Ο οδηγός που βγαίνει από το Ντέρχαμ της Βόρειας Καρολίνας και παίρνει το δρόμο για το Χίλσμπορο, εισέρχεται σε έναν αλλόκοτο τόπο. Με το που αφήνει πίσω του τους αριστοκρατικούς πύργους του πανεπιστημίου Ντιουκ, αρχίζουν να παρελαύνουν μπροστά στα μάτια του ένα McDonald’s, ένα Cracker Barel, ένα Wendy’s, ένα Chick-fil-A, ένα Arby’s, ένα Waffle House, ένα Bojangles, ένα Biscuitville, ένα Subway, ένα Taco Bell κι ένα Kentucky Fried Chicken (KFC). Όλα τα μεγάλα ονόματα της γρήγορης εστίασης μαζεμένα στη σειρά, σε μια λωρίδα μόλις ενάμισι χιλιόμετρο. Αν διασχίσει κανείς με τα πόδια την πολύβουη αρτηρία από άσφαλτο και θερμίδες, συνειδητοποιεί ότι τα γεωγραφικά της όρια καλύπτονται από λιγδωμένα χαρτιά και κύπελλα από χαρτόνι. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι εδώ το τοπίο το απολαμβάνεις συνήθως πίσω από το παρ-μπριζ και με ραδιοφωνική υπόκρουση. Εξάλλου, η παρουσία κάποιου πεζού στην άκρη του δρόμου αποσυντονίζει τους οδηγούς, λόγος για τον οποίο ο δημοσιογράφος που περπατούσε εκεί παρ’ ολίγο να πέσει δύο φορές θύμα τροχαίου.
Δεν ήταν, ωστόσο, το αυτοκίνητο αυτό που έπεσε πάνω μου με όλη του τη δύναμη. Ήταν μάλλον ένα όραμα: το γεγονός ότι κατάλαβα αυθόρμητα τι είναι αυτό που προσδίδει στη γρήγορη εστίαση την αδυσώπητη αποδοτικότητά της. Αρκεί ένα σύντομο πέρασμα από το Waffle House για να διαπιστώσει κανείς τι παίζεται σε αυτή τη βιομηχανία. H παρασκευή σε διαφορετικά στάδια, η παραγωγή βάφλας σε αλυσίδα, οι διπλές φριτέζες, η διάταξη των έτοιμων φαγητών, ακόμα και το μικρό έξυπνο πλαστικό καπάκι στο κύπελλο του καφέ με το καλαμάκι, ειδικά κατασκευασμένο για να απολαμβάνει ο πελάτης το ρόφημά του χωρίς να φοβάται μη χυθεί έστω και μια σταγόνα πάνω του: είναι τόσα τα πράγματα που μαρτυρούν την ανθρώπινη εφευρετικότητα, που δεν μπορείς να μην τα θαυμάσεις. Κι όμως, αυτό το απαύγασμα αποτελεσματικότητας έχει ως τίμημα μια τεράστια σπατάλη –σε καύσιμα, κλιματισμό, γη, σκουπίδια. Από τη μια, ένα έργο τέχνης βιομηχανικού σχεδιασμού. Από την άλλη, μια ανελέητη εκμετάλλευση φυσικών πόρων και εργατικού δυναμικού.
Σκεφτόμαστε με συγκίνηση τη θαυμαστή εθνική προσπάθεια που καταβλήθηκε για να φτάσουμε σε αυτή την επανάσταση της μαζικής γαστρονομίας. Οι αγροτικές επιδοτήσεις, τα αρδευτικά έργα, τα προγράμματα κατασκευής αυτοκινητόδρομων, όλα τα μεγάλα έργα για τα οποία υπερηφανεύεται η χώρα τα τελευταία 24 χρόνια συνέβαλαν στο να χτιστεί ένα έθνος εργοστασίων ζωοτροφής, μια οδός Χίλσμπορο σε ηπειρωτική κλίμακα; Τόση συλλογική ορμή για να μπορέσουν κάποιοι να μαζέψουν ένα σωρό λεφτά, ενώ άλλοι χτυπιούνται για έναν άθλιο μισθό;
Το περασμένο καλοκαίρι στο Ντέρχαμ, ένα ασυνήθιστο γεγονός αναστάτωσε τη βιομηχανία της γρήγορης εστίασης: μια απεργία. Απρόσμενη κίνηση, πόσω μάλλον όταν γίνεται σε μια πολιτεία όπως η Βόρεια Καρολίνα, η οποία φημίζεται για τη λυσσαλέα εχθρότητά της απέναντι στα συνδικάτα και παράλληλα αυτοπροβάλλεται ως ένα είδος λίκνου των φαστ-φουντ, καθώς τρεις από τις γίγαντες του εν λόγω τομέα –τα Hardee’s, τα Bojangles και τα Krispy Kreme- γεννήθηκαν στα μέρη της.
To κίνημα ξεκίνησε από ένα Burger King. Το κτήριο, σε ένα σταυροδρόμι στη μέση του πουθενά, παραπέμπει περισσότερο στο οχυρό στην Έρημο των Ταρτάρων (1), παρά σε εστιατόριο. Έξι η ώρα το πρωί, μια χούφτα υπάλληλοι στοιχίζονται μπροστά στην είσοδο του κτηρίου και αρχίζουν να φωνάζουν συνθήματα: «Τα δικαιώματα του εργάτη είναι κι αυτά ανθρώπινα δικαιώματα»! Δύσκολα ανάβουν τα αίματα τόσο νωρίς το πρωί, οπότε δοκιμάζουν άλλο σύνθημα: «Δεν ζει κανείς με 7 δολάρια και 25 σεντς!» -νύξη για το ωρομίσθιο που δίνει η συγκεκριμένη αλυσίδα.
Oι απεσταλμένοι των τοπικών καναλιών κάνουν γρήγορα την εμφάνισή τους, όπως και δυο περιπολικά. Τη σκηνή παρακολουθεί ένας πελάτης που κάθεται μόνος σε ένα τραπέζι μπροστά στο παράθυρο του Burger King. Καθώς πλησιάζει η ώρα αιχμής, διάφοροι οδηγοί χτυπούν τις κόρνες τους για να δηλώσουν τη συμπαράστασή τους.
Στο τέλος του πρωινού, οι απεργοί επιχειρούν να διευρύνουν το κίνημα με συγκέντρωση έξω από ένα McDonald’s στο κέντρο του Ντέρχαμ, κατόπιν έξω από ένα Little Caesar σε μια λεωφόρο με οχτώ λωρίδες, στην πόλη Ράλεϊ. Ο αριθμός τους μοιάζει να μεγαλώνει. Είναι μαζεμένοι στην άκρη του πεζοδρομίου και κραδαίνουν πανό, ενώ τα παιδιά τους παίζουν κάτω από τα καχεκτικά δέντρα που επιβιώνουν σε αυτή την περιαστική ζώνη. Κάποιοι οδηγοί φορτηγών ανεβάζουν στη διαπασών τη σειρήνα τους, σε ένδειξη αλληλεγγύης. Ακούγονται επίσης μερικές βρισιές, οι οποίες εκτοξεύονται από κάποιους περαστικούς οδηγούς ημιφορτηγών.
Τελευταίος σταθμός της ημέρας το KFC του Ράλεϊ. Είναι 4 το απόγευμα. Η καλοκαιρινή ζέστη δεν πτοεί τη ζέση των διαδηλωτών, ο αριθμός των οποίων έχει ανεβεί στους εκατόν πενήντα. Ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του αιδεσιμότατου Ουίλιαμ Μπάρμπερ του Β’, του τοπικού υπεύθυνου της Εθνικής Ένωσης για την Προώθηση των Έγχρωμων (National Association for the Advancement of Colored People, NAACP), ο οποίος οργανώνει εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις για να καταγγείλει την καταπιεστική πολιτική του νέου ρεπουμπλικάνου κυβερνήτη Πάτρικ Μακρόρι, υπεύθυνου για τις συλλήψεις περίπου χιλίων διαδηλωτών από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, τον Γενάρη του 2013.
Με την πελώρια σιλουέτα του, ελαφρά κυρτωμένη από την αρθρίτιδα, και με την ηχηρή μπάσα φωνή του που σκεπάζει τη βουή της πόλης, ο αιδεσιμότατος Μπάρμπερ εμψυχώνει το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί έξω από το KFC. Ελάχιστη σημασία έχει, λέει, πόσες εργατοώρες θα συγκεντρώσει κάποιος: ένας υπάλληλος φαστ-φουντ δεν φτάνει ποτέ το επίπεδο ενός επαρκούς εισοδήματος. Αυτό που διεκδικούν οι απεργοί, προσθέτει, είναι το δικαίωμα «να απολαμβάνουν τον καρπό του μόχθου τους». Τη φράση αυτή δεν την επέλεξε τυχαία: ήταν ένα από τα πράγματα που διεκδικούσαν οι Αφροαμερικανοί στις πολιτείες του Νότου, μετά το τέλος της δουλείας. Η αλληγορία αποκτά κυριολεκτικά όλο της το νόημα μόλις ο ρήτορας συνεχίζει: «Ήρθα εδώ για να σας πω ότι αυτός ο καρπός είναι σάπιος. Ο καρπός είναι σάπιος όταν δουλεύετε στα KFC και δεν μπορείτε καλά-καλά να πληρώσετε το κοτόπουλο που φτιάχνετε. Ο καρπός είναι σάπιος όταν δουλεύετε για να ταΐζετε άλλους, αλλά δεν μπορείτε να ταΐσετε τα ίδια σας τα παιδιά».
Πολλά έχουν γραφτεί για το πρωτοφανές κοινωνικό κίνημα που σαρώνει τον τομέα των φαστ-φουντ στις ΗΠΑ, εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, από την Πενσιλβάνια ως την πολιτεία της Νέας Υόρκης κι από το Ρόουντ Άιλαντ ως τη Νότια Καρολίνα, κίνημα που κορυφώθηκε στις 5 Δεκεμβρίου του 2013, με μια πανεθνική απεργία σε περισσότερες από εκατό πόλεις. Όμως, αυτό που ζήσαμε εκείνη την ημέρα στη Βόρεια Καρολίνα δεν ήταν μια απεργία με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Σε άλλες πολιτείες, οι στάσεις, οι οποίες είχαν την υποστήριξη του ισχυρού συνδικάτου εργαζομένων στον τομέα των υπηρεσιών (Service Employees International Union, SEIU), ήταν αρκούντως μαζικές ώστε να επιφέρουν το κλείσιμο πολλών καταστημάτων. Τίποτα παρόμοιο δεν συνέβη στο Ντέρχαμ και στο Ράλεϊ, όπου ο αγώνας περιορίστηκε σε σποραδικές ομαδικές διαμαρτυρίες. Εδώ, πολύ λίγοι υπάλληλοι σταμάτησαν να δουλεύουν. Και κανένα συνδικάτο δεν τους στήριξε. Η μόνη οργανωμένη στήριξη προήλθε από μια συλλογικότητα άμυνας των κατοίκων, την Action NC.
Οπότε, δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στα φαστ-φουντ που συγκεντρώθηκαν εκείνη την ημέρα στη Βόρεια Καρολίνα έδειχναν να αγνοούν εντελώς τις πρακτικές της εργατικής οργάνωσης. Όπως παραδεχόταν μια απεργός, η οποία δεν έμοιαζε να νιώθει άνετα στα ψηλά τακούνια της, η σύγκρουση τους κατέλαβε εξ απήνης. Κανένας, επίσης, δεν είχε σκεφτεί στα σοβαρά να εμποδίσει τους καταναλωτές να διαβούν το κατώφλι του καταστήματος. Και όταν η ζέστη άρχισε να γίνεται αποπνικτική, κάποιοι απεργοί δεν δίστασαν να επιστρέψουν μόνοι τους στον τόπο της εργασίας τους για να παραγγείλουν ένα ποτό. Οι περισσότεροι, εξάλλου, δεν είχαν φανταστεί ούτε για ένα δευτερόλεπτο ότι η πράξη τους θα μπορούσε να εξοργίσει το αφεντικό τους –προβληματική αφέλεια, αν και κατανοητή για μια πολιτεία στην οποία τα συνδικαλιστικά δικαιώματα είναι, για να το πούμε απλά, ανύπαρκτα. Η Βόρεια Καρολίνα παρουσιάζει, πράγματι, το χαμηλότερο ποσοστό συνδικαλιστικής συμμετοχής στη χώρα.
Εργατικό δυναμικό ενήλικο και με πτυχία
Oι λόγοι της διαμαρτυρίας, αντίθετα, ήταν απολύτως βάσιμοι. Η Γουϊλιέτα Ντιουκς, με μαύρο φόρεμα και σταυρό στο λαιμό, κάνει τη μία δουλειά μετά την άλλη σε φαστ-φουντ. Δηλώνει αφοσιωμένη και πρόθυμη να ικανοποιήσει τον πελάτη. Όμως, αν κι έχει περάσει 16 χρόνια μέσα στα τηγανόλαδα μεγαλώνοντας τα δυο της παιδιά, δεν μπορεί να πληρώσει το νοίκι της. Τη φιλοξενεί ο μεγάλος της γιος στον ξενώνα. Όλον αυτό τον καιρό, λέει, οι εργοδότες της πανηγυρίζουν φωναχτά για τα πριμ που παίρνουν. Μια μέρα, ο μάνατζερ της ομάδας της τής εκμυστηρεύτηκε την τεχνική του για να μειώνει το στρες: να χαλαρώνει το βράδυ, στο σπίτι, με ένα ζεστό μπάνιο. «Κι εγώ δεν έχω ούτε σπίτι!», λέει αναστενάζοντας η κυρία Ντιουκς. Πρόσφατα, η διεύθυνση της προώθησε ένα μέιλ -με πηγή προέλευσης τη FedEx– το οποίο της εφιστούσε την προσοχή απέναντι στην κακή επιρροή των συνδικάτων…
Η Λουσία Γκαρσία έχει φέρει τον γιο της στην απεργιακή συγκέντρωση στο Burger King. Δουλεύει σε ένα McDonald’s στα προάστια, όπου για καλή της τύχη παίρνει 7,95 δολάρια την ώρα –70 σεντς κάτω από το βασικό μεροκάματο. Παρά το προνόμιο αυτό και μολονότι ο άντρας της έχει κι αυτός δουλειά, αυτή και η οικογένειά της χορταίνουν την πείνα τους χάρη στα πακέτα τροφίμων της εκκλησίας. Μεγάλο βάρος για κάποιον που σερβίρει χάμπουργκερ όλη μέρα. «Είναι λυπηρό», ξεσπά, «οι κόρες μου ντρέπονται».
Ουδείς αγνοεί πλέον την ισχύουσα μισθολογική πολιτική στον τομέα της γρήγορης εστίασης, ο οποίος απασχολεί δεκατρία εκατομμύρια άτομα στις ΗΠΑ. Οι πάντες γνωρίζουν επίσης το επιχείρημα που δικαιολογεί αυτή την πολιτική: οι υπάλληλοι είναι κυρίως νέοι χωρίς πτυχία, δεν συντηρούν οικογένεια και βλέπουν αυτή την πρώτη δουλειά ως ευκαιρία για να περάσουν αργότερα σε κάτι καλύτερο. Η δουλειά στο φαστ-φουντ θα ήταν κάτι σαν ένα είδος υπηρεσίας απέναντι στο έθνος, μια σύγχρονη εκδοχή της στρατιωτικής θητείας που έκαναν οι παλαιότερες γενιές.
H κατάσταση των εργαζόμενων σε αυτό το παράρτημα της Βόρειας Καρολίνας αποδεικνύει πόσο άστοχο είναι αυτό το παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι εργαζόμενοι είναι συχνά ώριμοι ενήλικες και, επιπλέον, οικογενειάρχες. Τουλάχιστον ένας από τους απεργούς που ρωτήσαμε στο Ράλεϊ ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου. Η δουλειά είναι δουλειά και σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, oι κραυγαλέες επιγραφές που παρέχουν τροφή κάκιστης ποιότητας σε προσιτές όμως τιμές, αποτελούν για πολλούς το μοναδικό διαθέσιμο μεροκάματο, ανεξαρτήτως ηλικίας και προσόντων.
Όσοι υιοθετούν τη γλώσσα της εργοδοσίας των φαστ-φουντ δεν έχουν ιδέα για τη σημαντική προσπάθεια που κατέβαλε ο κλάδος, προκειμένου να διατηρήσει τους μισθούς σε τόσο χαμηλά επίπεδα. Πράγματι, οι μισθολογικοί όροι που έχουν επιβληθεί στο προσωπικό έχουν επεξεργαστεί με την ίδια επιμέλεια που αφιερώνεται για τις συνταγές των χάμπουργκερ ή τα καπάκια στα κύπελλα. Είναι ο καρπός μιας επιστήμης που σκοπό έχει να κάνει τους εργαζόμενους εξίσου αναλώσιμους με τις φιάλες της μαγιονέζας.
Στο βιβλίο του Fast Food Nation (2), ο δημοσιογράφος Έρικ Σλόσερ περιγράφει μια φρενήρη κούρσα προς την τυποποίηση. Τα τρόφιμα φθάνουν κατεψυγμένα, για να μαγειρευτούν από αλάνθαστα μηχανήματα, η χρήση των οποίων δεν απαιτεί καμία ιδιαίτερη εξειδίκευση. «Δουλειές οι οποίες αποκαλούνται επίτηδες “για ανειδίκευτους”, μπορούν να έρθουν σε πέρας από φτηνά εργατικά χέρια», γράφει ο δημοσιογράφος. «Η εξάρτηση από τον εργάτη ή την εργάτρια φθίνει σε μεγάλο βαθμό, χάρη στην ευκολία με την οποία αυτός μπορεί να αντικατασταθεί».
Υπό αυτή την έννοια, ο χαρακτηρισμός «εστιατόριο» αποδεικνύεται ανάρμοστος: οι ίδιοι οι βιομήχανοι προτιμούν τον όρο «διατροφικό σύστημα». Εξυπακούεται ότι σε ένα τέτοιο σύστημα τα συνδικάτα δεν είναι καλοδεχούμενα. Σύμφωνα με τον Σλόσερ, τα McDonald’s τη δεκαετία του 1960 και του 1970 έκρυβαν ένα «ιπτάμενο κομάντο» από ανώτερα στελέχη εντεταλμένα να καταπνίγουν κάθε προσπάθεια συνδικαλιστικής οργάνωσης στις τέσσερεις γωνιές της χώρας. Πιο πρόσφατα, το 2009, η Εθνική Ένωση Εστίασης (NRA) διεξήγαγε μια σκανδαλώδη καμπάνια ενάντια σε ένα νομοσχέδιο το οποίο θα διευκόλυνε τη δημιουργία συνδικάτων στις επιχειρήσεις. Τα αφεντικά των χάμπουργκερ συντηρούν επίσης μια στρατιά από τρομερούς λομπίστες, με πρώτο και καλύτερο τον Ρίτσαρντ Μπέρμαν, τον ιδρυτή του Κέντρου για την Ελευθερία του Καταναλωτή, το οποίο κατακλύζει τα μίντια με δριμεία κατηγορητήρια κατά του συνδικαλισμού και ύμνους υπέρ του αδιαφιλονίκητου δικαιώματος να μπουκώνεσαι με τροφές επιβλαβείς για την υγεία.
Γενικά, οι Αμερικανοί λατρεύουν τους επιχειρηματίες που τυποποιούν την τροφή τους. Το συλλογικό φαντασιακό τους έχει σημαδευτεί από την υμνολογία για τους μεγάλους πατριώτες της διατροφικής τυποποίησης: ο πρωτεργάτης του χάμπουργκερ των 15 σεντς, ο εφευρέτης της ψευτομεξικάνικης γαστρονομίας, η διάνοια πίσω από την πίτσα που ψήνεται σε 30 δευτερόλεπτα, ο κατασκευαστής των τετραόροφων σάντουιτς κ.λπ.. Είναι πολλοί οι ένδοξοι ευεργέτες που δοξάζονται από τα μέσα ενημέρωσης, τα απομνημονεύματά τους σαρώνουν σε πωλήσεις και οι υποφήφιοι στις προεδρικές εκλογές δεν παραλείπουν ποτέ να τους υποβάλουν τα σέβη τους. Ορισμένοι, εξάλλου, ήταν και οι ίδιοι υποψήφιοι για τον Λευκό Οίκο...
Ύστερα, υπάρχουν και οι στρατιές των μικρών αφεντικών, κατηγορίας φραντσάιζ, οι οποίοι θέτουν τη φιλοδοξία τους στην υπηρεσία μιας μάρκας κι ενός συστήματος που εφηύραν κάποιοι άλλοι. Σίγουρα, δεν θα γνωρίσουν ποτέ τη δόξα ενός Χάρλαντ Σάντερς, του ιδρυτή της αυτοκρατορίας των KFC. Ωστόσο, λάμπουν κι αυτοί χάρη στο ατομικό τους ταλέντο και την πρωτοβουλία τους, καθώς αφιερώνονται αδιάκοπα στο να ανακαλύψουν κάποιο καινούργιο είδος πίτσας «ξυλάκι» ή γλάσου ζαχαροπλαστικής με χαβανέζικη γεύση. Οι ΗΠΑ τους αγαπούν κι αυτούς το ίδιο. Μήπως, άραγε, δεν είναι κι αυτοί από τους «ανθρώπους της διπλανής πόρτας», όπως τόνιζε ένας σχολιαστής του Fox News, απηυδισμένος με το απεργιακό κίνημα στα φαστ- φουντ; Πώς να μην αναγνωρίσει κανείς ότι «έχουν δουλέψει σκληρά μια ολόκληρη ζωή κι έχουν ρισκάρει τα δικά τους τα κεφάλαια», προκειμένου να δώσουν ζωή στο αμερικανικό όνειρο, όπως υπενθύμιζε λίγες μέρες αργότερα ένας άλλος σχολιαστής στο ίδιο κανάλι;
Φραντσάιζ στα χέρια κερδοσκόπων
Οι μύθοι αυτοί αποτελούν ένα ισχυρό όπλο. Ο Ουίλαρντ («Μιτ») Ρόμνι το θυμήθηκε στα πλαίσια της προεκλογικής εκστρατείας του, το 2012. Σε μια ομιλία του στο Σικάγο, ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος για τον Λευκό Οίκο εξήρε «το επιχειρηματικό πνεύμα» του Τζέιμς Τζον Λιοτό, του ιδρυτή της αλυσίδας Jimmy John’s. Εν συνεχεία, διευκρίνισε ότι οι μεγάλοι άντρες με τέτοιο σθένος «δεν περιμένουν τίποτα από το κράτος», διότι προτιμούν «να στηρίζονται στους εαυτούς τους και να λένε: τι μπορώ να κάνω για να γίνω καλύτερος; Τι μπορώ να κάνω για να πραγματοποιήσω τα σχέδια που καταστρώνω για μένα και την οικογένειά μου»;
Παρ’ όλο που οι θιασώτες της προσωπικής επιτυχίας μέσω του διατροφικού συστήματος «δεν περιμένουν τίποτα από το κράτος», το κράτος, αντίθετα, στηρίζεται πάνω τους σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Το αποδεικνύουν οι λεωφόροι, οι σωροί από σκουπίδια και τα δάνεια με προνομιακό επιτόκιο που τους παρέχει απλόχερα. Εδώ πρέπει να προστεθεί και μια ακόμα πιο απρόσμενη συγκεκαλυμμένη επιχορήγηση. Στη Βόρεια Καρολίνα, όπως και στην υπόλοιπη χώρα, πολλοί υπάλληλοι φαστ-φουντ –αν όχι η πλειονότητα– λαμβάνουν από τις αρχές κουπόνια τροφίμων ή άλλες μορφές δωρεάς σε είδος. Όταν οι εργαζόμενοι δηλώνουν ότι δεν μπορούν να ζήσουν με 7,25 δολάρια την ώρα, αυτό δεν είναι σχήμα λόγου: όντως δεν μπορούν να επιβιώσουν με το κατώτατο μεροκάματο, πόσω μάλλον να «πραγματοποιήσουν» οποιοδήποτε σχέδιο.
Εν ολίγοις, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τα χρήματα των φορολογουμένων για να μην τους αφήσει να λιμοκτονήσουν και για να στηρίξει τους εργοδότες τους και τα κέρδη που αυτοί αποκομίζουν από την όλη κατάσταση.
Γνωρίζουμε πώς λειτουργούν οι γίγαντες της γρήγορης εστίασης: συσσωρεύουν αστρονομικά κέρδη, διανέμουν τρόφιμα κακής ποιότητας και επιβραβεύουν τους υπασπιστές τους με βασιλικά μπόνους. Επιπλέον, υπάγονται όλο και πιο συχνά σε συνταξιοδοτικά προγράμματα ή κερδοσκοπικές ομάδες, τις ίδιες ακριβώς που προκάλεσαν αυτή την ατέρμονη κρίση, εξαιτίας της οποίας τόσοι και τόσοι εργαζόμενοι δεν έχουν πλέον άλλη επιλογή από μια αίτηση για δουλειά του ποδαριού στις τηγανητές πατάτες.
Η περίπτωση του Burger King σκιαγραφεί περίτρανα αυτόν τον μηχανισμό. Το πάλαι ποτέ νούμερο δύο των αμερικανικών χάμπουργκερ δεν είναι σήμερα τίποτα άλλο από ένα παιχνιδάκι στα χέρια των τραπεζιτών. Η εταιρεία, αφού πουλήθηκε το 1997 στη Diageo, μια πολυεθνική αλκοολούχων, μεταπωλήθηκε το 2002 σε μια χρηματοπιστωτική κοινοπραξία που περιελάμβανε την Goldman Sachs και την Bain Capital, το επενδυτικό κεφάλαιο που δημιούργησε ο Μιτ Ρόμνι. Το 2010, περνά υπό τον έλεγχο του αμερικανοβραζιλιάνικου κεφαλαίου 3G Capital, το οποίο τη σπρώχνει σε μια παρακμή από την οποία πασχίζει ακόμα να συνέλθει. Μια μακρά κι επώδυνη σύγκρουση με τους υπαλλήλους της, δεν μπορεί παρά να την ωφελήσει.
Πλήθος τα ανάλογα παραδείγματα. Η αλυσίδα με τα τηγανητά κοτόπουλα Bojangles’ τράβηξε αρχικά το ενδιαφέρον της Falfurrias Capital Partners, ώσπου την κατάπιε το επενδυτικό κεφάλαιο Advent International. Η Sun Capital Partners έχει στην κατοχή της τις αλυσίδες Friendly’s, Captain D’s, Johnny Rockets και Boston Market. Η Fog Cutter Capital Group και η Consumer Capital Partners εξαγόρασαν αντίστοιχα τα Fatburger και τα Smashburger. Όσο για τη Roark Capital, ιδιοκτήτρια των Arby’s, Cinnabon, Carvel και Moe’s Southwest Grill, η δίψα της για τις θυγατρικές ήταν λογικό να την οδηγήσει στην απόκτηση μιας εταιρείας συλλογής απορριμμάτων, της Waste Pro.
Μέχρι και οι ιδιοκτήτες των φραντσάιζ που έχουν το συμπαθέστατο φαστ-φουντ στη γωνιά του δρόμου, μόνο οι «άνθρωποι της διπλανής πόρτας» δεν είναι πια. Ακόμα και στο δικό τους χώρο, οι σειρήνες της Γουόλ Στριτ νίκησαν την αγάπη τους για το λίπος. Το μεγαλύτερο φραντσάιζ των Burger King είναι μια εμπορική εταιρεία με έδρα τις Συρακούσες, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, η οποία έχει στην κατοχή της τουλάχιστον 570 παραρτήματα. Ο πρόεδρός της τσέπωσε γύρω στα δυο εκατομμύρια δολάρια το 2011, μαζί με μετοχές. Μια άλλη επιχείρηση των Burger King, η Strategic Restaurants, έπεσε στα χέρια του επενδυτικού κεφαλαίου Cerberus Capital Management, το οποίο συγκεντρώνει μετοχικά μερίδια σε περίπου 300 επιχειρήσεις ανά τον κόσμο. Η Pizza Hut από την πλευρά της, παραχώρησε το βασικό της φραντσάιζ στη Merrill Lynch, η οποία στη συνέχεια το μεταπώλησε στο κεφάλαιο Olympus Growth Fund V. Όλο αυτό το διάστημα, οι συνταξιούχοι της Valor Equity απέσπασαν τμήμα των Little Caesar και των Dunkin’ Donuts μέσω της θυγατρικής τους Sizzling Platter.
Επίσης, πέρα από το επίπεδο της μάρκας και των αντίστοιχων φραντσάιζ, η εργοδοσία των φαστ φουντ της Βόρειας Καρολίνας δεν ξεστόμισε λέξη για την απεργία του περασμένου καλοκαιριού. Για έναν απλό λόγο: τυχόν παραδοχή της δυσαρέσκειας των εργαζομένων της θα έβλαπτε την εικόνα ενός τομέα που φροντίζει να εμφανίζεται ως στυλοβάτης της οικογενειακής ευτυχίας. Τίποτα δεν αμαυρώνει περισσότερο την εικόνα ενός εστιατορίου, από μια οργισμένη σερβιτόρα στημένη μπροστά στην είσοδο που παραπονιέται ότι δεν μπορεί να εμβολιάσει το έξι μηνών μωρό της ελλείψει εσόδων.
Η θυγατρική, αν και τήρησε σιγή, δεν παρέλειψε να στείλει στο μέτωπο τα μαντρόσκυλά της. Μόλις είχε ξεσπάσει η απεργία, όταν το Ινστιτούτο Εργασιακής Πολιτικής, μια από τις ομάδες πίεσης του Μπέρμαν, εμφανίστηκε με ολοσέλιδη καταχώριση στη Wall Street Journal. Ένα διαφημιστικό μήνυμα πάνω από τη φωτογραφία ενός γιαπωνέζικου ρομπότ κουζίνας δήλωνε ότι η δράση των απεργών δεν ήταν «αγώνας κατά της διεύθυνσης, αλλά αγώνας κατά της τεχνολογίας». Οι εργαζόμενοι το έπιασαν το υπονοούμενο: σε περίπτωση που κλιμάκωναν τη δράση τους, θα μπορούσαν εύκολα να τους ξεφορτωθούν χάρη στην αυτοματοποίηση της δουλειάς σε όλα τα φαστ-φουντ της χώρας.
«Πιστεύουμε στους ανθρώπους»
Ο Μπέρμαν δεν έχει άδικο. Οι δημοσιογράφοι έχουν αντικατασταθεί από μπλόγκερς, οι εργάτες από ρομπότ, οι καθηγητές Πανεπιστημίου από βοηθούς και μαθήματα μέσω Ίντερνετ. Για ποιο λόγο να σταματήσει ο θεός της αποδοτικότητας, τη στιγμή που βρίσκεται σε τόσο καλό δρόμο; Θα πρότεινε μάλιστα κανείς και στους πολιτικούς να γραφτούν στη λίστα...
Στη Βόρεια Καρολίνα τα φαστ-φουντ έχουν αφήσει εποχή. Η Boddie-Noell είναι η πρώτη εταιρεία η οποία επένδυσε εδώ ανοίγοντας ένα Hardee’s, από το όνομα μιας αλυσίδας που πουλάει στη λιανική φτηνά χάμπουργκερ στα πρότυπα των McDonald’s. Με το πέρασμα του χρόνου, έγινε το μεγαλύτερο φραντσάιζ της μάρκας στις ΗΠΑ. Παραδόξως, δεν εξαγοράστηκε από κανένα συνταξιοδοτικό κεφάλαιο και δεν απείλησε ποτέ το προσωπικό της ότι θα το αντικαταστήσει με ρομπότ. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση, το σύνθημα της οποίας -«πιστεύουμε στους ανθρώπους»- φαίνεται πως τηρείται. Καμαρώνει για την εφαρμογή μιας θρησκευτικής υπηρεσίας, με το καθήκον «να παρέχει υποστήριξη στους υπαλλήλους που γνωρίζουν προσωπικές ή επαγγελματικές δυσκολίες». Οι οποίες, όπως φαίνεται, δεν έχουν εκλείψει, καθώς πολλοί εργαζόμενοι της επιχείρησης συμμετείχαν στην απεργιακή κινητοποίηση των Burger King.
Η Boddie-Noell έχει στην κατοχή της και μια φυτεία. Η έκταση του Ρόουζ Χιλ στα περίχωρα του Νάσβιλ (Τενεσί) κοσμείται από ένα αρχοντικό, το οποίο έχτισαν στα τέλη του 18ου αιώνα οι πρόγονοι της οικογένειας Μπόντι. Τα σκαμπανεβάσματα που γνώρισε η φυτεία κατά τη διάρκεια της ιστορίας της απεικονίζουν τις περιπέτειες του αμερικανικού καπιταλισμού.
Η οικογένεια Μπόντι πούλησε το Ρόουζ Χιλ στην κορύφωση της μεγάλης ύφεσης του 1930, η οποία δεν άφησε αλώβητο ούτε το 1% των πλουσιότερων. Κατόρθωσε να ξαναγοράσει την περιουσία της χάρη στις συνταγές του Hardee’s. Χάρη, λοιπόν, στη θαυμαστή προσφορά των φαστ-φουντ, οι κληρονόμοι μπόρεσαν να επανακτήσουν τον χαμένο τους παράδεισο. Σήμερα, το αρχοντικό έχει μετατραπεί σε κέντρο διαλέξεων. Φιλοξενεί επίσης γαμήλιες τελετές για τους οπαδούς του φολκλόρ του Νότου.
Μια αλέα με ανθισμένες βατομουριές οδηγεί στη σιδερένια πύλη εισόδου με τον θυρεό της δυναστείας Μπόντι. Πιο μακριά, ένας παραμυθένιος πύργος με αψεγάδιαστους άσπρους τοίχους κι ένα άψογο γαλάζιο στέγαστρο που στηρίζεται σε τέσσερεις μεγαλοπρεπείς κίονες. Χτυπάμε το κουδούνι, αλλά δεν κουνιέται τίποτα. Το Ρόουζ Χιλ μοιάζει εντελώς άδειο. Το να βλέπουμε αυτό το πομπώδες οίκημα έτσι ακατοίκητο τούτες τις μέρες της απεργίας, φέρνει στο νου μια άλλη εικόνα, ενός κόσμου στον οποίο οι εργαζόμενοι θα έχουν εξαφανιστεί ως φυσικές παρουσίες. Θα εξακολουθούν, βέβαια, να δείχνουν ένα χαμογελαστό πρόσωπο στις διαφημιστικές αφίσες των εταιρειών, όμως η τεχνολογία και η αγορά θα τους έχουν καταστήσει οριστικά αναλώσιμους.