«Ο παππούς μου έζησε σε πέντε χώρες χωρίς να φύγει ποτέ από το χωριό του». Η κουφόβραση πνίγει την κωμόπολη Τυαχίβ, στις όχθες του ποταμού Τίσσα, στις δυτικές υπώρειες της οροσειράς των Καρπαθίων. Η Υπερκαρπαθία, η οποία ανήκει σήμερα στην Ουκρανία, αποτέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα αναπόσπαστο τμήμα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, μέχρι τη στιγμή που η Συνθήκη του Τριανόν παραχώρησε, στις 4 Ιουνίου του 1920, την περιοχή στη νεοσύστατη Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας (1). Ο Σάντορ Ιγκιαρτό, πρώην τελωνοφύλακας, Ουκρανός υπήκοος ουγγρικής καταγωγής, τραβάει βαθιές ρουφηξιές από το αμερικάνικο τσιγάρο του. Μερικές σταγόνες ιδρώτα κυλούν στους κροτάφους του. «Μετά την επιστροφή των Ούγγρων στην περιοχή, το 1938 (2), ο παππούς μου κλήθηκε να υπηρετήσει στον ουγγρικό στρατό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στάλθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο. Όταν, το 1944, η περιοχή προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ένωση, εκτοπίστηκε στη Σιβηρία και μπόρεσε να επιστρέψει μονάχα μετά τον θάνατο του Στάλιν».
Στο Τυαχίβ συνυπάρχουν καλβινιστικές, καθολικές, ορθόδοξες και ουνιτικές εκκλησίες. Στην κεντρική του πλατεία ορθώνονται μνημεία προς τιμήν των πεσόντων παρτιζάνων του «μεγάλου πατριωτικού πολέμου» (3), των σοβιετικών στρατιωτών που σκοτώθηκαν στο Αφγανιστάν και των στρατιωτών της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας που σκοτώθηκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καλώς ήλθατε στο κέντρο της Ευρώπης, τουλάχιστον σύμφωνα με τους υπολογισμούς των Αυστροούγγρων γεωγράφων, οι οποίοι τοποθέτησαν, το 1887, μια στήλη μερικά χιλιόμετρα δυτικότερα, κοντά στο χωριό Ραχίβ. Σήμερα, η Υπερκαρπαθία είναι μια ξεχασμένη περιοχή, στα ανατολικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στριμωγμένη πίσω από τη «γραμμή Σένγκεν» που χωρίζει την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και την Πολωνία από τη Ρουμανία και την Ουκρανία. Για τους κατοίκους της περιοχής, η Ευρώπη είναι πολύ κοντινή: αρχίζει αμέσως μετά τα σύνορα –τα οποία, αφενός, τους χωρίζουν αλλά, αφετέρου, τους εξασφαλίζουν τα προς το ζην- από την άλλη πλευρά του τελευταίου «Τείχους» της ηπείρου.
Όπως και στην υπόλοιπη Κεντρική Ευρώπη, η Υπερκαρπαθία ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα μια πολυπολιτισμική περιοχή όπου συνυπήρχαν Ούγγροι, Ρουθήνιοι, Ουκρανοί, Γερμανοί, Ρομά και Εβραίοι. Ωστόσο, η διαδικασία απλοποίησης όλων αυτών των σύνθετων ταυτοτήτων, η οποία δρομολογήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, επιταχύνθηκε μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, το 1991. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 (4), στην Υπερκαρπαθία έχουν απομείνει 150.000 Ούγγροι που αποτελούν το 12% του πληθυσμού της περιοχής έναντι 17% το 1921 (5). Κι ο Ιγκιαρτό συνεχίζει : «Κάθε χρόνο, 5.000-7.000 άτομα μεταναστεύουν στην Ουγγαρία, καθώς εδώ δεν υπάρχει καμία προοπτική, η οικονομική κατάσταση είναι δραματική».
Παρ’ όλα αυτά, στη συνοριακή πόλη Χοπ, πρώην σιδηροδρομική πύλη της Σοβιετικής Ένωσης, στο τριεθνές της Ουκρανίας, της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας, τα τελευταία χρόνια έχουν χτιστεί πολλές ακριβές κατοικίες. Ένας ντόπιος δημοσιογράφος που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, εξηγεί: «Είναι πολύ απλό, εκείνοι που έχουν τα ωραία σπίτια εμπλέκονται σε δίκτυα λαθραίας διακίνησης τσιγάρων και μεταναστών». Καθώς από το Κίεβο τους χωρίζει η οροσειρά των Καρπαθίων και περισσότερο από 800 χιλιόμετρα οδικού δικτύου σε κακή κατάσταση, οι Ούγγροι της Υπερκαρπαθίας έχουν ολοκληρωτικά στραφεί προς τα δυτικά: βλέπουν ουγγρική τηλεόραση και ζουν με την ουγγρική ώρα (διαφορά μιας ώρας, νωρίτερα, με το Κίεβο).
Η νεκρή ζώνη που χώριζε κάποτε τη Σοβιετική Ένωση από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας, επιτηρείται τώρα από αστυνομικούς, σκύλους και ανιχνευτές θερμότητας. Κάθε χρόνο, εκατοντάδες μετανάστες από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν ή τη Σομαλία αποπειρώνται να διαβούν το εμπόδιο. «Το πέρασμα κοστίζει περίπου 5.000 ευρώ και είναι ουσιαστικά αδύνατον να κατορθώσεις να περάσεις χωρίς να πληρώσεις τους συνοριοφύλακες», μας εξηγεί ο Χαρούνι, ένας Σομαλός που περιμένει εδώ και δύο χρόνια στο Όζγκοροντ, την πρωτεύουσα της ουκρανικής αυτής περιφέρειας. Το καλοκαίρι του 2012, ανακαλύφθηκαν δύο τούνελ που κατέληγαν στη Σλοβακία και κατασχέθηκαν 13.000 κούτες λαθραίων τσιγάρων, αξίας 130.000 ευρώ. Όπως επιβεβαιώνει ο κοινωνιολόγος Άνταμ Ορκένι, «ο περισσότερος κόσμος επιβιώνει μονάχα χάρη στις πρακτικές της μικροδιακίνησης, καθώς, από τότε που τέθηκε σε ισχύ η συνθήκη του Σένγκεν, οι πληθυσμοί είναι περισσότερο αποκομμένοι από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με το παρελθόν».
«Απειλή για την ασφάλεια της Ουκρανίας»
Πενήντα χιλιόμετρα νοτιότερα, η μικρή πόλη του Μπέρεχοβ (6) μοιάζει βυθισμένη στην αποχαύνωση εδώ και πολύ καιρό. Μια αγέλη σκύλων περιπλανιέται στα στενάκια του κέντρου της πόλης. Με το πέρασμα του χρόνου, οι παστέλ προσόψεις των παλαιών ουγγρικών κτηρίων έχουν ξεθωριάσει. Οι θέσεις εργασίας σπανίζουν πια, με εξαίρεση μερικές ιταλικές υφαντουργίες, όπου οι μισθοί δεν ξεπερνούν τα 250 ευρώ τον μήνα. Η Ιλντικό Ορόσζ, διευθύντρια του Ουγγρικού Ινστιτούτου της Υπερκαρπαθίας Ferenc-Il-Rákóczi, δηλώνει : «Προσπαθούμε να κρατήσουμε τους νέους εδώ, όμως πολλοί μεταναστεύουν στην Ουγγαρία αμέσως μόλις τελειώσουν τις σπουδές τους. Στις περιοχές όπου είμαστε μειοψηφία, τα παιδιά πηγαίνουν στο ουκρανικό σχολείο και σιγά σιγά αφομοιώνονται, ενώ άλλοτε κανένας δεν μιλούσε ουκρανικά στην περιοχή». Σε αυτές τις απομακρυσμένες –και για πολύ καιρό διαφιλονικούμενες- περιοχές, οι σλαβικές κοινότητες χρησιμοποιούσαν κατά κύριο λόγο τη Ρουθηνική, μια γλώσσα της οποίας η ύπαρξη αμφισβητείται από τους Ουκρανούς εθνικιστές. «Υποφέραμε πολύ κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η πνευματική ελίτ μας αποδεκατίστηκε. Χάρη στο ινστιτούτο μας, που άνοιξε το 1996, οι νεαροί Ούγγροι της Υπερκαρπαθίας έχουν τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν τη μόρφωσή τους στη γλώσσα τους. Το ουκρανικό πανεπιστήμιο δεν τους εξασφαλίζει αυτή τη δυνατότητα».
Στον δρόμο που συνδέει το Όζγκοροντ με το Μπέρεχοβ δεσπόζει το κάστρο του Πόλανοκ, το οποίο στο παρελθόν υπήρξε φέουδο του πρίγκιπα Φέρεντς Ιλ Ρακόζι, ο οποίος ηγήθηκε του πολέμου της ανεξαρτησίας εναντίον των Αψβούργων (1703-1711). «Οι Ούγγροι ζούσαν ανέκαθεν εδώ, ενώ το κράτος της Ουκρανίας έκανε την εμφάνισή του πριν από 20 μόλις χρόνια. Σήμερα, προσπαθούν να μας παρουσιάσουν σαν μια ανωμαλία, ωστόσο εμείς έχουμε τα σχολεία μας, τα πολιτικά μας κόμματα, τις οργανώσεις μας και τους συλλόγους μας. Φυσικά, συνυπάρχουμε όλοι μαζί και προσπαθούμε να έχουμε τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με τις σημερινές αρχές. Ωστόσο, δεν περιμένουμε τίποτα από το ουκρανικό κράτος», μας λέει η Μπέτυ Χένκελ, άνεργη νεαρή πτυχιούχος.
Ο Ρομάν Οφιτσίνσκιι, αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου του Όζγκοροντ της Υπερκαρπαθίας, δεν καλοβλέπει το αυτόνομο σύστημα : «Το πρόγραμμα σπουδών του ινστιτούτου του Μπέρεχοβ δεν εξασφαλίζει προοπτικές απασχόλησης. Όχι μόνο η ουγγρική γλώσσα δεν είναι διόλου χρήσιμη για να βρεις μια δουλειά στην Ουκρανία, αλλά επιπλέον τα προγράμματα σπουδών δίνουν έμφαση στη φιλολογία ή στη ιστορία, παραμελώντας τις πιο πρακτικές σπουδές. Μα πόσους καθηγητές ιστορίας χρειάζονται; Στο δικό μας πανεπιστήμιο διαθέτουμε τμήμα ουγγρικών σπουδών και έχουμε θεσπίσει υποτροφίες για τους ουγγρόφωνους φοιτητές, συχνά εις βάρος των υπόλοιπων φοιτητών. Μιλάνε για διακρίσεις, αλλά στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά προνομιούχοι».
Καθώς η Ουκρανία απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1991, η ταυτότητα της χώρας βρίσκεται ακόμα υπό κατασκευή. Τα γλωσσικά ρήγματα ανάμεσα στην ανατολική πλευρά της χώρας, όπου κυριαρχούν οι ρωσόφωνοι, και στο δυτικό τμήμα όπου συνυπάρχουν ουκρανόφωνοι και πολλές γλωσσικές μειονότητες, αποτελούν ευκαιρίες για κάθε είδους πολιτικάντικες χειραγωγήσεις. Ο Ιστβάν Τσερνίτσκο, αντιπρύτανης του Ουγγρικού Ινστιτούτου του Μπέρεχοβ, εξηγεί: «Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής περιόδου, εγκαταστάθηκαν στην Υπερκαρπαθία Ρώσοι στρατιώτες και δημόσιοι υπάλληλοι που επέβαλαν έναν μαζικό “εκρωσισμό”. Έτσι, το 2004, οι Ούγγροι της Ουκρανίας υποστήριξαν την “πορτοκαλί επανάσταση” του Βίκτορ Γιουτσένκο και της Γιούλια Τιμοσένκο. Όμως, η νέα εξουσία δεν είχε την πρόθεση να ενισχύσει τη μεταφορά αρμοδιοτήτων στην περιφέρεια της Υπερκαρπαθίας, φοβούμενη μήπως έτσι το ανατολικό τμήμα της χώρας αποκτήσει υπερβολικά μεγάλη αυτονομία. Αντίθετα, επέβαλε την ουκρανική γλώσσα παντού, όπου αυτό ήταν δυνατόν. Οι μειονότητες έγιναν όμηροι συγκρούσεων στα ζητήματα της ταυτότητας».
Όταν ο Βίκτορ Γιανούκοβιτς επέστρεψε στην εξουσία μετά την ήττα της Τιμοσένκο, στις προεδρικές εκλογές του 2010, υπέγραψε, τον Αύγουστο του 2012, έναν νόμο με τον οποίο αναγνωρίζεται επίσημο καθεστώς στις μειονοτικές γλώσσες των περιοχών όπου ομιλούνται από ποσοστό του πληθυσμού που υπερβαίνει το 10%. Ο νόμος κυρώθηκε από το Περιφερειακό Κοινοβούλιο της Υπερκαρπαθίας στις 24 του περασμένου Δεκεμβρίου.
Ο Ιστβάν Γκάζντος, πρόεδρος της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας των Ούγγρων της Ουκρανίας (UMDSZ), ενός από τα δύο πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούν την ουγγρική κοινότητα της Υπερκαρπαθίας (7) και δήμαρχος του Μπέρεχοβ, εξελέγη στη Verkhovna Rda, την ουκρανική Βουλή, με το ψηφοδέλτιο του Κόμματος των Περιφερειών του προέδρου Γιανούκοβιτς. «Πλέον, η ουγγρική γλώσσα είναι επίσημη γλώσσα στο καντόνι και στον Δήμο. Ήταν σημαντικό για μας να μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη μητρική μας γλώσσα μέσα στην πόλη μας. Με βάση τον νόμο, οι πινακίδες στους δρόμους και οι επίσημες ανακοινώσεις είναι πλέον και στις δύο γλώσσες. Κατανοώ το γεγονός ότι όλοι οι υπάλληλοι της Δημόσιας Διοίκησης δεν μιλάνε καλά την ουγγρική γλώσσα. Ωστόσο, από δω και πέρα, η γνώση της θα αποτελεί κριτήριο για την πρόσληψη σε μια θέση».
Για το ακροδεξιό ουκρανικό κόμμα Svoboda -το οποίο πέτυχε στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου μια ιστορική νίκη, συγκεντρώνοντας ποσοστό 10% και εκλέγοντας για πρώτη φορά τριάντα οκτώ βουλευτές στο Ουκρανικό Κοινοβούλιο- η απόφαση αυτή είναι απαράδεκτη. Για τον Όλεχ Κούτσιν, τον τοπικό ηγέτη του κόμματος σε αυτήν την περιφέρεια, η «επανουγγροποίηση» του Μπέρεχοβ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των αποσχιστικών προθέσεων των Ούγγρων της Υπερκαρπαθίας και του ιμπεριαλισμού της Βουδαπέστης. «Η Ουγγαρία δαπανά ένα εκατομμύριο δολάρια την ημέρα για την ανάπτυξη των Ούγγρων της Ουκρανίας και το ουγγρικό προξενείο μοιράζει ουγγρικά διαβατήρια με τη σέσουλα, παρ’ όλο που ένας Ουκρανός πολίτης μπορεί να διαθέτει μονάχα μια υπηκοότητα! Η Βουδαπέστη κάνει τα πάντα για να απομονώσει από την Ουκρανία τις διοικητικές περιφέρειες με έντονη ουγγρική παρουσία, έτσι ώστε, μακροπρόθεσμα, να τις προσαρτήσει στην επικράτειά της. Πρόκειται για ένα σοβαρό πρόβλημα για την ασφάλεια της χώρας μας».
Από το 2001, μια «κάρτα Ούγγρου ομογενούς» διευκολύνει τις σπουδές και την εργασία στην Ουγγαρία, ενώ μια συμφωνία που υπογράφηκε ανάμεσα στο Κίεβο και στη Βουδαπέστη επιτρέπει στα άτομα που κατοικούν σε απόσταση μικρότερη των πενήντα χιλιομέτρων από τα σύνορα, να εισέρχονται στην Ουγγαρία χωρίς βίζα Σένγκεν. Από τον Ιανουάριο του 2011, τα δυόμισι εκατομμύρια Μαγυάρων που ζουν εκτός Ουγγαρίας, κυρίως σε Ρουμανία, Σλοβακία, Σερβία και Ουκρανία, δικαιούνται επίσης ουγγρικό διαβατήριο, ακόμα και στην Ουκρανία, η οποία απαγορεύει –θεωρητικά τουλάχιστον- τη διπλή υπηκοότητα. Κι ο Ιστβάν Τοθ, γενικός πρόξενος της Ουγγαρίας στο Μπέρεχοβ, προβάλλει προσεκτικά την εξής δικαιολογία: «Η ουκρανική Δικαιοσύνη δεν τιμωρεί όσους κατέχουν δύο διαβατήρια, από τη στιγμή που δεν το γνωστοποιούν δημόσια». Αρνείται να μας δώσει τον αριθμό των Ουκρανών που έχουν ζητήσει την ουγγρική υπηκοότητα (8), αλλά αναγνωρίζει τη μαζική οικονομική ενίσχυση που προσφέρει η Βουδαπέστη. Η επιχορήγηση διατηρεί ζωντανό το πανεπιστήμιο, τους πολιτιστικούς συλλόγους και τα πολιτικά κόμματα των Ούγγρων της Υπερκαρπαθίας.
Κι ο Μίκλος Κόβακς, πρόεδρος του Ουγγρικού Κόμματος της Ουκρανίας (KMKSZ), το οποίο διατηρεί εξαιρετικά στενές σχέσεις με το Fidesz, το κόμμα του Ούγγρου προέδρου, Βίκτορ Όρμπαν, διαπιστώνει γεμάτος απογοήτευση: «Είναι απόλυτα φυσιολογικό να ενδιαφέρεται η ουγγρική κυβέρνηση για τους Ούγγρους που ζουν στο εξωτερικό, ωστόσο, δεν κάνει όλα όσα θα έπρεπε. Κάθε χρόνο, είμαστε ολοένα και λιγότεροι κι είναι ολοένα δυσκολότερο να κινητοποιήσεις τους Ούγγρους για την προάσπιση των συμφερόντων τους. Είμαστε βέβαια σε θέση να διατηρήσουμε μια κάποια πολιτιστική δραστηριότητα, αλλά αυτό ανήκει κυρίως στην κατηγορία του φολκλόρ. Σε μερικά χρόνια θα εξαφανιστούμε, όχι απαραίτητα ως κοινότητα, αλλά ως πολιτική δύναμη. Και το ουγγρικό ζήτημα θα έχει κλείσει οριστικά στην Ουκρανία».
Ο Βίκτορ Όρμπαν ανησυχεί τους γείτονές του
Για πολλούς, καθώς ο Βίκτορ Όρμπαν δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα του, αναζωπυρώνει τον ουγγρικό εθνικισμό στο εξωτερικό. Από τη στιγμή που επανήλθε στην εξουσία, μετά τη συντριπτική νίκη που κατήγαγε επί του Σοσιαλιστικού Κόμματος, στις βουλευτικές εκλογές του 2010, πολλαπλασιάζει τις θορυβώδεις δηλώσεις που απευθύνονται στο ακροατήριο των νοσταλγών της «Μεγάλης Ουγγαρίας» και οι οποίες προκαλούν ανησυχίες στις γειτονικές χώρες όπου ζουν οι ουγγρικές κοινότητες. Ο θεμελιώδης νόμος της Ουγγαρίας, το νέο Σύνταγμα που ψηφίστηκε στις 25 Απριλίου του 2011, υπενθυμίζει τις χριστιανικές ρίζες της «χιλιετούς» ιστορίας της χώρας και διακηρύσσει ότι «η Ουγγαρία φέρει την ευθύνη για την κατάσταση των Ούγγρων που ζουν εκτός των συνόρων της χώρας». Σε μια χώρα που δέχεται τα σφοδρά πλήγματα της οικονομικής κρίσης και στην οποία δεν έχουν επουλωθεί τα τραύματα που δημιούργησε η Συνθήκη του Τριανόν, η οποία ακρωτηρίασε το βασίλειο της Ουγγαρίας κατά τα δύο τρίτα (9), αυτός ο λόγος κινητοποιεί και συσπειρώνει.
Πτωτικές τάσεις στην ουγγρική δημογραφία
Στην πόλη του Μίσκολτς, του μεγαλύτερου βιομηχανικού κέντρου της ανατολικής Ουγγαρίας, το οποίο απέχει περίπου 150 χιλιόμετρα από τα ουκρανικά σύνορα, οι σκελετοί που έχουν απομείνει από τις μονάδες σιδηρουργίας καταρρέουν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η χαλυβουργία Λένιν απασχολούσε περισσότερα από 18.000 άτομα και τα δύο τρίτα από τους 200.000 κατοίκους της πόλης ζούσαν άμεσα από τη βαριά βιομηχανία. Το περιβάλλον αυτό κατέρρευσε με το πέρασμα στην οικονομία της αγοράς. Ο Γκιόργκι Μίκε, υπεύθυνος των δημοσίων επιχειρήσεων στον δήμο του Μίσκολτς, τον οποίο κατέκτησε το Fidesz στις τελευταίες δημοτικές εκλογές, διηγείται: «Τη δεκαετία του 1990, η ανεργία έφτανε το 30% του ενεργού πληθυσμού. Σιγά σιγά, αναπτύχθηκε η υφαντουργία και ο τραπεζικός τομέας, παίρνοντας τη σκυτάλη από τη βαριά βιομηχανία. Όμως, πολλοί από τους εργαζόμενους υπερχρεώθηκαν κι έχουν οδηγηθεί σήμερα στην καταστροφή». Μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το 2008, τα μαγαζιά του κέντρου κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Κι οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, χάρη στις οποίες -μεταξύ άλλων- ανακαινίστηκε το δημαρχείο, δεν επαρκούν πλέον για την ανάκαμψη της οικονομίας. «Ο σοσιαλιστής πρώην δήμαρχος τριπλασίασε το χρέος του Δήμου κι εμείς δεν μπορούμε πλέον να ζητήσουμε δάνειο. Αντιμέτωποι με την υποβάθμιση των συνθηκών της ζωής τους, οι πρώην εργάτες ψήφισαν μαζικά το Fidesz », συνεχίζει ο Μίκε.
Έτσι, το Μίσκολτς, το πρώην «κόκκινο κάστρο» της δεκαετίας του 1990, μετατράπηκε σε προπύργιο του κόμματος της άκρας Δεξιάς Jobbik (Κίνημα για μια καλύτερη Ουγγαρία), το οποίο απέσπασε το 16,67% των ψήφων στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 2010, εκλέγοντας σαράντα επτά βουλευτές. Στο μικρό του γραφείο στο κέντρο της πόλης, ο Μίκλος Αρπάντ, τοπικός ηγέτης του κόμματος, κοιτάζει σκεπτικός τον χάρτη της «Μεγάλης Ουγγαρίας» που κρέμεται στον τοίχο. «Η Ουκρανία απέκτησε την Υπερκαρπαθία με άδικο τρόπο κι είναι σίγουρο ότι οι Ούγγροι της Σλοβακίας και της Τρανσυλβανίας δεν ήθελαν να αποκοπούν από τη μητέρα πατρίδα. Η Ουγγαρία υπήρξε το μεγάλο θύμα των συνθηκών ειρήνης. Πολλοί Ούγγροι εξακολουθούν να ζουν σε αυτές τις περιοχές. Ο ρόλος της χώρας μας είναι να τους προστατεύσει».
Έχει υποστηριχθεί ότι ο Όρμπαν μοιράζει διαβατήρια στους Ούγγρους που ζουν στο εξωτερικό, κυρίως επειδή επιθυμεί να προσελκύσει μια εκλογική πελατεία η οποία είναι εκ των προτέρων φιλικά διακείμενη προς αυτόν, αλλά και επειδή επιθυμεί ταυτόχρονα να προσδώσει δυναμισμό στη δημογραφία της χώρας του. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ουγγαρία έχει χάσει 350.000 κατοίκους, ενώ ο δείκτης γονιμότητας έχει κολλήσει στο 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, τη στιγμή που η ανανέωση των γενεών εξασφαλίζεται με 2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Έτσι, η προσέλκυση των Ούγγρων του εξωτερικού αποτελεί πιθανότατα έναν τρόπο για να αντιμετωπιστεί η δημογραφική κρίση. Ο κοινωνιολόγος Ζόλταν Κάντορ αμφισβητεί τη θεωρία αυτήν και υποστηρίζει ότι το «διαβατήριο Τριανόν» αποτελεί «δικαιολογημένη εκδήλωση του εθνικού ενδιαφέροντος». Κατά τη γνώμη του, «πριν από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η χορήγηση διαβατηρίων θα μπορούσε όντως να παρακινήσει τους Ούγγρους του εξωτερικού να εγκατασταθούν στην Ουγγαρία, δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο σήμερα που είναι ανοιχτά τα σύνορα. Ωστόσο, δίνοντας έμφαση στο ζήτημα των ουγγρικών κοινοτήτων που ζουν στις γειτονικές χώρες, ο Όρμπαν ιδιοποιήθηκε το κυριότερο θέμα της προεκλογικής εκστρατείας του Jobbik, πράγμα που θα του επιτρέψει, ενδεχομένως, να ανακόψει την αύξηση της δύναμης του».
«Μεγάλος αριθμός μεικτών γάμων στη Σλοβακία»
Στη Σλοβακία παρακολουθούν με ανησυχία την εθνικιστική πλειοδοσία των Ούγγρων πολιτικών, η οποία αυξάνεται από το γεγονός ότι τα επεισόδια ανάμεσα στις δύο χώρες είναι συχνά. Ο Ρόμπερτ Φίκο, ο πρόεδρος της σλοβακικής κυβέρνησης, ο οποίος κατά την πρώτη του θητεία συνεργάστηκε με τους εθνικιστές του Σλοβακικού Εθνικού Κόμματος (SNS), δήλωνε, το 2010 (10), ότι το Fidesz επιθυμεί την επιστροφή στη «Μεγάλη Ουγγαρία της εποχής πριν από τη Συνθήκη του Τριανόν (…) γεγονός που αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Σλοβακίας. Φανταστείτε το ενδεχόμενο να λάβουν την ουγγρική υπηκοότητα χιλιάδες πολίτες μας οι Ούγγροι πολιτικοί θα συμπεριφέρονταν, σε αυτήν την περίπτωση, σάμπως το νότιο τμήμα της Σλοβακίας να αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της επικράτειάς τους!». Ήδη από τον Ιούλιο του 2009, η Σλοβακία είχε απαγορεύσει τη χρήση της ουγγρικής γλώσσας στη δημόσια διοίκηση και σε όλους τους δημόσιους χώρους, ενώ από το 2010 απαγορεύεται η κατοχή δύο διαβατηρίων, επί ποινή απώλειας της σλοβακικής υπηκοότητας. Η απόφαση χαιρετίστηκε από το SNS, μάλιστα ο Γιαν Σλότα, ο ηγέτης του, αποκάλεσε τους Ούγγρους «καρκίνωμα πάνω στο σώμα του σλοβακικού έθνους». Κατά τη γνώμη του Σίριλ Λέσκο, ηγετικού στελέχους του SNS στην πόλη του Πρεσόβ, «το μέτρο είναι απολύτως θεμιτό και νόμιμο. Ειδάλλως, η ουγγρική μειονότητα θα μπορούσε να υποκύψει στον πειρασμό της απόσχισης».
Στη Σλοβακία ζουν περίπου 500.000 Ούγγροι. Η πλειονότητά τους είναι συγκεντρωμένη στο νότιο τμήμα της χώρας, κατά μήκος των συνόρων με την Ουγγαρία. Από το χωριό του Βέλκε Ράσκοβτσε, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το Κόσιτσε, αρχίζει μια ελώδης πεδιάδα που εκτείνεται μέχρι το βάθος του ορίζοντα. Ο ήλιος δύει αργά. Ο Ζάκαμπ Έλεμερ αφήνει το βλέμμα του να πλανηθεί προς τον Νότο, προς τα ουγγρικά σύνορα. «Είμαστε Ούγγροι, αλλά είμαστε και πολίτες της Σλοβακίας. Διεκδικούμε το δικαίωμα να έχουμε πολλαπλές ταυτότητες. Δεν ανεχόμαστε να μας υπαγορεύει τις επιλογές της η Βουδαπέστη». Ο Έλεμερ είναι ένας από τους δεκατέσσερεις βουλευτές που εξέλεξε το Most-Hid (11) στη Národná Rada, στο σλοβακικό κοινοβούλιο. «Εγκαταλείψαμε το 2009 το Κόμμα του Ουγγρικού Συνασπισμού (SMK), για να δημιουργήσουμε έναν νέο πολιτικό σχηματισμό, δεδομένου ότι δεν θέλουμε να μας θεωρούν «εθνοτικό» κόμμα: ενθαρρύνουμε την ενσωμάτωση στη σλοβακική κοινωνία, χωρίς ωστόσο και να απαρνούμαστε τις ρίζες μας και την κουλτούρα μας». Πρόκειται για μια ασυνήθιστη πολιτική επιλογή, δεδομένου ότι η πλειονότητα των ουγγρικών κομμάτων του εξωτερικού διατηρεί στενούς δεσμούς με τους πολιτικούς της Βουδαπέστης, αλλά και μια επιτυχημένη πολιτική. Πράγματι, στις βουλευτικές εκλογές της Σλοβακίας, τον Ιούνιο του 2010, το κόμμα συγκέντρωσε το 8,12% των ψήφων, έναντι 5% για το SMK, το οποίο ήταν υπέρμαχο μιας πιο σκληρής εθνικιστικής γραμμής. Όπως μας λέει ο Άνταμ Ορκένι, «αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην Ουκρανία ή στη Ρουμανία, οι μεικτοί γάμοι είναι πολυάριθμοι στη Σλοβακία. Η ουγγρική μειονότητα έχει μικρότερη κοινωνική επιρροή και συνεπώς έχει κάθε συμφέρον να ενσωματωθεί στη σλοβακική κοινωνία».
Συνεπώς, κατά τη γνώμη του κοινωνιολόγου, οι στρατηγικές των μειονοτήτων για τα ζητήματα της ταυτότητάς τους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικοοικονομικές περιστάσεις. Στην Ουγγαρία, σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το Μίσκολτς, ο εκπρόσωπος του Εθνικού Σλοβακικού Συμβουλίου στο χωριό Μπουκσζεντκέρεσζτ μάς δείχνει γεμάτος υπερηφάνεια την αίθουσα εορτών όπου οργανώνονται οι συναυλίες σλοβακικής φολκλορικής μουσικής, και μας εξηγεί: «Οι πρόγονοί μας έφτασαν στην περιοχή στα μέσα του 18ου αιώνα, για να δουλέψουν στα χυτήρια γυαλιού που είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται γύρω από το Μίσκολτς. Σήμερα, οι βιομηχανίες έχουν κλείσει, αλλά εμείς είμαστε πολύ καλά ενταγμένοι στην Ουγγαρία. Κανένας δεν σκέφτεται να εγκαταλείψει την περιοχή». Στο χωριό, ολοένα και λιγότεροι κάτοικοι μιλάνε τη γλώσσα των γονιών τους, παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να υπάρχει ένα σλοβακικό δημοτικό σχολείο. Ωστόσο, ο Ορκένι κάνει την εξής πρόγνωση: «Εάν η οικονομική κατάσταση στην Ουγγαρία επιδεινωθεί και η μετανάστευση στη Σλοβακία αρχίσει να γίνεται μια ενδιαφέρουσα προοπτική, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι κάτοικοι του Μπουκσζεντκέρεσζτ θα σκεφτούν σοβαρά να επανασυνδεθούν με τις ρίζες τους».
Το 2004, όταν οι πρώην χώρες του Ανατολικού Μπλοκ ενσωματώθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όλοι ήθελαν να πιστεύουν ότι η αναζωπύρωση των εθνικών ταυτοτήτων που παρατηρήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 θα μετριαζόταν χάρη στη σταδιακή εξαφάνιση των συνόρων. Σε τελική ανάλυση, η ενσωμάτωση θα καθιστούσε εφικτή την ανασύσταση μιας Mitteleuropa, η οποία είχε εξιδανικευθεί σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, η οικονομική κρίση και οι αποτυχίες των ευρωπαϊκών πολιτικών δεν επέτρεψαν την υπέρβαση των εθνικών οριζόντων. Επιπλέον, η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, το 2008, δημιούργησε ένα προηγούμενο, αποδεικνύοντας ότι δεν είχε ολοκληρωθεί στην ευρωπαϊκή ήπειρο η διαδικασία της συγκρότησης των κρατών και ότι είναι ακόμα δυνατόν να αλλάξουν τα σύνορά τους.