Ένα τέτοιο σχήμα εφαρμόστηκε ήδη στην Ιταλία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος, αφού ηττήθηκε το 1995, από μια άχρωμη και δίχως πρόγραμμα κεντροαριστερά, έξι χρόνια αργότερα βγήκε και πάλι θριαμβευτής από την κάλπη. Σε καιρούς σαν αυτούς, οι ευκαιριακές συμμαχίες πολλαπλασιάζονται και στη Γαλλία του Νικολά Σαρκοζί, τόσο ανάμεσα σε κόμματα (οικολόγους, κεντρώους, σοσιαλιστές), όσο και ανάμεσα σε προσωπικότητες - ο Ντομινίκ ντε Βιλπέν ανταποκρίνεται στο αντικυβερνητικό κάλεσμα του Ολιβιέ Μπεζανσνό, με τον οποίο τον χωρίζουν σχεδόν τα πάντα. Ο στόχος είναι ένας και μοναδικός, ο αρχηγός του κράτους. Ωραία. Κι ύστερα;
Το τρίπτυχο «ευκαιριακή συμμαχία, ασαφής πολιτική πρόταση, προγραμματισμένη απογοήτευση», παραπέμπει επίσης στη σύγχρονη αμερικανική πραγματικότητα. Πριν από έναν χρόνο, η ήττα των Ρεπουμπλικάνων και το τέλος της προεδρίας του Τζορτζ Μπους επέφεραν μια πρόσκαιρη ευφορία. Όσο κι αν ένα μέρος του εκλογικού σώματος, που η μοίρα του δεν έχει βελτιωθεί, εξακολουθεί να πιστεύει στον Ομπάμα, ο ενθουσιασμός φαίνεται να ξεφουσκώνει.
Η εντατικοποίηση του πολέμου στο Αφγανιστάν απογοητεύει τους ειρηνιστές, η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας βρίσκεται πέραν των λογικών προσδοκιών, ενώ το ίδιο ισχύει και με την περιβαλλοντική πολιτική. Η λογική του «λιγότερο από καλά, αλλά καλύτερα από το τίποτα» είναι διαδεδομένη και καλλιεργεί ένα κλίμα ηττοπάθειας.
Το πολιτικό πάθος αλλάζει ξανά στρατόπεδο. Μια τέτοια αδιάκοπη τελμάτωση ενισχύει το βάρος των λόμπι και, την ίδια στιγμή, μας υποχρεώνει να αναρωτηθούμε σχετικά με την πραγματική δύναμη του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Ομπάμα δεν είναι Μπους, αυτό εξυπακούεται. Ούτε ο Ρομάνο Πρόντι ήταν Μπερλουσκόνι. Αυτό, όμως, δεν αρκεί για να μάθουμε προς τα πού βαδίζει ο Ομπάμα και για να μας προκαλέσει την επιθυμία να τον ακολουθήσουμε. Διότι, η χώρα υποφέρει. Ο δείκτης ανεργίας έχει εκτοξευθεί στα ύψη, ενώ οι τράπεζες κατάσχουν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα.
Ο πρόεδρος δεν χάνει ευκαιρία να μιλάει, να εξηγεί, να προσπαθεί να πείσει, οι ομιλίες του διαδέχονται η μία την άλλη και συχνά είναι πειστικές. Αλλά, τι μένει; Καταδικάζει στο Κάιρο τους ισραηλινούς εποικισμούς. Νέοι οικισμοί ξεφυτρώνουν κι αυτός καταθέτει τα όπλα. Υπόσχεται μια φιλόδοξη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας. Τα μέλη της Βουλής παρουσιάζουν μια γλυκανάλατη εκδοχή της κι αυτός εμφανίζεται ικανοποιημένος.
Μια μέρα, ανακοινώνει στους νεοσύλλεκτους του West Point ότι θα στείλει και άλλες δυνάμεις στο Αφγανιστάν. Λίγο μετά, παραλαμβάνει το Νόμπελ Ειρήνης. Αυτή η άσκηση θα μπορούσε να οδηγήσει στη σχιζοφρένεια. Ωστόσο, η κακοφωνία των καταστάσεων βρίσκει τη φαινομενική θεραπεία της σε μια νέα θάλασσα από λέξεις που εξισορροπούν κάθε ανακοίνωση με την υπόνοια περί του αντιθέτου. Στο τέλος, επικρατεί πάντα η επωδός «οι προοδευτικοί φίλοι μου απαιτούν το ένα, οι ρεπουμπλικάνοι φίλοι μου το άλλο. Οι μεν ζητούν πάρα πολλά, οι δε κάνουν ελάχιστες παραχωρήσεις. Εγώ επιλέγω τη μέση οδό».
Το παράδειγμα του Νίξον
Ο Ομπάμα, λοιπόν, ζήτησε από τους νεοσύλλεκτους του West Point να «επιδείξουν εγκράτεια στη χρήση της ένοπλης βίας». Κάλεσε τα μέλη της επιτροπής στο Οσλο να μετρήσουν «την ανάγκη για βία εξαιτίας της ανθρώπινης αδυναμίας και των ορίων της λογικής». Τους υπενθύμισε, επίσης, το παράδειγμα του Νίξον, ο οποίος, παρά «τις φρικαλεότητες της Πολιτιστικής Επανάστασης», δέχτηκε να συναντήσει τον Μάο στο Πεκίνο, το 1972. Καθώς, μάλιστα, ο ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ κοπτόταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα, εκείνη η συνάντηση του κόστισε... Λίγο μετά, όμως, παρηγορήθηκε διατάζοντας τον βομβαρδισμό μεγάλων πόλεων του Βιετνάμ και υποκινώντας το πραξικόπημα του Αουγούστο Πινοτσέτ στη Χιλή... Για όλα αυτά, πάντως, ο Ομπάμα δεν είπε τίποτα στην επιτροπή του Όσλο. Ως άψογος «κεντρώος», προτίμησε να αποτίσει φόρο τιμής ταυτόχρονα στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και στον Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Κι όμως, όλα είχαν ξεκινήσει ευνοϊκά. Τον Νοέμβριο του 2008, περίπου οι δύο στους τρεις Αμερικανούς σε ηλικία ψήφου (και το 89,7% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων) προσέρχονται για να ψηφίσουν στις προεδρικές εκλογές. Φέρνουν στον Λευκό Οίκο έναν υποψήφιο έξω από τα καθιερωμένα, που η προσωπική του διαδρομή και μόνο υπόσχεται πολλά για το μέγεθος της επερχόμενης αλλαγής: «Δεν έχω το συνηθισμένο γενεαλογικό δέντρο, ούτε έχω χτίσει την καριέρα μου στους διαδρόμους της Ουάσιγκτον». Για αυτόν, ακριβώς, το λόγο μπόρεσε να κινητοποιήσει τους νέους, τους μαύρους, τους ισπανόφωνους, καθώς κι ένα απρόσμενο μέρος (43%) του λευκού εκλογικού σώματος.
Έχοντας συγκεντρώσει μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων από εκείνο που κέρδισε ο Ρέιγκαν όταν εξελέγη, το 1980 (52,9% έναντι 50,7%), ο Ομπάμα μπορεί να κάνει άνετα λόγο για «λαϊκή εντολή». Εξάλλου, κανένας δεν του το αμφισβητεί. Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν ηττηθεί κατά κράτος. Η νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία τους, όπως την απέδωσε συνοπτικά και με παιδαγωγικό ύφος ο νέος πρόεδρος -«δίνεις κι άλλα σε αυτούς που έχουν τα πιο πολλά και περιμένεις ότι θα ευημερούν εις βάρος όλων»- έχει ευτελιστεί. Οι Δημοκρατικοί, παράλληλα, διαθέτουν ευρεία πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου. (1)
Τρεις μήνες πριν από την εκλογή του, ο Μπαράκ Ομπάμα είχε απευθύνει την ακόλουθη προειδοποίηση: «Το μεγαλύτερο ρίσκο που μπορούμε να πάρουμε είναι να ανατρέξουμε στις ίδιες πολιτικές μεθόδους με τους ίδιους παίκτες και να αναμένουμε διαφορετικό αποτέλεσμα. Σε στιγμές όπως αυτή, η Ιστορία μάς διδάσκει ότι η αλλαγή δεν εκπορεύεται από την Ουάσινγκτον. Καταλήγει στην Ουάσιγκτον, επειδή ο αμερικανικός λαός είναι αυτός που ξεσηκώνεται και την απαιτεί». Επομένως, η αγωνιστικότητα της βάσης θα καταφέρει να αποσείσει τον συντηρητισμό της πρωτεύουσας, όπου κατοικοεδρεύουν επίσημα όλα τα λόμπι της χώρας. Ένα χρόνο αργότερα, κι ενώ δεν παρατηρείται ίχνος κάποιου λαϊκού κινήματος, δεν προλαβαίνει πια κανείς να μετρά τους νόμους τους οποίους έχουν μπλοκάρει, λειάνει ή ακρωτηριάσει «οι ίδιες πολιτικές τεχνικές και οι ίδιοι παίκτες».
Σε ό,τι αφορά την προσωπική πορεία του καθενός, η σταδιοδρομία του σημερινού προέδρου έρχεται σε ασυμφωνία με εκείνες των προκατόχων του. Κατ’ αρχάς, για τον εμφανή λόγο που όλοι γνωρίζουμε, αλλά και γιατί δεν είναι συνηθισμένο ο ένοικος του Λευκού Οίκου, στα νιάτα του, να θυσιάζει τη δυνατότητα να κερδίσει τεράστια χρηματικά ποσά ασκώντας το επάγγελμα του δικηγόρου στη Νέα Υόρκη, λόγω της επιθυμίας του να βοηθήσει τους κατοίκους στις φτωχογειτονιές του Σικάγου. Παρ’ όλα αυτά, όταν εξετάζουμε τις επιλογές του Ομπάμα για τα μέλη του επιτελείου του, η καινοτομία φαίνεται αμέσως λιγότερο ανατρεπτική. Απέναντι σε μια υπουργό Εργασίας που πρόσκειται στα συνδικάτα, τη Χίλντα Σολίς, η οποία υπόσχεται ρήξη με τις προγενέστερες πολιτικές, βρίσκουμε μια υπουργό Εξωτερικών, τη Χίλαρι Κλίντον, ο διπλωματικός προσανατολισμός της οποίας ξεκόβει ελάχιστα από το παρελθόν, αλλά και έναν υπουργό Αμυνας, τον Ρόμπερτ Γκέιτς, άμεσο κληροδότημα της κυβέρνησης Μπους.
Ή, ακόμα, έναν υπουργό Οικονομικών, τον Τίμοθι Γκάιτνερ, ο οποίος διατηρεί υπερβολικά στενούς δεσμούς με τη Γουόλ Στριτ για να μπορεί (ή να θέλει) να τη μεταρρυθμίσει, και έναν οικονομικό σύμβουλο, τον Λόρενς Σάμερς, αρχιτέκτονα της οικονομικής πολιτικής απορρύθμισης που οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα αποπληξίας. Όσο για τον «πλουραλισμό» της ομάδας, δεν είναι κοινωνιολογικά αντιπροσωπευτικός. Είκοσι δύο από τα πρώτα τριάντα πέντε άτομα που διόρισε ο Ομπάμα, είναι πτυχιούχοι κάποιου επίλεκτου αμερικανικού πανεπιστημίου ή αριστοκρατικού βρετανικού κολεγίου.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, οι Δημοκρατικοί έχουν υποκύψει, σε μεγάλο βαθμό, στην τεχνοκρατική ψευδαίσθηση της ικανότητας, του πραγματισμού, της κυβέρνησης των καλύτερων («the best and the brightest»), των εξαίρετων και των ειδημόνων, οι οποίοι πρέπει να επιβάλλουν τη θέλησή τους σε έναν πολιτικό κόσμο που θεωρείται μονίμως ύποπτος για δημαγωγία. Μια τέτοια φιλοσοφία, με την οποία συμπλέει και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, πράγμα παράδοξο με δεδομένη την πορεία του -μήπως, άραγε, για να μην τον περάσουν για αφροαμερικανό αγωνιστή;- βλέπει τις μαζικές κινητοποιήσεις, τον «λαϊκισμό», με καχυποψία.
Εκ προοιμίου, επομένως, ήλπιζε ότι το πιο λογικό κομμάτι των Ρεπουμπλικάνων θα συμφωνούσε μαζί του για να βγάλουν από κοινού τη χώρα από το τέλμα. Και τους άπλωσε το χέρι. Μάταια. Πρόσφατα σχολίασε αυτήν την ψυχρολουσία ως εξής: «Χρειάστηκε να πάρουμε μια σειρά δύσκολων αποφάσεων χωρίς να λάβουμε βοήθεια από το κόμμα της αντιπολίτευσης, το οποίο, δυστυχώς, αφού πρωτοστάτησε στις πολιτικές που οδήγησαν στην κρίση, αποφάσισε να τη φορτώσει σε άλλους».
Παράξενη διατύπωση, αποκαλυπτική, ωστόσο: έρχεται σε αντίθεση με την εκλογική αναμέτρηση του 2008, κατά την οποία οι Ρεπουμπλικάνοι δεν «αποφάσισαν» να παραχωρήσουν τα ηνία της χώρας σε άλλους. Τους έδιωξαν από την εξουσία οι ψηφοφόροι. Αυτό δεν μπορούν να το ανεχθούν. Εξ ου και η δριμεία αντίδρασή τους.
Αναφορά στον Τρούμαν
Τον Ιούνιο του 1951, ένας Δημοκρατικός, ο Χάρι Τρούμαν, είχε εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο. Χωρίς να χρονοτριβήσει, αφιερώνεται στον αγώνα κατά του κομμουνισμού και της Σοβιετικής Ένωσης, στην άμυνα της αμερικανικής αυτοκρατορίας και στα κέρδη της General Electric. Παρ’ όλα αυτά, στα μάτια μιας σημαντικής μερίδας των ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων, ό,τι κι αν κάνει, παραμένει προδότης.
Ο γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθι ξεσπά: «Δεν θα καταλάβουμε τη σημερινή κατάσταση αν δεν κατανοήσουμε ότι άτομα που βρίσκονται στα υψηλότερα κλιμάκια του κράτους συνεργούν για να μας οδηγήσουν στον όλεθρο. Πρόκειται για μια συνωμοσία τόσο βαθιά, που επισκιάζει ό,τι άλλο έχει προηγηθεί στην Ιστορία. Μια συνωμοσία τόσο αισχρή, που όταν ξεσκεπάσουμε τον υπαίτιό της θα αξίζει να τον καταριούνται για πάντα όλοι οι έντιμοι άνθρωποι». Επί τέσσερα χρόνια, ο γερουσιαστής του Ουισκόνσιν τρομοκρατεί κάθε προοδευτικό στοιχείο που υπάρχει στη χώρα: καλλιτέχνες, συνδικαλιστές, αλλά και βασικούς κρατικούς παράγοντες, ανάμεσά τους και στρατιωτικούς.
Δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί. Εντούτοις, η ατμόσφαιρα μολύνεται και πάλι από την παράνοια των φανατικών δεξιών που πυροδοτείται από τα ραδιοφωνικά τοκ-σόου, τη διαρκή «ενημέρωση» του Fox News, τα εντιτόριαλ της «Wall Street Journal», τις φονταμενταλιστικές Εκκλησίες, τις εξωφρενικές φήμες που ξεβράζει το Ιντερνετ. Αυτή η χάβρα κυριεύει το μυαλό και απαγορεύει να σκεφτείς άλλο πράγμα. Έτσι, εκατομμύρια Αμερικανοί παθιασμένοι με την πολιτική, είναι πεπεισμένοι ότι ο πρόεδρός τους είπε ψέματα για τα προσωπικά του στοιχεία, ότι γεννήθηκε στο εξωτερικό κι επομένως δεν είχε το δικαίωμα να εκλεγεί. Παίρνουν όρκο ότι η νίκη του, παρόλο που επετεύχθη με 8.500.000 ψήφους διαφορά, είναι προϊόν νοθείας, μιας «συνωμοσίας τόσο βαθιάς...».
Η ιδέα ότι έχουν για ηγέτη έναν άνθρωπο που έζησε δύο χρόνια στην Ινδονησία, σε μουσουλμανικό σχολείο, έναν πρώην ακτιβιστή της αριστεράς, κοσμοπολίτη και διανοούμενο, τους φαίνεται αποκρουστική. (2) Πιστεύουν ακράδαντα ότι η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας θα αποτελέσει το πρελούδιο για τη δημιουργία «δικαστηρίων θανάτου», τα οποία θα αποφαίνονται ποιοι ασθενείς έχουν δικαίωμα στη θεραπεία. Τα οργισμένα αυτά τάγματα συνιστούν τον σκληρό πυρήνα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Διατηρούν δέσμιους τους εκλεγμένους εκπροσώπους τους, με τους οποίους ο καλός κεντρώος Ομπάμα υπολόγιζε να διαπραγματευθεί την πολιτική ανάκαμψης, τη μεταρρύθμιση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, τη ρύθμιση της οικονομίας.
Το πόσο φρούδη υπήρξε αυτή η ελπίδα, φάνηκε πολύ σύντομα. Λιγότερο από έναν μήνα μετά την είσοδο του νέου προέδρου στον Λευκό Οίκο, το πρόγραμμά του για αύξηση των δημοσίων δαπανών δεν κέρδισε την υποστήριξη κανενός από τους 170 Ρεπουμπλικάνους στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Τον Νοέμβριο, κατά τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, μόνο ένας βουλευτής της αντιπολίτευσης συντάχθηκε με την πλειοψηφία των Δημοκρατικών. (3) Τέλος, τον Δεκέμβριο, η νομοθεσία που στόχευε στην προστασία των καταναλωτών από τις καταχρηστικές μεθόδους των πιστωτικών οργανισμών, υιοθετήθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και αυτή χωρίς ούτε μία ψήφο από το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο. Κάθε φορά, πάντως, τα κείμενα που υποβάλλονται σε ψηφοφορία έχουν τροποποιηθεί με την ελπίδα ότι ο πρόεδρος θα μπορέσει να τα εμφανίσει ως «υπερκομματικά»...
Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά, κανένας δεν ξέρει ακόμα με τι θα μοιάζει ο νόμος στον οποίο θα βάλει την υπογραφή του ο Ομπάμα. Αρκεί, πράγματι, να μπλοκάρουν την ψηφοφορία σαράντα από τους εκατό γερουσιαστές, για να παραταθούν οι συζητήσεις επ’ αόριστον. Καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι είναι πλέον σαράντα ένας, καθένας από αυτούς, αλλά και κάθε αποστάτης από το δημοκρατικό στρατόπεδο θα μπορεί να παζαρέψει την υποστήριξή του με υψηλό αντίτιμο. Μεταξύ αυτών, ο Τζόζεφ Λίμπερμαν, ο οποίος είχε ήδη απευθύνει κάλεσμα στους ψηφοφόρους υπέρ του Τζον Μακέιν, το 2008, κατόρθωσε, με αυτόν τον τρόπο, να παρεμποδίσει τη θέσπιση μιας «δημόσιας εναλλακτικής λύσης» (public option) για τους Αμερικανούς που δεν έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες είναι ανάμεσα στους βασικούς χρηματοδότες του γερουσιαστή Λίμπερμαν...
Στις 28 Σεπτεμβρίου του 2008, τη στιγμή που το σχέδιο σωτηρίας το οποίο είχε αποδεχθεί ο υποψήφιος Ομπάμα, θα παραχωρούσε στις τράπεζες έκτακτη βοήθεια ύψους 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ένας βουλευτής της αριστεράς, ο Ντένις Κουσίνιτς, επέπληξε τους συναδέλφους του: «Είμαστε το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών ή το διοικητικό συμβούλιο της Goldman Sachs;» Η ερώτηση παραμένει αρκετά επίκαιρη, αφού πρόσφατα ο πρόεδρος έκρινε σκόπιμο να διευκρινίσει: «Εγώ δεν έκανα καμπάνια για να βοηθήσω τα μεγάλα κεφάλια της Γουόλ Στριτ».
Το 2008, ωστόσο, η Goldman Sachs, η Citigroup, η JPMorgan, η UBS και η Morgan Stanley φιγουράριζαν στη λίστα με τους είκοσι βασικούς χρηματοδότες της καμπάνιας του. (4) Την κατάσταση συνοψίζει μια φράση του δημοσιογράφου Ουίλιαμ Γκρέιντερ: «Οι Δημοκρατικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα δίλημμα: είναι δυνατόν να υπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον χωρίς να δυσαρεστήσουν τους τραπεζίτες που χρηματοδοτούν τις εκστρατείες τους»; (5)
Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδέχονται, άραγε, μεταρρύθμισης; Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το σύστημά τους χαρακτηρίζεται από την «ισορροπία των εξουσιών». Στην πραγματικότητα, αποτελείται από πολλαπλές βαθμίδες ιεραρχίας, στις οποίες βασιλεύει η εξουσία του δολαρίου. Το 2008, εκατομμύρια νέοι ξεχύθηκαν στην πολιτική αρένα θεωρώντας ότι, με αυτόν τον πρόεδρο, τίποτα πια δεν θα είναι όπως πριν.
Υψηλές προσδοκίες
Να, όμως, που και αυτός συμπεριφέρεται σαν έμπορος: αγοράζει μία ψήφο που του λείπει, φλερτάρει έναν βουλευτή τον οποίο περιφρονεί. Θα μπορούσε να κάνει αλλιώς; Η προσωπικότητα ενός ανθρώπου δεν έχει ποτέ ιδιαίτερα μεγάλη σημασία όταν έρχεται αντιμέτωπη με την τυραννία των δομών, πόσω μάλλον όταν η αντιπολίτευση αποδεικνύεται υστερική και το «λαϊκό κίνημα» περιορίζεται σε κατακερματισμένα συνδικάτα, μαύρους ακτιβιστές που επιλέγονται από την κυβέρνηση και αφελείς μπλόγκερ, οι οποίοι πιστεύουν ότι το αγωνιστικό πνεύμα φουντώνει πίσω από ένα πληκτρολόγιο. Διότι, στις ΗΠΑ, μια προοδευτική παρέκκλιση από την πορεία των πραγμάτων απαιτεί μια σχεδόν τέλεια ευθυγράμμιση των πλανητών. Αντιθέτως, ο Ρέιγκαν, για να μειώσει τους φόρους των πλουσίων, δεν χρειάστηκε καν την πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων βουλευτών...
Η προϊστορία του Ομπάμα προξένησε μια παρεξήγηση. Αφενός, γιατί συγκέντρωσε στο πρόσωπό του όλα τα βέλη και όλες τις προσδοκίες. Αφετέρου, γιατί ο συγκεκριμένος πρόεδρος των ΗΠΑ έχει πάψει από καιρό να θυμίζει τον ριζοσπάστη έφηβο που περιγράφει στα απομνημονεύματά του. Εκείνον που συμμετείχε σε συνεδριάσεις των σοσιαλιστών και δούλευε στο Χάρλεμ για έναν σύλλογο προσκείμενο στον Ραλφ Νέιντερ.
Δεν έχει πια καμία σχέση ούτε με τον αφροαμερικανό ακτιβιστή που, «για να μην τον περάσουν για προδότη, επέλεγε προσεκτικά τους φίλους του. Τους πιο μαχητικούς μαύρους φοιτητές. Τους ξένους φοιτητές. Τους Τσικάνος (6). Τους μαρξιστές καθηγητές, τις στρουκτουραλίστριες φεμινίστριες και τους ποιητές της πανκ ροκ. Καπνίζαμε τσιγάρα και φορούσαμε δερμάτινα μπουφάν. Τις νύχτες, στους κοιτώνες, συζητούσαμε για τη νεοαποικιοκρατία, τον Φραντς Φανόν, (7) τον ευρωπαϊκό εθνοκεντρισμό και την πατριαρχία». (8)
Για τους Ρεπουμπλικάνους, το παρελθόν αυτό αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος, ξένος προς την ατομικιστική κουλτούρα της χώρας, μαλθακός απέναντι στους «εχθρούς της ελευθερίας» και πρόθυμος, για αρχή, να «κάνει σοσιαλιστικό το αμερικανικό σύστημα υγείας». Μια μερίδα μαχητικών Δημοκρατικών, από την πλευρά τους, ελπίζουν ότι ο πρόεδρός τους, ο οποίος μέχρι στιγμής τους απογοητεύει, δεν θα διστάσει, μόλις μπορέσει, να δρομολογήσει μια πιο προοδευτική πολιτική, και ότι αυτή, ακριβώς, είναι η επιθυμία του.
Η αγωνία των μεν ενδυναμώνει την ελπίδα των δε. Πάντως, για να παραφράσουμε τη ρήση του δημοσιογράφου Αλεξάντερ Κόκμπερν, η αριστερά που εξετάζει ενδελεχώς τις ανθυπολεπτομέρειες των κειμένων που υποβάλλονται στο Κογκρέσο προκειμένου να εντοπίσει έστω και κάποια ψήγματα νίκης, ξέρει ότι ο χρόνος είναι μετρημένος: οι βουλευτικές εκλογές, τον ερχόμενο Νοέμβριο, κινδυνεύουν να διεξαχθούν σε ένα νοσηρό οικονομικό κλίμα. Κατά πάσα πιθανότητα, επομένως, θα αραιώσουν τις τάξεις των εκλεγμένων εκπροσώπων των Δημοκρατικών.
Εν κατακλείδι, γίνεται υπερβολικά πολύς λόγος για τον Ομπάμα. Ο άνθρωπος έχει λάβει τα χαρακτηριστικά ενός δημιουργού ικανού να δαμάζει τις κοινωνικές δυνάμεις, τους θεσμούς και τα συμφέροντα. Αυτή η ανώριμη προσωποποίηση της εξουσίας χαρακτηρίζει επίσης τη Γαλλία και την Ιταλία, μόνο που εκεί ο διάβολος έχει φωλιάσει στην άλλη πλευρά. Αρκεί να πέσει, και η χώρα θα σωθεί...
Πριν από μισόν αιώνα, περίπου, ο αμερικανός ιστορικός Ρίτσαρντ Χοφστάντερ εκλαΐκευσε την έκφραση «παρανοϊκό στιλ» για να αποδώσει αυτού του είδους την πολιτική τάση. Εκείνη την εποχή, είχε στο νου του κυρίως τη μακαρθική δεξιά και τα άμεσα υποκατάστατά της, παράλληλα, όμως, ισχυριζόταν ότι ο ιδεότυπός της θα έβρισκε, με την πάροδο των ετών, πολλές άλλες εφαρμογές.
Εδώ βρισκόμαστε τώρα. Η έξαρση του ατομικισμού, η απάθεια της διανόησης, οι υστερικές ακρότητες του δημόσιου λόγου, ο νοσηρός ρόλος των μέσων ενημέρωσης, καθώς και η παρακμή του μαρξισμού, έχουν γενικεύσει την ψευδαίσθηση, σύμφωνα με την οποία, όπως εξηγούσε ο Χοφστάντερ το 1963, «ο εχθρός, σε αντίθεση με όλους εμάς, δεν υποτάσσεται στον μεγάλο μηχανισμό της Ιστορίας, δεν γίνεται θύμα του παρελθόντος του, των επιθυμιών του, των ορίων του. Είναι ένας παράγοντας ελεύθερος, δραστήριος, διαβολικός. (...) Κατασκευάζει κρίσεις, εξαπολύει τραπεζικές χρεοκοπίες, προκαλεί οικονομικό μαρασμό, απεργάζεται καταστροφές, ευφραίνεται με αυτές και, εν συνεχεία, επωφελείται από τη δυστυχία που έχει προκαλέσει». (9)
Ένας άκρως συντηρητικός ραδιοφωνικός παραγωγός, ο Ρας Λίμπο, λέει με θυμό ότι ορισμένοι οπαδοί του Ομπάμα τον περνούν για τον Μεσσία. Δεν έχει άδικο. Τότε, όμως, γιατί ο ίδιος επιμένει να καταγγέλλει καθημερινά τον Αντίχριστο;
Τελικά, ίσως αυτό που μας θύμισε το «θαύμα» των εκλογών, τον Νοέμβριο του 2008, να είναι ότι δεν γίνονται θαύματα. Και ότι η πορεία των ΗΠΑ δεν συνδέεται ούτε με την προσωπικότητα ενός ανθρώπου ούτε με τη βούληση ενός προέδρου.
«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»