«Οι οικολόγοι και η γενιά του Μάη του ’68 έδωσαν τη θέση τους σε επαγγελματίες!»: Με αυτά τα λόγια συνόψισε την κατάσταση, τον Ιούνιο του 2009, ένας τεχνικός του συνεταιρισμού Terres du Sud που οργάνωσε στον νομό Λοτ-ε-Γκαρόν ημερίδα για την «ανακάλυψη» και την προώθηση των εντατικών μονάδων εκτροφής… βιολογικών κοτόπουλων. Υποτίθεται ότι οι προσκεκλημένοι αγρότες θα πείθονταν από τις επιδόσεις των μονάδων που παραδίδει «με το κλειδί στο χέρι» ο συνεταιρισμός, όπως επίσης και από τις πιστώσεις και τις κρατικές ενισχύσεις που υπόσχεται ότι θα τους εξασφαλίσει. Πράγματι, για να είναι σε θέση να τροφοδοτούν τα δίκτυα των σουπερμάρκετ και της μαζικής εστίασης (1), οι ισχυροί αγροτικοί συνεταιρισμοί που έχουν αναπτύξει στενούς δεσμούς με τη βιομηχανία τροφίμων, επιδίδονται πλέον σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό για την παραγωγή βιολογικών κοτόπουλων, προϊόντων «υπεράνω υποψίας». Επωφελούνται δε από τους καινούργιους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι επιτρέπουν σε έναν πτηνοτρόφο να παράγει έως και 75.000 βιολογικά κοτόπουλα κρεατοπαραγωγής το χρόνο και καταργούν τους περιορισμούς όσον αφορά το μέγεθος των πτηνοτροφικών εγκαταστάσεων για τις βιολογικές κότες ωοπαραγωγής.
Οι συνεταιρισμοί αυτοί κατάλαβαν ότι μπορούν να κερδίσουν πολλά χρήματα από έναν τύπο γεωργίας τον οποίο έως τώρα προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να δυσφημήσουν. Για να το επιτύχουν, αρκούσε να εφαρμόσουν και σε αυτόν τον κλάδο τις δικές τους μεθόδους. Όπως εξηγεί ο Ντανιέλ Φλοραντέν, μέλος της Αγροτικής Συνομοσπονδίας (2), πρώην ιδιοκτήτης βιολογικού πτηνοτροφείου, ο οποίος συνεργαζόταν με τον συνεταιρισμό της νοτιοδυτικής Γαλλίας Maisadour, «οι παραγωγοί δεσμεύονται από εξαιρετικά αυστηρά συμβόλαια και χάνουν κάθε περιθώριο αυτονομίας. Χρεώνονται βαρύτατα, για διάστημα τουλάχιστον είκοσι ετών, και οφείλουν να παραδίδουν το σύνολο της παραγωγής τους στον συνεταιρισμό, ο οποίος δεσμεύεται να την απορροφά, χωρίς όμως και να τους προσφέρει μια τιμή καθορισμένη εκ των προτέρων. Πρόκειται για ένα σύστημα απόλυτης καθετοποίησης της παραγωγής, το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο στα συμβατικά πτηνοτροφεία όπου πραγματοποιείται υπερεντατική εκτροφή».
Από το 1999, λόγω του ενδιαφέροντος των καταναλωτών για την υγεία τους αλλά και για το περιβάλλον, η κατανάλωση βιολογικών τροφίμων στη Γαλλία αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 10%. Το 2009, παρ’ όλη την οικονομική κρίση, ο κύκλος εργασιών των βιολογικών προϊόντων αυξήθηκε κατά 19% (3). Η αγορά, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούνταν περιθωριακή, μετατράπηκε σε πολλά υποσχόμενο κλάδο, στον οποίο εισήλθαν οι μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ μέσω των οποίων πραγματοποιείται πλέον περισσότερο από το 45% των πωλήσεων των βιολογικών τροφίμων.
Όμως, το 2009, παρά την αύξηση του ρυθμού μετατροπής των συμβατικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων σε βιολογικές, μονάχα το 2,46% της χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης αποτελούνταν από βιολογικές καλλιέργειες. Για να ικανοποιηθεί η ζήτηση των καταναλωτών, οι επιχειρήσεις που κυριαρχούν στην αγορά των βιολογικών προϊόντων έχουν δύο επιλογές: τη μαζική προσφυγή στις εισαγωγές και την ανάπτυξη μιας εντατικής, βιομηχανικού τύπου βιολογικής γεωργίας.
Η έννοια της βιολογικής γεωργίας γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη ως αντίδραση στο μοντέλο της γεωργίας που γενικεύτηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο οποίο κυριαρχούσε η χρήση των χημικών προϊόντων και η παραγωγικίστικη λογική. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ένα δίκτυο μικροκαλλιεργητών της βιολογικής γεωργίας και καταναλωτών δημιούργησε την οργάνωση Nature et Progrès (Φύση και Πρόοδος). Η οργάνωση προσέλκυσε σημαντικό τμήμα των αστικών πληθυσμών που αποφάσισαν την επιστροφή στη φύση και στην ύπαιθρο και ανέπτυξε ισχυρούς δεσμούς με οικολογικά και πολιτικά κινήματα, όπως το αντιπυρηνικό κίνημα και το συνδικάτο Paysans-Travailleurs (Αγρότες-Εργαζόμενοι) τη δεκαετία του 1970 ή, από τη δεκαετία του 1990, την Confédération paysanne και το κίνημα ενάντια στους Γενετικά Τροποποιημένους Οργανισμούς. Εξαιτίας αυτών των επιρροών, η Nature et Progrès ενσωμάτωσε στο καταστατικό της αρχές όπως η άρνηση των συνθετικών χημικών προϊόντων, η χρησιμοποίηση φυσικών μεθόδων, η διαφοροποίηση και η εναλλαγή των καλλιεργειών, η αυτονομία των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, η προάσπιση των συμφερόντων των μικροκαλλιεργητών, η βιοποικιλότητα, η παραγωγή των σπόρων από τους ίδιους τους αγρότες και όχι από τις πολυεθνικές, η διατροφική ασφάλεια και ο στόχος της κάλυψης των βασικών αναγκών μιας χώρας σε τρόφιμα από την εγχώρια παραγωγή… Καθώς το ζητούμενο είναι να αποκτήσει ξανά ένα νόημα η κατανάλωση και να αποκατασταθούν οι κοινωνικοί δεσμοί που είχαν διαρραγεί, η πώληση των βιολογικών προϊόντων πραγματοποιείται μέσω της τοπικής αγοράς, των λαϊκών αγορών και των συνεταιρισμών καταναλωτών, οι οποίοι θα αποτελέσουν τη βάση για τη δημιουργία του δικτύου των Biocoop (4). Το 1972, το καταστατικό της Nature et Progrès αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη σύνταξη του καταστατικού της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Κινημάτων της Βιολογικής Γεωργίας (Ifoam), στο οποίο τα γεωπονικά κριτήρια συνδυάζονταν με οικολογικούς, κοινωνικούς και ανθρωπιστικούς στόχους.
Στην αγορά, οι μεσάζοντες είναι βασιλιάδες
Όμως, το αγροτικό, όπως και το κοινωνικό κίνημα που συνδέεται στενά με τη βιολογική καλλιέργεια, δεν κατόρθωσε να αποκτήσει την απαιτούμενη συνοχή. Τη δεκαετία του 1980, οι προδιαγραφές που έχει θεσπίσει η Nature et Progrès συνυπάρχουν με περίπου δεκαπέντε άλλες προδιαγραφές που προωθούνται από διάφορα κινήματα. Το 1991, με αφορμή τη σύγχυση που επικρατεί στον κλάδο, οι Βρυξέλες επιβάλλουν ενιαίες προδιαγραφές που ισχύουν για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση· η υιοθέτησή τους από το γαλλικό κράτος θα οδηγήσει στη δημιουργία του εθνικού σήματος ΑΒ. Οι -ιδιωτικοί και κερδοσκοπικοί- οργανισμοί πιστοποίησης λειτουργούν με τρόπο εντελώς αντίθετο από τον «συμμετοχικό έλεγχο» που εφαρμοζόταν προηγουμένως, στον οποίο κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτιζαν επιτροπές παραγωγών, καταναλωτών και μεταποιητών των βιολογικών προϊόντων.
Τότε, η Nature et Progrès βρέθηκε αντιμέτωπη με μια σοβαρή κρίση. Ορισμένα μέλη της αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν το νέο σήμα. Όμως, κάποια άλλα μέλη της δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον πειρασμό να συμμετάσχουν στην πιστοποιημένη με το εθνικό σήμα αγορά, που γνώριζε μεγάλη άνθηση, κι έτσι εγκατέλειψαν την οργάνωση. Όπως εξηγεί ο Ζορντί Βαν ντεν Ακέρ, πρώην πρόεδρος της οργάνωσης, «η πιστοποίηση ευνόησε τη δημιουργία μεγάλων καθετοποιημένων δικτύων στον κλάδο, εις βάρος των δικτύων του αλληλέγγυου εμπορίου. Η οικολογία και ο κοινωνικός χαρακτήρας, που αποτελούν για μας σημαντικές αξίες της βιολογικής γεωργίας, δεν αποτελούν πλέον κυρίαρχα χαρακτηριστικά του οικονομικού κλάδου. Το εθνικό σήμα και ο ευρωπαϊκός κανονισμός επέτρεψαν τη δημιουργία μιας διεθνούς αγοράς, η οποία διευκολύνει την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων, το εμπόριο και τον ανταγωνισμό. Εμείς δεν θεωρούμε ότι όλα αυτά μας εκφράζουν».
Ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου του 2009, επιτρέπει -μεταξύ άλλων- την παρουσία 0,9% γενετικά τροποποιημένων οργανισμών μέσα στα βιολογικά τρόφιμα, ενώ παράλληλα θεσπίζει και εξαιρέσεις με βάση τις οποίες επιτρέπεται η χρήση ορισμένων χημικών προϊόντων (5). Σύμφωνα με τον Γκι Καστέ, κτηνοτρόφο στην περιοχή του Ερό και ακτιβιστή της Nature et Progrès, «η βιολογική γεωργία είναι εντελώς ασύμβατη με τους Γενετικά Τροποποιημένους Οργανισμούς. Εμείς εξακολουθούμε να απαιτούμε την απόλυτη απαγόρευση των ΓΤΟ στα βιολογικά προϊόντα! Ο νέος κανονισμός θεσπίζει προδιαγραφές και δεν ενδιαφέρεται πλέον για τις γεωργικές πρακτικές. Ενώ προηγουμένως δινόταν έμφαση στις χρησιμοποιούμενες καλλιεργητικές μεθόδους, τώρα έχουμε περάσει σε μια λογική αποτελέσματος: τι επίπεδα υπολειμμάτων χημικών ουσιών ανιχνεύονται στο προϊόν που διατίθεται στο εμπόριο; Με αυτόν τον τρόπο ανοίγει διάπλατα η πόρτα για τη γενίκευση μιας βιομηχανικού τύπου βιολογικής γεωργίας».
Σε αυτή τη διαδικασία, οι γεωργικοί συνεταιρισμοί παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Χάρη στην παραγωγή ζωοτροφών με τις οποίες προμηθεύουν τα πτηνοτροφεία, τα περιθώρια κέρδους τους είναι σημαντικά. Ο παλαιότερος γαλλικός κανονισμός που ίσχυε για τη βιολογική γεωργία απαιτούσε από κάθε βιολογικό πτηνοτροφείο να παράγει το ίδιο το 40% των ζωοτροφών που χρησιμοποιούσε. Ο δεσμός με τη γη και με τον τόπο δεν υπάρχει πλέον στον νέο ευρωπαϊκό κανονισμό. Πλέον, ο πτηνοτρόφος αγοράζει από τον συνεταιρισμό το σύνολο των ζωοτροφών που χρησιμοποιεί (δηλαδή κατά κύριο λόγο σόγια). Το 2008, η παραγωγή βιολογικών κοτόπουλων στη Γαλλία αυξήθηκε κατά 17%, ενώ αντιθέτως η παραγωγή βιολογικής σόγιας στη χώρα μειώθηκε κατά 28%, καθώς η εισαγόμενη σόγια είναι πιο φθηνή.
Τον Νοέμβριο του 2008, αποσύρθηκαν από την γαλλική αγορά 300 τόνοι βιολογικής πίτας από υπολείμματα σπόρων σόγιας επειδή ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα μελαμίνης, μιας ιδιαίτερα τοξικής ουσίας. Η ποσότητα αυτή είχε εισαχθεί από την Κίνα από μια θυγατρική του συνεταιρισμού Terrena. Βέβαια, έκτοτε ο συνεταιρισμός σταμάτησε τις εισαγωγές του από τον ασιατικό γίγαντα· όμως, για να εξασφαλίσει τις ποσότητες που χρειάζονται τα πτηνοτροφεία της δυτικής Γαλλίας, έχει στραφεί στη διεθνή αγορά, στην οποία κυριαρχούν οι πάσης φύσεως ενδιάμεσοι, οι οποίοι δεν φημίζονται για τις καλές σχέσεις τους με τη διαφάνεια.
Στην αγορά της βιολογικής σόγιας υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα στη σόγια που εισάγεται από την Ιταλία (και μπορεί να έχει παραχθεί στην Πολωνία ή στη Ρουμανία) και σε εκείνη που εισάγεται από τη Βραζιλία. Η τελευταία καλλιεργείται αφενός από μικροκαλλιεργητές της ομόσπονδης πολιτείας του Παρανά, οι οποίοι εξαρτώνται από τις μεγάλες εξαγωγικές εταιρείες και αφετέρου, και κατά κύριο λόγο, στην πολιτεία του Μάτο Γκρόσο, όπου η έκταση των βιολογικών «φαζιέντας» (6) μπορεί να ξεπερνάει τα 50.000 στρέμματα, ενώ οι ιδιοκτήτες τους απαγορεύουν την είσοδο των δημοσιογράφων στην επιχείρησή τους (7). Μάλιστα, η πολιτεία του Μάτο Γκρόσο θεωρείται ότι έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την καταστροφή του τροπικού δάσους του Αμαζονίου. Σύμφωνα δε με τη WWF-Γαλλίας, στη Λατινική Αμερική χάνονται κάθε χρόνο 24 εκατομμύρια στρέμματα δάσους. Η κυριότερη -άμεση ή έμμεση- αιτία της καταστροφής είναι η καλλιέργεια της σόγιας (8). Ωστόσο, για την πιστοποίηση της βραζιλιάνικης βιολογικής σόγιας δεν απαιτείται καμία βεβαίωση -έστω κι ελάχιστα αξιόπιστη- η οποία να εγγυάται ότι αυτό το προϊόν δεν συμβάλλει στην καταστροφή.
Αν και η βιολογική γεωργία αντιπροσωπεύει ένα απειροελάχιστο μερίδιο των δραστηριοτήτων των μεγάλων συνεταιρισμών, αυτοί εννοούν, παρ’ όλα αυτά, να επιβάλλουν την ηγεμονία τους στον κλάδο: η Terrena εξαγόρασε την Bodin, τη μεγαλύτερη επιχείρηση εκτροφής βιολογικών κοτόπουλων στη Γαλλία· ο συνεταιρισμός Le Gouessant είναι πλέον ο ιδιοκτήτης της γαλλικής Ένωσης Βιολογικής Γεωργίας· η δε Euralis κατέχει σημαντικό μερίδιο του κεφαλαίου της Agribio Union… Επίσης, υπό την επιρροή των μεγάλων συνεταιρισμών βρίσκονται και πολλές περιφερειακές διεπαγγελματικές οργανώσεις για την προώθηση της βιολογικής γεωργίας, όπως επίσης και η πλειονότητα των Αγροτικών Επιμελητηρίων (9), τα οποία εμπλέκονται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό στη διαχείριση των βιολογικών καλλιεργειών. Τέλος, το Εθνικό Ινστιτούτο Ονομασιών Προέλευσης (ΙΝΑΟ), στο οποίο έχει ανατεθεί πλέον η εφαρμογή του ευρωπαϊκού κανονισμού για τη βιολογική γεωργία στη Γαλλία, διευθύνεται από τον Μισέλ Πριγκ, πρόεδρο της Maisadour, η οποία διαθέτει στην αγορά αρκετές ποικιλίες γενετικά τροποποιημένων σπόρων.
Οι συνεταιρισμοί που αποδέχονται ανεπιφύλακτα τη χρήση χημικών προϊόντων στη λεγόμενη «συμβατική γεωργία», ενισχύουν τους δεσμούς τους με τις πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στη δημιουργία και στην εμπορία των ΓΤΟ. Το 40% των εταιρικών μεριδίων της Maisadour Semences (της θυγατρικής της Maisadour που εμπορεύεται σπόρους) ανήκει στην ελβετική εταιρεία Syngenta, η οποία κληρονόμησε τις αγροχημικές δραστηριότητες της Novartis. Η Maisadour Semences διαθέτει εργοστάσια παραγωγής σε πολλές περιοχές του πλανήτη (10). Προφανώς, η συνεχώς αυξανόμενη επιρροή των συνεταιρισμών που έχουν οικονομικά συμφέροντα στον κλάδο των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών δεν είναι άσχετη με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να θεωρήσει αποδεκτό ένα ποσοστό 0,9% ΓΤΟ στα βιολογικά τρόφιμα, τη στιγμή που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε εκφράσει την αντίθεσή του σε αυτή τη ρύθμιση.
Η Γαλλία εισάγει περισσότερο από το 60% των φρούτων και των λαχανικών που καταναλώνει. Η εταιρεία ProNatura είναι η μεγαλύτερη στον κλάδο της προμήθειας βιολογικών φρούτων και λαχανικών στα σουπερμάρκετ και στα καταστήματα βιολογικών τροφίμων. Μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια, η επιχείρηση που ξεκίνησε από τη νοτιοανατολική Γαλλία δεκαπλασίασε τον κύκλο των εργασιών της και απορρόφησε άλλες τέσσερις εταιρείες. Το ένα τέταρτο των προϊόντων που εμπορεύεται προέρχεται από τη Γαλλία, ενώ τα υπόλοιπα εισάγονται από την Ισπανία (18%), το Μαρόκο ( 13%), την Ιταλία (10%) και από άλλες σαράντα χώρες. Η ProNatura είναι η πρώτη εταιρεία που διέθεσε στο εμπόριο βιολογικά φρούτα και λαχανικά που παράγονται εκτός εποχής, χωρίς αυτό να εμποδίζει τον ιδρυτή της, Ανρί ντε Παζίς, να διακηρύσσει τον σεβασμό στη γη, στο περιβάλλον, στον αγρότη και στον καταναλωτή. Όμως, οι νόμοι που υπαγορεύουν στους προμηθευτές τους οι μεγάλες αλυσίδες των σουπερμάρκετ είναι εντελώς διαφορετικοί από αυτές τις αρχές. Κι όπως εξηγεί ο ντε Παζίς, «όσον αφορά το σύστημα με το οποίο πραγματοποιείται ο εφοδιασμός των μεγάλων αλυσίδων, εφαρμόζουν και στην περίπτωση των βιολογικών προϊόντων τους ίδιους καταστροφικούς μηχανισμούς που χρησιμοποιούν για τον εφοδιασμό τους με συμβατικά προϊόντα. Προωθούν τον ανταγωνισμό με επιθετικό τρόπο. Ορισμένα από τα προϊόντα μας αποσύρθηκαν από τα ράφια κάποιων αλυσίδων επειδή κάποιοι άλλοι προμηθευτές πρότειναν τιμές πολύ χαμηλότερες από τις δικές μας». Σε αυτόν τον πόλεμο τιμών στον οποίο επέλεξαν να συμμετέχουν η ProNatura και οι υπόλοιπες εταιρείες, ελάχιστη θέση απομένει για το σεβασμό του περιβάλλοντος και των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Οι ίδιες μέθοδοι αλλά «πιστοποιημένες»
Εδώ και δώδεκα χρόνια, η ProNatura εισάγει ισπανικές βιολογικές φράουλες που παράγονται από την εταιρεία Bionest. Οι ιδιοκτήτες της -ο Χουάν και ο Αντόνιο Σολτέρο- διαθέτουν στην περιοχή της Χουέλβα θερμοκήπια επιφάνειας 5.000 στρεμμάτων, τα οποία εκ πρώτης όψεως δεν διαφέρουν διόλου από τα συμβατικά θερμοκήπια που καλύπτουν την πεδιάδα, η οποία έχει υποστεί τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή, καθώς η μονοκαλλιέργεια της φράουλας είναι εξαιρετικά ρυπογόνος και συνεπάγεται τη σκληρή εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού. Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση αρκετών άλλων επιχειρήσεων του κλάδου, οι καλλιέργειες της Bionest βρίσκονται μέσα στο εθνικό πάρκο της Ντονιάνα, το οποίο έχει ενταχθεί στον κατάλογο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς που έχει συντάξει η Ουνέσκο (11). Σύμφωνα με το WWF Ισπανίας, τα θερμοκήπια πολλαπλασιάζονται με λιγότερο ή περισσότερο παράνομο χώρο μέσα στα όρια του πάρκου και επιβαρύνουν σημαντικά το περιβάλλον, καθώς μεταξύ άλλων αποτελούν απειλή για τα υδάτινα αποθέματα (12).
Επιπλέον, η Bionest δεν σέβεται την βιοποικιλότητα (οι λίγες ποικιλίες που καλλιεργεί είναι οι ίδιες ακριβώς με εκείνες που καλλιεργούνται στα συμβατικά θερμοκήπια), επιδίδεται στην μονοκαλλιέργεια και τροφοδοτεί τα φυτά με λιπάσματα μέσω ενός συστήματος στάγδην άρδευσης… Οι καλλιεργητικές της μέθοδοι δεν διαφέρουν αισθητά από εκείνες που χρησιμοποιούνται στα συμβατικά θερμοκήπια της Χουέλβα. Το μόνο που της εξασφαλίζει την πιστοποίηση της βιολογικής γεωργίας είναι η βιολογική πιστοποίηση των αγροτικών εφοδίων που χρησιμοποιεί. Όσον αφορά τη συγκομιδή, η Bionest προσλαμβάνει εκατοντάδες Ρουμάνες, Πολωνίδες και Φιλιππινέζες… οι οποίες εργάζονται κάτω από ιδιαίτερα επισφαλείς συνθήκες εργασίας. Το ζήτημα είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και τα αφεντικά της Bionest αρνούνται να επιτρέψουν την επίσκεψη δημοσιογράφων και να δώσουν εξηγήσεις.
Οι γυναίκες, οι οποίες προσλαμβάνονται στη χώρα τους από ισπανικές εργοδοτικές οργανώσεις, έρχονται κάθε χρόνο στην Ισπανία με βίζες και συμβάσεις εργασίας περιορισμένης διάρκειας. Καθώς δεν γνωρίζουν τα δικαιώματά τους, υποτάσσονται απόλυτα στις επιθυμίες των εργοδοτών τους (13). Ο Φρανσίς Πιέτρο, μέλος του Συνδικάτου Εργατών της Υπαίθρου (SOC), πραγματοποιεί μια αιφνίδια επίσκεψη στα καταλύματα των εργατριών της Bionest. Οι εργάτριες ζουν εντελώς απομονωμένες ανάμεσα στα θερμοκήπια, οι έξοδοί τους υπόκεινται σε έλεγχο, τα διαβατήριά τους έχουν κατασχεθεί… Κι ο Πριέτο εξηγεί: «Οι εργοδότες τους τις τρομοκρατούν και υφίστανται την ίδια εκμετάλλευση που γνωρίζουν και οι υπόλοιπες εποχικές εργάτριες της Χουέλβα, οι οποίες εργάζονται κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες εργασίας».
Η Bionest δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση στην Ανδαλουσία. Στα περίχωρα της Αλμερία, η AgriEco διαθέτει 1.600 στρέμματα θερμοκηπίων· από τον Σεπτέμβριο ώς τα τέλη Ιουνίου, η εταιρεία παράγει, συσκευάζει και διαθέτει στο εμπόριο 11.000 τόνους «βιολογικής» τομάτας, πιπεριάς και αγγουριού. Τα θερμοκήπια είναι εξοπλισμένα με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, όλα τα γεωργικά εφόδια που χρησιμοποιούνται φέρουν βιολογική πιστοποίηση και οι εποχικές εργάτριες είναι Ρουμάνες ή Μαροκινές. Ο διευθυντής της εταιρείας, Μιγκουέλ Καζόρλα, προβλέπει, γεμάτος υπερηφάνεια, ότι θα υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη της παραγωγής της εταιρείας. Πλήθος νταλίκες μεταφέρουν τα λαχανικά που παράγει η AgriEco σε όλα τα σουπερμάρκετ και τα εξειδικευμένα καταστήματα βιολογικών τροφίμων της Ευρώπης. Όμως, ήδη από τις αρχές του χειμώνα, αρχίζει ο ανταγωνισμός με τα προϊόντα που καλλιεργούνται στα «βιολογικά» θερμοκήπια της Ιταλίας, του Μαρόκου, του Ισραήλ… Ο εμπορικός πόλεμος μαίνεται σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου, με μεγάλους κερδισμένους τούς κάθε λογής ενδιάμεσους.
Μακριά από τις παρεκτροπές της βιομηχανίας της βιολογικής γεωργίας, στην ανδαλουσιανή σιέρα, δημιουργήθηκε στην περιοχή του Κάδιξ, τη δεκαετία του 1980, ο μικρός γεωργικός συνεταιρισμός της La Verde από μεροκαματιάρηδες εργάτες γης· επρόκειτο για μέλη του SOC που διεξήγαγαν, μετά την πτώση του καθεστώτος του Φράνκο, σκληρούς αγώνες για να κατορθώσουν να αποκτήσουν γη. Σε μια έκταση 140 στρεμμάτων, έξι οικογένειες καλλιεργούν λαχανικά κι οπωροφόρα, ενώ εκτρέφουν επίσης και μερικές αγελάδες και πρόβατα. Διαθέτουν τα προϊόντα τους στο εμπόριο στην περιοχή της Ανδαλουσίας χρησιμοποιώντας το δίκτυο διανομής ενός άλλου συνεταιρισμού, του Pueblos Blancos, στον οποίο συμμετέχουν είκοσι δύο μικροί βιοκαλλιεργητές ή συνεταιρισμοί βιοκαλλιεργητών. Ο Μανόλο Ζαπάτα εξηγεί: «Ήμασταν από τους πρώτους που ασχοληθήκαμε με τη βιολογική γεωργία. Δεν ερχόταν σε αντίθεση με τη γεωργία όπως την ασκούσαν οι παππούδες και οι προπάπποι μας, ενώ συμβάδιζε και με το νόημα που είχαμε δώσει στον αγώνα μας. Εάν η βιολογική γεωργία δεν χρησιμεύει στην αποκατάσταση της ισότητας, της δικαιοσύνης, της αυτονομίας, της αυτάρκειας και της διατροφικής ασφάλειας, τότε δεν έχει κανένα νόημα. Όμως, οι φορείς της πιστοποίησης δεν μας βοηθάνε. Ένας αγρότης που διαφοροποιεί τις καλλιέργειές του και καλλιεργεί περισσότερες από μία ποικιλίες θα τους καταβάλει πολύ περισσότερα χρήματα σε σχέση με εκείνον που επιδίδεται στην εντατική μονοκαλλιέργεια».
Επειδή η La Verde κατήγγειλε δημόσια τη στήριξη που παρέχει ο μεγαλύτερος ισπανικός οργανισμός πιστοποίησης των βιολογικών προϊόντων [η Ανδαλουσιανή Επιτροπή Οικολογικής Γεωργίας (CAAE)] στις μεγάλες επιχειρήσεις των «βιολογικών μπίζνες», βρέθηκε αντιμέτωπη με μια πραγματική χιονοστιβάδα επιθεωρήσεων. Αν και τα μέλη της έχουν δημιουργήσει τη μεγαλύτερη τράπεζα σπόρων που έχει ιδρυθεί από αγρότες σε ολόκληρη την Ισπανία, η οποία τροφοδοτεί όχι μόνο τις καλλιέργειές τους αλλά και όλους τους μικρούς βιοκαλλιεργητές της περιοχής, τα μέλη της φοβούνται ότι θα βρεθούν αντιμέτωπα με την καταστολή. «Υπάρχουν νόμοι και προδιαγραφές που απαγορεύουν το προγονικό μας δικαίωμα να αναπαράγουμε τους σπόρους και μας εμποδίζουν να πιστοποιήσουμε τις παλαιές ποικιλίες που έχουμε κατορθώσει να διαφυλάξουμε». Πράγματι, ο ευρωπαϊκός κανονισμός για τη βιολογική γεωργία επιβάλλει τη χρήση πιστοποιημένων βιολογικών σπόρων. Κι αν δεν υπάρχουν, τότε οι βιοκαλλιεργητές οφείλουν να καταφύγουν στους συμβατικούς σπόρους της αγοράς. «Για την ώρα, όλα γίνονται στα όρια της νομιμότητας· όμως, αν αύριο απαγορευθεί η πώληση των προϊόντων μας, θα μας υποχρεώσουν να καλλιεργούμε τους βιολογικούς σπόρους που θα πουλάει η Μονσάντο» (14). Τα μέλη της La Verde εξετάζουν το ενδεχόμενο να μιμηθούν το παράδειγμα ορισμένων αγροτών που συμμετέχουν στη Nature et Progrès και να αποσυρθούν από την καλλιέργεια πιστοποιημένων βιολογικών προϊόντων.
Αυτή τη στιγμή πολλαπλασιάζονται τα παραδείγματα αυτού του είδους στην Κολομβία, στη Βολιβία, στη Βραζιλία, στην Ινδία, στην Ιταλία, στη Γαλλία… Σε ολόκληρο τον πλανήτη οργανώνεται η αντίσταση στις βιολογικές μπίζνες. Ολοένα περισσότεροι αγρότες, κοινότητες της υπαίθρου και μικροί συνεταιρισμοί παραγωγών υπερασπίζονται το μοντέλο μιας γεωργίας που υπηρετεί τα συμφέροντα του αγρότη και τους οικολογικούς τρόπους καλλιέργειας, με έμφαση στο ανθρώπινο μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, έτσι ώστε να προωθείται η προστασία της βιοποικιλότητας και της διατροφικής ασφάλειας. Πολλοί αρνούνται τις πιστοποιήσεις και καταφεύγουν σε συμμετοχικά συστήματα τα οποία στηρίζονται στις σχέσεις εμπιστοσύνης που αναπτύσσονται ανάμεσα στους παραγωγούς και στους καταναλωτές. Επιπλέον, δημιουργούνται δίκτυα υπεράσπισης των σπόρων που παράγουν οι αγρότες, με στόχο την αναγνώριση του δικαιώματος των αγροτών να παράγουν και να διαθέτουν στο εμπόριο τους δικούς τους σπόρους.
Στη Γαλλία έκαναν την εμφάνισή τους οι ΑΜΑΡ, οι Οργανώσεις για τη Διατήρηση μιας Γεωργίας στην Υπηρεσία του Αγρότη (Associations pour le maintien de l’agriculture paysanne), οι οποίες φέρνουν σε επαφή τους παραγωγούς και τους καταναλωτές χωρίς τη μεσολάβηση της αγοράς: ο ενθουσιασμός που έχουν δημιουργήσει είναι τόσο μεγάλος, ώστε αδυνατούν να καλύψουν τη ζήτηση. Η οργάνωση Terre de liens επιδίδεται με εξαιρετική επιτυχία στη συγκέντρωση χρηματοδότησης από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ηθικής και αλληλέγγυας οικονομίας, χάρη στην οποία επιτυγχάνεται η έναρξη της δραστηριότητας νεαρών βιοκαλλιεργητών. Για να εκφράσει την αποστασιοποίησή της από τον ευρωπαϊκό κανονισμό για τη βιολογική γεωργία, η γαλλική Εθνική Ομοσπονδία Βιολογικής Γεωργίας (FNAB) προχώρησε στη δημιουργία ενός νέου σήματος: του Bio Cohérence. Αυτό το σήμα θα συμπληρώνει την υπάρχουσα έως τώρα πιστοποίηση, καθώς θα απαιτεί τον σεβασμό πολύ πιο αυστηρών προδιαγραφών και την υιοθέτηση των αρχών που πρόβαλε η Ifoam το 1972. Όσο για τη Nature et Progrès, έχει αποστασιοποιηθεί από τους ισχύοντες σήμερα κανονισμούς και έχει υιοθετήσει μια «συγγραφή υποχρεώσεων» και προϋποθέσεις οι οποίες εγγυώνται ότι πρόκειται για μια βιολογική γεωργία που βρίσκεται στην υπηρεσία του αγρότη.
Η υιοθέτηση των κοινωνικών και των οικολογικών αξιών από το σύνολο των παραγωγών, των μεταποιητών και των καταναλωτών θα έχει καθοριστική σημασία για το μέλλον της βιολογικής γεωργίας. Θα μετατραπεί άραγε η βιολογική γεωργία σε έναν απλό τομέα της αγοράς ο οποίος θα εξυπηρετεί μονάχα τα συμφέροντα του οικονομικού φιλελευθερισμού; Ή μήπως θα μετατραπεί σε φορέα μιας εναλλακτικής λύσης απέναντι στον φιλελευθερισμό;