Στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Ουίλιαμ Κλίντον ετοιμαζόταν να δώσει στις αποταμιευτικές τράπεζες άδεια να κερδοσκοπήσουν με τα χρήματα των πελατών τους. Όσο για τον Νικολά Σαρκοζί, υποκλινόταν μπροστά στο αμερικανικό μοντέλο, εγκωμίαζε την πολιτική (που θα επέφερε μεγάλες συμφορές) της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (2) και ονειρευόταν δάνεια «subprime» α λα γαλλικά...»
Οπότε, το 1997, ο φόρος Τόμπιν δεν έτυχε μεγάλης προβολής. Αφού όλα πήγαιναν τόσο καλά! Ο γάλλος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Ντομινίκ Στρος Καν, τον έκρινε εκ προοιμίου ανεφάρμοστο. Ενώ ο Σαρκοζί τόνιζε: «Η ιδέα για τον φόρο Τόμπιν αποτελεί παραλογισμό [...] Κάθε φορά που ποινικοποιούμε τη δημιουργία πλούτου εντός των συνόρων μας, ευνοούμε τη δημιουργία πλούτου σε άλλες χώρες». (3) Αμέσως, μάλιστα, μόλις έγινε πρόεδρος, ανέθεσε στην υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών της κυβέρνησής του, Κριστίν Λαγκάρντ, να καταργήσει έναν φόρο επί του Χρηματιστηρίου. Η σημερινή πρόεδρος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έδωσε την ακόλουθη δικαιολογία: «Πρόκειται για ένα μέτρο που θα κάνει το Παρίσι περισσότερο ελκυστικό ως τόπο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών». Χωρίς αυτό, προειδοποιούσε, «η εκτέλεση ορισμένου αριθμού εντολών [θα γίνεται] από μέρη του εξωτερικού τα οποία έχουν καταργήσει προ πολλού αντίστοιχους φόρους». (4)
Έκτοτε, τα γεγονότα έχουν αποδείξει την αβλεψία των πολιτικών ιθυνόντων, οι οποίοι ήλπιζαν ότι θα επωφεληθούν από τη «χρηματοπιστωτική καινοτομία» εφαρμόζοντας φορολογικό ντάμπινγκ. (5) Τα κράτη διέσωσαν τις τράπεζες επιβάλλοντάς τους, αντί για αντίτιμο, ακόμα πιο φουσκωμένα κέρδη. Καμία απόφαση, όμως, δεν πάρθηκε ενάντια στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ώστε να χτυπηθεί η λογική «το παντοδύναμο χρήμα». Έμειναν μόνο οι πομπώδεις δηλώσεις. Στις ΗΠΑ, ακόμα και οι υπερσυντηρητικοί υποψήφιοι των Ρεπουμπλικάνων κατακεραυνώνουν σήμερα τα «αρπακτικά» της Γουόλ Στριτ που «κατακλέβουν όλα τα λεφτά της επιχείρησής σας, επιφέρουν τη χρεοκοπία σας και φεύγουν με εκατομμύρια».
Δεν πρέπει, λοιπόν, να μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Σαρκοζί, λίγους μήνες πριν από το τέλος της θητείας του, διατείνεται ότι «θα αναγκάσει το τραπεζικό σύστημα να συμμετάσχει στην αποκατάσταση των ζημιών που έχει προκαλέσει». Περασμένα ξεχασμένα τα περί «παράλογου» φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Ο δε κίνδυνος να δούμε τα χρυσά αυγά της κερδοσκοπίας να το σκάνε στο εξωτερικό, έχει πάει περίπατο.
Θα μπορούσαμε κι εμείς να εξακολουθήσουμε μετά χαράς «να ρίχνουμε άμμο στα γρανάζια του τραπεζικού συστήματος», όπως διατεινόταν ο οικονομολόγος Τζέιμς Τόμπιν. Αλλά, από τη στιγμή που έχει διαπιστωθεί ότι αυτό αποτελεί ζωτικό δημόσιο αγαθό, το οποίο οι μέτοχοι έχουν τη δυνατότητα να θέσουν συνολικά σε ομηρία, πρέπει να προχωρήσουμε κι εμείς ένα βήμα παρακάτω και να απαιτήσουμε να πάψουν οι τράπεζες να ανήκουν σε ιδιωτικά συμφέροντα.