el | fr | en | +
Accéder au menu

ΓΕΩΡΓΙΑ

Η Κοινή Αγροτική Πολιτική ξαναμοιράζει την τράπουλα στα Ανατολικά

Μετά την πρώτη άρνηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τον Ιανουάριο του 2013, οι ευρωπαϊκές αρχές κατέληξαν σε μια συμφωνία για τον προϋπολογισμό της περιόδου 2014-2020, από τον οποίο εξαρτάται η Κοινή Αγροτική πολιτική (ΚΑΠ). Έτσι, το συνολικό ποσό που θα διατεθεί γι’ αυτήν θα ανέρχεται στα 373 δισεκατομμύρια ευρώ, θα είναι δηλαδή μειωμένο κατά 12% σε σχέση με την περίοδο 2007-2013. Όμως, αν κάτι έχει ιδιαίτερη σημασία, αυτό δεν είναι τόσο το ύψος του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, όσο το νέο μοντέλο κατανομής των ποσών ανάμεσα στις 27 χώρες μέλη.

Η πρόθεση της Ε.Ε. είναι να εξισορροπηθούν οι ενισχύσεις ανάμεσα στα παλαιότερα μέλη της και σε εκείνα που εντάχθηκαν μετά το 2003, στην πλειονότητά τους χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (1). Τελικά, όλες οι χώρες θα λαμβάνουν το 2020 μια ελάχιστη ενίσχυση της τάξης των 19,60 ευρώ ανά στρέμμα.

Μικρότερος προϋπολογισμός, μεγαλύτερη διανομή. Σύμφωνα με τον Αλεξάντρ Μαρτινέζ, αγροτικό ακόλουθο της γαλλικής πρεσβείας στην Πολωνία, η εξέλιξη αυτή θα επιτρέψει στους Πολωνούς αγρότες να εισπράξουν τα πρώτα χρόνια άμεσες ενισχύσεις ύψους περίπου 18,5 ευρώ ανά στρέμμα, δηλαδή το 80% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Όπως μας εκμυστηρεύεται ο Γάλλος διπλωμάτης, ελπίζουν μάλιστα «να φτάσουν μακροπρόθεσμα στα 24 ευρώ ανά στρέμμα».

Αυτή η στήριξη θα μπορούσε να επιτρέψει τη «βελτίωση της ανταγωνιστικότητας» της τοπικής γεωργίας, η οποία ήδη βρίσκεται σε μεγάλη άνθηση. Σύμφωνα με τον Μαρτινέζ, «η Πολωνία εξάγει ολοένα περισσότερα γαλακτομικά προϊόντα προς τη Ρωσία, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία»: πρόκειται για αγορές στις οποίες η Γαλλία είχε προνομιακή θέση. «Και είναι πολύ πιο ανταγωνιστικοί από εμάς. Στην Πολωνία, η φορολογία είναι σχεδόν ανύπαρκτη και το εργατικό δυναμικό φτηνό». Ο Πιότρ Ντολιγκάλσκι, αγελαδοτρόφος γαλακτοπαραγωγός στην περιοχή της Κοβροζίας, μας εξηγεί: «Εννέα χρόνια μετά την ένταξή μας στην Ε.Ε., αποδεικνύουμε ότι η χώρα μας δεν κατακλύστηκε από τα δυτικοευρωπαϊκά προϊόντα. Μάλιστα, συνέβη το αντίθετο».

Ωστόσο, το στοίχημα δεν ήταν εύκολο. Όπως θυμάται ο Γκιγιόμ Ρουέ, πρόεδρος της γαλλικής Εθνικής Διεπαγγελματικής Ένωσης Χοιρινού Κρέατος, «μετά την πτώση του Τείχους, οι μικρές πολωνικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις κατέρρεαν». Η γεωργία που στηριζόταν στους μικρούς αγρότες και στην παραγωγικότητα της εργασίας βρέθηκε αντιμέτωπη με μια δυτική εντατική γεωργία, η οποία στηριζόταν στην παραγωγικότητα του κεφαλαίου (2). Το πέρασμα στην οικονομία της αγοράς και η πτώση των τιμών έβγαλαν εκτός μάχης τους φτωχότερους αγρότες. Όπως υπογράμμιζε το 2012 ο Μάρεκ Σταβίκι, Πολωνός πρώην υπουργός Γεωργίας, «μέσα σε οκτώ χρόνια, χάσαμε 300.000 γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Στις περισσότερες από αυτές, η καλλιεργούμενη έκταση δεν ξεπερνούσε τα 50 στρέμματα». Όταν εντάχθηκαν στην Ε.Ε., οι ανατολικές χώρες προχωρούσαν στην αναστολή των εξαγωγών τους, επειδή τα προϊόντα τους δεν πληρούσαν τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, ενώ οι δυτικοευρωπαίοι εξαγωγείς έτριβαν τα χέρια τους, γιατί «τα υψηλών επιδοτήσεων δυτικά προϊόντα θα κατέκλυζαν την Πολωνία».

Πράγματι, η Πολωνία αναγκάστηκε να προσαρμοστεί: τσιμεντάρισμα του δαπέδου των αγροκτημάτων, μικροβιολογικές αναλύσεις του νερού, αποθήκευση του γάλακτος σε χώρο ειδικά σχεδιασμένο γι’ αυτό… Αν και δόθηκαν ειδικές ενισχύσεις, οι μικροί αγρότες δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τις εξελίξεις στη γεωργία. Κι όσοι επέζησαν από τις αλλαγές, οφείλουν τώρα να αντιμετωπίσουν μια νέα πρόκληση. Όπως υποστηρίζει ο Αντρέι Γκρος, διευθυντής του Γραφείου Ανασυγκρότησης και Εκσυγχρονισμού της Γεωργίας στην περιφέρεια της Κουζάβσκο-Πομόρσκιε, «ο στόχος δεν είναι η αύξηση του αριθμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, αλλά η αύξηση του μεγέθους όσων υπάρχουν». «Αν δεν μεγαλώσεις, εξαφανίστηκες», μας εξηγεί ο υπεύθυνος ενός αγροκτήματος 40.000 στρεμμάτων στο Χόντεσδεκ, στα δυτικά της Βαρσοβίας. Όπως παρατηρεί και η ερευνήτρια Περίν Βαντερμπρούκε, και στην Ουγγαρία επίσης, «από τα ευρωπαϊκά προγράμματα επωφελήθηκαν οι μεγαλύτερες γεωργικές εκμεταλλεύσεις: έως 45% των επιδοτήσεων για προγράμματα όπως η διαχείριση της κοπριάς, 25% για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών (3).».

Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να ενισχυθούν στα νέα κράτη μέλη οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις που επιδιώκουν να διαθέσουν τα προϊόντα τους στις διεθνείς αγορές, εις βάρος των μικρών που είναι στραμμένες στην παραδοσιακή γεωργία και στην ιδιοκατανάλωση. Χάρη στις ολοένα μεγαλύτερες ενισχύσεις των Βρυξελλών, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης οργανώνονται για να κατακτήσουν, τόσο την κοινοτική, όσο και τις εξωκοινοτικές αγορές. Για παράδειγμα, η κατάργηση των ποσοστώσεων στην παραγωγή γάλακτος που έχει προβλεφθεί για το 2015, δεν πρέπει να ανησυχεί την Πολωνία, η οποία πολύ γρήγορα κάλυψε τις γαλακτοκομικές της ποσοστώσεις όταν εντάχθηκε στην Ε.Ε.. Οι κτηνοτρόφοι της προετοιμάζονται για να καλύψουν τη διεθνή ζήτηση, η οποία αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς.

Οι εξελίξεις δεν φαίνεται να ανησυχούν τους Γάλλους που δραστηριοποιούνται στον αντίστοιχο κλάδο. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Φρεντερίκ Σοσόν, διευθυντή συνεταιριστικής ανάπτυξης στον όμιλο Sodiaal (στον οποία ανήκουν οι επιχειρήσεις Candia, Entremont, Yoplait…), «σήμερα, για να αγοράσεις γάλα ποιότητας στην Πολωνία, στη Ρουμανία ή στην Ουγγαρία, πρέπει να πληρώσεις τουλάχιστον τα ίδια χρήματα που δίνεις και για το γαλλικό γάλα. Συνεπώς, δεν θεωρούμε ότι μπορούν να μας ανταγωνιστούν». Αντίθετα, οι Γάλλοι βιομήχανοι βλέπουν σε αυτές τις χώρες σημαντικές προοπτικές για τη διάθεση των προϊόντων τους. Στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη, η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού αυξάνεται με διπλάσιο ρυθμό σε σχέση με εκείνον που παρατηρείται στην Δυτική Ευρώπη. Όπως μας εξηγεί η Βαντερμπρούκε, στην Ουγγαρία, «μετά το 2004, οι εισαγωγές φρούτων και λαχανικών αυξάνονταν κάθε χρόνο με ρυθμό 25%, καθώς στην αγορά έκαναν την εμφάνισή τους ολλανδικά ή γερμανικά προϊόντα τα οποία ήταν “πιο ευπαρουσίαστα” ή φτηνότερα».

Στην Γαλλία, ανησυχούν περισσότερο για την απώλεια εισοδημάτων που θα προκύψει από την εσωτερική σύγκλιση μέσα σε κάθε κράτος. Αναμένεται ότι η πολιτική που προωθεί η Ε.Ε. θα ορίσει μια μέση ενίσχυση της τάξης των 25-26 ευρώ ανά στρέμμα για το σύνολο των Γάλλων αγροτών. Κάτι τέτοιο θα σημάνει μείωση των εσόδων των γαλακτοπαραγωγών της Βρετάνης κατά 13%. Και οι Βρετόνοι δεν θα είναι οι μοναδικοί χαμένοι. Οι παραγωγοί δημητριακών φοβούνται την ανισορροπία των επιδοτήσεων που θα δοθούν στη Γαλλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Σύμφωνα με το Orama, το συνδικάτο των παραγωγών δημητριακών κι ελαιοπρωτεϊνούχων σπόρων, με την ΚΑΠ της περιόδου 2014-2020, αναμένεται ότι μια γαλλική γεωργική εκμετάλλευση με 1.500 στρέμματα σιτηρών θα λαμβάνει στο μέλλον 18,2 ευρώ ανά στρέμμα, έναντι 29,3 σήμερα.

Έτσι, τόσο η εξωτερική, όσο κι η εσωτερική σύγκλιση ενδέχεται να ανατρέψουν τις ισορροπίες, από τη Δύση ως την Ανατολή. Ο Νικολά Φερενκζί, μέλος της γαλλικής Γενικής Ένωσης Παραγωγών Σίτου (AGPB), εκφράζει τους φόβους του ότι «το 2014 υπάρχει η πιθανότητα να μας διατεθούν πληρωμές ανά στρέμμα χαμηλότερες από εκείνες που δίνονται στους Ρουμάνους». Κι όμως, οι αγρότες αυτών των χωρών δεν είναι οι κυριότεροι δικαιούχοι της διπλής σύγκλισης. Όπως μας εξηγεί ο Ατίλα Σζοκς, υπεύθυνος για ζητήματα Κοινής αγροτικής Πολιτικής στην οργάνωση EcoRuralis, «πολλές μεγάλες γεωργικές εκμεταλλεύσεις που λαμβάνουν ενισχύσεις δεν είναι καν ρουμανικές: πρόκειται για εταιρείες ισπανικές, γερμανικές, αυστριακές κ.ά., οι οποίες αγόρασαν γη στη Ρουμανία για να την εκμεταλλευτούν».

Πράγματι, ο τρόπος με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί η διανομή των κοινοτικών ενισχύσεων στο εσωτερικό του κάθε κράτους ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Στη Ρουμανία, η υποστήριξη που παρέχεται στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της συγκέντρωσης της γης σε λίγα χέρια, αμέσως μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, το 1989. Και επρόκειτο για λογική εξέλιξη: η σοβιετική κληρονομιά προσφέρει ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα στους μεγάλους επενδυτές. Όντως, οι σημερινές τεράστιες γεωργικές εκμεταλλεύσεις δημιουργήθηκαν πάνω στα απομεινάρια των πρώην συνεταιρισμών αγροτικής παραγωγής που είχε δημιουργήσει το προηγούμενο καθεστώς. Ο Σζοκς προβλέπει ότι, «δεδομένου ότι ο λόγος που ωθεί τις ξένες εταιρείες να επενδύσουν στη χώρα είναι -εκτός από τη χαμηλή τιμή της γης- οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις, όταν αυτές οι επιδοτήσεις αυξηθούν, τότε η συγκέντρωση γης σε λίγα χέρια θα αυξηθεί με δραματικό τρόπο».

«Οι ολιγάρχες λαμβάνουν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ», τη στιγμή που τα 5.700.000 μικροί αγρότες στερούνται ενισχύσεων εξαιτίας της γραφειοκρατίας αλλά και του ελάχιστου μεγέθους καλλιεργούμενης επιφάνειας που έχει θεσπιστεί, στο οποίο οι περισσότεροι από αυτούς δεν ανταποκρίνονται. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι «το 1% των Ρουμάνων αγροτών εισπράττει το 51% των επιδοτήσεων που δίνονται στη χώρα».

Marius Garrigue

Clio Randimbivololona

Δημοσιογράφος
Παπακριβόπουλος Βασίλης (μτφ)

(1Εσθονία, Ουγγαρία, Λετονία, Πολωνία, Δημοκρατία της Τσεχίας, Σλοβενία, Σλοβακία (2004), Βουλγαρία και Ρουμανία (2007), Κροατία (2013).

(2Βλέπε Catherine Darrot, «Les paysans polonaise à l’épreuve de la PAC», διδακτορικό το οποίο υποστηρίχθηκε το 2008 στο γαλλικό πανεπιστήμιο της Rennes (Agrocampus).

(3Perrine Vanderbroucke, «Dynamique et durabilité des exploitations agricoles dans la zone périurbaine de Budapest», πτυχιακή εργασία που παρουσιάστηκε το 2007 στο Agro-ParisTech.

Μοιραστείτε το άρθρο