Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, καθώς αυξάνονταν οι εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στην Κίνα και στις γειτονικές της χώρες, το ρενμίμπι (RΜB) ή γιουάν μετατράπηκε σε ευπρόσδεκτο μέσο πληρωμών σε ολόκληρη την περιοχή. Κατά τη διάσκεψη κορυφής της G20 που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2008 στην Ουάσιγκτον, ο τότε πρόεδρος της χώρας Χου Ζιντάο δεσμεύτηκε να διαφοροποιήσει τα νομίσματα από τα οποία αποτελούνται τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας. Στη συνέχεια, ελήφθησαν μέτρα για τη διεθνοποίηση του RΜB∙ όλα αυτά δεν πέρασαν απαρατήρητα. Στα τέλη του Οκτωβρίου του 2014, το γιουάν είχε μετατραπεί σε νόμισμα τήρησης συναλλαγματικών αποθεμάτων σε περισσότερα από πενήντα κράτη και κρατικές οντότητες.
Σύμφωνα με την Εταιρεία για τις Παγκόσμιες Διατραπεζικές Χρηματοοικονομικές Τηλεπικοινωνίες (Swift) (1), τον Δεκέμβριο του 2014 το RΜB είχε αντικαταστήσει το καναδικό και το αυστραλιανό δολάριο στην πέμπτη θέση των νομισμάτων διεθνών πληρωμών παγκοσμίως (2). Στις πρώτες θέσεις βρίσκονται το αμερικανικό δολάριο [87% των διεθνών συναλλαγών (3)], το ευρώ (6,6%), η στερλίνα και το γιέν. Με RΜB πραγματοποιείται το 2,17% των παγκόσμιων εμπορικών ανταλλαγών, ποσοστό που προσεγγίζει ιδιαίτερα εκείνο που αντιστοιχεί στο ιαπωνικό νόμισμα (2,69%). Για να συνειδητοποιήσουμε την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, πρέπει να συγκρίνουμε αυτό το ποσοστό με εκείνο του Ιανουαρίου του 2013, όταν το RΜB αποτελούσε το 0,63 των μέσων πληρωμών των διεθνών συναλλαγών, κατέχοντας την 13η θέση παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον Βιμ Ρεϊμέκερς, υπεύθυνο των τραπεζικών αγορών στη Swift, «το RΜB αυτή τη στιγμή μεταμορφώνεται: από αναδυόμενο νόμισμα έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε συνηθισμένο νόμισμα πληρωμών» (4). Το 2014, η συνολική αξία των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν με RΜB αυξήθηκε κατά 102%. Πρόκειται για μια αύξηση αισθητά υψηλότερη από εκείνη που κατέγραψαν τα υπόλοιπα νομίσματα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Εκτιμάται ότι η διεθνοποίηση θα επιτρέψει τον περιορισμό των συναλλαγματικών κινδύνων που αναλαμβάνουν τόσο η κινεζική κεντρική τράπεζα όσο και οι επιχειρήσεις της χώρας, ενώ παράλληλα θα περιορίσει τις παρενέργειες που έχει το αμερικανικό δολάριο στην οικονομία της Κίνας. Πράγματι, παρά το γεγονός ότι η κινεζική οικονομία είναι εξωστρεφής, οι επιχειρήσεις της πραγματοποιούν τα κέρδη τους σε γιουάν, κυρίως στην εσωτερική αγορά. Όταν εξάγουν, εισπράττουν δολάρια τα οποία ανταλλάσσουν με RΜB, σύμφωνα με τη συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει εκείνη τη στιγμή. Όταν η ισοτιμία παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις, οι εξαγωγικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να διατηρήσουν τον έλεγχο των τιμών τους και των κερδών τους. Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας (ΛΤΚ), η κεντρική τράπεζα της χώρας, αναγκάζεται σε αυτήν την περίπτωση να παρέμβει στην αγορά για να διατηρήσει την ισοτιμία σε σχετικά σταθερά επίπεδα: οι ειδικοί αποκαλούν αυτήν την κατάσταση «ελεγχόμενη κυμαινόμενη ισοτιμία».
Ωστόσο, κάθε πρωτοβουλία αυτού του είδους έχει ένα τίμημα. Για να παρέμβει, η ΛΤΚ αγοράζει δολάρια και πουλάει RΜB. Κι αν εκδώσει υπερβολικά μεγάλες ποσότητες κινεζικού νομίσματος, πυροδοτεί πληθωριστικές τάσεις, με κίνδυνο να υπονομεύσει την ανεξάρτητη νομισματική πολιτική της. Συνεπώς, μια υπερβολικά έντονη ανατίμηση ή υποτίμηση του δολαρίου θα μπορούσε να της προκαλέσει προβλήματα.
Όμως, χάρη στην πρόοδο που σημειώνεται στη διεθνοποίηση του RΜB, οι κινεζικές επιχειρήσεις έχουν στο εξής τη δυνατότητα να ζητούν να πληρώνονται με το εθνικό τους νόμισμα, γεγονός που περιορίζει τους συναλλαγματικούς κινδύνους και μειώνει το κόστος τους. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους, η κεντρική τράπεζα υποχρεώνεται να παρεμβαίνει λιγότερο στην αγορά για να σταθεροποιήσει τις ισοτιμίες. Ωστόσο, αυτή η νέα στενή σύνδεση της εσωτερικής αγοράς και των ξένων αγορών προϋποθέτει την ταχύτατη και βαθύτατη μεταρρύθμιση του χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας (5).
Φυσικά, ενθαρρύνοντας τη χρήση του RΜB στο διεθνές νομισματικό σύστημα, η Κίνα επεκτείνει την επιρροή της σε ολόκληρο τον κόσμο, με αποτέλεσμα να ευνοείται η οικονομική ανάπτυξη του συνόλου της Νοτιοανατολικής Ασίας και να ενισχύεται η διεθνής θέση της χώρας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της επιτυχίας του προγράμματος της Ασιατικής Τράπεζας Επενδύσεων στις Υποδομές, που δημιουργήθηκε το 2014. Μια εικοσάδα ασιατικών χωρών υπέγραψε στο Πεκίνο μνημόνιο συνεννόησης και στη συνέχεια ακολούθησαν εταίροι από την Ευρώπη (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) και τη Μέση Ανατολή (Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία, Ιράν, Ισραήλ). Μέσα σε λιγότερο από έξι μήνες, το σχέδιο προσέλκυσε 57 χώρες. Η Κίνα, η κύρια χρηματοδότρια της νέας τράπεζας, θα ασκεί καθοριστική επιρροή στον προσανατολισμό της τράπεζας και στην πορεία των δραστηριοτήτων της. Εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η χρησιμοποίηση του RΜB θα επεκταθεί και στα επενδυτικά προγράμματα για έργα υποδομών σε ασιατικές χώρες, τα οποία κατά κύριο λόγο χρηματοδοτούνται από την ίδια τράπεζα.
Ωστόσο, η Κίνα δεν έχει προβεί στην πλήρη μετατρεψιμότητα του νομίσματός της κι εξακολουθεί να εξαρτάται από το δολάριο. Η διεθνοποίηση του RΜB ή, για την ακρίβεια, η διασύνδεση και η διαλειτουργικότητα ανάμεσα στην εσωτερική αγορά και στις ξένες, περνάει κατά κύριο λόγο μέσα από τέσσερα κανάλια: το εμπόριο, τις άμεσες επενδύσεις, την αγορά τίτλων στις χρηματαγορές, η οποία εγκρίνεται από την ΛΤΚ, καθώς και τα swap (ανταλλαγή) νομισμάτων ανάμεσα στην κεντρική τράπεζα της Κίνας και στις κεντρικές τράπεζες των άλλων χωρών.
Από τη στιγμή που εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το 2001, το εξωτερικό εμπόριο της Κίνας αυξήθηκε με γρήγορους ρυθμούς: πλέον, είναι ο πρώτος εξαγωγέας και ο δεύτερος σε παγκόσμιο επίπεδο. Η εξέλιξη ευνοεί τη χρήση του RΜB ως μέσου πληρωμών. Το 2014, το μερίδιο του εξωτερικού εμπορίου της Κίνας που ήταν τιμολογημένο στο εθνικό νόμισμα, έφτασε τα 6,55 τρισεκατομμύρια γιουάν, τη στιγμή που το συνολικό ύψος των εμπορικών ανταλλαγών ανερχόταν στα 26,43 τρισ. (4,26 τρισ. δολάρια), υπερβαίνει δηλαδή το ένα πέμπτο του συνόλου.
Για τις επιχειρήσεις, η προοπτική προσφέρει μονάχα πλεονεκτήματα. Οι άμεσες συναλλαγές τούς δίνουν τη δυνατότητα να μην προσφεύγουν πλέον στις τράπεζες που χρεώνουν προμήθειες για την ανταλλαγή του συναλλάγματος: έτσι, αυξάνονται τα ταμειακά τους διαθέσιμα (cash flow) και, συνεπώς, η ανταγωνιστικότητά τους. Ταυτόχρονα αποφεύγουν τους συναλλαγματικούς κινδύνους που δημιουργούνται από τις διακυμάνσεις του δολαρίου, του ευρώ ή διάφορων άλλων νομισμάτων. Όταν οι Κινέζοι εισαγωγείς αγοράζουν με γιουάν, διευκολύνουν την έξοδο του κινεζικού νομίσματος στη διεθνή αγορά, ενώ όταν οι Κινέζοι εξαγωγείς ζητούν να πληρωθούν με γιουάν, ευνοούν την επιστροφή του εθνικού νομίσματος στην εγχώρια αγορά. Συνεπώς, η αύξηση του όγκου των διεθνών συναλλαγών που πραγματοποιούνται σε γιουάν αποτελεί ένα αναγκαίο βήμα για το πέρασμα από το καθεστώς του νομίσματος πληρωμών στο καθεστώς του νομίσματος που χρησιμοποιούν οι κεντρικές τράπεζες για την τήρηση των αποθεματικών τους.
Σήμερα, η Κίνα δεν έχει ακόμα πλήρως απελευθερώσει τον λογαριασμό κεφαλαίου, δηλαδή τις χρηματοοικονομικές ροές στις οποίες περιλαμβάνονται οι εισερχόμενες και οι εξερχόμενες άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ), η απόκτηση συμμετοχής σε εταιρεία, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας κ.λπ.: εξακολουθούν να υπόκεινται σε ορισμένες προϋποθέσεις. Ήδη, εδώ και πολύ καρό, το RΜB χρησιμοποιείται για τις άμεσες επενδύσεις. Από τις 13 Οκτωβρίου του 2011, η ΛΤΚ επέτρεψε σε ξένους –επιχειρήσεις, οικονομικούς θεσμούς, ακόμα κι ιδιώτες- να επενδύουν στο εθνικό νόμισμα. Έχουν επίσης τη δυνατότητα να απευθύνονται άμεσα στις τράπεζες για τις πληρωμές που αφορούν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, ενώ προηγουμένως απαιτείτο άδεια. Το 2014, οι επενδύσεις σε γιουάν αντιπροσώπευαν το 37% των άμεσων επενδύσεων στην Κίνα που είχαν πραγματοποιηθεί από ξένους οικονομικούς θεσμούς που δεν ανήκαν στον τραπεζικό τομέα. Εδώ και τρεισήμισι χρόνια, οι ξένοι χρηματοοικονομικοί θεσμοί έχουν επίσης τη δυνατότητα να πραγματοποιούν πράξεις στην κινεζική χρηματαγορά, μέχρι το όριο των 20 δισ. γιουάν. Πράγματι, το πρόγραμμα Renmibi Qualified Foreign Institutional Investors (RQFII), το οποίο απευθύνεται στους θεσμικούς επενδυτές, τους προσφέρει νέες δυνατότητες στην εσωτερική αγορά.
Επιπλέον, το χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ , το οποίο έχει ανοίξει για τους ξένους εδώ και πολύ καιρό, είναι συνδεδεμένο με εκείνο της Σαγκάης, από τις 7 Νοεμβρίου του 2014. Πλέον, οι επενδυτές του Χονγκ Κονγκ έχουν τη δυνατότητα να επενδύουν στη Σαγκάη, και το αντίστροφο. Αυτή τη στιγμή, οι καθημερινές συναλλαγές είναι περιορισμένες στα 23,5 δισ. γιουάν, ενώ ο συνολικός όγκος τους δεν δύναται να υπερβαίνει τα 550 δισ. γιουάν. Στο μέλλον, οι δύο χρηματαγορές θα συνδεθούν με εκείνη του Σεντζέν, προσφέροντας ακόμα περισσότερες δυνατότητες. Τέλος, η κεντρική τράπεζα της χώρας υπέγραψε με 28 χώρες και κρατικές οντότητες συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων, των οποίων το ύψος υπερβαίνει τα 3 τρισ. γιουάν, δηλαδή τον μηνιαίο όγκο του εξωτερικού εμπορίου της Κίνας.
Η πρώτη εξωχώρια αγορά RΜB δημιουργήθηκε στο Χονγκ Κονγκ, το οποίο και αποτελεί μια δεξαμενή χρηματοοικονομικών προϊόντων που έχουν εκδοθεί σε RΜB. Επίσης, η Σιγκαπούρη, η Ταϊβάν και το Μακάο αποδεικνύονται εξαιρετικά δραστήριες χρηματαγορές. Από το 2014, η Κίνα έχει υπογράψει μια συμφωνία διακανονισμού των πληρωμών σε γιουάν με το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Λουξεμβούργο. Εάν συνυπολογίσουμε επίσης και τη συμφωνία την οποία συνήψε τον Μάρτιο του 2015 η κινεζική κεντρική τράπεζα με την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας, στην Ευρώπη έχουν δημιουργηθεί πέντε εξωχώριες αγορές του RΜB: στο Λονδίνο, στη Φραγκφούρτη, στο Παρίσι, στο Λουξεμβούργο και στη Ζυρίχη. Επιπλέον, η Νότια Κορέα, ο Καναδάς, η Αυστραλία και το Κατάρ έχουν συνάψει συμφωνίες μελλοντικής επιλογής («options») μέσα από συμφωνίες ανταλλαγών.
Επίσης, στο Χονγκ Κονγκ δημιουργήθηκε πειραματικά η πρώτη εξωχώρια αγορά ομολογιών που έχουν εκδοθεί σε RΜB, οι οποίες αποκαλούνται ομολογίες dim sum («μικρά ραβιόλια» στην καντονέζικη διάλεκτο) λόγω του περιορισμένου όγκου των συναλλαγών. Έκτοτε, κι άλλα δάνεια σε RΜB έκαναν την εμφάνισή τους, σχεδόν παντού, όπως, για παράδειγμα, τα «χρέη της πόλης του Λέοντα» που εξέδωσε η Σιγκαπούρη ή τα «χρέη της Νήσου των Θησαυρών» που εξέδωσε η Ταϊβάν, ενώ κι άλλα ομόλογα αυτού του τύπου παρουσιάζονται στο Λονδίνο ή στο Λουξεμβούργο.
Τον Οκτώβριο του 2014, το βρετανικό Δημόσιο Ταμείο εξέδωσε στο Λονδίνο ομόλογα αξίας 3 δισ. γιουάν. Πρόκειται για την πρώτη έκδοση ομολόγων σχεδόν κρατικού χρέους που εκδίδονται στο εξωτερικό σε RΜB. Είναι ένα ακόμα βήμα προς την καθιέρωση του RΜB ως νομίσματος τήρησης συναλλαγματικών αποθεμάτων, καθώς αυτά τα ποσά θα συμπεριλαμβάνονται στα βρετανικά συναλλαγματικά αποθέματα. Το Λονδίνο βρίσκεται στην πρωτοπορία των σχέσεων με το Πεκίνο σε αυτόν τον τομέα. Μάλιστα, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν το πρώτο κράτος που αποφάσισε να συμμετάσχει στην Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων στις Υποδομές, δίνοντας την εντύπωση στον υπόλοιπο κόσμο ότι συμπαρέσυρε και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες σε αυτήν την υπόθεση.
Αναμένεται και μια άλλη αλλαγή: η είσοδος του RΜB στο καλάθι των ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων (ΕΤΔ) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία ενδέχεται να πραγματοποιηθεί τον Ιανουάριο του 2016 (6). Αρχικά, αυτά τα ΕΤΔ -λογιστικές μονάδες κι αποθεματικά μέσα που δημιουργήθηκαν τεχνητά από το ΔΝΤ- ήταν μετατρέψιμα σε οποιοδήποτε νόμισμα ή σε χρυσό. Σήμερα, η αξία τους καθορίζεται από ένα «καλάθι» νομισμάτων, στο οποίο περιλαμβάνονται το δολάριο, το ευρώ, το γιέν και η στερλίνα. Όταν ένα νόμισμα συμπεριληφθεί σε αυτό το καλάθι, τότε αυτόματα κατέχεται από περισσότερα από 220 κράτη και κρατικές οντότητες. Οι όροι για την ένταξη σε αυτήν την κλειστή λέσχη είναι οι εξής: οι εμπορικές ανταλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από τη χώρα κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, να συγκαταλέγονται στις υψηλότερες παγκοσμίως, και το νόμισμα να είναι μετατρέψιμο.
Η Κίνα ανταποκρίνεται στον πρώτο όρο εδώ και πολύ καιρό, καθώς είναι αδιαμφισβήτητα η πρώτη εμπορική δύναμη του πλανήτη. Όσο για τον δεύτερο όρο, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσάπτουν στην Κίνα ότι δεν αφήνει το νόμισμά της να κυμαίνεται ελεύθερα και ότι διατηρεί τον έλεγχο της ισοτιμίας του. Από την πλευρά του, ο πρόεδρος Ξι Ζινπίνγκ, στη διάσκεψη κορυφής της G20 στην Αγία Πετρούπολη, στις 5 Σεπτεμβρίου του 2013, εκτίμησε ότι, «για τη δημιουργία ενός νομισματικού συστήματος σταθερού και περισσότερο ικανού να αντιμετωπίσει τους κινδύνους, θα ήταν σημαντικό να προβούμε στην μεταρρύθμιση της σύνθεσης των ΕΤΔ». Μάλιστα, στη συνέχεια πρόσθεσε τα εξής: «Η Κίνα θα προσπαθήσει να προωθήσει τη μεταρρύθμιση των επιτοκίων της και της συναλλαγματικής ισοτιμίας της μέσα από τις δυνάμεις της αγοράς, καθώς επίσης και να αυξήσει την ευελιξία της συναλλαγματικής ισοτιμίας του RΜB και να προβεί σταδιακά στη μετατρεψιμότητα του λογαριασμού κεφαλαίου του RΜB».
Εκ των πραγμάτων, η συναλλαγματική ισοτιμία του RΜB έχει χαλαρώσει. Το 1994, το περιθώριο διακύμανσής του ήταν μόλις 0,3%∙ το 2007 πέρασε στο 0,5%, το 2012 στο 1% και το 2014 στο 2%. Η κινεζική εξουσία δεσμεύτηκε να αφήσει το γιουάν να κυμαίνεται ελεύθερα σε συνάρτηση με τη ζήτηση και την προσφορά μετά από δύο ή τρία χρόνια, καθώς και να πραγματοποιήσει την πλήρη μετατρεψιμότητα του λογαριασμού κεφαλαίου μέχρι το 2018-2020. Έχει ήδη δρομολογηθεί ένας πειραματισμός γύρω από αυτό το ζήτημα, στη ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών της Σαγκάης.
Η εξέλιξη πρέπει να περάσει από τρία στάδια. Κατ’ αρχήν την επιτάχυνση της απελευθέρωσης των επιτοκίων τα οποία θα καθορίζονται από την αγορά, και τη βελτίωση των μηχανισμών με τους οποίους διαμορφώνονται οι συναλλαγματικές ισοτιμίες του RΜB, έτσι ώστε η καμπύλη της απόδοσης των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου να αντικατοπτρίζει την προσφορά και την ζήτηση. Κατόπιν την προώθηση του ανοίγματος της χρηματαγοράς και τη σταδιακή αύξηση του όγκου των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Τέλος, όταν τα δύο προαναφερθέντα στάδια ολοκληρωθούν με επιτυχία, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η απόλυτη μετατρεψιμότητα του λογαριασμού κεφαλαίου.
Μας ρωτάνε μερικές φορές εάν υπάρχει ο κίνδυνος για την Κίνα να βρεθεί αντιμέτωπη με τις ίδιες δυσκολίες που συνάντησαν χώρες όπως η Βραζιλία, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να αντιμετωπίζουν τα σκαμπανεβάσματα που προκαλούν οι δραστηριότητες των κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Ωστόσο, εδώ η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Οι περισσότερες από τις αναπτυσσόμενες χώρες υποχρεώθηκαν να ανοίξουν τον λογαριασμό κεφαλαίου τους λόγω έλλειψης ξένων κεφαλαίων, έτσι ώστε να ισοσκελίσουν το διεθνές τους ισοζύγιο. Αντίθετα, η Κίνα διαθέτει ένα τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα, με αποτέλεσμα να μη βρίσκεται αντιμέτωπη με παρόμοιες ανάγκες. Βέβαια, κατά καιρούς, διαταράσσεται από τη μαζική είσοδο κεφαλαίων με βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα: σε αυτήν την περίπτωση, λαμβάνει μέτρα για την αποστείρωση των κεφαλαίων, έτσι ώστε να αντισταθμιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις. Αντίθετα, η απελευθέρωση του λογαριασμού κεφαλαίου θα είχε ως συνέπεια να μετριαστούν οι κερδοσκοπικές πιέσεις, καθώς η έξοδος των κεφαλαίων μπορεί να εξισορροπήσει τη μαζική είσοδο κεφαλαίων. Επιπλέον, τα τεράστια αποθεματικά της χώρας σε ξένο συνάλλαγμα (σχεδόν 4 τρισ. δολάρια) αναμένεται ότι θα αποδειχθούν αρκετά για να αποθαρρύνουν τους κερδοσκόπους να διακινδυνεύσουν μια επίθεση ενάντια στις κινεζικές συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Η διαδικασία διεθνοποίησης του RΜB δεν μπορεί παρά να επιταχυνθεί. Μακροπρόθεσμα, το μέλλον του γιουάν ως διεθνούς νομίσματος θα κριθεί από το βάθος και το εύρος της ομολογιακής αγοράς σε γιουάν. Η επιτήρηση των διασυνοριακών κινήσεων κεφαλαίων και η παρατήρηση της ανάπτυξης των εξωχώριων αγορών θα μας επιτρέψουν να γνωρίζουμε τον σφυγμό αυτής της εξέλιξης.
Διαβάστε ακόμη: Πιέσεις για ανατίμηση του γιουάν και κοινωνική δυσαρέσκεια