Εδώ και δεκαετίες, δύο απόψεις για τη μετανάστευση συνυπάρχουν στην αμερικανική δεξιά. Κλέφτης εργασίας, εκμεταλλευτής της κοινωνικής βοήθειας ή κίνδυνος για τη δημόσια τάξη: ο ξένος παρουσιάζεται είτε ως απειλή, είτε ως θαρραλέος εργάτης που αποδέχεται ό,τι κι αν του δώσουν να κάνει, είτε ως δραστήριος εργολάβος που έρχεται χωρίς λεφτά και δημιουργεί την επιχείρησή του. Βάρος για το έθνος; Θησαυρός για την οικονομία; Η δεξιά διστάζει, χωρισμένη μεταξύ των συντηρητικών που θέλουν να προστατέψουν τις αμερικανικές «αξίες» και των νεοφιλελεύθερων που, προκειμένου να επιταχύνουν την οικονομική μεγέθυνση, υποστηρίζουν ένα μεγαλύτερο άνοιγμα των συνόρων.
Προσκαλώντας τους παράνομους μετανάστες να «αυτοεξοριστούν» στις χώρες προέλευσής τους –ειδάλλως θα φρόντιζε γι’ αυτό η αστυνομία– ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2012, Μιτ Ρόμνεϊ, είχε επιλέξει την πρώτη λύση. Η στρατηγική του κάθε άλλο παρά γοήτευσε τα εκατομμύρια ισπανόφωνων εκλογέων που περίμεναν τη νομιμοποίηση κάποιου συγγενή τους. Έχασε τις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου από τον προηγούμενο πρόεδρο, αποσπώντας το 27% των ψήφων τους (έναντι 71% που πήρε ο Μπαράκ Ομπάμα) (1).
«Είναι πολύ δύσκολο να σε ακούσουν οι άνθρωποι όταν μιλάς για τα προβλήματα της οικονομικής ανάπτυξης, τον φορολογικό συντελεστή ή τη δημόσια ασφάλεια, την ώρα που σκέφτονται ότι θέλεις να διώξεις τη γιαγιά τους», είπε μερικές μέρες μετά την ψηφοφορία ο γερουσιαστής της Φλόριντα Μάρκο Ρούμπιο, ανερχόμενο αστέρι του Tea Party. Το ρεπουμπλικανικό κόμμα, εφόσον ελπίζει να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές –και όχι μόνο τις βουλευτικές, όπου η διαίρεση σε εκλογικές περιφέρειες επιτρέπει στους υποψηφίους του να βασιστούν σε ένα ισχυρό λευκό εκλογικό σώμα- θα πρέπει να επανεξετάσει τον αντιμεταναστευτικό λόγο του.
«Να μείνουν οι καλύτεροι»
Έτσι, εδώ και μερικούς μήνες, οι συντηρητικές φωνές πολλαπλασιάζουν τις δημόσιες εμφανίσεις τους χαιρετίζοντας τον οικονομικό απολογισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας. «Οι ΗΠΑ είναι συνάμα η πιο πλούσια χώρα του κόσμου και το πιο φιλόξενο έθνος για τους ξένους. Αυτό δεν είναι τυχαίο», εξηγεί, για παράδειγμα, ο μεγάλης επιρροής πολέμιος των φόρων Γκρόβερ Νόρκουϊστ. «Αυτοί που θέλουν να μας κάνουν λιγότερο φιλόξενους, θα μας έκαναν και λιγότερο ευφυείς, λιγότερο πλούσιους, και σίγουρα λιγότερο Αμερικανούς» (2). Λίγες μέρες αργότερα, ο Πωλ Ράιαν, εκπρόσωπος του Ουινσκόνσιν και τέως υποψήφιος στην αντιπροεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, δείχνει να είναι κι αυτός επίσης, πιο διαλλακτικός: «Οφείλουμε να βεβαιωθούμε ότι η οικονομία μας έχει στεριώσει στον 21ο αιώνα. Κι αυτό σημαίνει ότι οφείλουμε να κρατήσουμε τους καλύτερους και τους πιο έξυπνους εδώ στην Αμερική: αυτούς που θέλουν να συνεισφέρουν, να δουλέψουν σκληρά, να σεβαστούν τους κανόνες του παιχνιδιού και να ανέλθουν. Όλος ο κόσμος στη χώρα θα επωφεληθεί. Αυτό είναι η μετανάστευση» (3).
Η μεταρρύθμιση της πολιτικής για τη μετανάστευση που υποσχέθηκε ο Ομπάμα στην προεκλογική του εκστρατεία υπεισέρχεται σ’ αυτό το πλαίσιο ιδεολογικών ανακατατάξεων. Από τον Δεκέμβριο, μια δικομματική ομάδα από οκτώ γερουσιαστές (μεταξύ των οποίων ο Ρούμπιο) συνεδριάζει για να επεξεργαστεί ένα σχέδιο νόμου. Μερικούς μήνες αργότερα, με πλήρη ομοφωνία, κατατίθεται στη Γερουσία ένα κείμενο 844 σελίδων: ο νόμος ασφαλείας των συνόρων, οικονομικών ευκαιριών και εκμοντερνισμού της μετανάστευσης (Βοrder Security, Economic Opportunity and Immigration Modernization Act). Tι κρύβει, άραγε, το κείμενο, που έχει την υποστήριξη των κυριότερων δυνάμεων της χώρας, από το Cato Institute (φιλελεύθερο) ως το Center for American Progress (κεντροαριστερό), από το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο ως την κύρια εργατική συνομοσπονδία (AFL – CIO) και από την εφημερίδα Wall Street Journal (συντηρητική) ως το τηλεοπτικό κανάλι MNSBC (φιλοδημοκρατικό);
Η νομιμοποίηση εκατομμυρίων λαθρομεταναστών, την οποία απαιτούσαν από πολύ καιρό οι ενώσεις υπεράσπισης των δικαιωμάτων του πολίτη, αποτελεί το πιο εντυπωσιακό, το πιο υποσχόμενο, αλλά και το πιο αμφισβητούμενο μέτρο της μεταρρύθμισης. Ένα μέρος της δεξιάς αντιτίθεται, πράγματι, σε αυτό που θεωρεί «αμνηστία», μια ανταμοιβή που προσφέρεται σε εγκληματίες. Ως εγγύηση σ’ αυτήν την πλευρά του ρεπουμπλικανικού κόμματος, του οποίου η κοινοβουλευτική υποστήριξη θα είναι αναγκαία, «ο δρόμος προς την υπηκοότητα» που προτείνεται στους λαθρομετανάστες επινοήθηκε μακρύς, ακριβός και αβέβαιος.
Τα έντεκα εκατομμύρια παράνομων ξένων που έφτασαν στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2011, δεν θα μπορέσουν, έτσι, να αποκτήσουν μια «δόκιμο κατάσταση», διάρκειας δέκα ετών, παρά μόνο εάν πληρώσουν πρόστιμο, αναδρομικούς φόρους (εάν εργάστηκαν ανασφάλιστοι) και έξοδα φακέλου: συνολικό ποσό που ανέρχεται σε πολλές εκατοντάδες δολάρια. Στο τέλος της δεκαετίας, κατά τη διάρκεια της οποίας θα πρέπει να πληρώσουν φόρους χωρίς να μπορούν να επωφεληθούν από τις πολλές ομοσπονδιακές υπηρεσίες (Medicaid, ασφάλεια υγείας, κοινωνική ασφάλιση… ), θα λάβουν μια μόνιμη άδεια παραμονής (πράσινη κάρτα) που θα τους επιτρέψει, μετά από τρία χρόνια, να διεκδικήσουν την αμερικανική υπηκοότητα. Αλλά μόνο εάν επιτύχουν σε μια πληθώρα εξετάσεων (γλώσσα, αγωγή του πολίτη… ) και εάν έχουν καθαρό ποινικό μητρώο: η παραμικρή αυθαιρεσία μπορεί να καταστρέψει δεκατρία χρόνια προσπαθειών. Οι πιο ηλικιωμένοι –που μπορεί να πεθάνουν πριν ολοκληρώσουν τη «διαδρομή»-, οι πιο φτωχοί –που δεν θα μπορέσουν να πληρώσουν το τίμημα της αμερικανικής υπηκοότητας– και όσοι έφτασαν μετά από την καταληκτική ημερομηνία, έχουν αποκλειστεί από τη μεταρρύθμιση.
Και σαν να μην έφταναν αυτές οι παγίδες, οι οκτώ γερουσιαστές επέβαλαν μία ακόμη προϋπόθεση για την απόκτηση της μόνιμης διαμονής και της υπηκοότητας: την ενίσχυση του ελέγχου των συνόρων. Οι ομοσπονδιακές αρχές, οι οποίες υπολογίζουν ότι μπλοκάρουν σήμερα το 40% των παράνομων περασμάτων, θα πρέπει να φτάσουν στο 90%. Ακόμη και με μια ενισχυμένη στρατικοποίηση, ένας τέτοιος στόχος μοιάζει άπιαστος: προσμετρούνται ήδη δέκα φύλακες για κάθε συνοριακό μίλι με το Μεξικό. «Οι εκλεγμένοι που σοφίστηκαν αυτή τη ρύθμιση της μετανάστευσης, φαίνεται σαν να θέλησαν να δημιουργήσουν έναν δρόμο προς την υπηκοότητα περισσότερο αποκαρδιωτικό παρά προσβάσιμο», συνοψίζει το περιοδικό της ριζοσπαστικής αριστεράς Counterpunch (4). Εντούτοις… παρότι περίπλοκος, ο δρόμος μοιάζει ακόμη πολύ βατός σε ένα κομμάτι της δεξιάς που θα μπορούσε να τον μπλοκάρει.
Οι συζητήσεις γι’ αυτήν τη (με πολλές προϋποθέσεις) μαζική νομιμοποίηση, έχουν επισκιάσει εν μέρει μια άλλη πτυχή της μεταρρύθμισης, αν και είναι επίσης απόλυτα κρίσιμη και διαφωτιστική όσον αφορά στην αντίληψη της μετανάστευσης που διαπνέει τις ΗΠΑ: την αναμόρφωση του συστήματος έκδοσης βίζας εργασίας. Το θέμα έχει ήδη υπάρξει αντικείμενο πολλών νομοσχεδίων. Το τελευταίο ημερολογιακά, ήταν αυτό του Τζορτζ Μπους, το 2007. Ο ρεπουμπλικάνος πρόεδρος είχε τότε ζητήσει από την AFL-CIO και το Εμπορικό Επιμελητήριο να συμφωνήσουν σε ένα κοινό κείμενο. Αλλά το συνδικάτο, που φοβόταν ότι ένα κύμα εργατών μεταναστών θα υποβαθμίσει τους μισθούς των Αμερικανών, καθώς και η εργοδοσία, που επιθυμούσε να δει να μεγαλώνει το απόθεμα σε εργατικό δυναμικό, δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν και η μεταρρύθμιση απέτυχε.
Έκτοτε, διάφορες ομάδες πίεσης κάνουν αγωγές ασταμάτητα για να καταφέρουν μια αύξηση του αριθμού αδειών που εκδίδονται ετησίως: Η ομοσπονδία εργολάβων κτηρίων και οικοδομών, οι συνελεύσεις αγροτών, το Εμπορικό Επιμελητήριο, οι δεξαμενές σκέψης (τo Cato Institute, το Brookings Institution, το Immigration Works USA… ) κ.ά. Πρόσφατα, ο ιδρυτής του Facebook, Μαρκ Ζούκεμπεργκ, και πολλοί ομόλογοί του από τη Σίλικον Βάλεϊ ίδρυσαν κι αυτοί ένα λόμπυ, με σκοπό να ελαφρύνουν τις προϋποθέσεις έκδοσης βίζας για τους εργάτες με υψηλή εξειδίκευση.
Όλες οι προσπάθειες απέτυχαν. Τον περασμένο Φεβρουάριο, οι πρόεδροι του Εμπορικού Επιμελητηρίου και του συνδικάτου AFL-CIO, Τόμας Ντόνχιου και Ρίτσαρντ Τρούμκα αντίστοιχα, αποκάλυψαν εν πλήρη ομοφωνία το περιεχόμενο μιας ιστορικής συμφωνίας, άμεσα ενσωματωμένης στο σχέδιο μεταρρύθμισης της μετανάστευσης. «Δημιουργήσαμε ένα νέο μοντέλο, ένα μοντέρνο σύστημα για βίζες», διατυμπάνιζε ο Τρούμκα, που βλέπει στην άφιξη των νόμιμων μεταναστών ένα μέσο αύξησης του συνδικαλιστικού σώματος. Διαβάζοντας το κείμενο, διαπιστώνεται ότι ο νεωτερισμός δεν είναι απλώς συνώνυμος του συνδικαλισμού• σημαίνει επίσης ευελιξία και αυξημένη υποταγή στις επιθυμίες των επιχειρήσεων, οι οποίες, αν ο νόμος ψηφιζόταν, θα μπορούσαν να διαμορφώσουν κατά το δοκούν τη μεταναστευτική ροή.
Ο ετήσιος αριθμός μηχανικών, επιστημόνων ή μαθηματικών που προσκαλούνται για να εργαστούν στις Ηνωμένες Πολιτείες, με όριο σήμερα τις εξήντα πέντε χιλιάδες, θα έφτανε τις εκατόν δέκα χιλιάδες και σίγουρα και τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες σε περιόδους μεγάλης αύξησης, συμβάλλοντας στη διαρροή ευφυών επιστημόνων που στοιχίζουν ακριβά στις χώρες προέλευσής τους. Επιπλέον, οι ξένοι που έχουν σπουδάσει σε αμερικανικά πανεπιστήμια, θα λάμβαναν άδεια μόνιμης παραμονής αντί για μονοετή βίζα, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Σε μεγάλη απόσταση από την Ινδία και την Κίνα, που παράγουν κάθε χρόνο πέντε έως δέκα φορές περισσότερους μηχανικούς, οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να ανακτήσουν υψηλή θέση στον ανταγωνισμό των διπλωματούχων.
Μια νέα βίζα, ονομαζόμενη W-Visa, θα μπορούσε να διευκολύνει την άφιξη ανειδίκευτων εργατών και να καλύψει τις ανάγκες τομέων που έχουν έλλειψη εργατικού δυναμικού (5), όπως η εστίαση, τα ξενοδοχεία, η διανομή σε μεγάλη κλίμακα, οι οικιακές υπηρεσίες. Εν ολίγοις, τομείς κακοπληρωμένων και χωρίς δυνατότητα μετεγκατάστασης, επαγγελμάτων, στους οποίους η πρόσληψη ξένων εργαζομένων εγγυάται χαμηλά μεροκάματα. «Χάρη στην εργασία των ανειδίκευτων μεταναστών, το κόστος διατροφής, οι υπηρεσίες κατ’ οίκον και η φύλαξη παιδιών μειώνονται, το επίπεδο της ζωής βελτιώνεται, και όλο και περισσότερες γυναίκες μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους να δουλέψουν εκτός σπιτιού» (6)», γράφει ενθουσιασμένος ο κεντροδεξιός αρθρογράφος Ντέιβιντ Μπρουκς.
To αχόρταγο Εμπορικό Επιμελητήριο απαιτούσε τετρακόσιες χιλιάδες από αυτές τις καινούργιες βίζες, ενώ το ΑFL-CIO επιθυμούσε μόνο δέκα χιλιάδες. Ο αριθμός τελικά ορίστηκε σε είκοσι χιλιάδες την πρώτη χρονιά, τριάντα πέντε χιλιάδες τη δεύτερη, πενήντα πέντε χιλιάδες την τρίτη και εβδομήντα πέντε χιλιάδες την τέταρτη χρονιά. Στο τέλος της χρονικής αυτής περιόδου, ο αριθμός, που θα έχει φτάσει το όριο των διακοσίων χιλιάδων, θα οριστικοποιηθεί –και θα τροποποιηθεί– από το Γραφείο Ερευνών για τη Μετανάστευση και την Αγορά, που δημιουργήθηκε για την εξυπηρέτηση των αιτημάτων των επιχειρήσεων. Το συγκεκριμένο σύστημα σχεδιασμού εντατικού ρυθμού στις χορηγήσεις βίζας, θα παρέχει ένα αποφασιστικό προβάδισμα στον ιδιωτικό τομέα. «Οι δυνάμεις της αγοράς είναι οι πιο κατάλληλες να καθορίσουν τον αριθμό και το είδος των μεταναστών που θέλουν οι εργοδότες να προσλάβουν», εξηγεί η εργοδοτική δεξαμενή σκέψης American Enterprise Institute. «Tα αυθαίρετα ποσοστά, που ορίστηκαν από τους πολιτικούς ή τους γραφειοκράτες, δεν ανταποκρίνονται με ταχύτητα στις εξελίξεις της οικονομίας».
Η κατάργηση του λαχείου της πράσινης κάρτας
Πώς να ορίσεις την έλλειψη εργατικού δυναμικού; Πώς να εκτιμήσεις το μέγεθός της; Το κείμενο δεν κάνει καμία αναφορά. Οι εργοδότες, αναγκασμένοι να χειριστούν με τον ίδιο τρόπο μετανάστες και ντόπιους, θα μπορούσαν να παίξουν μ’ αυτήν την ασάφεια, για να κατεβάσουν τους μισθούς ή τουλάχιστον να εμποδίσουν την αύξησή τους, όπως εξηγεί ο Ρόμπερτ Ράιχ, τέως υπουργός Εργασίας, ο οποίος τώρα διδάσκει Οικονομία στο Πανεπιστήμιο του Berkeley: «Μόλις μια αύξηση στη ζήτηση σπρώξει τους μισθούς προς τα πάνω, οι εργοδότες θα μπορούν να φωνάξουν για έλλειμμα εργατικού δυναμικού, επιτρέποντας έτσι την άφιξη περισσότερων μεταναστών, ώστε να συγκρατήσουν τους μισθούς στο ίδιο επίπεδο» (7).
Το μέτρο αυτό εξηγεί, κατά μια στενά λογιστική άποψη, το μεταναστευτικό φαινόμενο. Συνοδεύεται από περιορισμό του αριθμού χορήγησης βίζας με στόχο την οικογενειακή επανένωση: θα αποκλείονταν οι αδελφοί και οι αδελφές, τα παντρεμένα παιδιά πάνω από 31 ετών. Και επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο σ’ αυτό το καθοδηγούμενο από τους νόμους της αγοράς σύμπαν, η μεταρρύθμιση προβλέπει την εξάλειψη του λαχείου της πράσινης κάρτας, που επιτρέπει κάθε χρόνο σε πενήντα πέντε χιλιάδες ξένους να λαμβάνουν άδεια μόνιμης παραμονής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θα αντικατασταθεί από ένα αξιολογικό σύστημα απονομής, που θα λαμβάνει υπόψη του τον τομέα δραστηριοτήτων του αιτούντος, τα διπλώματά του, τη χώρα προέλευσής του, το επίπεδό του στη γνώση της αγγλικής γλώσσας, κ.ά. Ώρα για μια επιλεγμένη μετανάστευση, φιλτραρισμένη, όπου οι ιδιοτροπίες της μοίρας δεν μπορούν πια να αναμείξουν το συμφέρον οικονομικά στάρι με την κοινωνική ήρα.
Σε μια χώρα όπου κάθε πράγμα έχει την τιμή του, ο μετανάστης αντιμετωπίζεται περισσότερο ως «επένδυση μακράς διάρκειας», εξαρτώμενη από τον ορθολογικό υπολογισμό κόστους/κέρδους. Μερικοί προτείνουν μάλιστα ήδη στο κράτος να πωλεί σε πλειστηριασμό τις βίζες εργασίας στις επιχειρήσεις, σύμφωνα με ένα σύστημα στο οποίο «η εμπορευματοποίηση των αδειών θα σηματοδοτούσε το μέγεθος της ζήτησης μεταναστών και θα οδηγούσε σε προσαρμογές του αριθμού αδειών που θα εκδίδονταν ετησίως» (8). Ωστόσο, τίποτα δεν θυμίζει ακόμα την επιστροφή στην εποχή όπου διαπραγματεύονταν τους σκλάβους στην κεντρική πλατεία…