Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Όσσο, ο Μαστρόσο και ο Καρκανιόσο, ιππότες του Τολέδο και μέλη της μασονικής στοάς Λα Γκαρδούνια, κατέφυγαν, το 1400, σε ένα μικρό νησί του αρχιπελάγους των Αιγάδων (1), όπου ίδρυσαν τρεις μαφίες: τη σικελική Κόζα Νόστρα, την Ντράνγκετα της Καλαβρίας και τη ναπολιτάνικη Καμόρα. Μια τριάδα την οποία, από τότε, η Ιταλία δεν έχει σταματήσει να βρίσκει μπροστά της.
Μπορεί, λοιπόν, να φανταστεί κανείς το πόσο εμβρόντητοι έμειναν οι πνευματικοί κύκλοι της Νάπολης, όταν αντιλήφθηκαν ότι το έργο τέχνης που παρίστανε έναν έφιππο άνδρα, δημιούργημα του Νοτιοαφρικανού γλύπτη Ουίλιαμ Κέντριτζ, το οποίο βρίσκεται στην έξοδο του νέου σταθμού του μετρό «Τολέδο», στο κέντρο της πόλης, είχε τίτλο Ο Καβαλάρης του Τολέδο ή αλλιώς Καρκανιόσο, ο ιδρυτής της Καμόρα, αυτού του αντι-κράτους που το rosso-arancione (κοκκινο-πορτοκαλί) (2) δημοτικό συμβούλιο, με επικεφαλής τον πρώην δικαστή Λουίτζι ντε Ματζίστρις, προσπαθεί να ξεριζώσει.
Το εάν η γκάφα υπήρξε καρπός της ελαφρότητας, της άγνοιας ή συνειδητής επιλογής μένει να αποδειχτεί. Η όλη υπόθεση, όμως, προσφέρει μια ιδανική μεταφορά των αντιθέσεων της Νάπολης. Από τη μια πλευρά, η πόλη προσπαθεί να αναδείξει τη γοητεία της ως αριστοκρατική πρωτεύουσα, επενδύοντας στον δημόσιο τομέα και στον πολιτισμό: το νέο μετρό-μουσείο, που συνδέει το κέντρο της με τα προάστια, τα πιο βίαια της Ευρώπης, είναι γεμάτο έργα τέχνης και μπορεί να θεωρηθεί το ομορφότερο της Γηραιάς Ηπείρου (3). Από την άλλη πλευρά, η Νάπολη συνεχίζει να κουβαλά τις κακοδαιμονίες του παρελθόντος, οι οποίες διαρκώς επανέρχονται στην επιφάνεια. Πέρυσι το καλοκαίρι, η δολοφονία ενός νονού σε παραλία της περιοχής πυροδότησε πόλεμο ανάμεσα σε διάφορες εγκληματικές συμμορίες, για τον έλεγχο της αγοράς των ναρκωτικών, ο οποίος αφήνει καθημερινά πίσω του νεκρούς και τραυματίες, συχνά ανήλικα παιδιά του δρόμου, στο βόρειο προάστιο της Σκάμπια. Και καθώς, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής (Istat), το ποσοστό ανεργίας των νέων αγγίζει το 47%, η κοινωνική κατάσταση βρίσκεται διαρκώς στα πρόθυρα της έκρηξης.
«Καπιταλιστικός Μεσαίωνας»
Όποιος θέλει να αντιληφθεί τις διαστάσεις της ευρωπαϊκής κρίσης και, ενδεχομένως, να προσπαθήσει να προβλέψει την εξέλιξή της, πρέπει να έρθει εδώ, σε αυτή την «πορώδη πόλη», όπως την ονόμασε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν σε μια εμπνευσμένη μεταφορά του, στην οποία παρομοίαζε τους Ναπολιτάνους με την ηφαιστιογενή πέτρα, από την οποία έχει χτιστεί η πόλη τους. Μια πόλη όπου εκατοντάδες παράνομα εργαστήρια παράγουν εντελώς ανενόχλητα πολλά και διάφορα προϊόντα-μαϊμού, από πειρατικά CD μέχρι απομιμήσεις Λουί Βιτόν ή Πράντα. Μια πόλη όπου ένα μουσικό φαινόμενο, το ρεύμα των λεγόμενων «νεομελωδικών» τραγουδιστών, έχει το δικό του κύκλωμα παραγωγής και εμπορικής διακίνησης, το οποίο συχνά χρησιμοποιείται και από την Καμόρα για ξέπλυμα χρήματος ή ακόμη για να περάσει τα μηνύματά της.
Ο Τζόζεφ Χάλεβι είναι πεπεισμένος: εδώ μπορούμε να διαβλέψουμε το μέλλον της Ευρώπης. Ο ερευνητής του πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, φημισμένος αρθρογράφος της εφημερίδας Il Manifesto, αναγγέλλει την έναρξη ενός «καπιταλιστικού Μεσαίωνα» για το σύνολο της Γηραιάς Ηπείρου. Πώς τη φαντάζεται αυτή τη νέα εποχή σκοταδισμού; «Σαν μια τεράστια Νάπολη όπου, κάθε πρωί, οι κάτοικοι βάζουν το σακάκι τους και κατεβαίνουν στον δρόμο για να κερδίσουν τον επιούσιο της ημέρας». Μετατρέπεται, λοιπόν, η χαρακτηριστικά ναπολιτάνικη τέχνη της επιβίωσης, την οποία έχουν απαθανατίσει δεκάδες ταινίες, σε ευρωπαϊκό πρότυπο;
Η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, αντί να προκαλέσει το κλείσιμο εργοστασίων, επέδρασε με υπόγειο τρόπο στα δίκτυα αλληλοβοήθειας, στη μαύρη οικονομία και στους κοινωνικούς δεσμούς. Στα φανάρια, ηλικιωμένοι άνθρωποι διεκδικούν πλέον από τους φτωχότερους μετανάστες το παραδοσιακό τους πόστο στο πλύσιμο των τζαμιών των αυτοκινήτων. Ο κοινωνικός λειτουργός Αντρέα Μορνιρόλι συμμετείχε στην επιτροπή «Η καλή ζωή δεν είναι πολυτέλεια», ένα δίκτυο 150 οργανώσεων και συνεταιρισμών -μεταξύ των οποίων και η δική του, η Dedalus-, που έδωσε αγώνα κατά των περικοπών των δημοσίων δαπανών από την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι.
Όσα διηγείται προκαλούν ρίγος: «Όταν έφτασα στη Νάπολη, πριν από δεκαεπτά χρόνια, βρήκα στις ισπανικές συνοικίες μια κατάσταση χειρότερη απ’ όσα γνώριζα στο Τορίνο, στην πολυπολιτισμική συνοικία του Σαν Σαλβάριο. Αλλά, ακόμη και με τους μετανάστες, υπήρχε ένας άτυπος κώδικας διευθέτησης των συγκρούσεων και ένας αμοιβαίος σεβασμός, ο οποίος βασιζόταν στο γεγονός ότι όλος ο κόσμος βρισκόταν σε καθεστώς επισφάλειας και έπρεπε να κερδίσει τα προς το ζην. Σήμερα, η γκρίζα οικονομία, η οποία άλλοτε επέτρεπε σε χιλιάδες ανθρώπους να επιβιώσουν χάρη σε μια πλειάδα από δουλειές του ποδαριού, δεν αντέχει πια. Και ξαφνικά, αυτός ο κώδικας μεσολάβησης εξαφανίστηκε. Οι φτωχοί βάλθηκαν να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον. Τα ρατσιστικά περιστατικά πολλαπλασιάζονται με πρωτόγνωρο ρυθμό. Άνθρωποι που, μέχρι πρόσφατα, ζούσαν μια φυσιολογική ζωή, έχουν βρεθεί στο απόλυτο περιθώριο. Η περιστασιακή πορνεία, τόσο η ανδρική όσο και η γυναικεία, εξαπλώνεται». Στα νυχτερινά καταλύματα για αστέγους, ο αριθμός των Ιταλών έχει τριπλασιαστεί από το 2008. Με τη βοήθεια διαφόρων οργανώσεων, οι δημοτικές αρχές εξετάζουν το ενδεχόμενο να ανοίξουν ξανά το Βασιλικό Πτωχοκομείο που είχαν ανεγείρει οι Βουρβόνοι στα μέσα του 18ου αιώνα. Στην περίπτωση αυτή, το ίδρυμα θα έβρισκε ξανά τη θέση του ως το μεγαλύτερο νυχτερινό άσυλο στην Ευρώπη.
Για όποιον θέλει να έχει μια αίσθηση του μεγέθους της μαύρης οικονομίας -που αποκαλείται κομψά «οικονομία των στενών» από κοινωνιολόγους και οικονομολόγους-, η συνοικία Ριόνε Σανιτά αποτελεί υποχρεωτικό σταθμό. Πρόκειται για μια πραγματική πόλη μέσα στην πόλη, τουλάχιστον από τότε που, στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Ιωσήφ Βοναπάρτης κατασκεύασε γέφυρα που συνέδεε τον οχυρό λόφο του βασιλικού ανακτόρου του Καποντιμόντε με την πόλη, περνώντας πάνω από αυτόν τον λαβύρινθο με τα στενά σοκάκια, όπου σήμερα ζουν εβδομήντα χιλιάδες άνθρωποι.
Εκεί μένει και ο ιεραπόστολος της αδελφότητας Κομπόνι (4), Άλεξ Τζανέτι, γνωστή φιγούρα του κινήματος της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη ναπολιτάνικη συνοικία μετά από πολυετή δράση στην παραγκούπολη του Κορογκότσο, στην Κένυα. Για τον Τζανέτι, η κοινωνική καταστροφή που βιώνει η συνοικία οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στον μπερλουσκονισμό, δηλαδή στη μοναδική ιδεολογία που κατάφερε, μέσω του βομβαρδισμού των μέσων ενημέρωσης, να εισχωρήσει στα σπίτια και στις συνειδήσεις. «Δίπλα στην οικονομική κρίση, για την οποία μιλούν όλοι, εκτυλίσσεται μια οικολογική κρίση, την οποία λίγοι καταγγέλλουν, καθώς και μια ανθρωπολογική κρίση, ακόμη πιο ανησυχητική», υποστηρίζει ο Τζανέτι. «Οι περισσότερες κοπελίτσες θέλουν να γίνουν veline (5), ενώ τα αγόρια σκέφτονται μόνο το μηχανάκι τους και τα ναρκωτικά. Τ’ αγόρια και τα κορίτσια αυτά δεν βγαίνουν ποτέ από τη συνοικία και πολλά δεν έχουν αντικρίσει τη θάλασσα ούτε μια φορά. Είναι πιο βίαια από τους συνομήλικούς τους που γνώρισα στο Κορογκότσο. Έχουν έναν θυμό που δεν συναντούσες στα παιδιά του δρόμου στην Κένυα και ο μπερλουσκονισμός διέλυσε και την τελευταία αξία που τους είχε απομείνει: την οικογένεια». Το μόνο που τους ενώνει πια είναι το πάθος τους για την ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης, πάθος που διατηρήθηκε αμείωτο από την εποχή που έπαιζε στην ομάδα ο Ντιέγκο Μαραντόνα.
Όσο για την οικολογική κρίση, το ζήτημα έχει λάβει τον χαρακτήρα του επείγοντος. Οι εικόνες της πνιγμένης στα σκουπίδια πόλης και της εξέγερσης των πολιτών, το 2009, έκαναν τον γύρο του κόσμου. Σήμερα, το πρόβλημα μοιάζει να έχει λυθεί: η monnezza (τα σκουπίδια, στη ναπολιτάνικη διάλεκτο) μεταφέρονται στην Ολλανδία για να αποτεφρωθούν εκεί. Ωστόσο, στο Τζουλιάνο, στην είσοδο της πόλης, στέκει ένα μνημείο που διατηρεί ανεξίτηλα στη μνήμη τα εγκλήματα του παρελθόντος: μια αποθήκη με οκτώ εκατομμύρια ecoballe, δηλαδή απόβλητα κάθε είδους τυλιγμένα με πλαστικό. Καθώς είναι αδύνατον να αποτεφρωθούν ή να υποστούν επεξεργασία λόγω της τοξικότητάς τους, οι μπάλες αυτές καταλαμβάνουν έκταση ανάλογη μιας πόλης μεσαίου μεγέθους και προορίζονται να μείνουν εκεί, όπως οι πυραμίδες της Αιγύπτου ή το Κολοσσαίο, για να μαρτυρούν την πολιτιστική παρακμή του ύστερου καπιταλισμού.
Το 1991, το κλείσιμο των χαλυβουργιών της Ilva de Bagnoli σήμανε το τέλος του βιομηχανικού ονείρου, το οποίο είχε προλάβει, ωστόσο, να δώσει ένα πολύτιμο αποτέλεσμα: τη συγκρότηση εργατικής τάξης με ιδιαίτερη κοινωνική συνείδηση, πέρα από την ιδεολογία «ο καθένας για τον εαυτό του» που διαπότιζε την «οικονομία των στενών». Στη συνέχεια, ακολούθησε η κρίση των ναυπηγείων της Καστελαμάρε ντι Στάμπια, των αρχαιότερων της Ιταλίας. Στο εργοστάσιο της Φίατ στο Πομιλιάνο ντ’ Άρκο, στα περίχωρα της Νάπολης, ο διευθυντής της εταιρείας, Σέρτζιο Μαρκιόνε, επέβαλε εργασιακές σχέσεις που στηρίζονται στον περιορισμό των εγγυήσεων για τους εργαζομένους και στον αποδεκατισμό των συνδικάτων που αρνούνταν να συναινέσουν. Κανένα από τα μέλη του κύριου συνδικάτου μεταλλουργών (Federazione Impiegati Operai Metallurgici -Confederazione Italiana Generale del Lavoro, FIOM-CGIL) δεν βρισκόταν ανάμεσα στους περίπου 2.000 προνομιούχους που επαναπροσλήφθηκαν στο νέο εργοστάσιο –ακόμη κι αν η Δικαιοσύνη καταδίκασε, στη συνέχεια, την εταιρεία για αντισυνδικαλιστικές πρακτικές και επέβαλε την επιστροφή 19 εργαζομένων.
Σύμφωνα με την Ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων (CGIL), κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών, η Νάπολη έχει απολέσει 75.000 θέσεις εργασίας, εκ των οποίων 23.000 θέσεις στη βιομηχανία, 30.000 στις υπηρεσίες, 8.000 στην αγροτική παραγωγή και σχεδόν 10.000 στον κατασκευαστικό τομέα. Το ΑΕΠ της Καμπανίας, της περιοχής που έχει πρωτεύουσα τη Νάπολη, έπεσε κατά 10%. Επίσης, την εμφάνισή του έκανε το φαινόμενο των esodati –περισσότεροι από 30.000 στη Νάπολη-, δηλαδή των εργαζόμενων άνω των 50 ετών που έχουν αποκλειστεί από την αγορά εργασίας, αλλά δεν μπορούν να εισπράξουν σύνταξη (6). Ακόμη και όσοι έχουν δουλειά, βέβαια, δεν τα πάνε και τόσο καλά: οι πολύμηνες καθυστερήσεις στην καταβολή των μισθών έχουν γίνει κανόνας. Η ατμόσφαιρα αυτή προκαλεί μόνιμο άγχος: Στις 19 Δεκεμβρίου 2012, όλα τα δημόσια μέσα μεταφοράς της πόλης παρέλυσαν από αυθόρμητη διαδήλωση των οδηγών, όταν διαδόθηκε η φήμη ότι δεν θα τους καταβαλλόταν ο 13ος μισθός.
Μπορεί να φαίνεται παράδοξο ότι μια πόλη με τέτοια εμβληματικά χαρακτηριστικά απέκτησε, από τον Μάιο του 2011, δημοτική αρχή που πρόσκειται στη ριζοσπαστική Αριστερά, στέλνοντας στην αντιπολίτευση τόσο τη Δεξιά όσο και το Δημοκρατικό Κόμμα. Η αιτία είναι ότι το γεμάτο αντιφάσεις και συγκρούσεις περιβάλλον προκαλεί ισχυρούς κοινωνικούς ανταγωνισμούς, που έδωσαν ώθηση και οδήγησαν στη νίκη τον ντε Ματζίστρις.
Ανάγκη για άλλα πρότυπα
Ο Αλμπέρτο Λουκαρέλι, καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στα πανεπιστήμια Φρειδερίκος-ΙΙ της Νάπολι και Παρίσι-1, αντιδήμαρχος για θέματα «συλλογικών αγαθών» και συμμετοχικής δημοκρατίας, μπορεί να υπερηφανεύεται ότι κατάφερε να επανέλθει η διαχείριση του νερού στη δημόσια δικαιοδοσία και να δημιουργηθούν λαϊκές συνελεύσεις, χάρη στις οποίες οι κάτοικοι της πόλης μπορούν να επιβάλλουν στον δήμο θέματα για δημόσια συζήτηση. Σήμερα, ο Λουκαρέλι σχεδιάζει την επανεξέταση της παραχώρησης παραλιών σε ιδιώτες, με στόχο να τις επαναφέρει στον έλεγχο του δήμου.
«Η πρόκληση που έχουμε μπροστά μας είναι να δημιουργήσουμε μια δημοκρατία του κοινωφελούς, προχωρώντας πέρα από τη θεωρητικοποίηση του Τόνι Νέγκρι και του Μάικλ Χαρντ (7)», εξηγεί ο Λουκαρέλι, στο περιθώριο μιας θυελλώδους συνεδρίασης του δημοτικού συμβουλίου. Το μοντέλο είναι η αυτοδιαχείριση. Αλλά οι δυσκολίες που πρέπει να αντιμετωπίσει η «ακροαριστερή» δημοτική αρχή είναι τεράστιες: η διαφθορά και οι πελατειακές σχέσεις είναι πανταχού παρούσες, το ίδιο και η εχθρότητα των τοπικών μέσων ενημέρωσης. Η δημοτική αρχή χρειάστηκε, επίσης, να αντιμετωπίσει, πριν από τις πρόσφατες εκλογές, την κυβέρνηση του Μάριο Μόντι, η οποία συνέδεε την κρατική χρηματοδότηση με τις ιδιωτικοποιήσεις και την πώληση της περιουσίας του δήμου. Παρά την επικράτηση της Κεντροαριστεράς –το Δημοκρατικό Κόμμα έλαβε 33% των ψήφων στη Νάπολη-, η οδυνηρή ήττα του συνδυασμού της ριζοσπαστικής Αριστεράς (Rivoluzione Civile-Επανάσταση των Πολιτών) στις βουλευτικές εκλογές του Φεβρουαρίου δεν θα διευκολύνει την εφαρμογή του προγράμματος ριζοσπαστικής δημοκρατίας που προωθεί το δημοτικό συμβούλιο.
Ο συγγραφέας Ερμάνο Ρέα (8), αν και υποστήριξε τον δήμαρχο ντε Ματζίστρις, αφήνει σήμερα να φανεί μια νότα απογοήτευσης: «Η Νάπολη έχει ανάγκη από άλλα παραγωγικά πρότυπα, που να αξιοποιούν το δυναμικό της περιοχής και να σέβονται το περιβάλλον. Οι Ναπολιτάνοι δεν θα σπάσουν τον φαύλο κύκλο, παρά μόνο εάν καταφέρουν να πλάσουν μια ουτοπία». Μια ουτοπία ικανή να ταρακουνήσει τις συνειδήσεις, να αλλάξει τις τόσο βαθιά ριζωμένες συμπεριφορές και να προκαλέσει ενθουσιασμό –«τον ενθουσιασμό του αδύνατου»-, όπως το διατυπώνει ο Ρέα. Ενθουσιασμός που θα μπορούσε να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Για να αποσοβηθεί ο «καπιταλιστικός Μεσαίωνας» που επαπειλείται.