Σήμερα, η κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ πρέπει να αντιμετωπίσει μια τελείως διαφορετική κατάσταση. Επτά χρόνια μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και με το τέλος της να μη φαίνεται στον ορίζοντα, όλες οι χώρες στην Ευρώπη και ακόμη πιο πέρα στρέφονται προς τη Γερμανία για να βρει λύση και, μάλιστα, λύση α λα Κολ. Τα τρέχοντα προβλήματα, όμως, είναι πολύ σοβαρότερα για να τα λύσει η Γερμανία απλώς βάζοντας το χέρι στην τσέπη. Η διαφορά ανάμεσα στη Μέρκελ και τον προκάτοχό της δεν είναι ότι η καγκελάριος ονειρεύεται να γίνει η «Fuhrerin» της Ευρώπης: είναι ότι η εποχή την υποχρεώνει, είτε το θέλει είτε όχι, να βγει από το παρασκήνιο και να βρεθεί στο κέντρο της ευρωπαϊκής σκηνής.
Οι δυσκολίες είναι αξιοσημείωτες. Στο ευρωπαϊκό μέτωπο, η ενοποίηση έχει οδηγήσει σε πολιτική και οικονομική καταστροφή. Και η Γερμανία, η οποία έχει γίνει μια χώρα αρκετά ισχυρή για να κατηγορείται για όλα τα κακά, παραμένει πολύ μικρή για να προσφέρει λύσεις.
Στην Ευρώπη, τα χρόνια που ακολούθησαν τη νομισματική κρίση εξανέμισαν τη συμπάθεια που οι μεταπολεμικές γερμανικές κυβερνήσεις είχαν κατακτήσει όπως όπως. Στις μεσογειακές χώρες και, σε κάποιον βαθμό, και στη Γαλλία, το μίσος για τη Γερμανία βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα από το 1945. Αμέτρητες είναι πια οι γελοιογραφίες που εμφανίζουν τους ηγέτες της με στολές της Βέρμαχτ και με τον αγκυλωτό σταυρό. Για τα κόμματα της Αριστεράς, αλλά και της Δεξιάς, ο πιο σίγουρος τρόπος να κερδίσουν τις εκλογές είναι να κάνουν προεκλογική εκστρατεία εναντίον της Γερμανίας και της καγκελαρίου της.
Στον ευρωπαϊκό νότο, η υιοθέτηση της «ποσοτικής χαλάρωσης» (1) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χειροκροτήθηκε ως νίκη απέναντι στο Βερολίνο. Στην Ιταλία, ο Μάριο Ντράγκι, αν και πρώην στέλεχος της Goldman Sachs και ένθερμος υποστηρικτής του νεοφιλελευθερισμού, επευφημείται ως εθνικός ήρωας γιατί υποτίθεται ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, έβαλε κάτω «τους Γερμανούς». Ο εθνικισμός αναζωπυρώνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, ακόμη και στη Γερμανία, που είχε φτάσει κάποτε να είναι η λιγότερο εθνικιστική χώρα. Η εξωτερική πολιτική των χωρών του ευρωπαϊκού νότου συνοψίζεται πλέον στην προσπάθεια απόσπασης παραχωρήσεων από την πλευρά της Γερμανίας, στο όνομα του εθνικού συμφέροντος, της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», ακόμη και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Κανείς δεν γνωρίζει πόσος καιρός θα χρειαστεί για να γιατρευτούν οι πληγές που προκάλεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση στις σχέσεις μεταξύ της Γερμανίας και χωρών όπως η Ιταλία ή η Ελλάδα.
Εξαιτίας μιας ειρωνείας της Ιστορίας, η οποία δεν μπορεί να έχει διαφύγει από την καγκελάριο Μέρκελ, η Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η οποία επρόκειτο να εδραιώσει οριστικά την ευρωπαϊκή ενότητα, απειλεί να την τινάξει στον αέρα. Οι Γερμανοί πολιτικοί ηγέτες αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι η σύγκρουση δεν αφορά τη «διάσωση» του ελληνικού κράτους ή των γαλλικών (και γερμανικών) τραπεζών και ότι μια επιδέξια χειρουργική επέμβαση με τη μορφή ενός νέου «πακέτου βοήθειας» δεν θα ξαναφέρει την ενότητα. Το αντίθετο. Αφορά την ίδια τη δομή της ευρωζώνης, στην οποία συμμετέχουν ανόμοιες κοινωνίες, με θεσμούς, πρακτικές και κουλτούρες εντελώς διαφορετικές, οι οποίες αντανακλώνται στα διαφορετικά κοινωνικά συμβόλαια που διέπουν τις σχέσεις του σύγχρονου καπιταλισμού με την κοινωνία. Στις αποκλίνουσες αυτές πολιτικές οικονομίες αντιστοιχούν και διαφορετικά νομισματικά καθεστώτα (2).
Σχηματικά, οι χώρες της Μεσογείου έχουν αναπτύξει ένα μοντέλο καπιταλισμού, στο οποίο η ανάπτυξη στηρίζεται πρώτιστα στην εσωτερική ζήτηση. Εάν είναι απαραίτητο, η εσωτερική ζήτηση τονώνεται χάρη σε έναν πληθωρισμό που τροφοδοτείται από τα δημοσιονομικά ελλείμματα και από ισχυρά συνδικάτα που εγγυώνται την ασφάλεια της απασχόλησης, ιδιαίτερα στον δημόσιο τομέα. Ο πληθωρισμός επιτρέπει στα κράτη να δανείζονται ευκολότερα και, ταυτόχρονα, να μειώνουν το χρέος τους σε πραγματικές τιμές. Εξάλλου, οι συγκεκριμένες χώρες διαθέτουν ένα αυστηρά ρυθμισμένο δημόσιο ή ημιδημόσιο τραπεζικό σύστημα. Ο συνδυασμός των στοιχείων αυτών θεωρητικά διασφαλίζει μια σχετική ισορροπία ανάμεσα στα συμφέροντα των εργαζομένων και τα συμφέροντα των εργοδοτών, ιδιαίτερα στις μικρές επιχειρήσεις που πωλούν τα προϊόντα τους στην εσωτερική αγορά. Η κοινωνική ειρήνη, όμως, έχει ως τίμημα ένα έλλειμμα ανταγωνιστικότητας στη διεθνή αγορά, το οποίο πρέπει από καιρό σε καιρό να αντισταθμίζεται με την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, σε βάρος των ξένων εξαγωγέων. Φυσικά, η συγκεκριμένη πολιτική προϋποθέτει την εθνική κυριαρχία επί της νομισματικής πολιτικής.
Οι οικονομίες του ευρωπαϊκού βορρά, με πρώτη τη Γερμανία, λειτουργούν διαφορετικά. Καθώς οφείλουν την ανάπτυξή τους στην επιτυχία που σημειώνουν στις διεθνείς αγορές, είναι εχθρικές προς τον πληθωρισμό. Αυτό ισχύει, επίσης, για τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα, ειδικά σήμερα που οποιαδήποτε αύξηση του κόστους παραγωγής μπορεί να οδηγήσει σε μετεγκατάσταση μιας επιχείρησης. Μια τέτοιου τύπου οικονομία δεν ενδιαφέρεται εάν μπορεί ή όχι να υποτιμήσει το νόμισμά της. Ενώ οι μεσογειακές χώρες -και, σε κάποιον βαθμό, και η Γαλλία- επωφελήθηκαν στο παρελθόν από τη νομισματική ευελιξία που διέθεταν, χώρες όπως η Γερμανία έμειναν προσηλωμένες στη σφιχτή νομισματική πολιτική. Γι’αυτό εμφανίζονται εχθρικές και προς υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους, μολονότι, λόγω ακριβώς του χαμηλού χρέους τους, γενικά απολαμβάνουν χαμηλά επιτόκια δανεισμού. Και αφού στερούνται νομισματικής ευελιξίας, αποφεύγουν τον κίνδυνο να σκάσουν φούσκες στα χρηματιστήριά τους. Τέλος, μια τέτοια πολιτική ευνοεί τους αποταμιευτές, οι οποίοι είναι πάρα πολλοί. Το ρητό «Erst sparen, dann kaufen» («Πρώτα αποταμιεύεις, μετά αγοράζεις») συνοψίζει αρκετά πιστά τη στάση που παραδοσιακά ενθαρρύνουν οι πολιτικο-οικονομικοί θεσμοί στη Γερμανία.
Ένα ενοποιημένο νομισματικό καθεστώς δεν μπορεί να ωφελήσει ταυτόχρονα και οικονομίες που στηρίζονται στην αποταμίευση και την επένδυση, όπως στη βόρεια Ευρώπη, και οικονομίες που βασίζονται στον δανεισμό και τις δημόσιες δαπάνες, όπως στον ευρωπαϊκό νότο. Επομένως, ένα από τα δύο μοντέλα, για να προσεγγίσει το άλλο θα πρέπει να μεταρρυθμίσει το σύστημα παραγωγής του και, με τον τρόπο αυτό, να αλλάξει και το κοινωνικό συμβόλαιο στο οποίο στηρίζεται. Προς το παρόν, οι ευρωπαϊκές συνθήκες υποχρεώνουν τις μεσογειακές χώρες να γίνουν «ανταγωνιστικές», κάτω από την αιγίδα μιας Γερμανίας που είναι θεματοφύλακας της νομισματικής αυστηρότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, οι κυβερνήσεις των μεσογειακών χωρών ούτε επιθυμούν ούτε μπορούν να το κάνουν -τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Κατά συνέπεια, μέσα στην ευρωζώνη συγκρούονται δύο γραμμές, σε μια άγρια μάχη, που δεν αφορά μόνο τα μέσα επιβίωσης, αλλά και τον τρόπο ζωής των διαφόρων λαών. Το μαρτυρούν τα στερεότυπα που συγκρίνουν τους «τεμπέληδες Έλληνες» με τους «εγκρατείς Γερμανούς», οι οποίοι «ζουν για να δουλεύουν αντί να δουλεύουν για να ζουν» και εμφανίζονται ως άκαμπτοι δεσμοφύλακες επειδή υπερασπίζονται τόσο τις ευρωπαϊκές συνθήκες όσο και το δικό τους μοντέλο καπιταλισμού. Οι προσπάθειες των Νοτιοευρωπαίων για πιο μαλακό ευρώ, το οποίο θα τους επέτρεπε να επανέλθουν στα επίπεδα πληθωρισμού, τα δημοσιονομικά ελλείμματα και τις υποτιμήσεις όπου στηριζόταν το οικονομικό μοντέλο τους, προσκρούουν στην αντίθεση των κυβερνήσεων και των ψηφοφόρων του βορρά, οι οποίοι αρνούνται να παίξουν τον ρόλο των δανειστών τελευταίας καταφυγής των νότιων εταίρων τους.
Ωστόσο, μολονότι οι χώρες της ευρωζώνης δεν μπορούν να συγκλίνουν, δεν θέλουν και να χωρίσουν τους δρόμους τους, τουλάχιστον προς το παρόν: οι εξαγωγικές χώρες του ευρωπαϊκού βορρά επιθυμούν σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, ενώ οι χώρες του νότου επιδιώκουν όσο γίνεται χαμηλότερα επιτόκια και, ως αντάλλαγμα, αποδέχονται τη μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων, με την ελπίδα ότι οι εταίροι τους θα φανούν πιο επιεικείς από τις αγορές. Αυτή τη στιγμή, η Γερμανία και οι σύμμαχοί της έχουν το πάνω χέρι. Πιο μακροπρόθεσμα, κανείς δεν επιτρέπει στον εαυτό του να χάσει τη μάχη: ο ηττημένος θα ήταν υποχρεωμένος να ανασυγκροτήσει την πολιτική οικονομία του και να περάσει μια περίοδο μακράς, αβέβαιης και ταραχώδους μετάβασης. Έτσι, οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου θα ήταν καταδικασμένες να διαμορφώσουν μια αγορά εργασίας με τα χαρακτηριστικά της βόρειας Ευρώπης, ενώ, αντίστοιχα, οι Γερμανοί να εγκαταλείψουν την αποταμιευτική εμμονή τους, την οποία οι εταίροι τους κρίνουν καταστροφική και εγωιστική.
Με αυτή την έννοια, μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο στοχεύει επισήμως να αυξήσει τον πληθωρισμό στα επίπεδα του 2%, εγγράφεται σε μια στρατηγική ευνοϊκή για τις μεσογειακές χώρες. Εξάλλου, αποτυπώνεται αμέσως σε πτώση της ισοτιμίας του ενιαίου νομίσματος. Θυμάται κανείς τον Ενρίκο Λέτα, κατά τη μικρή περίοδο που διετέλεσε πρωθυπουργός της Ιταλίας (Απρίλιος 2013-Φεβρουάριος 2014), να αναθεματίζει την ισοτιμία αυτού του «καταραμένου ευρώ», η οποία εμπόδιζε την οικονομική ανάκαμψη στη χώρα του. Το πρόβλημα; Μια τέτοια υποτίμηση ευνοεί κυρίως τις εξαγωγικές χώρες, όπως η Γερμανία, και δεν βελτιώνει σε τίποτε την κατάσταση των ασθενέστερων χωρών. Πιο μακροπρόθεσμα, μάλιστα, θα μπορούσε να πυροδοτήσει παγκόσμιο πόλεμο ανταγωνιστικών υποτιμήσεων. Και μολονότι, στη Γερμανία, οι εξαγωγικές βιομηχανίες δεν θα διαμαρτύρονταν για την επιπρόσθετη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους, οι αποταμιευτές θα υποχρεώνονταν σε αρνητικά επιτόκια για πολύ καιρό.
Οι συζητήσεις για το ευρωπαϊκό νομισματικό καθεστώς έχουν τόσο ηθικές όσο και τεχνικές πτυχές και, στο σημείο αυτό, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι καμία από αυτές τις μορφές καπιταλισμού δεν είναι ανώτερη από τις υπόλοιπες. Η εδραίωση του καπιταλισμού στην κάθε κοινωνία, προϊόν αυτοσχεδιασμού και συμβιβασμών, δεν είναι ποτέ πλήρως ικανοποιητική από καμία άποψη. Βέβαια, αυτό δεν εμποδίζει τους οπαδούς κάθε εθνικού μοντέλου να κρίνουν τα άλλα μοντέλα προβληματικά και το δικό τους φυσικό, ορθολογικό και σύμφωνο με τις ανώτερες κοινωνικές αξίες. Έτσι, οι Γερμανοί δεν κατανοούν ότι, όταν προστάζουν τους Έλληνες να «μεταρρυθμίσουν» την πολιτική οικονομία τους, δηλαδή να αναμορφωθούν οι ίδιοι, για να τελειώνουν με τις σπατάλες και τη διαφθορά, ουσιαστικά τους ζητούν να αντικαταστήσουν την παραδοσιακά ριζωμένη διαφθορά της ελληνικής κοινωνίας με μία άλλη: τη σύγχρονη, χρηματιστικοποιημένη διαφθορά τύπου Goldman Sachs, που είναι εγγενής στον σύγχρονο καπιταλισμό.
Οι σκληρές ιδεολογικές και οικονομικές διαμάχες που διχάζουν την Ευρώπη και τροφοδοτούν τους εθνικισμούς δεν είναι έτοιμες να καταλαγιάσουν. Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η λιτότητα θα καταφέρει να κάνει τη νότια Ευρώπη πιο ανταγωνιστική, υπολογίζεται ότι θα κοστίσει στις χρεωμένες χώρες μια πτώση του βιοτικού επιπέδου κατά 20% με 30% σε σχέση με την περίοδο πριν από το 2008. Το καθεστώς αυτό τούς επιβάλλεται με την υπόσχεση ότι η απελευθέρωση των αγορών θα ενισχύσει τις οικονομίες τους, οι οποίες θα μπορέσουν να καλύψουν το χαμένο έδαφος και να μειώσουν τις εισοδηματικές ανισότητες. Πρόκειται, όμως, για χίμαιρα, εάν ληφθεί υπόψη η δύναμη των συσσωρευμένων πλεονεκτημάτων που λειτουργεί στις αγορές (3). Οι περιφερειακές ανισότητες που οξύνονται από τη λιτότητα, θα πρέπει να απορροφηθούν με πολιτική λύση στο εσωτερικό της ευρωζώνης, με βάση το πρότυπο αναδιανομής που εφαρμόζει η Ιταλία σε όφελος του Μετζοτζόρνο και η Γερμανία για τα ομόσπονδα κρατίδια της πρώην ανατολικής Γερμανίας. Ωστόσο, περίπου το 4% του ΑΕΠ που οι δύο χώρες διοχετεύουν στις περιφέρειες αυτές δεν είναι αρκετό για να εμποδίσει τη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων (4).
Οι οικονομικές ανισότητες θα προκαλέσουν συγκρούσεις τόσο μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης όσο και στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Οι χώρες του νότου θα ζητήσουν αναπτυξιακά προγράμματα, ένα «ευρωπαϊκό σχέδιο Μάρσαλ», περιφερειακές πολιτικές που θα τις βοηθήσουν να κατασκευάσουν ανταγωνιστικές υποδομές και οικονομική αλληλεγγύη ως αντάλλαγμα για την ένταξή τους στην κοινή αγορά και, γενικότερα, στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι κυβερνήσεις των χωρών του βορρά δεν θα μπορούν, για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, να προσφέρουν παρά μικρό μέρος των απαραίτητων πόρων (5). Ως αντάλλαγμα, θα απαιτήσουν δικαίωμα επίβλεψης του τρόπου με τον οποίο θα δαπανώνται τα χρήματά τους, έστω και για λόγους εσωτερικής πολιτικής: η αντιπολίτευση στις χώρες τους θα μπορεί να μιλά για σπατάλες, πελατειακές σχέσεις και διαφθορά. Τα κράτη του ευρωπαϊκού νότου θα αντισταθούν στην παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας τους από τον ευρωπαϊκό βορρά, επικρίνοντας, ταυτόχρονα, και τη φιλαργυρία του. Η Γερμανία, το μεγαλύτερο και, χωρίς αμφιβολία, το πλουσιότερο από τα κράτη μέλη, θα βρεθεί να κατηγορείται για πολιτικό ιμπεριαλισμό και οικονομικό εγωισμό, χωρίς να μπορεί να κάνει πολλά πράγματα: οι Γερμανοί ψηφοφόροι δεν θα αφήσουν την κυβέρνησή τους να υποστηρίξει τις χώρες του νότου χωρίς όρους και θα αρνηθούν να χρηματοδοτήσουν μια ευρωπαϊκή περιφερειακή πολιτική, αφού πληρώνουν ήδη για την πρώην ανατολική Γερμανία.
Για πόσο καιρό ο μεγάλος συνασπισμός της Μέρκελ θα μπορεί να κρατά ταυτόχρονα ήρεμους τους Ευρωπαίους εταίρους της και τους ψηφοφόρους της; Μπορεί σύντομα να εξαντλήσει όλα τα όπλα του. Οι γερμανικές εξαγωγικές επιχειρήσεις και τα συνδικάτα τους έχουν αναγάγει τη συνέχιση της νομισματικής ένωσης σε απόλυτη προτεραιότητα και, με τη στήριξη μιας ευρω-ιδεαλιστικής Κεντροαριστεράς, έχουν αγιοποιήσει το ευρώ (6). Στην καγκελάριο, η οποία προσέχει πάντοτε τα στηρίγματά της, ανήκει η διάσημη φράση: «Εάν το ευρώ αποτύχει, η Ευρώπη αποτυγχάνει» (7). Αποφάσισε, λοιπόν, να κάνει οδυνηρές παραχωρήσεις, ιδιαίτερα κατά τις ψηφοφορίες για τα «προγράμματα διάσωσης» της Ελλάδας στο γερμανικό κοινοβούλιο.
Η γερμανική κυβέρνηση -λειτουργώντας ως εκτελεστική επιτροπή των εξαγωγικών βιομηχανιών- θα ήταν πρόθυμη να θυσιαστεί για να επιβιώσει το ευρώ. Όμως, η ευρύτατη συναίνεση υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει ραγίσει. Ξαφνικά, ο ευρωσκεπτικισμός έκανε την εμφάνισή του. Ένα νέο κόμμα, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), απειλεί τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) από τα δεξιά. Για να το αντιμετωπίσουν, τα κεντρώα κόμματα, μεταξύ τους και οι Σοσιαλδημοκράτες, πρέπει να αποφύγουν να υποχωρήσουν στα αιτήματα άλλων χωρών. Μέχρι σήμερα, οι μεταβιβάσεις πόρων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης συχνά περνούσαν σχετικά απαρατήρητες ως ευρωπαϊκά περιφερειακά ή κοινωνικά ταμεία. Η νομισματική ένωση, όμως, θα χρειαστεί -όχι μόνο για να «σωθεί» η Ελλάδα, αλλά, κυρίως, μετά τη «διάσωσή» της- ποσά που θα είναι σημαντικά, δηλαδή αδύνατον να αποκρυφθούν.
Διάφορες προσφυγές ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας προσπάθησαν να φέρουν το ευρωπαϊκό ζήτημα στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης και να θέσουν σε επαγρύπνηση τη γερμανική κοινή γνώμη. Μέχρι κάποια στιγμή, η κυβέρνηση Μέρκελ φάνηκε να εγκρίνει σιωπηρά την εφευρετικότητα με την οποία η ΕΚΤ παρέκαμπτε την απαγόρευση άμεσου δανεισμού προς τα κράτη μέλη, την ώρα που η Bundesbank έβγαζε κραυγές αγανάκτησης. Καθώς, όμως, η μάχη για την κατανομή πόρων μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης σύντομα θα μετατραπεί σε χρόνιο πρόβλημα, το πολιτικό και οικονομικό κόστος της νομισματικής ένωσης εκτιναχθεί τόσο που η γερμανική κυβέρνηση δεν θα μπορεί πια να το αποκρύψει ή να το υπερασπιστεί, ιδιαίτερα σε μια συγκυρία που η γερμανική κοινωνία δοκιμάζεται σκληρά από τη δημοσιονομική λιτότητα.
Μολονότι η Γερμανία αγιοποιεί το ευρώ, θεωρητικά μπορεί να κάνει και χωρίς αυτό. Για να εξισορροπηθούν οι οικονομικές επιδόσεις, ίσως θα ήταν καλύτερο να παραχωρηθεί μια κάποια νομισματική κυριαρχία στις ευρωπαϊκές χώρες και να δοθούν μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων στη νότια Ευρώπη (και τη νοτιοανατολική Ευρώπη, που ελπίζει να ενταχθεί στην ευρωζώνη), αντί να επιχειρείται η παραμονή τους στο πλαίσιο του κοινού νομίσματος. Οι αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του σημερινού νομισματικού καθεστώτος αρχίζουν να μεγαλώνουν, ακόμη και στη Γερμανία. Σε τελική ανάλυση, εάν υποτεθεί ότι οι Γερμανοί έχουν δίκιο να θεωρούν πως, σε συγκεκριμένες συνθήκες, η λιτότητα είναι καλή για την οικονομική υγεία, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι, στην πράξη, δεν έχει κάνει θαύματα παρά μόνο σε περιπτώσεις που συνοδεύτηκε από υποτίμηση του εθνικού νομίσματος (8).
Στην πραγματικότητα, η συνοχή της ευρωζώνης δεν οφείλεται πια παρά στον φόβο για τις συνέπειες που θα είχε η διάλυσή της. Σύντομα, όμως, αυτό μάλλον δεν θα είναι αρκετό για να πείσει τους Γερμανούς ψηφοφόρους να εξασφαλίσουν την επιβίωση της νομισματικής ένωσης. Απέναντι στην αναζωπύρωση του εθνικισμού, οι πολιτικές ελίτ θα μπορούσαν να κρίνουν προτιμότερο να μην ταυτίζουν πια το ευρώ με την Ευρώπη και να ακούσουν τους όλο και περισσότερους οικονομολόγους, στη Γερμανία και αλλού (9), οι οποίοι προτείνουν ένα πιο ευέλικτο και όχι τόσο ενιαίο νομισματικό καθεστώς, παραπλήσιο με το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα της δεκαετίας του 1980 (10). Αναμφίβολα, η επιλογή αυτή δεν θα ήταν πανάκεια, αλλά δεν θα μπορούσε να υπάρξει ιδανική λύση στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής οικονομίας που διαπερνάται από πολλαπλές εσωτερικές αντιφάσεις. Οι γερμανικές εξαγωγές ίσως να πιέζονταν για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά η θέση των φορολογουμένων και η φήμη της χώρας τους απέναντι στους γείτονές της θα μπορούσαν να βελτιωθούν.
Η Μέρκελ κατόρθωσε να αλλάξει ριζικά θέση στο ζήτημα της πυρηνικής ενέργειας. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μείνει στην Ιστορία ως η καγκελάριος που θα απελευθερώσει την Ευρώπη από ένα ενιαίο νόμισμα που κατάντησε κοινός εφιάλτης.
Buying Time: the delayed crisis of democratic capitalism
Ομιλητές: Wolfgang Streeck, Colin Crouch
Συντονιστής: Professor David Soskice