Ξεδοντιάρηδες χωρικοί, με χέρια κατάμαυρα από τη δουλειά στα χωράφια, το κορμί τσακισμένο από τη σκληρή δουλειά και την έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, με μοναδική τροφή μερικές πατάτες, σκοτεινά σπιτάκια με δάπεδο από πατημένο χώμα… Εικόνες του 19ου αιώνα μέσα στην Κίνα του 21ου! Πλάνα της επίσημης τηλεόρασης που έκαναν τον γύρο της χώρας και γυρίστηκαν τον Δεκέμβριο του 2012 κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του προέδρου Ξι Ζιπίνγκ στο χωριό Λουοτουοβάν (στην περιφέρεια του Χεμπέι). Για να φτάσει κανείς σε αυτό το χωριό με αυτοκίνητο από το Πεκίνο, χρειάζεται μόλις τρεις ώρες.
Οι εικόνες συμβολίζουν την εγκατάλειψη της υπαίθρου σε μια χώρα όπου η επαναστατική ρητορική και η εικονογραφία που χρησιμοποιεί η προπαγάνδα του καθεστώτος δίνουν ιδιαίτερη σημασία και αξία στην αγροτιά. Κι είναι πλέον πολύ μακρινή η εποχή όπου ο Μάο Τσε Τουνγκ υμνούσε «τις εκατοντάδες εκατομμύρια αγρότες που ορθώνονται ορμητικοί κι ανίκητοι, όμοιοι με σίφουνα», για να οικοδομήσουν τον σοσιαλισμό…
Σήμερα, όταν ξεσηκώνονται –πράγμα που συμβαίνει ολοένα συχνότερα (1) – οι αγρότες διαμαρτύρονται ενάντια στο Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) και στα τοπικά ηγετικά στελέχη του, τα οποία κατηγορούνται ότι απαλλοτρίωσαν τα χωράφια τους ή ότι είναι οι συνεργοί των βιομηχάνων που ρυπαίνουν ατιμώρητα τα ποτάμια και τη γη. Οι εξεγέρσεις έχουν ανησυχήσει τον Κινέζο πρόεδρο, του οποίου η περιοδεία στην ύπαιθρο, εννιά μήνες μετά την άνοδό του στην εξουσία, επεδίωκε να δώσει νέα πνοή στο πρόγραμμα για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας, για μια «νέα σοσιαλιστική ύπαιθρο», σύμφωνα με την ορολογία που συνηθίζει να χρησιμοποιεί το καθεστώς.
Δυόμισυ χρόνια αργότερα, είναι προφανές ότι η «σοσιαλιστική ύπαιθρος» δεν έχει φτάσει ακόμα μέχρι το Λουοτουοβάν. Συναντάμε τα ίδια πρόσωπα, τα οποία ωστόσο ζωντανεύουν μόλις γίνεται λόγος για την επίσκεψη του προέδρου. Μια ηλικιωμένη γυναίκα αναφωνεί: «Είναι σάμπως να είχαμε συναντήσει τον Μάο!». «Το χωριό μας έγινε γνωστό σε ολόκληρη την Κίνα!», πλειοδοτεί ένας άλλος. Όλοι ελπίζουν ότι οι τουρίστες θα ακολουθήσουν τα βήματα του «προέδρου Ξι», όπως συνέβη στην περίπτωση του Μεγάλου Τιμονιέρη: το χωριό όπου γεννήθηκε ο ιστορικός ηγέτης της χώρας έχει μετατραπεί σε σημαντικό τόπο προσκυνήματος.
Ήδη, ο χωματόδρομος και το λιθόστρωτο έχουν αντικατασταθεί από έναν φαρδύ ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Τα χωμάτινα έργα αντιστήριξης στις πλαγιές γύρω από το χωριό έδωσαν τη θέση τους σε πέτρινα και περισσότερο ενισχυμένα έργα που το κάνουν να δείχνει κάπως πιο καλοβαλμένο. Στην πάνω γειτονιά, εκεί όπου τελειώνει ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος, έκαναν την εμφάνισή τους καινούργια σπίτια. Την ημέρα που επισκεφθήκαμε το χωριό, στην πάνω γειτονιά, μερικοί άντρες καταπιάνονταν με την κατασκευή ενός σπιτιού, καθώς η κυβέρνηση υποσχέθηκε επιδοτήσεις στην οικοδομή. Στην κάτω γειτονιά, οι τοπικοί υπεύθυνοι του κόμματος επέτρεψαν μονάχα την εγκατάσταση λευκών κουφωμάτων από PVC, τα οποία μόλις έχουν καταφθάσει, εντυπωσιακά μέσα στη συσκευασία τους.
Τόσο στην πάνω όσο και στην κάτω γειτονιά, η πλειονότητα των κατοίκων είναι ηλικιωμένοι, συχνά πολύ ηλικιωμένοι, και μάλιστα σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες. Οι περισσότεροι άνδρες έχουν εγκαταλείψει το χωριό για να εργαστούν στην πόλη. Σύμφωνα με τον αρχηγό του χωριού, το μοναδικό εισόδημα στο οποίο στηρίζεται η επιβίωση σχεδόν όλων των κατοίκων είναι η ελάχιστη σύνταξη γήρατος, περίπου 110 γιουάν (μόλις 16 ευρώ). Γι’ αυτόν τον λόγο, οι λιγότερο ηλικιωμένοι και όσα άτομα διατηρούν ακόμα τις δυνάμεις τους συνεχίζουν να καλλιεργούν το χωραφάκι τους. Ορισμένοι ανατρέφουν τα εγγόνια τους, καθώς τα παιδιά τους πήραν τον δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης. Η κυρία Γουάνγκ [δεν θέλησε να μας δώσει το μικρό της όνομα (2)] αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα και μάλιστα ανήκει στους προνομιούχους, καθώς το χωράφι που καλλιεργεί έχει έκταση μερικών στρεμμάτων, ενώ επιπλέον εκτρέφει και τρία γουρούνια. Όλοι οι κάτοικοι ζουν κυρίως χάρη στα χρήματα που στέλνει ένας γιος, μια κόρη, ένας αδελφός ή ένας σύζυγος που ζει στην πόλη κι ανεβαίνει στο χωριό μια φορά τον χρόνο.
Μακριά από τα αδιάκριτα αυτιά, η κυρία Γουάνγκ, η οποία είναι πιο νέα και λιγότερο συγκινημένη από την προεδρική επίσκεψη σε σχέση με τις γειτόνισσές της, μας δηλώνει δίχως περιστροφές: «Ειλικρινά, εκτός από τον δρόμο, η επίσκεψη του προέδρου Ξι δεν άλλαξε και πολλά πράγματα: εξακολουθούμε να είμαστε αναγκασμένοι να δουλεύουμε εξίσου σκληρά». Σε αυτήν την περιοχή του Χεμπέι, τα χωριά είναι βυθισμένα μέσα στη φτώχεια. Στα μικροσκοπικά αγροτεμάχια, οι χωρικοί κάνουν ακόμα όλες τις αγροτικές εργασίες με τα χέρια. Ορισμένοι σέρνουν οι ίδιοι το αλέτρι, ζεμένοι στη θέση των ζώων, όπως συνέβαινε τον Μεσαίωνα: στερεώνουν ένα δερμάτινο λουρί γύρω από το μέτωπό τους, τραβάνε το αλέτρι κι οργώνουν.
Ωστόσο, οι λιγοστές νεαρότερες γυναίκες που συναντήσαμε στην είσοδο ενός άλλου χωριού, δεν ονειρεύονται να το εγκαταλείψουν. Καθισμένες σε ένα παγκάκι, φλυαρούν περιμένοντας να σχολάσουν τα παιδιά τους από το σχολείο. Η μια φοράει μίνι φούστα, μαύρο καλσόν κι ένα μικρό μπουστάκι με στρας. Η άλλη φοράει κόκκινο κολάν και μια ριχτή μπλούζα με δαντέλα, όπως οι παρουσιάστριες των τηλεπαιχνιδιών. Σημείο των καιρών (αλλά και της ήδη συσσωρευμένης εμπειρίας), οι μακρινές πόλεις δεν φαντάζουν πλέον στα μάτια τους ως ελντοράντο. Η πρώτη γυναίκα μας εξηγεί: «Δεν έχω μόρφωση. Τι θα μπορούσα να κάνω στην πόλη; Να γίνω παραδουλεύτρα; Εδώ είμαι εξίσου καλά». Βέβαια, είναι αλήθεια ότι η γυναίκα και η φίλη της συμπληρώνουν το εισόδημά τους με τα φαρμακευτικά βότανα που μαζεύουν στο βουνό: «Πουλιούνται καλά κι άμα πέσουμε σε κάποια γωνιά πλούσια σε βότανα, μπορούμε να κερδίσουμε ακόμα και 60 έως 70 γιουάν την ημέρα». Για τις οικογένειες των χωρικών, των οποίων το μηνιαίο εισόδημα δεν ξεπερνάει κατά μέσο όρο τα 700 γιουάν, πρόκειται για μια ανέλπιστη ευκαιρία.
Ωστόσο, όλος ο κόσμος δεν έχει την τύχη να διαθέτει η περιοχή του τοπική παραγωγή με ονομασία προέλευσης, όπως το Taiping houkoui (το «τσάι του βασιλιά των πιθήκων»), το οποίο από το 2004 θεωρείται μια από τις καλύτερες ποικιλίες της χώρας. Στην περιοχή του Αν Χούι, το Ταϊπίνγκ, μια μικρή κοινότητα που είναι σκαρφαλωμένη στις απόκρημνες πλαγιές του Κίτρινου Όρους και είναι προσβάσιμη μονάχα με μικρό λεωφορείο, έχει κερδίσει πραγματικά το τζάκποτ. Για την Καν Κινλίνγκ, η οποία τέλειωσε την περίοδο της συγκομιδής πριν από μερικές ημέρες, «ναι μεν η δουλειά εξακολουθεί να είναι εξίσου εντατική, όμως, όλα έχουν αλλάξει από τη στιγμή που καθιερώθηκε η πιστοποίηση του προϊόντος». Σκέφτεται μάλιστα να προτείνει στον γιο της να εγκαταλείψει τη δουλειά του στην πόλη ως ηλεκτρονικός γιατί, «εδώ πέρα, το μέλλον του είναι εξασφαλισμένο»: από 160 γιουάν το κιλό το 1991, η τιμή του «μαγικού τσαγιού» εκτινάχθηκε στα 6.000 γιουάν (περίπου 850 ευρώ) το 2014. Φέτος, η τιμή του είναι κάπως πεσμένη, καθώς, σύμφωνα με την κυρία Καν, το προϊόν υπήρξε το απρόσμενο θύμα της «εκστρατείας του προέδρου Ξι ενάντια στη διαφθορά». Καθώς οι κρατικοί υπάλληλοι καλούνται στο εξής να πίνουν απλό τσάι και να αρνούνται τα δώρα (3), οι παραγγελίες έχουν μειωθεί. Στο χωριό, παρατηρούμε σημάδια μιας σχετικής ευμάρειας: τα ξύλινα χαμηλά σπιτάκια έχουν αντικατασταθεί από κατοικίες που αποτελούνται από ισόγειο και έναν όροφο, οι προσόψεις τους, μάλιστα, είναι διακοσμημένες με λευκές κεραμικές πλάκες. Κι αν από την πλευρά της αισθητικής δεν μπορεί να πει κανείς πως η κατάσταση βελτιώθηκε, δεν ισχύει το ίδιο και για τις ανέσεις που απολαμβάνουν οι κάτοικοι.
Αντίθετα, πάλι στην περιοχή του Αν Χούι, το Ζαζί βασίζεται στην ομορφιά του, την ευμάρειά του και τον δυναμισμό του. Από αυτό το χωριό που απέχει δύο ώρες με το αυτοκίνητο από την πόλη του Χουάνγκ Σαν ξεκινούν για το Κίτρινο Όρος οι ορδές των τουριστών (4). Με σπίτια που έχουν σκεπή σε σχήμα αλογοκεφαλής, το χωριό έχει γοητεύσει πολλούς Κινέζους ζωγράφους, ακόμα κι έναν Γάλλο ανθρωπολόγο, τον Ζυλιέν Μινέ, ο οποίος έχει αναπαλαιώσει ένα σπίτι που χτίστηκε πριν από 200 χρόνια από έναν έμπορο τσαγιού. Το χωριό, που χτίστηκε την εποχή της δυναστείας Μινγκ (5) σε μια περιοχή περιτριγυρισμένη από λόφους με οργιώδη βλάστηση, έχει διατηρήσει τον παραδοσιακό χαρακτήρα του: τους ναούς, τα σοκάκια με τα λιθόστρωτα που έχουν λειανθεί από τον χρόνο και τα βήματα, καθώς και τα μαγαζάκια που είναι χτισμένα στις δύο όχθες του ποταμού, όπου οι γυναίκες εξακολουθούν να πλένουν τα ρούχα με τον παραδοσιακό τρόπο, χτυπώντας τα με τον κόπανο της πλύστρας. Κατόρθωσε δε να αποκτήσει την πιστοποίηση «τουριστικό χωριό». Καθώς η πρόσβαση εξακολουθεί να είναι δύσκολη, δεν κατακλύζεται από τουρίστες, ωστόσο, χάρη στην υπάρχουσα τουριστική δραστηριότητα, οι κάτοικοί του μπορούν να συνδυάσουν την εργασία στα χωράφια με το εμπόριο.
«Δουλεύω στον τουρισμό», μας δηλώνει περήφανα η ιδιαίτερα δυναμική κυρία Ζα Γιεχούνγκ. Μαζί με τον άνδρα της, ο οποίος είναι παρών στη σκηνή αλλά σωπαίνει, κατόρθωσαν να εγκαταλείψουν το παλιό σπίτι όπου συγκατοικούσαν με την πεθερά τους και να χτίσουν ένα διώροφο σπίτι με έξι υπνοδωμάτια, καθένα από τα οποία έχει δική του τουαλέτα. «Το πανδοχείο μας δεν είναι επίσημο», μας εξηγεί αφήνοντας να διαφανεί ότι τα έχουν βρει με τις τοπικές αρχές. Ωστόσο, ούτε τα δωμάτια που νοικιάζει το ζευγάρι, ούτε τα προϊόντα που καλλιεργεί (ρύζι, τσάι, καλαμπόκι) αποφέρουν αρκετά εισοδήματα. «Η σημαντικότερη πηγή του εισοδήματός μας είναι τα χρήματα που μας στέλνουν οι κόρες μας που δουλεύουν στη Σαγκάη».
Αντίθετα, η κουνιάδα της, η Γιε Χουινζίν, η οποία παρακολουθεί τη συζήτησή μας πλέκοντας, δεν μπορεί να ελπίζει σε κανένα παρόμοιο μάννα εξ ουρανού. Σήμερα έχει πάρει άδεια: εργάζεται ως ράφτρα σε μια βιομηχανία ενδυμάτων στο Χεφέι, στην πρωτεύουσα της επαρχίας. «Η δουλειά είναι σκληρή αλλά κερδίζω 3.000 γιουάν τον μήνα (445 ευρώ). Καλοπληρώνομαι». Και, κυρίως, η κόρη της έχει τη δυνατότητα να φοιτά στο λύκειο της μεγάλης πόλης, «το καλύτερο σε όλο το Αν Χούι. Έχει περισσότερες πιθανότητες να πετύχει στις κατατακτήριες εξετάσεις για το πανεπιστήμιο», στο περιβόητο γκαοκάο, το οποίο και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση αν θέλει να βρει κανείς μια εξειδικευμένη θέση εργασίας στην πόλη.
Επιστροφή στο χωριό με διαδικτυακή απασχόληση
Η κυρία Γιε περνάει τα βράδια της στον κοιτώνα του εργοστασίου. Η κόρη της είναι εσωτερική στο σχολείο και συναντιούνται τα σαββατοκύριακα. Όσο για τον σύζυγό της, έχει μείνει στο χωριό για να φροντίσει τους γονείς του αλλά και το γιο τους, ο οποίος φοιτά εσωτερικός στο γυμνάσιο της περιοχής και επιστρέφει στο χωριό κάθε Σάββατο. Αυτό σημαίνει ότι η οικογένεια συναντιέται μονάχα δύο φορές τον χρόνο: τη γιορτή της άνοιξης και κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, δηλαδή λιγότερο από δεκαπέντε ημέρες τον χρόνο. Πολλές οικογένειες αγροτών ζουν με παρόμοιο τρόπο, χωρισμένες από τις ανάγκες της ζωής. Τα υπερβολικά χαμηλά εισοδήματα και η ανεπάρκεια των δημόσιων υπηρεσιών (κυρίως στον τομέα της εκπαίδευσης) σπρώχνουν τον έναν από τους δύο γονείς –αν όχι και τους δύο– να αφήσουν τον τόπο τους. Μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1979, 247 εκατομμύρια Κινέζοι αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τον δρόμο που οδηγεί στις πόλεις. Οι περισσότεροι από αυτούς ζουν στα αστικά κέντρα κάτω από δύσκολες συνθήκες: οι εσωτερικοί μετανάστες δεν διαθέτουν το ίδιο νομικό καθεστώς με τους κατοίκους των αστικών κέντρων, ούτε και απολαμβάνουν τα ίδια κοινωνικά δικαιώματα, για παράδειγμα στην κατοικία, στην υγεία, στην εκπαίδευση… Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί η εξής εξέλιξη: ορισμένοι εγκαταλείπουν τις πόλεις αμέσως μόλις τους δοθεί ευκαιρία.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των δύο νεαρών που συναντήσαμε στο παλιό και σκοτεινό σπίτι του εμπόρου που παρασκευάζει και πουλάει τόφου. Κάθονταν εκεί και συζητούσαν περιμένοντας τους τουρίστες να κάνουν την εμφάνισή τους. Μόλις μας είδαν, μας οδήγησαν στην άλλη όχθη του ποταμού για να μας δείξουν το επίτευγμά τους: ένα μοδάτο και φωτεινό καφέ, με WiFi, εσπρέσο και smoothies. Όπως μας εξηγεί ο μεγαλύτερος από τους δύο, ο εικοσιεννιάχρονος Ζα Ζι, «το μαγαζί δεν το ανοίξαμε για να βγάλουμε λεφτά, αλλά για να έχουν οι νέοι ένα μέρος να συναντούνται». Στο χωριό και στα περίχωρα, τα άτομα με ηλικία κάτω των 35 ετών είναι μόλις μια δεκάδα.
Αυτήν την περίοδο, ο Ζα Ζι ξεκουράζεται, καθώς πρόκειται για το μεσοδιάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο κατασκηνωτικές περιόδους. Πράγματι, οργανώνει διακοπές πολυτελείας για παιδιά των πόλεων, για λογαριασμό ενός επιχειρηματία από το Πεκίνο. Ο Ζα Ζι φοράει ρούχα από δυτικές μάρκες και δεν έχει διόλου μετανιώσει που εγκατέλειψε το Πεκίνο: «Εδώ, υπάρχει καλύτερη ποιότητα ζωής. Βέβαια, δεν είμαστε πολλοί. Όμως, πολλοί φίλοι μου που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό, ονειρεύονται να επιστρέψουν. Νοιώθω ότι είμαι πρωτοπόρος».
Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω, στο χωριό Χούι Αν, συναντάμε την εικοσιοκτάχρονη Ζου Γιαχού, με ένα μοδάτο τζιν με σκισίματα στο γόνατο και στολισμένο με στρας. Το αγοράκι της τρέχει ολόγυρα. «Πριν από τέσσερα χρόνια έκανα το μεγάλο βήμα κι άφησα το Χεμπέι». Η πτυχιούχος πληροφορικής είχε φτάσει στο απόγειο της κοινωνικής καταξίωσης, καθώς «δούλευε σε μια ξένη εταιρία». Όμως, επιθυμούσε να αναθρέψει η ίδια τον γιο της, αντί να τον αφήσει στους παππούδες του, όπως κάνουν οι περισσότεροι εσωτερικοί μετανάστες. Καθώς το χωριό δεν προσέφερε την παραμικρή προοπτική απασχόλησης, στράφηκε στο ηλεκτρονικό εμπόριο μέσω της πλατφόρμας Taobao, της μεγαλύτερης επιχείρησης πωλήσεων στο Διαδίκτυο, η οποία ανήκει στον διάσημο όμιλο Alibaba. Παράτησε τα πάντα για να εγκατασταθεί σ’ ένα ολοκαίνουργιο σπίτι στο χωριό: στο ισόγειο υπάρχει το σαλόνι και μια κουζίνα δυτικού τύπου. Ωστόσο, σύμφωνα με την παράδοση, στην αυλή όπου κυκλοφορούν ελεύθερες οι κότες, υπάρχει η γκαζιέρα στην οποία η μητέρα της ετοιμάζει τα γεύματα. Το γραφείο της βρίσκεται στον δεύτερο όροφο: υπολογιστής, ένα μικρό επαγγελματικό φωτογραφικό εργαστήριο κι ένα μικρό στοκ προϊόντων. Η Ζου εμπορεύεται γυναικεία ρούχα. Επιλέγει συγκεκριμένα εργοστάσια, ζητάει δείγματα και στη συνέχεια ποζάρει ως μανεκέν για να παρουσιάσει στην ιστοσελίδα της τα φορέματα, τα παντελόνια και μπλουζάκια. Από τον Δεκέμβριο του 2014 έχει διευρύνει την γκάμα των προϊόντων που προσφέρει στην πελατεία της, εκμεταλλευόμενη τη μόδα των βιολογικών προϊόντων που γοητεύει τα μεσαία στρώματα των πόλεων: έτσι, πουλάει επίσης αυγά, κοτόπουλα και τσάι. Κι οι πωλήσεις της πάνε μια χαρά.
Το 2014, οι ηλεκτρονικές συναλλαγές σημείωσαν αλματώδη άνοδο σε ολόκληρη την επικράτεια της Κίνας, ξεπερνώντας τα 12 τρισ. γιουάν (1,72 τρισ. ευρώ): σε σχέση με το προηγούμενο έτος, η αύξηση ήταν της τάξης του 20% (6). Η κατασκευή με ταχύτατους ρυθμούς υποδομών που διευκολύνουν τις μεταφορές (δρόμοι, σιδηροδρομικές γραμμές υψηλών ταχυτήτων κ.λπ.) επιτρέπει τη γρήγορη διακίνηση των προϊόντων. Η Ζου δηλώνει ότι στο εξής κερδίζει 6-7.000 γιουάν τον μήνα (890-1.037 ευρώ), δηλαδή δύο φορές περισσότερα απ’ ό,τι στο Χεμπέι. Μάλιστα, έχει τη δυνατότητα να επιτρέψει στον εαυτό της την πολυτέλεια να πάρει το αυτοκίνητο και να «πάει στον κινηματογράφο και στο καραόκε μπαρ της πόλης που είναι η πρωτεύουσα του διοικητικού διαμερίσματος», μαζί με τον άντρα της και τους φίλους τους.
Λόγω της ρύπανσης, των δύσκολων συνθηκών ζωής στις πόλεις και της επιβράδυνσης της οικονομίας, το κίνημα για μια «νέα ανοικοδόμηση της υπαίθρου» γνωρίζει τη δεύτερη νεότητά του. Ο καθηγητής Γουέν Τιεζούν είναι ο πρωτοπόρος αυτού του ρεύματος, που έκανε την εμφάνισή του τη δεκαετία του 1990. Διευθυντής της Σχολής Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου στο φημισμένο Πανεπιστήμιο Ρενμίν του Πεκίνου, μέλος της κρατικής επιτροπής για την προστασία του περιβάλλοντος, σύμβουλος στην Τράπεζα της Γεωργίας, είναι ταυτόχρονα απόλυτα ενσωματωμένος στην κοινωνία αλλά και στρατευμένος στις εναλλακτικές ακτιβιστικές δράσεις. Τον συναντήσαμε σε μια από τις σικάτες νέες συνοικίες των περιχώρων του Πεκίνου. Το παρουσιαστικό του, με το κασκέτο του μπέιζμπολ και τα γυαλιά ηλίου, θυμίζει Αμερικανό πανεπιστημιακό. Αστειευόμενος, μας παρουσιάζεται ως «συντηρητικός», καθώς αγωνίζεται για τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης, «για να διατηρήσουν οι χωρικοί τη γη τους». Ταυτόχρονα, δηλώνει καινοτόμος και επιθυμεί τη ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες θεωρίες. Κι αναρωτιέται: «Γιατί να επιδιώκουμε τη δημιουργία αγροκτημάτων αμερικανικού τύπου, τα οποία δεν ανταποκρίνονται ούτε στην ιστορία μας ούτε στην κινεζική πραγματικότητα με τους μικρούς γεωργικούς κλήρους; Παραδοσιακά, οι αγρότες είχαν πάντα περισσότερες από μία ασχολίες και δεν εξαρτώνταν αποκλειστικά από τη γεωργία».
Ο καλλιτέχνης που ονειρεύεται την ίδρυση της «Κομμούνας του Μπισάν»
Παρ’ όλο που ο αρχιτέκτονας Γουάνγκ Σου, ο οποίος τιμήθηκε το 2012 με το Βραβείο Πρίτζκερ (το αντίστοιχο του Βραβείου Νόμπελ για την αρχιτεκτονική), δεν ανήκει επισήμως σε αυτό το ρεύμα σκέψης, υπερασπίζεται εξίσου θερμά παραπλήσιες ιδέες. Κατά τη γνώμη του, η παρακμή του παραδοσιακού πολιτισμού οφείλεται τόσο στο σβήσιμο από τον χάρτη χιλιάδων χωριών όσο και στην εξαφάνιση των μορφωμένων που ζούσαν στην ύπαιθρο. Χωρίς την παραμικρή νοσταλγία για ένα μυθοποιημένο παρελθόν, ονειρεύεται «χωριά-πόλεις» (σύμφωνα με την έκφραση που έχει επινοήσει), στα οποία ο πολιτισμός της υπαίθρου και των πόλεων θα εμπλουτίζουν ο ένας τον άλλο. Κατά τη γνώμη του, οφείλουμε να αλλάξουμε πορεία και να «οικοδομήσουμε μια διαφορετική κοινωνία, η οποία δεν θα στηρίζεται μονάχα στην κληρονομιά με την κάθετη ιεραρχία της και τις κοινωνικές της τάξεις, αλλά και στην οριζόντια, η οποία αποτελεί την πεμπτουσία του πολιτισμού της υπαίθρου» (7). Σκέφτεται μάλιστα να δημιουργήσει μια σχολή αρχιτεκτόνων, η οποία δεν θα έχει την έδρα της σε πόλη.
Ακόμα ριζοσπαστικότερος αποδεικνύεται ο Ου Νινγκ, καλλιτέχνης από το Πεκίνο ο οποίος έχει εγκατασταθεί στο χωριό Μινγκ, στην περιοχή του Μπισάν (Αν Χούι), φιλοδοξώντας να δημιουργήσει σε αυτά τα μέρη την «Κομμούνα του Μπισάν». Όπως εξηγεί, «οι αναφορές του βρίσκονται στην Κομμούνα του Παρισιού και όχι στην κοινότητες της μαοϊκής περιόδου». Ο γραφίστας, ντιζάινερ και επιμελητής μεγάλων εκθέσεων σύγχρονης τέχνης, που πέρα από τη φήμη του στην Κίνα απολαμβάνει και διεθνή αναγνώριση, θα μπορούσε ωραιότατα να μεταπηδά από το ένα φεστιβάλ στο άλλο, γεμίζοντας τις τσέπες του με γιουάν και δολάρια. Ωστόσο, δεν θέλει να ζει κλεισμένος μέσα σ’ έναν γυάλινο πύργο. «Οι Κινέζοι ηγέτες υλοποιούν δυτικές πολιτικές λύσεις: καταρχάς τον ευρωπαϊκό κομμουνισμό κι ύστερα, πιο πρόσφατα, τον νεοφιλελευθερισμό που έρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι δύο δημιούργησαν άπειρα προβλήματα. Έχει φθάσει πλέον η στιγμή οι Κινέζοι διανοούμενοι να ξανασκεφθούν το νόημα της ανάπτυξης». Μιας ανάπτυξης στην οποία ο πολιτισμός δεν θα είναι πλέον προνόμιο μονάχα μερικών ατόμων που κατοικούν στις πόλεις.
Όταν τον συναντάμε στο Μπισάν, όλη του η ενεργητικότητα είναι στραμμένη στην προετοιμασία του γάμου του, ο οποίος θα γίνει σε δύο ημέρες. Ωστόσο, μας αφιερώνει χρόνο για να μας εξηγήσει το σχέδιό του και για να μας ξεναγήσει στο βιβλιοπωλείο που έχει δημιουργήσει σε συνεργασία με το αφεντικό του διασημότερου βιβλιοπωλείου του Νανκίν, μέσα σε έναν μεγαλοπρεπή ναό αφιερωμένο στους προγόνους. Όσο κι αν οι πελάτες του είναι περισσότερο τουρίστες παρά ντόπιοι, το βιβλιοπωλείο αποτελεί ένα πραγματικό σύμβολο. Στη συνέχεια, κατευθυνθήκαμε προς το τελευταίο του δημιούργημα, τη Σχολή των Ζευγάδων, μείγμα σύγχρονου καφέ (με WiFi), μπουτίκ (με μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα) που πουλάει είδη λαϊκής χειροτεχνίας και αίθουσας διαλέξεων για ζητήματα που αφορούν τη γεωργία, στην οποία εκτίθενται επίσης παλιά εργαλεία, φωτογραφίες κ.λπ..
Φυσικά, εξακολουθούμε ακόμα και σήμερα να βλέπουμε στα χωράφια σκυμμένους αγρότες να σπέρνουν καλαμπόκι ή να θερίζουν με δρεπάνι εκτάσεις ολόκληρες σπαρμένες με ελαιοκράμβη. Και οι γυναίκες εξακολουθούν να συναντώνται στο ποτάμι για να πλύνουν τα ρούχα. Όμως, οι κάτοικοι του χωριού παθιάστηκαν με αυτήν την περιπέτεια. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο Γιάο Λινιάν, πρώην δάσκαλος, τον οποίο συναντήσαμε το πρωί στον δρόμο, με την εφημερίδα του στο χέρι. Μας παρασύρει στον λαβύρινθο που σχηματίζουν τα σοκάκια του χωριού, μας δείχνει το πολύ παλιό «σοκάκι των γραμματιζούμενων», μας ξεναγεί στα σπίτια που αναπαλαιώνονται. Είναι πολύ περήφανος που έχει εκθέσει τις φωτογραφίες του στην γκαλερί του Ου Νινγκ. Συναντήσαμε επίσης τον Κιαν Σιαν, ξυλουργό, ποιητή, πρώην στρατιωτικό, ο οποίος δημιούργησε έναν κήπο με μια σαρανταριά δενδρύλλια και δεκάδες τοπικά είδη λουλουδιών. Συμμετέχει και αυτός στην Σχολή των Ζευγάδων. «Στα 71 μου χρόνια, έχω την εντύπωση ότι ξανανιώνω», μας είπε όταν μας κάλεσε στο φτωχικό του σπίτι για να μας κεράσει νουντλς από γλυκοπατάτα και ρίζες λωτού.
Την άνθηση και το ξαναζωντάνεμα του χωριού, ο Γουάνγκ Σουσάνγκ την περίμενε εδώ και πολύ καιρό. Αν και το παρατσούκλι του είναι «ο ιστορικός», δεν διαθέτει κανένα πανεπιστημιακό πτυχίο. Όλη του τη ζωή την πέρασε καλλιεργώντας ρύζι. Είναι όμως μια πραγματική εγκυκλοπαίδεια για οτιδήποτε αφορά το Μπισάν. Πολύ πριν από την άφιξη του Ου Νινγκ στο χωριό, προέβη σε μια απογραφή της πολιτιστικής κληρονομιάς, σχεδιάζοντας με ταλέντο και με ακρίβεια – «για τα παιδιά μου», όπως διευκρινίζει– τα σημαντικότερα σπίτια και τοπία του χωριού, ορισμένα από τα οποία έχουν ήδη χαθεί για πάντα. Σήμερα, τα σχέδιά του έχουν εκδοθεί κι όλοι σπεύδουν να ζητήσουν την συμβουλή του για οποιοδήποτε ζήτημα αφορά την ιστορία του χωριού. Τακτοποιεί με περισσή φροντίδα τα βιβλία του βιβλιοπωλείου και δίνει συμβουλές στους ντόπιους χωρικούς πελάτες που επισκέπτονται τον χειμώνα το βιβλιοπωλείο. Και χαίρεται πολύ όταν φτάνει στο χωριό μια χορευτική ομάδα, ένας ερευνητής από το Νανκίν ή όταν ένας μικροεπιχειρηματίας αρχίζει να εξετάζει το ενδεχόμενο να ξεκινήσει στο χωριό κάποια οικονομική δραστηριότητα. Ορισμένες οικογένειες έχουν ήδη ανοίξει επιχειρήσεις με ενοικιαζόμενα δωμάτια… «Έρχεται κόσμος, του αρέσει πολύ ο τόπος μας κι εγώ αισθάνομαι ολοένα και πιο περήφανη», μας λέει μια άλλη κάτοικος του χωριού, πρώην εργάτρια σε εργοστάσιο της περιοχής.
Για να περάσει στο επόμενο επίπεδο, ο Ου Νινγκ αναζητεί επιχειρηματίες που θα συμμερίζονται τις ιδέες του, καθώς και κεφάλαια που θα του επιτρέψουν να δρομολογήσει νέες δραστηριότητες. Στην αρχή, η τοπική κυβέρνηση τον υποστήριξε. Όταν όμως άρχισε να αντιτίθεται στην επιβολή διοδίων για την είσοδο στο χωριό και στην ανεξέλεγκτη αύξηση των τουριστικών καταστημάτων με ενθύμια που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την εργασία των αγροτών, τα πράγματα άρχισαν να στραβώνουν.
Δεν είναι βέβαιο ότι όλοι οι κάτοικοι του Μπισάν συμμερίζονται αυτές τις απόψεις, καθώς εκείνο που επιθυμούν πάνω απ’ όλα είναι να ζήσουν καλύτερα και να κερδίσουν περισσότερα χρήματα. Ορισμένοι δεν διστάζουν να προβάλλουν το παράδειγμα του Χονγκ Κουν, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση περίπου δέκα χιλιομέτρων: άδειασαν το χωριό από τους κατοίκους του, το αναπαλαίωσαν και εν μέρει το ξανάχτισαν, ενώ ορισμένοι από τους κατοίκους κλήθηκαν να επιστρέψουν για να ζωντανέψουν το «τουριστικό χωριό» δίνοντάς του μια ψεύτικη, τεχνητή ζωή. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε αυτήν την πρόταση και στο σχέδιο που οραματίστηκε ο Ου Νιγκ για «αυτοοργάνωση του λαού, αλληλοβοήθεια και ανταλλαγές ανάμεσα στα άτομα». Για την ώρα, οι διανοούμενοι που εγκαθίστανται στην ύπαιθρο ακολουθώντας την μακρά κινεζική παράδοση των μανδαρίνων ή το –αυταρχικότερο– μαοϊκό δόγμα, εξακολουθούν να αποτελούν ένα περιθωριακό τμήμα της κοινωνίας. Ωστόσο, ο διάλογος γύρω από αυτό το ζήτημα εξαπλώνεται ακόμα στους κόλπους των συμβούλων της εξουσίας.