Όταν ένα κράτος βρίσκεται στην έσχατη αδυναμία να αποπληρώσει τα χρέη του, παύει... απλούστατα να τα πληρώνει, χωρίς, ωστόσο, αυτό να συνεπάγεται τη διαγραφή του από τα εμπορικά μητρώα και την εξαφάνισή του από την επιφάνεια του πλανήτη, δηλαδή, χωρίς να ρευστοποιούνται τα περιουσιακά του στοιχεία για να ικανοποιηθούν οι δανειστές του. Αντιθέτως, όταν ένα νοικοκυριό πτωχεύει, οδηγείται, μοιραία, στην κατάσχεση και στην εκποίηση της περιουσίας του. Πωλείται το αρχοντικό και τα ασημικά της οικογένειας για να πληρωθούν –εν μέρει τουλάχιστον- οι τελευταίοι μισθοί των υπηρετών και τα χρέη που έχει αφήσει η οικογένεια στον προμηθευτή τροφίμων, στον συμβολαιογράφο ή στον τραπεζίτη -αφήνουμε στη φαντασία του αναγνώστη την προσαρμογή του σεναρίου στην περίπτωση ενός νοικοκυριού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Στη δε περίπτωση μιας επιχείρησης, πωλούνται, κακήν κακώς, ο τεχνολογικός εξοπλισμός, τα ακίνητα, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, ο στόλος των οχημάτων κ.λπ., για να ικανοποιηθεί -όσο ο όρος ικανοποίηση μπορεί να ταιριάζει σε αυτήν την περίπτωση- ένα μέρος των απαιτήσεων των προμηθευτών, των τραπεζιτών, των υπόλοιπων πιστωτών και των εργαζομένων, οι οποίοι, τόσον καιρό, έκαναν υπομονή παρά τους απλήρωτους μισθούς.
Σε αντιδιαστολή με μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει δυσκολίες και η οποία δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα να «ρεφάρει» αυξάνοντας τις τιμές της τη στιγμή που οι πελάτες της την εγκαταλείπουν, ενώ ταυτόχρονα δεν είναι πάντα σε θέση να συμπιέσει τα κόστη της (κάτω από ένα ορισμένο όριο), το κράτος διαθέτει πολιτικά μέσα που του επιτρέπουν να αποφύγει το καταστροφικό σενάριο της στάσης πληρωμών. Μπορεί, κάλλιστα, να αυξήσει τα έσοδά του ή να συμπιέσει τις δαπάνες του. Όσον αφορά τα έσοδα, έχει τη δυνατότητα να «ρεφάρει» αυξάνοντας τους φόρους, «στοχεύοντας στο σωστό σημείο». Φορτώνοντας, δηλαδή, τις νέες φορολογικές επιβαρύνσεις στις πλέον εύπορες κοινωνικές τάξεις, εκείνες που αποταμιεύουν περισσότερο (1) και οι οποίες αποτελούν, εκ των πραγμάτων, τους δανειστές του κράτους. Παρόμοιο εγχείρημα θα είχε, συνεπώς, ελάχιστες επιπτώσεις στις καταναλωτικές δαπάνες του πληθυσμού.
Στην πράξη, η φορολογική αφαίμαξη στην οποία θα υποβληθεί αυτή η κατηγορία του πληθυσμού ισοδυναμεί με την κατάργηση του ιδιόρρυθμου τιμοκρατικού (2) πολιτεύματος που έχει, ουσιαστικά, επιβάλει η νεοφιλελεύθερη οικονομία και το οποίο συνίσταται στο να επιλέγουν ελεύθερα οι εύπορες τάξεις τον τρόπο με τον οποίο θα αξιοποιήσουν το πλεόνασμα του εισοδήματός τους που δεν προορίζουν για καταναλωτικούς σκοπούς: είτε να το διαθέσουν για την πληρωμή φόρου, είτε να το επενδύσουν κερδοφόρα για τη χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους, το οποίο προκύπτει από την άρνησή τους να δεχτούν το πρώτο σκέλος του παρόντος διλήμματος. Κάθε φορά που τίθεται το δίλημμα με τους παραπάνω όρους, λοιπόν, εύκολα μπορεί να υποψιαστεί κανείς ότι η αύξηση της φορολογίας των εύπορων τάξεων αποτελεί, για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, την επιλογή που προσπαθούν να αποφύγουν όσο περισσότερο γίνεται.
Εάν αποκλειστεί το σκέλος των εσόδων, εάν το κράτος παραιτηθεί από την επιβολή φόρων, θα διατηρήσει τη δυνατότητα να πετσοκόψει τις δημόσιες δαπάνες -και συνεπώς, αναγκαστικά, την παραγωγή δημόσιων υπηρεσιών- μειώνοντας τους μισθούς, τις συντάξεις, τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων ή τις δημόσιες προμήθειες. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι προχωράει σε τέτοιου είδους περικοπές. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι έτσι δεν θα εξοικονομήσει τα ποσά που προσδοκά. Για παράδειγμα, στη Γαλλία, η μη αντικατάσταση ενός στους δύο δημοσίους υπαλλήλους που συνταξιοδοτούνται, εξασφαλίζει στα δημόσια ταμεία την εξοικονόμηση ενός ποσού της τάξης των 500 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, τη στιγμή που η (τεράστια) μείωση του ΦΠΑ στον κλάδο της εστίασης, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης, έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια φορολογικών εσόδων 3 δις ευρώ κάθε χρόνο. Επιπλέον, οι απαλλαγές από τις ασφαλιστικές εισφορές που χορήγησε το κράτος στους εργοδότες -και τις οποίες, υποτίθεται, ότι το κράτος θα καταβάλει στα ασφαλιστικά ταμεία για να αντισταθμιστεί η απώλεια των εσόδων τους- ανέρχονται σε 25 δις ευρώ…
Εάν, παράλληλα με τα φορολογικά δώρα προς τον επιχειρηματικό κόσμο, το ύψος των φορολογικών εσόδων παραμείνει στάσιμο εξαιτίας ενός μετριότατου, διόλου ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, ο οποίος στηρίζεται σε ένα παγκοσμιοποιημένο και βαθύτατα υφεσιογόνο χρηματοπιστωτικό καθεστώς, τότε η υπόθεση της παύσης της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους δεν αποτελεί ένα σενάριο εντελώς αδιανόητο, κι αυτό όχι μονάχα για την Ελλάδα, αλλά και για χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Πόσω μάλλον που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το στοιχείο που θα βαρύνει δεν είναι η ορθολογική εξέταση της κατάστασης στην οποία βρίσκονται τα οικονομικά καθενός κράτους, αλλά η ιδέα που έχουν σχηματίσει γι’ αυτά οι δανειστές του και οι κερδοσκόποι. Όμως, από τη στιγμή που οι παίκτες των χρηματαγορών αρχίζουν να γοητεύονται από την πιθανότητα επαλήθευσης ενός σεναρίου καταστροφής -κι αν κάτι τους ενθουσιάζει, είναι οι τάσεις που προσφέρονται για στοιχήματα- οι ίδιοι πυροδοτούν μαζικές κινήσεις αγορών ή πωλήσεων, οι οποίες μετατρέπουν την τάση στην οποία είχαν στοιχηματίσει –είτε αυτή είναι ανοδική, είτε πτωτική- σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Από αυτή την άποψη, η αύξηση των επιτοκίων του δημόσιου χρέους ορισμένων χωρών (αυτό που αποκαλείται «ομολογιακό κραχ») οφείλεται, πράγματι, σε μεγάλο βαθμό, σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία της οποίας τα χειροπιαστά αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τα αρχικά στοιχήματα.
Όσον αφορά τα κράτη, πάντως, σε κανένα εγχειρίδιο των οικονομικών επιστημών δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια το ανώτατο ανεκτό όριο υπερχρέωσης και αύξησης των επιτοκίων του δημόσιου χρέους, καθώς αυτά τα μεγέθη αυξάνονται με ρυθμό χιονοστιβάδας. Το όριο αυτό εξαρτάται από τα περιθώρια της κοινωνικής και της πολιτικής ανοχής, που επιτρέπουν να καταστρέφονται αδιαμαρτύρητα οι παραγωγικές δυνατότητες του κράτους, προς όφελος της αποπληρωμής των τόκων του χρέους που καταλήγουν στα χέρια ιδιωτικών συμφερόντων. Σύμφωνα με το θεώρημα του Φερνάν Ρεϊνό, (3) πριν ξεχειλίσει το ποτήρι, μπορεί να μεσολαβήσει «ένας κάποιος χρόνος». Ναι, αλλά πόσος; Μέχρι πότε;
Από τη στιγμή που θα ξεπεραστεί το ανώτατο ανεκτό όριο υπερχρέωσης, η στάση πληρωμών δεν είναι πλέον πολύ μακριά. Εκτός από μια επιχείρηση επείγουσας διάσωσης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο –την οποία, όμως, ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αναφερόμενος στην περίπτωση της Ελλάδας, χαρακτήρισε «ταπεινωτική»- το μόνο που απομένει είναι η δυνατότητα της χρηματοδότησης μέσα από την παραγωγή χρήματος. Ο αμερικανός μετακεϊνσιανός οικονομολόγος, Τόμας Πάλεϊ, προτείνει η ΕΚΤ να δημιουργήσει ένα σύστημα δικαιωμάτων νομισματικής αναχρηματοδότησης μέρους των δημοσίων χρεών. Τα δικαιώματα δανεισμού από την ΕΚΤ –δηλαδή το χρήμα που θα παραγόταν με αυτήν την ευκαιρία- θα μπορούσαν να χορηγηθούν στις χώρες της ευρωζώνης με βάση ετήσιες ποσοστώσεις, οι οποίες θα διαμορφώνονταν ανάλογα με τη σημαντικότητα κάθε χώρας, αλλά και με τη συγκυρία που επικρατεί σε αυτήν. (4) Με ένα τέτοιο εγχείρημα θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα είδος «αυτόματου σταθεροποιητή». Δανείζοντας τα κράτη με χαμηλό κόστος, το ίδρυμα το οποίο διευθύνει ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ θα ενεργούσε, στην περίπτωσή τους, με τον ίδιον, ακριβώς, τρόπο που ενήργησε για τη σωτηρία των τραπεζών, το 2008 και το 2009.
Το πρόβλημα της πρότασης -η οποία, ωστόσο, είναι ορθή κι εύστοχη όσον αφορά την ουσία της- είναι ότι το καταστατικό της ΕΚΤ έχει επίτηδες σχεδιαστεί κατά τρόπο ώστε να της απαγορεύει την άμεση αναχρηματοδότηση των κρατών μελών, με στόχο να προληφθεί οποιαδήποτε δημοσιονομική παρεκτροπή που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένδειξη «χαλαρότητας». Όμως, τόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση, όσο και σε άλλες, είναι προφανές ότι η μέθοδος που επιλέχθηκε στερείται αποτελεσματικότητας…
Υπάρχει, προφανώς, και άλλη εναλλακτική λύση. Χωρίς να σφετεριστούν τον ρόλο του συμβούλου του Μεγάλου Βεζύρη, τον οποίο κατέχει –με τρόπο εξαιρετικά επικερδή για την ίδια- η Goldman Sachs, (5) τα ευρωπαϊκά κράτη θα μπορούσαν να υποχρεώσουν τις τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους να αναχρηματοδοτήσουν τις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Στον βαθμό που τίτλοι χρέους φθάνουν στη λήξη τους, οι τράπεζες θα μπορούσαν να εξαναγκαστούν να αγοράσουν τους νέους τίτλους που τους αντικαθιστούν. Οι τράπεζες θα κληθούν να υποκαταστήσουν τους –υπερβολικά παραδόπιστους- «ραντιέρηδες» (6) και να παρέχουν πίστωση στα κράτη με βάση ένα επιτόκιο για το οποίο θα έχει θεσπιστεί ένα ανώτατο επιτρεπόμενο όριο. Με αυτόν τον τρόπο, για να καταφύγουμε και σε μια παροιμία, οι τράπεζες που πήγαιναν για μαλλί θα βγουν κουρεμένες, και μάλιστα αρκετά κοντοκουρεμένες!
Τα νομισματικά και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα της ευρωζώνης έχουν ήδη στην κατοχή τους ένα ενεργητικό δανείων ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ υπό μορφή πιστώσεων που έχουν χορηγήσει σε κρατικές οντότητες (κράτη, περιφέρειες, δημόσιες επιχειρήσεις κ.λπ.), καθώς και 1,5 τρισ. ευρώ υπό μορφή κρατικών τίτλων. Με λίγα λόγια, πρόκειται για ποσά που είναι οκταπλάσια ή δεκαπλάσια του συνολικού δημόσιου χρέους της Ελλάδας. (7) Με αυτόν τον τρόπο, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία παλαιότερα (δηλαδή προτού οι ίδιες οι τράπεζες δημιουργήσουν όλους τους κινδύνους που απειλούν σήμερα την οικονομία και τα κράτη) διψούσαν, κυριολεκτικά, για κρατικούς τίτλους που θεωρούσαν ότι δεν εγκυμονούν κανέναν κίνδυνο, θα λάμβαναν τη δίκαιη πληρωμή για τη συμπεριφορά τους.
Ένας τέτοιος τρόπος δράσης, πέρα από τη διευκόλυνση που εξασφαλίζει, θα μπορούσε να προσφέρει και άλλα πλεονεκτήματα. Για παράδειγμα, να επιτρέψει στην ΕΚΤ να κρατήσει τις αποστάσεις της από το εγχείρημα, δεδομένου ότι δεν θα εμφανίζεται άμεσα ως δανείστρια, ενώ, σε τελική ανάλυση, εν μέρει, αυτό θα είναι. Κι αυτό γιατί οι τράπεζες που θα εξαναγκαστούν να αγοράσουν το ελληνικό χρέος ή άλλο, θα υποχρεωθούν να αναζητήσουν από την ΕΚΤ την αναχρηματοδότηση ενός μέρους του ποσού που διέθεσαν γι’ αυτόν τον σκοπό, δίνοντάς της, σε αντάλλαγμα, τίτλους βαθμολογημένους με υψηλή αξιολόγηση από τους αρμόδιους οίκους. Σε αυτούς τους τίτλους θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται και τίτλοι του χρέους κρατών μελών της ευρωζώνης, τους οποίους ήδη διαθέτουν και οι οποίοι γίνονται –κατά τακτά χρονικά διαστήματα- δεκτοί από την ΕΚΤ όταν της ζητείται αναχρηματοδότηση. (8) Συνεπώς, κάτι τέτοιο δεν είναι αδύνατο.
Το δεύτερο πλεονέκτημα της πρότασης είναι ότι θα μπορούσε να καθιερώσει ένα είδος αμοιβαιότητας ανάμεσα στις τράπεζες και στα κράτη. Δεδομένου ότι τα τελευταία επενέβησαν μαζικά για να διασώσουν τις πρώτες, οι τράπεζες έχουν, τώρα, την ευκαιρία να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους, σπεύδοντας, με τη σειρά τους, να βοηθήσουν τα κράτη -βέβαια, παρόμοια κατάληξη φαντάζονται μόνον όσοι αρέσκονται σε ηθικοπλαστικούς μύθους… Τέλος, δεδομένου ότι το όλο εγχείρημα συνεπάγεται έξοδα για τις τράπεζες, η συγκεκριμένη λύση θα σήμαινε ότι οι υπεύθυνοι για την κρίση θα αναγκαστούν να πληρώσουν ένα μέρος από τον «λογαριασμό» της. Γιατί, εάν, όπως συμφωνούν οι οικονομολόγοι, η χρηματοοικονομική κρίση εξηγεί το ήμισυ της βουτιάς των δημοσίων ελλειμμάτων (μέσα από την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και την απώλεια φορολογικών εσόδων που αυτή συνεπάγεται), τότε η καθιέρωση ενός ανώτατου ορίου για τα επιτόκια που εισπράττουν οι τράπεζες θα αποτελούσε μια πολύ μικρή συμβολή του χρηματοοικονομικού τομέα στην αποκατάσταση των ζημιών που ο ίδιος προκάλεσε.
Όμως, σε τελική ανάλυση, ένα τέτοιο μέτρο -το οποίο, λογικά, μπορούμε να κατατάξουμε στην άκρα… κεντροδεξιά της πολιτικής σκηνής- έχει λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας, εξαιτίας πλήθους λόγων, που ελάχιστη σχέση έχουν με την οικονομική λογική: μέθοδος που θεωρείται πληθωριστική και συνεπώς ασύμβατη με την επικρατούσα νομισματική ορθοδοξία, αντίδραση των ραντιέρηδων απέναντι στην προοπτική της ίδιας τους της ευθανασίας, αποκλίσεις συμφερόντων ανάμεσα στις χώρες της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης κ.λπ..
Σε αυτήν την περίπτωση, θα μπορούσε να εξεταστεί η έσχατη λύση, δηλαδή, η άρνηση του χρέους. Τα κράτη που βρίσκονται αντιμέτωπα με απόλυτη αδυναμία εξεύρεσης χρηματοδότησης –ακόμα και κάτω από τους πλέον ταπεινωτικούς κι εξοντωτικούς όρους- διαθέτουν ένα τελευταίο καταφύγιο: να αποφασίσουν να απαλλαγούν από ένα μέρος του φορτίου που τα βαρύνει, χωρίς, ωστόσο, να πάψουν να είναι κράτη. Η έκταση της μείωσης του χρέους στην οποία θα προχωρήσουν, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές (ποιοί είναι όμως και πού βρίσκονται;) ή μονόπλευρης απόφασης που θα επιβληθεί στους δανειστές, είτε με τη μορφή μείωσης του ονομαστικού ποσού του τίτλου που έχει φθάσει στη λήξη του, είτε με την αναστολή, για μερικά εξάμηνα, της πληρωμής των οφειλόμενων τόκων, χωρίς καν να υπάρχει η ελπίδα ότι αυτά τα ποσά θα καταβληθούν κάποτε στο μέλλον. Ωστόσο, με μεγάλη μου ευχαρίστηση θα συμβούλευα κάθε ενδιαφερόμενο, ο οποίος, ενδεχομένως, θα οδηγηθεί σε αυτήν την ακραία στάση, να «κάνει χοντρό παιχνίδι» και να αρνηθεί την πληρωμή του συνόλου του χρέους. Γιατί, όποια κι αν είναι η μείωση του ονομαστικού ποσού του χρέους στην οποία θα προχωρήσει μια χώρα, το αποτέλεσμα θα είναι η μόνιμη κατακραυγή και η κακή φήμη -οι πάντες θα τη θεωρούν κακοπληρωτή. Και, δεδομένου ότι αυτήν την παρτίδα δεν την παίζει κανείς εκατό φορές, συμφέρει να αποκομίσει με μία και μόνη κίνηση τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό πλεονεκτημάτων.
Καταργώντας μονομιάς το χρέος του, ένα κράτος που βρίσκεται στα πρόθυρα της ασφυξίας ξαναβρίσκει αυτόματα μια πολύτιμη ανάσα, η οποία αντιστοιχεί στο ετήσιο ποσό των τόκων που καταβάλλει στους δανειστές του. Εάν, μάλιστα, το ποσό που εξοικονομείται δεν είναι μικρότερο από το ύψος του τρέχοντος ελλείμματός του, μπορεί να ξαναρχίσει μια κανονική ζωή. (9) Βέβαια, οι δανειστές θα ζήσουν άσχημες στιγμές. Θα υποχρεωθούν να πληρώσουν εφάπαξ το σύνολο των φόρων που απέφυγαν να καταβάλλουν επί μια ολόκληρη εικοσαετία, δεδομένου ότι προτιμούσαν κυβερνήσεις που χρεώνονται καταφεύγοντας σε αυτούς, αντί για κυβερνήσεις που θα τους φορολογούσαν.