιωτικής επέμβασης δεν αποκλείεται.
Ο πόλεμος στη Γεωργία και η κρίση στον Καύκασο, όμως, αποκάλυψε ένα πολύ βαθύτερο χάσμα μεταξύ τους. Στα πρώτα του σχόλια σχετικά με τη σύγκρουση, ο Ομπάμα έκανε έκκληση για αυτοσυγκράτηση εκατέρωθεν και υποστήριξε την οδό των διαπραγματεύσεων. «Όλες οι πλευρές πρέπει να προχωρήσουν σε άμεσες συνομιλίες με στόχο την αποκατάσταση της σταθερότητας στη Γεωργία», διακήρυξε στις 8 Αυγούστου. Αργότερα σκλήρυνε τη στάση του, κατηγορώντας τη Μόσχα για αυθαίρετη εισβολή στη Γεωργία και ζήτησε από τις ρωσικές δυνάμεις να αποχωρήσουν -αλλά και πάλι, η προσέγγιση που προτίμησε ήταν ο διάλογος και η διαπραγμάτευση.
Αναμενόμενα, η απάντηση του γερουσιαστή Μακέιν ήταν πολύ πιο φιλοπόλεμη δεν αναφέρθηκε σε συνομιλίες ή διαπραγματεύσεις, αντιθέτως, επέμεινε ότι η Ρωσία πρέπει να καταδικαστεί απερίφραστα για την άδικη εισβολή της στη Γεωργία -καμία αναφορά δεν έγινε στη γεωργιανή επίθεση της 7ης Αυγούστου στη Νότια Οσετία (1) – και να απομονωθεί από τη διεθνή κοινότητα.
Η μεγαλύτερη απόκλιση των απόψεων των δύο υποψηφίων εντοπίζεται στις βαθύτερες επιπτώσεις της σύγκρουσης αυτής. Για τον Ομπάμα, η φθορά στις αμερικανορωσικές σχέσεις που προκάλεσε η σύρραξη στη Γεωργία θα μπορούσε να αποκατασταθεί εάν οι Ρώσοι εγκατέλειπαν την επιθετική τους συμπεριφορά : «Επιτρέψτε μου να είμαι ξεκάθαρος: αναζητούμε ένα μέλλον συνεργασίας με τη ρωσική κυβέρνηση και φιλίας με τον ρωσικό λαό», είπε στις 11 Αυγούστου. Για τον Μακέιν δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση: ο επιδιωκόμενος στόχος είναι η υποβάθμιση της Ρωσίας μέσω της πολιτικής της απομόνωσης. Με αυτό το σκεπτικό, οι επόμενες κινήσεις πρέπει να είναι η αποπομπή της Ρωσίας από τους G8, η περαιτέρω επέκταση της στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας σε φιλοδυτικά κράτη στη ρωσική περιφέρεια και, κυρίως, η επιτάχυνση των προσπαθειών να ενταχθούν η Γεωργία και η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ. Έτσι οι δύο χώρες θα έχουν εξασφαλίσει την προστασία του αμερικανικού και ευρωπαϊκού στρατού σε περίπτωση ρωσικής εισβολής.
Μολονότι ο Μακέιν δεν μιλάει ανοιχτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι προτάσεις του περιλαμβάνουν μία σημαντική στρατιωτική συνιστώσα. Έτσι, στις 11 Αυγούστου, πρότεινε οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους «να διαβουλευθούν αμέσως με την Ουκρανία και τις άλλες εμπλεκόμενες χώρες για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους». Υπογράμμισε δε, πόσο επείγουσα είναι μια τέτοια πρωτοβουλία, «την ώρα που ο ρωσικός στόλος στη Μαύρη Θάλασσα βρίσκεται σε γεωργιανά χωρικά ύδατα και διαθέτει ναυτική βάση στην Κριμαία». Παρ’ όλο που δεν το είπε ξεκάθαρα, είναι προφανές ότι ο Μακέιν μιλούσε για πιθανούς αμερικανο-νατοϊκούς στρατιωτικούς ελιγμούς, με σκοπό την απάντηση στη χρονίζουσα ναυτική παρουσία της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα.
Στην ίδια δήλωση, κάλεσε τις ΗΠΑ να ηγηθούν μιας εκστρατείας που θα «ενισχύσει την ασφάλεια του πετρελαιαγωγού Μπακού-Τιφλίδας-Τσεϊχάν» -κίνηση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη αμερικανικών στρατευμάτων στη Γεωργία, στο Αζερμπαϊτζάν και σε άλλα μέρη της περιοχής.
Το μέλλον των αμερικανο-ευρωπαϊκών σχέσεων θα εξαρτηθεί πάντως από το πρόσωπο του νέου προέδρου. Ο Ομπάμα αναφέρεται συχνά στη ζημιά που προκάλεσε στις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και είναι ανένδοτος στη δέσμευσή του για μία πιο ισότιμη σχέση. Ο Μακέιν δεν είναι αδιάφορος προς τη φθορά που προκάλεσε στις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης η μονομερής αντιμετώπιση της κυβέρνησης Μπους και ισχυρίζεται πως και αυτός θα υιοθετήσει μία πιο συνεργάσιμη στάση. Όμως στις δηλώσεις του υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί σχετικά με τα αμερικανικά πρωτεία. Σε ομιλία του στις 26 Αυγούστου, όπου επέκρινε τη στάση του Ομπάμα για την κρίση στη Γεωργία, δήλωσε ότι η Δύση επικράτησε στον Ψυχρό Πόλεμο «επειδή οι μεγάλες δημοκρατίες ενώθηκαν κάτω από τη στιβαρή και αποφασιστική αμερικανική ηγεμονία». Οι υπαινιγμοί είναι προφανείς: οι δυτικές δημοκρατίες πρέπει να ενωθούν ξανά, κάτω από την «αποφασιστική αμερικανική ηγεμονία», για να υποτάξουν τη Ρωσία.