Ο Ζαν Τιρόλ, πρόεδρος της Σχολής Οικονομίας της Τουλούζης (TSE), είναι ένας οικονομολόγος αναγνωρισμένος από τους συναδέλφους του, όπως δείχνει το βραβείο Νόμπελ που του απονεμήθηκε το 2014.
Εξάλλου, οι έρευνές του για τη ρύθμιση των μονοπωλίων και των ολιγοπωλίων, για τις ατέλειες της αγοράς ή για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, τον έχουν καταξιώσει μεταξύ των μεγάλων επιχειρηματιών και των πολιτικών ηγετών, στους οποίους προσφέρει γνώσεις και συμβουλές. Έτσι, έχει διατυπώσει προτάσεις για την απλοποίηση των απολύσεων, για τη «μοναδική σύμβαση εργασίας» (1) ή ακόμη για την παγκόσμια ενιαία τιμή του άνθρακα. Επίσης, το 2008, μετά την εκδήλωση της κρίσης των subprimes, κατά τη διάρκεια ακρόασης ενώπιον επιτροπής της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης με θέμα την τραπεζική ρύθμιση, ο Τιρόλ δήλωνε: «Μαζί με τα νερά, δεν πρέπει να πετάξουμε και το μωρό: είναι εκτός συζήτησης η επανεξέταση της τιτλοποίησης ή της ύπαρξης των παραγώγων προϊόντων, καθώς αυτές οι καινοτομίες έχουν θετικά αποτελέσματα. Αντίθετα, θα πρέπει να ληφθούν τα απαραίτητα τεχνικά μέτρα ώστε να μην μπορούν να επαναληφθούν οι καταχρήσεις» (2). Θα έπρεπε να δώσουν τη γνώμη τους και τα εκατομμύρια των ανθρώπων που έχασαν τη δουλειά τους, τη σύνταξή τους ή το σπίτι τους λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τουλάχιστον μέχρι εδώ, όμως, ο Τιρόλ περιοριζόταν στον ρόλο του οικονομολόγου που ενδιαφέρεται για την αγορά εργασίας και για τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Αλλά ο Τιρόλ έχει ένα πολύ ευρύτερο σχέδιο. Στα ίχνη του Γκάρι Μπέκερ (1930-2014), οικονομολόγου της σχολής του Σικάγο (φιλελεύθερος), θεωρεί την οικονομική επιστήμη ως επιστήμη που εξηγεί τις πιο διαφορετικές συμπεριφορές, συμπεριλαμβανομένων και πολλών που δεν κατατάσσονται συνήθως στο πεδίο της οικονομίας: εκλογική συμπεριφορά, χρήση ναρκωτικών, διάπραξη εγκλημάτων, αιμοδοσία, βοήθεια σε μια ηλικιωμένη κυρία για να περάσει τον δρόμο. Για τον Τιρόλ, μόνο μια τέτοια επιστήμη θα ήταν σε θέση να μας κάνει να ωφεληθούμε από τις αρετές της αγοράς, εντοπίζοντας τις δυσλειτουργίες της για να διορθωθούν με τον καλύτερο τρόπο μέσω καλά επεξεργασμένων κρατικών πολιτικών. Μια τέτοια οικονομική επιστήμη θα συνέβαλε, επίσης, στην «πρόοδο του πολιτισμού», καθώς θα εξέταζε τα αισθήματα αποστροφής, τα οποία, σύμφωνα με τον Τιρόλ, βρίσκονται πολύ συχνά στη ρίζα των ηθικών μας αξιολογήσεων. Γιατί, «οι ειδικοί των υπόλοιπων κοινωνικών επιστημών (φιλόσοφοι, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, νομικοί και πολιτικοί επιστήμονες…), μεγάλο μέρος της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και οι περισσότερες θρησκείες» (3) -δηλαδή, πραγματικά, πολύς κόσμος- αναπτύσσουν μια κριτική θεώρηση της αγοράς στη βάση μιας ηθικής αξιολόγησης, εξηγεί ο Τιρόλ. Γεγονός που, κατά τη γνώμη του, οφείλεται κυρίως στην ελλιπή γνώση του πρόσφατου ερευνητικού έργου των οικονομολόγων.
Εάν πιστέψουμε τον Τιρόλ, με τόση επιστήμη στη διάθεσή μας και τόσες πρόσφατες μελέτες, θα μπορούσε να ελπίζει κανείς ότι η κατάσταση στον κόσμο θα ήταν πιο ανθηρή. Από το δηλητηριώδες σύμπαν του χρήματος μέχρι την καταστροφή του περιβάλλοντος, τη διεύρυνση των ανισοτήτων και τη μαζική ανεργία, η «πρόοδος του πολιτισμού» δεν είναι πάντα τόσο εμφανής. Τη στιγμή που οι οικονομολόγοι μοιάζουν τόσο αναποτελεσματικοί σε ζητήματα που αφορούν το αναγνωρισμένο πεδίο δικαιοδοσίας τους, προκαλούνται ερωτηματικά όταν προχωρούν και στο πεδίο της ηθικής. Καλό είναι να εξετάσει κανείς από πιο κοντά αυτές τις καινοτόμες μελέτες.
Σύμφωνα με τον Τιρόλ, ο κόσμος αποτελείται από άτομα που έχουν συγκεκριμένα ψυχολογικά χαρακτηριστικά -ανάγκη προβολής, αληθινή γενναιοδωρία, αλτρουισμό… -, των οποίων η προέλευση δεν εξετάζεται. Αυτά τα ανθρώπινα όντα έρχονται σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους, με μοναδικό στόχο να μεγιστοποιήσουν τη χρησιμότητά τους, σημάδι της ορθολογικότητάς τους, όπως την ορίζει ο Τιρόλ. Αυτή η θεώρηση του κόσμου παρουσιάζει δύο χαρακτηριστικά, τα οποία οι οικονομολόγοι προσπερνούν σιωπηρά, καθώς τους φαίνονται εντελώς προφανή. Από τη μία πλευρά, η κοινωνία δεν υπάρχει πριν από τα οικονομικά υποκείμενα. Υπάρχουν μόνο οι προτιμήσεις των υποκειμένων, οι οποίες ορίζουν τους στόχους τους. Από την άλλη πλευρά, κάθε άτομο αποφασίζει με αποκλειστικό κριτήριο τη σύγκριση μεταξύ κόστους και οφέλους (χρηματικού ή μη) από τις ενέργειές του και από τις προσδοκίες του για τις ενέργειες των άλλων.
Οι εφαρμογές μιας θεωρίας που διατυπώνεται με τέτοιους όρους είναι αμέτρητες: οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατόμων είναι πολλαπλές και αφορούν όλους τους τομείς, με αποτέλεσμα να προσφέρουν στη θεωρία πεδίο γενικευμένης εκπλήρωσης. Κατά παράδοξο τρόπο, όμως, ο κόσμος αυτός είναι απαλλαγμένος από κοινωνικές σχέσεις. Δεν υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι, δεν υπάρχουν παράξενοι άνδρες και γυναίκες με την κοινωνική αγκύρωσή τους και τη δική τους ιστορία, δεν υπάρχουν μετανάστες, δεν υπάρχουν τρομοκράτες, δεν υπάρχουν καλλιτέχνες. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά ανεξάρτητα οικονομικά υποκείμενα.
Η μαθηματική τυποποίηση που βρίσκεται στον πυρήνα της συγκεκριμένης προσέγγισης δεν είναι άσχετη με την έλξη που ασκεί το συγκεκριμένο ρεύμα. Σε πρώτη φάση, μπορεί να γοητεύσει με την ακρίβεια των συλλογισμών που εισάγει. Θα ήταν, όμως, λάθος να λησμονεί κανείς ότι, ακόμη κι αν η αλυσίδα των αποδείξεων είναι στέρεη, το συμπέρασμα δεν ευσταθεί παρά μόνο εάν οι αρχικές υποθέσεις είναι σωστές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η σπουδαιότητα που το άτομο αποδίδει στην «απληστία» του, στη «γενναιοδωρία» του ή στην «ανάγκη του για προβολή», χαρακτηριστικά κατ’ εξοχήν ψυχολογικά, είναι απλοί πραγματικοί αριθμοί (συνήθως 0 ή 1). Κάτι τέτοιο επιτρέπει να εικάσουμε ότι οι ανθρώπινες συμπεριφορές μπαίνουν σε μια εξίσωση, χωρίς να αναρωτιόμαστε για το νόημα του εγχειρήματος.
Η οικονομική επιστήμη δεν μπορεί να γίνει επιστήμη της συμπεριφοράς, παρά μόνο εάν περιορίσει τον άνθρωπο σε πολύ λίγα πράγματα και τη «συμπεριφορά» σχεδόν σε τίποτα. Αντίθετα, η ανθρωπολογία, η ψυχολογία ή η γλωσσολογία μάς μαθαίνουν ότι το ανθρώπινο ον δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την κοινωνία στην οποία ζει. Και αυτό συμβαίνει πριν γεννηθεί καν, αφού «η πρώτη προϋπόθεση για να γίνει ένα μωρό πρόσωπο, είναι οι γονείς του να το αντιμετωπίζουν ως τέτοιο» (4). Ο φιλόσοφος Ζιλμπέρ Σιμοντόν δείχνει ότι η διαμόρφωση του ατόμου δεν ανάγεται στην απλή ανάπτυξη μιας έμφυτης δυνητικής προσωπικότητας, αλλά προϋποθέτει την προηγούμενη ύπαρξη ολόκληρης της κοινωνίας (5). Όχι μόνο δεν διαμορφωνόμαστε από τις «προτιμήσεις» μας, αλλά καθοριζόμαστε από το τεχνικό και κοινωνικό περιβάλλον μας. Από τα λίθινα εργαλεία μέχρι το κινητό τηλέφωνο, όλη η εξέλιξη της ανθρωπότητας αποδεικνύει τον συγκροτητικό χαρακτήρα των τεχνικών αντικειμένων που μας περιβάλλουν. Η ίδια η έναρθρη γλώσσα, τόσο χαρακτηριστική του ανθρώπινου είδους, όπως όλες οι ανώτερες ψυχικές λειτουργίες (αισθητική, αφαιρετική σκέψη, κριτικό πνεύμα) αναπτύσσονται, όπως έδειξε ο Λεβ Βιγκότσκι (6), ήδη από τη δεκαετία του 1920, με αφετηρία το υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο, με την ιδιοποίηση των τεχνικών και πολιτιστικών ή συμβολικών δημιουργιών που ήδη υπάρχουν στον ανθρώπινο κόσμο.
Και, παρ’ όλα αυτά, ο Τιρόλ μοιάζει πεπεισμένος ότι προσεγγίζει με επάρκεια τα σημερινά κοινωνικά προβλήματα. Έχει πειστεί για το βάσιμο των απόψεών του, τις οποίες δεν διστάζει να εισηγείται με άνεση στις μεγάλες επιχειρήσεις και στους πολιτικούς, έχοντας ως βάση τα υποδείγματά του. Δεν μοιάζει να αμφιβάλλει ούτε για το εάν το οικονομικό υποκείμενο που χρησιμοποιεί στο υπόδειγμά του είναι αρκετά αντιπροσωπευτικό του ανθρώπινου είδους, ώστε να στηριχθεί η ορθότητα των απόψεών του και να εξεταστούν τα ηθικά ζητήματα.
Είναι οπωσδήποτε αξιέπαινο να θέλει κανείς «να κατανοήσει καλύτερα τα θεμέλια των φόβων απέναντι στην εμπορευματοποίηση ορισμένων πεδίων, καθώς και τα θεμέλια της ηθικής». Για τον σκοπό αυτό, όμως, αμφιβάλλει κανείς εάν οι πρόσφατες μελέτες των οικονομολόγων και η εισαγωγή των ηθικών συναισθημάτων σε μαθηματικές εξισώσεις είναι πιο χρήσιμες από τις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες. Η θέση του Τιρόλ καταλήγει να προτείνει την προσφυγή στους οικονομολόγους σχεδόν για κάθε κοινωνικό ζήτημα, εξασφαλίζοντάς τους ένα από εκείνα τα είδη δεσπόζουσας θέσης που, κατά παράδοξο τρόπο, οι ίδιοι αγωνίζονται λυσσαλέα να καταργήσουν όπου αλλού υπάρχουν. Η πρόσφατη ιστορία μάς το διδάσκει: ο «ειδικός» δεν έχει πάντα δίκιο. Μπορεί να φωτίσει τη δημοκρατική συζήτηση, αλλά δεν μπορεί να την υποκαταστήσει.
Διαβάστε επίσης: