«Πρόκειται προπάντων για ένα ζήτημα οπτικής», διαβεβαιώνει ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου. Κι ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τα πράγματα δεν είναι καθόλου στενόμυαλος: επιθυμεί την εδραίωση της ειρήνης και της ασφάλειας στην περιοχή και θεωρεί ότι η χώρα του –η οποία είναι ταυτόχρονα μέλος της G20 και του ΝΑΤΟ- διαθέτει όλα τα εχέγγυα για να συμβάλλει σε αυτήν την εξέλιξη. Ο Νταβούτογλου είναι ο αρχιτέκτονας της νέας πολιτικής της Άγκυρας, η οποία στηρίζεται στην αρχή «Μηδέν προβλήματα με τις γειτονικές χώρες» και στην soft power, την εξουσία που στηρίζεται στην πειθώ και στη διαπραγμάτευση. Υπήρξε ο σημαντικότερος σύμβουλος του Τούρκου πρωθυπουργού για τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής μετά την εντυπωσιακή νίκη του Κόμματος για τη Δικαιοσύνη και την Ανάπτυξη (ΑΚΡ) στις βουλευτικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2002, ενώ από τον Μάιο του 2009 έχει επιφορτιστεί με το καθήκον της υλοποίησης της συγκεκριμένης πολιτικής.
Όπως δηλώνει ο Νταβούτογλου, «είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε το ρόλο του διαμεσολαβητή σε διάφορες συγκρούσεις, χάρη στις στέρεες σχέσεις που έχουμε οικοδομήσει με τις διάφορες εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες, κυρίως τις τουρκόφωνες (στα Βαλκάνια, στον Καύκασο, στη Ρωσία, στην Κύπρο και στη Μέση Ανατολή)». Όμως, οι φιλοδοξίες του δεν σταματούν σε αυτό το σημείο: «Έχουμε μια αντίληψη για την ασφάλεια όλων και μια αντίληψη για την ειρήνη η οποία προϋποθέτει ταυτόχρονα έναν διάλογο υψηλού επιπέδου σε πολιτικό επίπεδο, μια αλληλεξάρτηση στο οικονομικό επίπεδο, αλλά και το να λαμβάνεται υπόψη η πολιτισμική ποικιλομορφία».
Ο Νταβούτογλου δεν είναι πολιτικάντης: είναι ένας πανεπιστημιακός ο οποίος δεν έχει εκλεγεί ποτέ του σε κανένα αιρετό αξίωμα. Μάλιστα, δεν περιορίστηκε στην εκπόνηση μιας καινοτόμου εξωτερικής πολιτικής για την Τουρκία, αλλά ανέλαβε και την εφαρμογή της. Παρουσιάζει δε τον κατάλογο των επιτευγμάτων του: «61 συμφωνίες που έχουν υπογραφεί με τη Συρία· 48 με το Ιράκ· άρση της υποχρέωσης έκδοσης βίζας για τους πολίτες οκτώ γειτονικών χωρών· επίλυση του προβλήματος της προεδρίας του Λιβάνου μαζί με τη Συρία· υπογραφή δύο πρωτοκόλλων με την Αρμενία». Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν οι απόπειρες διαμεσολάβησης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, καθώς και η διεξαγωγή των έμμεσων συνομιλιών μεταξύ Συρίας και Ισραήλ την περίοδο 2007-2008. Πιστεύει δε πως «βρεθήκαμε πολύ κοντά, όχι σε μια ειρηνευτική συμφωνία, αλλά σε μια συμφωνία που θα επέτρεπε την έναρξη άμεσων διαπραγματεύσεων. Όμως, η επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα τον Δεκέμβριο του 2008 έθεσε τέλος στη δουλειά που είχαμε κάνει. Η Γάζα δεν συγκαταλεγόταν στα ζητήματα που συζητούνταν, ωστόσο η επίθεση είχε αρνητικές επιπτώσεις. Για να είναι αποτελεσματική μια διαμεσολάβηση, θα πρέπει να υπάρχει η βούληση για την επίτευξη ειρήνης. Όταν το Ισραήλ θα έχει αυτή τη βούληση, θα είμαστε έτοιμοι να το ακούσουμε».
Τούρκοι από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα συμφωνούν και αναγνωρίζουν στον υπουργό τους μια συνοχή η οποία έχει ως κίνητρα, τόσο τις οικονομικές φιλοδοξίες και την επιθυμία για μεγιστοποίηση της ασφάλειας της χώρας, όσο και μια ξεκάθαρη άποψη για το ποια θα πρέπει να είναι η θέση της χώρας στην παγκόσμια σκηνή. Αυτή η πολιτική κάνει την εμφάνισή της σε μια κρίσιμη στιγμή: η εξουσία στέλνει τον στρατό πίσω στα στρατόπεδά του, ενώ παράλληλα αποκαλύπτονται τα σκοτεινά μυστικά που κρύβει το «βαθύ κράτος» (1). Ανοίγει το δρόμο για τον εκδημοκρατισμό των δομών του κράτους, στηρίζει την ανάδυση νέων ελίτ και την αυξανόμενη παρουσία μιας ιδιαίτερα ενεργής μεσαίας τάξης.
Όπως επισημαίνει ο Ιχσάν Μπαλ, καθηγητής στην Αστυνομική Ακαδημία, «υπάρχει μια νέα δυναμική που τροφοδοτείται από το λαό, αλλά η Δύση δεν την καταλαβαίνει. Έκανε την εμφάνισή της το 2003, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλησαν να χρησιμοποιήσουν την Τουρκία ως βάση για την κατάληψη του Ιράκ. Αυτός που είπε όχι ήταν ο λαός, οι βουλευτές και το εκλογικό σώμα που τους ψήφισε».
Θα περίμενε κανείς ότι ο πληθυσμός θα ανησυχούσε κατά κύριο λόγο για την παγκόσμια οικονομική κρίση και την ανεργία, η οποία έχει φτάσει στο 15%, και σίγουρα το 30% στους νέους. Όπως ανακαλύπτουμε, ανησυχεί κυρίως για τη Γάζα. Πριν από ένα χρόνο, πέντε χιλιάδες άτομα υποδέχτηκαν κραδαίνοντας σημαίες τον πρωθυπουργό Ρεσέπ Ταγίπ Ερντογάν ο οποίος επέστρεφε από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός. Την 29η Ιανουαρίου του 2009, ο Ερντογάν είχε εγκαταλείψει μια τηλεοπτική συζήτηση με τον Ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες φωνάζοντάς του «Αυτή τη στιγμή σκοτώνετε ανθρώπους». Ο παρουσιαστής της εκπομπής δεν του είχε επιτρέψει να αντικρούσει τις δικαιολογίες που πρόβαλε ο Πέρες για τον πόλεμο ενάντια στη Γάζα που είχε εξαπολύσει ένα μήνα νωρίτερα (2). Οι Τούρκοι ενδιαφέρονται πολύ για την Παλαιστίνη. Εκτιμούν επίσης την ειλικρίνεια των αισθημάτων του Ερντογάν, τον χαρισματικό χαρακτήρα του, την ταπεινή καταγωγή του και την έντονη παρουσία της οικογένειάς του.
Ορισμένοι παρατηρητές επισήμαναν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν δυσαρεστήθηκαν από το επεισόδιο ανάμεσα στον Σιμόν Πέρες και στον Τούρκο πρωθυπουργό, δεδομένου ότι μετέτρεψε τον τελευταίο σε ήρωα για τον αραβικό και τον μουσουλμανικό κόσμο. Βέβαια, θα προτιμούσαν να δουν την Τουρκία να εκφράζει τη συμπάθειά της και για την Φατάχ και όχι μονάχα για την Χαμάς, έτσι ώστε να υπάρξει αναθέρμανση της «ειρηνευτικής διαδικασίας». Ορισμένοι άλλοι πιστεύουν ότι η υποστήριξη του Ερντογάν στην κυβέρνηση της Χαμάς (η οποία εύκολα διαφαίνεται μέσα από την πρόσκληση προς τον αρχηγό της, Χαλέντ Μεσάαλ, να επισκεφθεί την Άγκυρα) θα αποφέρει και κάποια κέρδη, για παράδειγμα την απελευθέρωση του Ισραηλινού στρατιώτη Γκιλάντ Σαλίτ, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε στις 25 Ιουνίου του 2006 και κρατείται έκτοτε στη Λωρίδα της Γάζας.
Η άνοδος στην εξουσία του ΑΚΡ το 2002 δεν εμπόδισε τη διατήρηση στενών σχέσεων με το Ισραήλ, όπως αποδείχθηκε άλλωστε και από τις προσπάθειες διαμεσολάβησης με τη Συρία. Όμως, το κλίμα άλλαξε με την ισραηλινή επέμβαση στη Γάζα το 2008. Αυτό φάνηκε από την ματαίωση των κοινών στρατιωτικών γυμνασίων τον Οκτώβριο του 2009. Τον δε Ιανουάριο του 2010, η Τουρκία αντέδρασε σφοδρότατα στην «ταπεινωτική» μεταχείριση που επιφύλαξε ο Ισραηλινός αναπληρωτής υπουργός Ντανί Αγιαλόν στον πρεσβευτή της στο Ισραήλ (3). Απείλησε να ανακαλέσει τον διπλωμάτη της και απαίτησε συγγνώμη, την οποία και πέτυχε.
Να σηματοδοτούν άραγε όλα αυτά μια ριζική αλλαγή στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες; Η Μελίχα Αλτουνιζίκ, καθηγήτρια στο Middle East Technical University της Άγκυρας, εξηγεί ότι, μετά τον πόλεμο στη Γάζα, «κάθε κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να αλλάξει την πολιτική της και να ασκήσει κριτική στο Ισραήλ, το οποίο εξάλλου οδηγείται σε ολοένα μεγαλύτερη απομόνωση εξαιτίας της στάσης των σημερινών του κυβερνώντων. Με τον Ομπάμα στην εξουσία, η στρατηγική θέση του βρίσκεται σε παρακμή». Πολλοί Τούρκοι υπογραμμίζουν επίσης ότι η χώρα τους έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία για το Ισραήλ, ακόμα και στο οικονομικό επίπεδο. Θεωρούν δε πιθανό ότι, εάν υπάρξουν συνέπειες, θα πρόκειται απλά για μια υποβάθμιση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, καθώς δεν επιθυμούν τη διακοπή των σχέσεων με το Ισραήλ· εξάλλου, ούτε και οι υπόλοιποι Άραβες επιθυμούν κάτι τέτοιο.
Όπως παρατηρεί η Αλτουνιζίκ, «οι υπεύθυνοι της περιοχής στρέφονται προς την Τουρκία και την παρακινούν να διαδραματίσει έναν εποικοδομητικό ρόλο. Το κλειδί είναι η οικονομία, όμως σημαντικό ρόλο παίζει και η προσωπικότητα του Ερντογάν. Στο κέντρο της Δαμασκού συνάντησα γυναίκες που μαθαίνουν τουρκικά εξαιτίας του! Όλα άρχισαν το 2003, όταν η Άγκυρα αντιτάχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και αρνήθηκε να τις αφήσει να χρησιμοποιήσουν τη χώρα ως βάση για τον πόλεμο στο Ιράκ. Κυριάρχησε η εντύπωση ότι, αντίθετα από τους άλλους ηγέτες της περιοχής, ο Ερντογάν είχε κατορθώσει να κάνει κάτι.
Αντίθετα, βλέπουμε ξεκάθαρα τον ανταγωνισμό που αναπτύσσεται ανάμεσα στην Άγκυρα και στην Τεχεράνη: με την ανοιχτή υποστήριξή της στη Γάζα, την εμπλοκή της στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Συρία και στο Ισραήλ και τη συμβολή της στην επίλυση της κρίσης που προκάλεσε η ανάδειξη πρόεδρου στο Λίβανο, η Τουρκία προσπάθησε να κερδίσει τις εντυπώσεις και να υποβαθμίσει το ρόλο του Ιράν. Η Άγκυρα αποκομίζει πολλαπλά πλεονεκτήματα από την επιθυμία της να επιλυθούν τα προβλήματα μέσα από τη συνεργασία: την ανάπτυξη των σχέσεών της με τις αραβικές χώρες και το Ιράν, οικονομικά οφέλη, αλλά και την εξασφάλιση της σταθερότητας σε αυτήν την περιοχή του κόσμου. Για την Τουρκία, πρόκειται για μια στρατηγική από την οποία, μακροπρόθεσμα, θα βγουν όλοι κερδισμένοι».
Ουσιαστικά, το μόνο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που διαιρεί τους Τούρκους είναι το Ιράν. Για τον Γιαβούζ Μπαϊντάρ, πολιτικό σχολιαστή του «Today’s Zaman», μιας αγγλόφωνης ημερήσιας εφημερίδας που πρόσκειται στην κυβέρνηση, δεν θα πρέπει να ανησυχούμε για όλα όσα συμβαίνουν ανάμεσα στον Ερντογάν και στον πρόεδρο Μαχμούντ Αχμαντινεζάντ: «και οι δύο τους έχουν λαϊκή καταγωγή και φέρονται σαν συνηθισμένοι άνθρωποι, αν και καθένας τους τρέφει δυσπιστία για τον άλλο». Για άλλους, οι απόπειρες διαμεσολάβησης στο ζήτημα των πυρηνικών του Ιράν είναι, στην καλύτερη περίπτωση αφελείς, ενώ στη χειρότερη επικίνδυνες. Οι αποκλίσεις στις εκτιμήσεις αντανακλούν τις δυσκολίες που υπάρχουν στο να κατανοηθούν οι φιλοδοξίες της Τεχεράνης, καθώς επίσης και τον φόβο μήπως πυροδοτηθεί μια εκρηκτική κατάσταση σε μια περιοχή που γειτονεύει με την Τουρκία.
Από τις αραβικές χώρες, εκείνη που κάνει τους Τούρκους να ονειρεύονται είναι η Συρία. Στην πανεπιστημιούπολη, οι καθηγητές μιλάνε για το ταξίδι τους στη Δαμασκό. Αν αναλογιστεί κανείς τις, για μεγάλο χρονικό διάστημα, κακές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις δύο χώρες –με τους Σύριους να υποστηρίζουν το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ) τη δεκαετία του 1980, τις διεκδικήσεις της Δαμασκού στο Χατάι (Αλεξανδρέτα) (4) ή ακόμα το ζήτημα της μοιρασιάς των υδάτινων αποθεμάτων- η σημερινή εξέλιξη μπορεί να θεωρηθεί ένα πραγματικό θαύμα.
Όσον αφορά τη Βαγδάτη, το ενδιαφέρον των οικονομικών και των κοινωνικών σχέσεων, όπως επίσης και οι προσπάθειες της Τουρκίας για να πειστούν οι ομάδες των σουνιτών να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, έχουν ως αποτέλεσμα να επικρατεί μια σχετική ηρεμία στην τουρκοϊρακινή μεθόριο, ενώ έχει γίνει απόλυτα σαφές ότι δεν πρόκειται να επαναληφθούν στο εξής ενέργειες όπως η τουρκική επίθεση που πραγματοποιήθηκε το 2007 στο Βόρειο Ιράκ εναντίον των ανταρτών του ΡΚΚ. Όμως, η Τουρκία αναπτύσσει τις σχέσεις της και με χώρες της Αφρικής, κυρίως με τη Λιβύη και το Σουδάν. Βέβαια, ο Τούρκος πρωθυπουργός διέπραξε πρόσφατα μια «γκάφα» απέναντι στο Σουδάν: πράγματι, στις 9 Νοεμβρίου του 2009, δήλωσε ότι τα εγκλήματα πολέμου των Ισραηλινών ήταν χειρότερα κι από εκείνα για τα οποία κατηγορείται ο πρόεδρος Ομάρ Αλ Μπασίρ από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (5). Τέλος, η παρουσία 1.700 Τούρκων στρατιωτών στο Αφγανιστάν, στους οποίους ανατίθενται «μη μάχιμες αποστολές», συμβάλλει στη δημιουργία μιας θετικής εικόνας για την Άγκυρα σε ολόκληρη την περιοχή.
Όμως, η Τουρκία δεν έχει στραμμένο το βλέμμα της μονάχα στον μουσουλμανικό κόσμο, στρέφει επίσης το ενδιαφέρον της προς την Ρωσία, την Σερβία, την Γεωργία, ακόμα και την Αρμενία. Με την τελευταία, στις 10 Οκτωβρίου του 2009, υπογράφηκαν δύο πρωτόκολλα για τη δημιουργία διπλωματικών σχέσεων και για το άνοιγμα των συνόρων. Τέλος, όσον αφορά το ακανθώδες ζήτημα της Κύπρου, αρχίζει να διαφαίνεται η ελπίδα ότι, με τον Γιώργο Παπανδρέου, είναι δυνατόν να υπάρξει πρόοδος σε κάποια σημεία.
Αντανακλά άραγε η νέα γραμμή της τουρκικής διπλωματίας και οι φιλοδοξίες της να διαδραματίσει αυξημένο ρόλο στην Ανατολή και στον Νότο την αναγέννηση μιας «οθωμανικής αποστολής», (6) όπως αφήνουν να εννοηθεί κάποια διάσπαρτα άρθρα του Δυτικού Τύπου ; Η έννοια δεν εμφανίζεται ούτε στο λεξιλόγιο, ούτε στην προβληματική των ηγετών και του λαού της Τουρκίας. Για τον Τεμέλ Ισκίτ, πρώην διπλωμάτη που υπήρξε τη δεκαετία του 1980 ο πρώτος γενικός διευθυντής του υπουργείου ευρωπαϊκών υποθέσεων, οι κατηγορίες περί «νέο-οθωμανισμού» αποσκοπούν στη δημιουργία της εντύπωσης ότι «η Τουρκία εξισλαμίζεται και δεν επιμένει πλέον να ενταχθεί στην Ευρώπη». Κατά τη γνώμη του, είναι αδικαιολόγητες και «προέρχονται από τις πρωτεύουσες που απορρίπτουν την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και από τον φιλοϊσραηλινό αμερικανικό Τύπο».
Στο παρελθόν, ο Ισκίτ ήταν ένας από τους συμπαθούντες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Λαού (CHP), κεντροαριστερού κινήματος της κοσμικής αντιπολίτευσης, το οποίο κατάγεται από το κόμμα που είχε ιδρύσει ο «Πατέρας της Ανεξαρτησίας» Μουσταφά Κεμάλ, ο επονομαζόμενος Ατατούρκ, και το οποίο είχε επιβάλλει στη χώρα μονοκομματικό καθεστώς. Όπως και πολλοί άλλοι, έχασε την εμπιστοσύνη του, τόσο στη γραμμή του κόμματος, όσο και στον ηγέτη του Ντενίζ Μπαϊκάλ. «Μετά από μια ολόκληρη ζωή που πέρασα υπερασπιζόμενος όσα ζητήματα αποτελούσαν ταμπού για τη χώρα (την Αρμενία, την Κύπρο, τους Κούρδους), αναθεώρησα τις απόψεις μου και αποφάσισα να εκφραστώ». Σήμερα, αρθρογραφεί στην «Taraf», μια ανεξάρτητη ημερήσια εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης.
Αποτελεί άραγε η νέα στάση της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή μια αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού; Ο Ισκίτ θεωρεί ότι «η Τουρκία κατείχε ανέκαθεν μια κομβική γεωπολιτική θέση. Όμως, εξαιτίας του “νεαρού” της ηλικίας της καθώς και του αγώνα της για την ανεξαρτησία την επομένη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και στη συνέχεια εξαιτίας του Ψυχρού Πολέμου, η χώρα μας βρισκόταν διαρκώς σε αμυντική θέση. Αυτό που άλλαξε ήταν το γεγονός ότι άρχισε να εκδημοκρατίζεται χάρη στα κριτήρια της Κοπεγχάγης, (7), τα οποία υιοθετήθηκαν πριν την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία, ενώ στη συνέχεια ο στρατός συναίνεσε να σταματήσει κάθε ανάμειξή του στην πολιτική ζωή της χώρας. Αυτός ο εκδημοκρατισμός οδήγησε σε μια νέα νοοτροπία συνεργασίας και διαπραγμάτευσης».
Ο Καντρί Γκιουρσέλ, αρθρογράφος τη ημερήσιας εφημερίδας «Milliyet» η οποία υπεραμύνεται του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, αλλά και δημοφιλής τηλεοπτικός σχολιαστής, δηλώνει ότι «ο σημερινός προσανατολισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής θα είχε υιοθετηθεί από οποιαδήποτε κυβέρνηση». Και προσθέτει: «Τα ατού μας στην εξωτερική πολιτική πολλαπλασιάστηκαν από την καλπάζουσα οικονομική ανάπτυξη της διετίας 2002-2003, από την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από την επίλυση ενός μείζονος προβλήματος ασφαλείας με την σύλληψη του Αμπνντουλάχ Οτσαλάν (8). Γινόμαστε μάρτυρες της φυσικής προσαρμογής της Τουρκίας στις πραγματικότητες της μεταψυχροπολεμικής εποχής και της παγκοσμιοποίησης, οι οποίες δημιούργησαν μια νέα δυναμική. Όμως, ένα κοσμικό κόμμα δεν θα είχε κατορθώσει να επωφεληθεί τόσο πολύ από την κατάσταση, ενώ το ΑΚΡ αισθάνεται εξαιρετικά άνετα στη Μέση Ανατολή, κυρίως με τους Σουνίτες». Ωστόσο, κατά τη γνώμη του, παρά το γεγονός ότι –για παράδειγμα- αρκετοί υπουργοί και σύμβουλοι μιλούν την αραβική γλώσσα, δεν υπάρχει «αραβικός άξονας», ούτε και αλλαγή στις συμμαχίες.
Να είναι ταυτόχρονα δυτική, δημοκρατική, μοντέρνα και μουσουλμανική
Θεωρεί δε ότι η οικονομική κατάσταση της Τουρκίας εξηγεί πολλά. «Είναι καταδικασμένη σε μια σταυροφορία η οποία θα στηρίζεται στις εξαγωγές, δεδομένου ότι δεν υπάρχει δομή εσωτερικής αποταμίευσης. Συνεπώς, οφείλει να βρει νέες αγορές, κυρίως στη Μέση Ανατολή. Σε γενικές γραμμές, αυτό λειτούργησε καλά: τα μέλη της κυβέρνησης διαχειρίζονται σωστά την οικονομία και γνωρίζουν καλά ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του εμπορίου. Έχουν, βέβαια, την τάση να κατευθύνουν όλα τα κέρδη στους δικούς τους ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο, βοηθούν την κοινωνική βάση του ΑΚΡ στην Ανατολία να δημιουργήσει μια νέα μεσαία τάξη, πράγμα που αποτελεί μια από τις βάσεις για την ανάπτυξη μιας σταθερής δημοκρατίας».
Όσο για τον Σολί Οζέλ, καθηγητή διεθνών σχέσεων στο πανεπιστήμιο Bilgi της Κωνσταντινούπολης, θεωρεί ότι η Δύση δυσκολεύεται να αποδεχθεί μια Τουρκία η οποία θα αποφασίζει η ίδια για τις προτεραιότητές της. Το ΑΚΡ, το οποίο διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, επιθυμεί τη σταθερότητα και τη δημιουργία μιας ζώνης ευημερίας και ασφάλειας στην περιοχή, αντίθετα από τις επιδιώξεις του Ισραήλ και του Ιράν. Ο Οζέλ, ο οποίος υπογραμμίζει ότι υπάρχει συνέχεια στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, επισημαίνει ωστόσο ότι «το ΑΚΡ έδωσε μια θεωρητική υπόσταση σε όλα αυτά τα ζητήματα με καλύτερο τρόπο απ’ ό,τι οι υπόλοιποι».
«Το ζήτημα του “Δυτικού” χαρακτήρα της Τουρκίας αφορά λιγότερο τον στρατηγικό προσανατολισμό της και περισσότερο το εάν θα γίνει μια πραγματική Δυτική χώρα. Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση αρνηθεί να βοηθήσει επειδή δεν κατανοεί σωστά τις κινήσεις της Τουρκίας –οι οποίες ωστόσο συμβαδίζουν με τα συμφέροντα της Δύσης- το μεγαλύτερο μέρος των διεθνών σχέσεών μας θα διεξάγεται μέσω των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, θα επιμείνει άραγε η Ουάσιγκτον να γίνει η Τουρκία μια πραγματικά Δυτική και δημοκρατική χώρα ; Όταν οι ΗΠΑ αρχίσουν να παρακινούν την Ε.Ε. ση να κάνει προόδους στο ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας, Θα είναι η απόδειξη ότι όντως φτάσαμε».
Η Άγκυρα ελπίζει ότι ο Ομπάμα θα τα καταφέρει καλύτερα από τον Τζορτζ Μπους. Ο Γιασμίν Κονγκάρ, αρχισυντάκτης της «Taraf» και ειδικός στα ζητήματα των Ηνωμένων Πολιτειών, εξηγεί ότι «ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τα πράγματα διαφέρει. Επιπλέον, έχει και ορισμένα ατού: την καταγωγή του, την πολυπολιτισμική παιδεία του, και τις γνώσεις του για τον μουσουλμανικό κόσμο. Οι Τούρκοι δεν ξεχνούν ότι ονομάζεται Χουσεΐν». Ο λόγος του στο Κάιρο, τον Μάιο του 2009, υπέρ ενός διαλόγου με το Ισλάμ και του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων, αντηχεί τις ανησυχίες και της Άγκυρας. Ωστόσο, η αποτυχία του να αποσπάσει από το Ισραήλ την ολοκληρωτική διακοπή του εποικισμού στην Παλαιστίνη και η απόφασή του να στείλει επιπλέον στρατεύματα στο Αφγανιστάν έχουν απογοητεύσει. Συνεπώς, αν ο Λευκός Οίκος θέλει να διαλύσει τη δυσπιστία της τουρκικής γνώμης, θα πρέπει να στείλει ξεκάθαρα μηνύματα στο παλαιστινιακό ζήτημα.
Η πικρία για τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι υπαρκτή και κάνει την εμφάνισή της σε κάθε συζήτηση για την εξωτερική πολιτική. Οι κατηγορίες που απευθύνονται στην κυβέρνηση –ότι δηλαδή δεν επιδίωξε την ένταξη στην Ένωση με αρκετό ενθουσιασμό- δεν έχουν πια κανένα βάρος από τη στιγμή που ο Νικολά Σαρκοζί και η Άνγκελα Μέρκελ τάχθηκαν υπέρ του Όχι. Η ιδέα ότι -με το ενισχυμένο κύρος της στην περιοχή και κυρίως στη Μέση Ανατολή- η χώρα θα είναι σε θέση να προσφέρει περισσότερα στην Ένωση γίνεται ευκολότερα δεκτή. Το ίδιο ισχύει και για την άποψη πως, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία δεν θα προσκληθεί να ενταχθεί στην Ε.Ε., ο ρόλος της στη διεθνή σκηνή θα διευρυνθεί.
Ο Ζαφάρ Γιαβάν, γενικός γραμματέας του Συνδέσμου των Βιομηχάνων και των Επιχειρηματιών της Τουρκίας (TÜSIAD) που ελέγχεται παραδοσιακά από τις παλιές κοσμικές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης, εκφράζει τη δυσαρέσκειά του επειδή «η κυβέρνηση δεν κινήθηκε αρκετά γρήγορα στο ζήτημα της Ε.Ε., ιδιαίτερα όσον αφορά τις δημόσιες προμήθειες και τα υπόλοιπα οικονομικά ζητήματα, γεγονός που δημιούργησε αμφιβολίες για την αφοσίωσή της σε αυτήν την προοπτική». Ωστόσο, μετριάζει αμέσως αυτές τις κατηγορίες υπογραμμίζοντας ότι «για την επιβράδυνση της διαδικασίας σύγκλισης ευθύνεται περισσότερο ο Σαρκοζί και λιγότερο η Τουρκία. Είτε με αυτήν την κυβέρνηση, είτε χωρίς αυτήν, η Τουρκία θα προοδεύσει γιατί οι προσπάθειες για τον εκδημοκρατισμό της χώρας που επιχειρήθηκαν από το ΑΚΡ θα συνεχιστούν, είναι μια διαδικασία που δεν μπορεί να αναστραφεί. Ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων και η επιμονή με την οποία προωθήθηκαν δεν μπορούν να συγκριθούν σε καμία περίπτωση με τις ενέργειες των προηγούμενων κυβερνήσεων».
Πίκρα προς την Ευρώπη, άνοιγμα στην Ανατολή και τον Νότο
Η Αϊσά Τσελικέλ, πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης του CHP έχει κάθε λόγο να αντιτίθεται στην κυβέρνηση του ΑΚΡ, ιδιαίτερα επειδή διευθύνει μια οργάνωση (Cagdas Yasam Dernegi) που προσφέρει ουδετερόθρησκη εκπαίδευση σε νεαρές κοπέλες. Ο φορέας βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με «τις πιέσεις που του ασκεί η εξουσία, δεκατέσσερις υπάλληλοι της οργάνωσης συνελήφθησαν από την αστυνομία χωρίς να τους έχει γνωστοποιηθεί η κατηγορία που τους βαρύνει». Μας παρουσιάζεται ως «κεμαλίστρια, αλλά ανοιχτόμυαλη» και αναγνωρίζει ότι, «με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, η κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε ένα εξισορροπητικό εγχείρημα, με ανοίγματα προς της Ανατολή και τον Νότο». Ωστόσο, διευκρινίζει: «Όσο η κυβέρνηση δεν απομακρύνεται περισσότερο από την Ευρώπη ή δεν προσεγγίζει περισσότερο το Ιράν, εγώ είμαι σύμφωνη».
Και ποια είναι άραγε η γνώμη του Αρμαγκάν Κούλογλου, απόστρατου στρατηγού και ενός από τα σημαντικότερα μέλη του νεοσύστατου Κέντρου Στρατηγικών Μελετών για την Μέση Ανατολή; Αυτοχαρακτηρίζεται ως «Ataturkcu» («πιστός στον Ατατούρκ»), αλλά όχι «κεμαλιστής», εννοώντας «υπεράσπιση του τουρκικού έθνους σε εθνοτική βάση». Σίγουρα θα θέλει να ασκήσει κριτική σε ορισμένα ζητήματα, έτσι δεν είναι ; Φυσικά, υπερασπίζεται τα παλιά δόγματα: «Ο Βόρεια Κύπρος θα πρέπει να αναγνωριστεί ως κράτος· δεν υφίσταται κουρδικό πρόβλημα· η Αρμενία οφείλει να σταματήσει να υποστηρίζει ότι υπήρξε γενοκτονία…» Ωστόσο, κι αυτός επίσης εκτιμάει ότι «δεν παρατηρείται καμία αλλαγή προσανατολισμού στις συμμαχίες, ούτε και ανατροπή τους. Απλούστατα, η κυβέρνηση επιδιώκει να αναπτύξει καλές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες, και είναι η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο συμβαίνει», χάρη στην εξέλιξη της Συρίας, του Ιράκ και του Ιράν. Δεν ασκεί καν κριτική στην κυβερνητική πολιτική στο ζήτημα της Ε.Ε., «εκτός από τις περιπτώσεις όπου κάνει παραχωρήσεις». Κι όπως εξηγεί, «θα ήταν ευχής έργο να μην ενταχθεί η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση επειδή αυτό θα σήμαινε ότι παραχωρούμε ένα μέρος της εθνικής μας κυριαρχίας. Και, δεδομένου ότι δεν είμαστε ούτε Ολλανδία ούτε Ιταλία, η παραχώρηση θα είχε επιπτώσεις στην ασφάλειά μας». Αν και υπερασπίζεται τον παραδοσιακό ρόλο που διαδραμάτιζε ο στρατός παρεμβαίνοντας στην πολιτική, ο Κούλογλου συμφωνεί ότι ο στρατός χάνει την επιρροή του και ότι στο εσωτερικό του υπάρχουν «ορισμένες φιλόδοξες συμπεριφορές οι οποίες επιβεβαιώνονται και από την υπόθεση Εργκένεκον».
Πολλοί Τούρκοι φοβούνται ότι η κυβέρνηση του ΑΚΡ μοιάζει με ζογκλέρ που παίζει με υπερβολικά πολλές μπάλες και, συνεπώς, στο τέλος, μερικές από αυτές θα πέσουν κάτω. Ορισμένοι δεν συμφωνούν με την ιδέα περί «μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες» και «εγκατάλειψης του μαστίγιου», με άλλα λόγια με την επίλυση των συγκρούσεων δια της πειθούς και των οικονομικών πλεονεκτημάτων. Κι αν το καρότο δεν λειτουργεί χωρίς το μαστίγιο ; Κι αν η Τουρκία κινδυνεύσει επειδή υπερεκτίμησε το δυναμικό της soft power που διαθέτει ;
Με τον τρόπο της, η Αλτουνιζίκ δίνει μια απάντηση σε αυτούς τους φόβους: «Για την ώρα, το ερώτημα είναι πρόωρο. Κι ύστερα, δεν λαμβάνει υπόψη το ουσιώδες: ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η εξωτερική πολιτική είναι εξίσου σημαντικός με τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται τελικά. Η Τουρκία θεωρούνταν από όλους τους γείτονές της περιφερειακή δύναμη. Σήμερα, δεν μπορεί κανείς να συζητήσει για το μέλλον πολλών περιοχών του κόσμου χωρίς να αναφερθεί σε αυτήν».