«Δεν μπορούμε να σας δώσουμε τη διεύθυνση. Είναι μυστική. Αλλά, στο τέρμα του λεωφορείου στο Ανσεόνγκ, θα σας πάρει το ταξί. Αν έρθετε με αυτοκίνητο, που είναι προτιμότερο, θα σας καθοδηγήσουν». Η διαδρομή από το κέντρο της Σεούλ, το πολύ να πάρει κάτι παραπάνω από μια ώρα, διευκρινίζει ο συνομιλητής μας.
Φεύγουμε λοιπόν με αυτοκίνητο για το Χαναγουόν, το κέντρο υποδοχής των προσφύγων από τη Βόρεια Κορέα. Αλλά, η σακαράκα μας δεν αντέχει στον αυτοκινητόδρομο. Ξάφνου, σταματά, αναδίδοντας μια μυρωδιά καμένου λάστιχου. Ύστερα από πολλές άκαρπες προσπάθειες να βρούμε ταξί, η διοίκηση του κέντρου προτείνει να έρθει προς αναζήτησή μας. Αφήνουμε επιτέλους τα μέρη που τα καίει το λιοπύρι για να εγκατασταθούμε σε ένα κλιματιζόμενο 4x4. Με μια δόση συμπόνιας, η δεσποινίς Σιν Σουν-Χίι, μια κομψότατη νεαρή γυναίκα, μας φέρνει ένα μπουκάλι νερό.
Δράττει την ευκαιρία για να μας θυμίσει ορισμένες συμβουλές: ναι, μπορούμε να θέσουμε ερωτήσεις μετά την παρουσίαση στα αγγλικά. Όχι, δεν μπορούμε να μιλήσουμε με τους πρόσφυγες... «Εξάλλου, σας το είχα τονίσει από πριν»! Με μια ιδέα επιθετικότητας: ξέρει από δημοσιογράφους! Και τέλος, κυρίως όχι φωτογραφίες, ούτε ανθρώπων ούτε τόπων. «Μπορείτε να δείτε τα παιδιά, αλλά όχι να τους μιλήσετε».
Ώσπου να τελειώσουμε με τις συστάσεις, φτάσαμε στον προορισμό μας, αφού διασχίσαμε χωριά, δάση και ορυζώνες. Περνάμε τη διπλή μπάρα, αφήνουμε τα διαβατήρια στην είσοδο και μπαίνουμε σε αυτό το αλλόκοτο σχολείο όπου οι πρόσφυγες από τη Βόρεια Κορέα θα ανακαλύψουν την ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό νοτιοκορεατικού τύπου. Κτήρια από τούβλο στεγάζουν ένα σχολείο για ενήλικες κι άλλο ένα για τα παιδιά, καθώς και κοιτώνες.
Παρά το βουκολικό περιβάλλον με το γκαζόν και τα λουλουδάκια, έχεις την εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε ένα τεράστιο οικοτροφείο: καθαρό και τακτοποιημένο, βέβαια, αλλά εντελώς μαντρωμένο. Η αίσθηση αυτή ενισχύεται από τη σκούρα μπλε φόρμα με την κίτρινη φωσφοριζέ στάμπα την οποία φορούν άντρες και γυναίκες – μόνο τα παιδιά έχουν γλυτώσει από τη στολή – και από τον φράχτη με τα κάγκελα και το αγκαθωτό σύρμα στο πάνω μέρος. «Είναι για την προστασία από τους δουλέμπορους», σχολιάζει η δεσποινίς Σιν βλέποντας το βλέμμα μας να εστιάζεται εκεί. Αυτοί που βοήθησαν τον κόσμο να περάσει παράνομα τα σύνορα όντως απαιτούν τα χρωστούμενα, ενίοτε και με τη βία.
Ο διευθυντής του κέντρου, ο Σέουνγκ Χουν-Γιουνγκ, μας υποδέχεται πολύ εγκάρδια με τη δεσποινίδα Σιν στο πλάι του, τα τακούνια της οποίας χτυπούν με θόρυβο στο δάπεδο. Ξεκινά η παρουσίαση του PowerPoint. Δεν θα μας δώσουν κανένα έγγραφο, καθώς το πρόγραμμα, όπως και το μέρος, είναι άκρως απόρρητα. Μπορούμε να κρατήσουμε σημειώσεις, αλλά τίποτα παραπάνω.
Εδώ, τους μετανάστες από το Βορρά τους ονομάζουν «λιποτάκτες», - μια ονομασία που αναδίδει ένα άρωμα ψυχρού πολέμου. Πριν γίνουν πολίτες του Νότου, πρέπει να μείνουν για τρεις μήνες σε αυτό το μέρος, χωρίς να δέχονται επισκέψεις, ακόμα κι αν έχουν ήδη συγγενείς στη χώρα. Δεν έχουν ούτε το δικαίωμα να βγαίνουν έξω παρά μόνο σε ομάδες (υπό επίβλεψη). Τα μόνα που επιτρέπονται είναι τηλεφωνήματα από θαλάμους. Και φυσικά, δεν υπάρχουν κινητά.
Περίπου δύο με τρεις χιλιάδες άτομα περνούν κάθε χρόνο από αυτό τον υποχρεωτικό σταθμό. Το 2012 υπήρχαν επίσημα γύρω στους 25.000 Βορειοκορεάτες στη χώρα. Προτού καθίσουν στα θρανία αυτού του πολύ ειδικού σχολείου, υφίστανται ανάκριση τριών εβδομάδων από τους πράκτορες της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (National Intelligence Service, NIS) προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχουν κατάσκοποι ανάμεσά τους και ότι όλοι προέρχονται από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας. Πράγματι, ορισμένοι Σινοκορεάτες προσπαθούν να επωφεληθούν από την ευκαιρία για να εγκαταλείψουν το κινεζικό έδαφος, μας εξηγεί ο Σέουνγκ. Αυτοί επαναπατρίζονται αμέσως.
Αφού διαπιστωθεί ότι πρόκειται για γνήσιους «λιποτάκτες», οι πρόσφυγες μπορούν να γίνουν δεκτοί στο Χάναγουον. Οι εφτά στους δέκα είναι γυναίκες, ενίοτε συνοδευόμενες από παιδιά, γιατί είναι αναμφίβολα «πολύ πιο εύκολο για αυτές να ξεγελάσουν τον έλεγχο. Οι άντρες συχνά συγκεντρώνονται στο γραφείο ή στο εργοστάσιο και οι μετακινήσεις τους δέχονται μεγαλύτερη επιτήρηση», εξηγεί ο διευθυντής. Εν πάση περιπτώσει, οι γυναίκες κάνουν το βήμα, με τη βοήθεια παράνομων θρησκευτικών δομών, μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) ή δουλέμπορων οι οποίοι αμείβονται ανάλογα. Δεν τίθεται θέμα να διασχίσεις τα σύνορα ανάμεσα στις δυο χώρες: η λωρίδα φάρδους τεσσάρων χιλιομέτρων που κόβει τη χερσόνησο στα δύο και που κακώς ονομάζεται αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, έχει ένα ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό στρατιωτών, Βορειοκορεατών και Νοτιοκορεατών, καθώς και Αμερικανών. Το πιο απλό είναι να διασχίσεις τον ποταμό Τουμάν, το φυσικό σύνορο ανάμεσα στη Βόρεια Κορέα και την Κίνα. Ορισμένοι μένουν στα παραμεθόρια χωριά (1). Άλλοι διασχίζουν τη χώρα για να περάσουν στο Λάος ή στην Ταϊλάνδη ώσπου να μπορέσουν να φτάσουν στη Νότια Κορέα. Όπως και να έχει, αυτός ο περίπλους είναι αβέβαιος και επικίνδυνος.
Εδώ και δυο χρόνια, ο αριθμός των προσφύγων έχει μειωθεί περίπου κατά το ήμισυ λόγω του μεγαλύτερου ελέγχου στα σύνορα από τις κινεζικές αρχές και δευτερευόντως, λόγω μιας κάποιας βελτίωσης στις συνθήκες ζωής των κατοίκων της Πιονγιάνγκ.
Για τους νεοφερμένους, η πρώτη φάση είναι αφιερωμένη σε ψυχολογικά τεστ και στην επαναφορά τους σε «σωματική και ψυχολογική φόρμα». Οι πρόσφυγες συχνά έχουν περάσει πρώτα από την Κίνα, όπου «έζησαν κάτω από τρομακτικές συνθήκες», λέει ο Σέουνγκ. Κάποιες γυναίκες έπεσαν θύματα βιασμού, αν κι ελάχιστες μιλούν για αυτό. Όσο για τις ανακρίσεις στις οποίες υποβάλλονται από τις μυστικές υπηρεσίες, δεν έχουν τίποτα το ευχάριστο. Ακόμα και ο διευθυντής του σχολείου για τα παιδιά, ευθυτενής μέσα στις μπότες του και σταθερός στις αρχές του, τις προσθέτει στη λίστα των τραυματικών εμπειριών που υφίστανται οι μικροί του μαθητές. Οδοντίατροι, γιατροί και ψυχίατροι καλούνται στα μοντέρνους χώρους υποδοχής. Η μιζέρια της εξορίας γιατρεύεται εδώ... τουλάχιστον εν μέρει.
Εν συνεχεία, περνάμε στα σοβαρά: στην εκμάθηση των αξιών της Δημοκρατίας της Κορέας σε 120 ώρες. Τα πνεύματα πρέπει να «αναμορφωθούν». Στο πρόγραμμα: ο καπιταλισμός, η επιχειρηματικότητα, η έννοια του πολίτη...
Η αρχή γίνεται με τις αρετές της οικονομίας της αγοράς, που διδάσκεται καμιά δεκαριά ώρες. «»Καταπιανόμαστε ταυτόχρονα με ζητήματα ουσίας και με τις πρακτικές πλευρές τους»», λέει ο διευθυντής. Όταν επιμένουμε να μάθουμε τα σημεία που διδάσκονται πραγματικά, μας συνοψίζει, ελαφρώς εκνευρισμένος: «Πρέπει να μεταδώσουμε την κουλτούρα της επιχειρηματικότητας, να τους δώσουμε να αντιληφθούν το ρόλο της ιδιωτικής επιχείρησης, τη σημασία των χρηματοπιστωτικών θεμάτων. Τέτοια πράγματα...».
Η επένδυση, το κέρδος, η τοποθέτηση χρημάτων, η ανεργία, ο ρόλος των chaebols (2). Ο κ. Σέουνγκ αποφεύγει να απαντήσει επί του συγκεκριμένου, διαβεβαιώνοντάς μας ότι, εν πάση περιπτώσει, «δεν είναι βέβαιο ότι [οι μαθητές] καταλαβαίνουν πραγματικά τα θεωρητικά μαθήματα». Όσο για την πρακτική εκμάθηση, «για όσους έρχονται από την Κίνα και παρέμειναν εκεί για κάποιους μήνες, ίσως και χρόνια, η ιδιωτική οικονομία και ο ανταγωνισμός δεν είναι κάτι το καινούργιο». Και πολλοί ανάμεσα σε αυτούς που έρχονται απευθείας από την πλευρά των συνόρων, είδαν τη μαύρη οικονομία να ανθεί και στα δικά τους μέρη: «Ξέρουν ήδη ότι το κράτος δεν διασφαλίζει πλέον τα πάντα και ότι πρέπει να παίρνουμε πρωτοβουλίες». Εν ολίγοις, δεν είναι τίποτα αναλφάβητοι που ήρθαν από τα χωριά τους. Πάντως, η εκπαίδευση δεν φαίνεται να έχει μεταβληθεί από το 1999, τη χρονιά που άνοιξε το πρώτο σχολείο. Οι καθηγητές πηγαίνουν τους οικότροφους στην αγορά για να μάθουν να κάνουν ψώνια, να χρησιμοποιούν πιστωτική κάρτα, να διαχειρίζονται τον προϋπολογισμό τους.
Θα πρέπει επίσης, επιμένει ο διευθυντής, να τους εμφυσήσουμε «τους κανόνες τρόπο συμπεριφοράς σε μια επιχείρηση», να τους μεταδώσουμε τις έννοιες της οργάνωσης εργασίας αλλά και το πώς να πλασάρουν τον εαυτό τους: «Δεν ξέρουν πώς να ψάξουν την πιο καλοπληρωμένη δουλειά». Ορισμένοι Βορειοκορεάτες που πέρασαν από εκεί ισχυρίζονται ότι τους συνιστούν να αποφεύγουν τη συμμετοχή σε διαδηλώσεις. Ο κύριος Σέουνγκ, όμως, βεβαιώνει ότι «διδάσκεται το δικαίωμα στην εργασία, όπως και ο ρόλος των συνδικάτων». Και βέβαια, συνοψίζει στο τέλος της κουβέντας μας, «τους διδάσκουμε τον καπιταλισμό». Το είχαμε καταλάβει.
Η εκπαίδευση άπτεται επίσης της «πραγματικής ιστορίας της κορεατικής χερσονήσου», η οποία δεν έχει πολλά να ζηλέψει από την «πραγματική ιστορία της κορεατικής χερσονήσου» δια χειρός του μακαρίτη Κιμ Ιλ-Σουνγκ. Οι κακοί από τη μια μεριά, οι καλοί από την άλλη. «Τους δείχνουμε τι σημαίνει δημοκρατία. Τους λέμε: “Τώρα είστε στη Νότια Κορέα, οφείλετε να αναγνωρίσετε τη νομιμότητα του νοτιοκορεατικού κράτους. Γιατί έχουν ζήσει ως τώρα με την ιδέα ότι δεν είμαστε το γνήσιο κορεατικό έθνος”».
Αφού διασφαλιστεί η πνευματική αναμόρφωση περνάμε στα πρακτικά ζητήματα και στην προετοιμασία για δουλειά: εντατική εκπαίδευση στη χρήση ηλεκτρικών μηχανών και τεχνικών οξυγονοκόλλησης για τους άντρες. Οι γυναίκες μαθαίνουν δουλειές γραφείου, ραπτική, μαγειρική... Η διανομή εργασιών θεωρείται δεδομένη. Εν τούτοις, όπως εξηγεί η Μικιόνγκ, μια καθαρίστρια από τη Βόρεια Κορέα την οποία συναντήσαμε σε μεγάλο ξενοδοχείο στη Σεούλ, «εμείς οι Βορειοκορεάτες κάνουμε μόνο τις δουλειές που δεν θέλουν οι ντόπιοι». Οι δουλειές « 3D », όπως τις ονομάζουν εδώ: « dirty, difficult, dangerous » («βρώμικες, δύσκολες, επικίνδυνες»).
Παρόλα αυτά, η Μικιόνγκ νιώθει προνομιούχος: «Η δουλειά κρατάει πολλές ώρες την ημέρα, αλλά δεν είναι επικίνδυνη». Η ξαδέρφη της δουλεύει σε εργοστάσιο χημικών κάτω από ανυπόφορες συνθήκες, αν κρίνουμε από όσα μας περιγράφει. Δεν έχει άσχημες αναμνήσεις από το Χάναγουον, γιατί όταν έφτασε, πριν από πέντε χρόνια, ήταν «αδύνατη κι εξαντλημένη». Αλλά, ακόμα και σήμερα, «το εγερτήριο στις 6.30 το πρωί και το κάλεσμα όπως στο στρατό» της τρυπούν τα αυτιά. Είναι η πρώτη ανάμνηση που έχει, πριν την εκμάθηση της γλώσσας ή της πληροφορικής.
Μόλις ο προϊστάμενός της τελειώνει την παρουσίασή του, η δεσποινίς Σιν μας ξεναγεί στα δωμάτια που αυτή την ώρα είναι άδεια: η αίθουσα των υπολογιστών, οι τάξεις και η αίθουσα προσευχής για τους Προτεστάντες, όπου η λειτουργία γίνεται κάθε Σάββατο. Αν και είναι Μάης, το χριστουγεννιάτικο έλατο βρίσκεται πάντα στη θέση του, διακοσμημένο με απλά σχέδια με θρησκευτικές ευχές. Οι μισοί οικότροφοι παίρνουν μέρος στη λειτουργία και «πολλοί ανακαλύπτουν τη θρησκεία», μας εξηγεί με υπερηφάνεια η δεσποινίς Σιν. Τη σκυτάλη παίρνουν συχνά οι χριστιανικές ΜΚΟ, αφότου οι πρόσφυγες φεύγουν από το Χάναγουον. Οι εκκλησίες, οι οποίες είναι ισχυρές στη Νότια Κορέα, τους υποδέχονται σε οικοτροφεία, όπου προέχει η θρησκευτική κατήχηση. Στην άλλη πλευρά του διαδρόμου, είναι η αίθουσα με τον βουδιστικό βωμό: «Για λόγους ισότητας, αν και δεν έρχονται πολλοί εδώ», σχολιάζει η ξεναγός μας. Ωστόσο, η χρησιμότητα του σχολείου δεν είναι μόνο να εγαγνίζει τα πνεύματα και να γεμίζει το μυαλό. Προσφέρει και πρακτική βοήθεια. Μπορείς εκεί να βγάλεις δίπλωμα οδήγησης.
Ύστερα από τρεις μήνες σε αυτή την κατάσταση, οι πρόσφυγες λαμβάνουν χρήματα για να πληρώσουν την εγγύηση ενός διαμερίσματος (πολύ μικρού, αν λάβουμε υπόψη το χορηγούμενο ποσό) και 7 εκατομμύρια γουόν (κάτι λιγότερο από 5.000 ευρώ), εκ των οποίων τα τέσσερα καταβάλλονται αμέσως και τα υπόλοιπα τρεις μήνες αργότερα. Σύμφωνα με τη δεσποινίδα Σιν, συμβαίνει συχνά οι δουλέμποροι που τους βοήθησαν να δραπετεύσουν να τους παίρνουν τα λεφτά με το που βγαίνουν.
Στον έξω κόσμο, θα μάθουν σύντομα τον αληθινό καπιταλισμό – όχι αυτόν που τους παρουσιάζει ο διευθυντής του Χαναγουόν. Στους υπεργολάβους των υπεργολάβων, είναι αυτοί που κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Δουλεύουν στην οικοδομή, στη χημεία, στη συντήρηση στη βιομηχανία των ημιαγωγών ή στην αυτοκινητοβιομηχανία. Όπως ο Ανγκ Γιονγκ-Σέουνγκ, τον οποίο συναντήσαμε στο σπίτι του Κιμ Γιουνγκ-Τσουν. Ο ένας δουλεύει για ένα υπεργολάβο της Kia που κατασκευάζει καθίσματα αυτοκινήτων. Ο άλλος είναι στέλεχος σε μια εταιρία λογισμικού της οποίας δεν αποκαλύπτει το όνομα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα είχαν συναντηθεί ποτέ... αν δεν ήταν στη μέση το Χαναγουόν. Δώδεκα χρόνια τώρα που ζουν στη Σεούλ, συναντώνται δύο με τρεις φορές το χρόνο. Το πρόσωπο του Ανγκ είναι σημαδεμένο από την κούραση, ενώ ο Κιμ έχει υιοθετήσει την αμφίεση του τέλειου στελέχους της Νότιας Κορέας: σκούρο μπλε εφαρμοστό κοστούμι, λευκό πουκάμισο, γραβάτα. «Ο Γιονγκ-Σέουνγκ με βοήθησε όταν ήρθαμε εδώ», λέει με χαμόγελο. «Είχα απογοητευθεί. Στο σχολείο μας αντιμετώπιζαν σαν καθυστερημένους. Το μόνο που μας μάθαιναν ήταν ιδεολογία». Ύστερα, πρέπει να τα βγάλεις πέρα μόνος σου. «Θα ήταν καλύτερα αν αξιολογούσαν τις δυνατότητες μας και μας βοηθούσαν να βρούμε το δρόμο μας». Ο Ανγκ δεν συμμερίζεται αυτή την άποψη: στο Χαναγουόν έβγαλε δίπλωμα οδήγησης. Αν και δεν έχει αυτοκίνητο («δεν βγάζω αρκετά»), θεωρεί ότι ήταν κάτι καλό.
Πράγματι, κανένας δεν θέλει να κάνει αναδρομή στο παρελθόν, ούτε στη ζωή τους στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βόρειας Κορέας, όπου και οι δύο έχουν αφήσει τις οικογένειές τους. Ούτε τα πρώτα τους βήματα στη Δημοκρατία της Κορέας που ήταν επώδυνα. Ο Κιμ, που δεν του έχουν αναγνωρίσει το δίπλωμα του μηχανικού, αναγκάστηκε να σπουδάσει από την αρχή, να δουλεύει και ξανά να δουλεύει. Και οι δύο συμφωνούν στο ότι η ζωή είναι εδώ είναι πολύ σκληρή, πολύ πιο σκληρή από όσο είχαν φανταστεί. Η αλληλεγγύη που υπήρχε πέρα από τον 38ο παράλληλο απουσιάζει παντελώς. Και τα «αδέρφια οι Νοτιοκορεάτες» τους φέρονται με περιφρόνηση, αν όχι καχυποψία, ιδίως όταν ξεσπούν επεισόδια με την Πιονγιάνγκ.
Ενίοτε συμβαίνει κάποιοι να ακολουθούν την αντίστροφη πορεία. Όπως εκείνος ο ψαράς που έφυγε για το Βορρά με τη βάρκα του αφεντικού του και η ιστορία του συζητήθηκε ευρέως. Αν και σπάνιο, το φαινόμενο αυτό ήταν αδιανόητο μια δεκαετία νωρίτερα. Σε σημείο μάλιστα η Σεούλ να αρχίσει να ανησυχεί. «Η πολιτική απέναντι στους λιποτάκτες πρέπει να λάβει περισσότερο υπόψη της τις ανάγκες των Βορειοκορεατών», γράφουν οι Korean Times (3). Η ανάλυση αυτή κατάφερε να κάνει έξαλλο τον εκπρόσωπο τύπου του υπουργείου ενοποίησης Κιμ Χίουνγκ-Σουκ, ο οποίος μας δέχτηκε την ίδια μέρα της δημοσίευσης του άρθρου. «Δεν θα με κάνουν να πιστέψω ότι ζουν καλύτερα εκεί πέρα»! Το «εκεί πέρα» στο μυαλό του αντιστοιχεί στην «αυτοκρατορία του Κακού», με την οποία μπορεί βέβαια να κάνει κανείς διάλογο, αλλά, υπό όρους. Αν και κανένας δεν ισχυρίζεται ότι η ζωή είναι πιο γλυκιά στο Βορρά, πολλοί δηλώνουν ότι είναι στα σίγουρα αφύσικα δύσκολη στο Νότο για τους πρόσφυγες.
Ο Ανγκ και ο Κιμ δε μετανιώνουν που έφυγαν. Και οι δύο όμως δηλώνουν απογοητευμένοι από την εγκατάστασή τους εδώ: «Θα είμαστε πάντα λιποτάκτες».