Στις 13 Νοεμβρίου 2015, σειρά εκρήξεων και πυροβολισμών βύθισε στο πένθος το Παρίσι και το Σεν Ντενί, προκαλώντας τον θάνατο 130 ανθρώπων. Οι αυτουργοί των επιθέσεων, πολλοί από τους οποίους ήταν νεαροί Γάλλοι μουσουλμάνοι, δικαιολόγησαν τις πράξεις τους κάνοντας αναφορά στη στρατιωτική επέμβαση της χώρας τους κατά του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) στη Συρία. Δύο ημέρες αργότερα, το Παρίσι προχώρησε σε νέους βομβαρδισμούς εναντίον των θέσεων του ISIS στη Συρία, κυρίως στην «πρωτεύουσα» της οργάνωσης, την πόλη Ράκα. Και, πλέον, η γαλλική κυβέρνηση, όπως και η δεξιά αντιπολίτευση, συμφωνούν στην αναγκαιότητα πολλαπλασιασμού των «πληγμάτων» στη Συρία. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση συμφωνούν, επίσης, στην επείγουσα ανάγκη διεξαγωγής αμείλικτου «πολέμου» και στο εσωτερικό μέτωπο.
Το μόνο ζήτημα που φαίνεται να απασχολεί είναι η σύνθεση της διεθνούς συμμαχίας κατά του ISIS. Με ή χωρίς τη Ρωσία; Με ή χωρίς το Ιράν; Με ή χωρίς τη συριακή κυβέρνηση; Προς το παρόν, η γαλλική εξωτερική πολιτική, το κύρος της οποίας έχει τρωθεί σε μεγάλο βαθμό από διαδοχικά επεισόδια υποκρισίας και αδεξιότητας, μοιάζει να προσχωρεί στην ιδέα μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης συμμαχίας. Τη θέση αυτή υποστηρίζουν ήδη ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νικολά Σαρκοζί, ο πρώην πρωθυπουργός Φρανσουά Φιγιόν και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Αλέν Ζιπέ. Πριν από μερικούς μήνες ή και μερικές εβδομάδες, όλοι τους απαιτούσαν την προκαταβολική αποχώρηση του Σύρου προέδρου Μπασάρ Αλ-Άσαντ. Τώρα πια, όλοι τους έχουν εγκαταλείψει τη συγκεκριμένη αξίωση.
Όμως, η γαλλική στρατιωτική επέμβαση, που αποφασίστηκε σε πολύ κλειστό κύκλο, χωρίς δημόσια συζήτηση, με το κοινοβούλιο να έχει απλώς διακοσμητικό ρόλο, με μια ευθυγράμμιση των μέσων ενημέρωσης που θυμίζει τις συνήθειες της πολεμικής προπαγάνδας, αναδεικνύει πολλά και βαθιά ζητήματα.
Κατ’ αρχήν, την ύπαρξη «συμμαχίας»: όσο ευρύτερη είναι μια τέτοια συμμαχία, τόσο περισσότερο αποκλίνουν, ορισμένες φορές εξώφθαλμα, οι πολεμικοί στόχοι των βασικών κρατών που συμμετέχουν. Ορισμένες πλευρές (Ρωσία, Ιράν, λιβανέζικη Χεζμπολάχ κτλ.) επιδιώκουν, πάνω απ’όλα, να παραμείνει στην εξουσία το καθεστώς Αλ-Άσαντ, μολονότι είναι μισητό σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της χώρας. Άλλες χώρες (ιδιαίτερα η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία), οι οποίες επέδειξαν ανεκτικότητα απέναντι στο ISIS μέχρι η οργάνωση να στραφεί εναντίον τους, θα επιθυμούσαν να διασφαλιστεί η απομάκρυνση του Αλ-Άσαντ. Πώς να φανταστεί κανείς ότι αυτή η θεμελιώδης παρεξήγηση δεν θα καταλήξει σε νέες διενέξεις, σε περίπτωση που οι ευκαιριακοί σύμμαχοι επικρατήσουν του ISIS; Θα πρέπει, τότε, να προετοιμαστούμε για νέα επέμβαση που θα απομακρύνει (ή θα αποδεκατίσει) ορισμένους από τους πρώην συμμάχους; Οι φρικαλεότητες του ISIS είναι καταγεγραμμένες σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και από την ίδια την οργάνωση. Παρ’ όλα αυτά, το ISIS έτυχε καλής υποδοχής στις σουνιτικές περιοχές του Ιράκ και της Συρίας, όπου οι κάτοικοι είχαν υποστεί εκμετάλλευση και τυραννική μεταχείριση από σιιτικές πολιτοφυλακές. Όσο κι αν δοκιμάζονται σήμερα από την εξουσία του ISIS, οι πληθυσμοί αυτοί δεν θα αισθανθούν απαραίτητα ότι τους απελευθερώνουν οι παλαιοί διώκτες τους.
Το άλλο θεμελιώδες ζήτημα αφορά τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα των δυτικών στρατιωτικών επεμβάσεων, σε σχέση ακόμη και με τους στόχους που θέτουν οι ίδιες οι χώρες που τις πραγματοποιούν. To ISIS δεν είναι παρά μια πιο αιμοσταγής εκδοχή του τζιχαντιστικού σαλαφισμού που καλλιεργείται από τον ουαχαμπιτισμό της Σαουδικής Αραβίας, μιας σκοταδιστικής μοναρχίας που οι δυτικές πρωτεύουσες δεν έχουν πάψει να καλοπιάνουν. Κατά τα λοιπά, εάν υποτεθεί ότι, αυτή τη στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο κτλ., δεν επιδιώκουν απλώς να διασφαλίσουν ότι η Μέση Ανατολή και οι σκοταδιστικές μοναρχίες του Κόλπου θα παραμείνουν δυναμική αγορά για τις πολεμικές βιομηχανίες τους, πώς να μην αναλογιστεί κανείς τον κυριολεκτικά καταστροφικό απολογισμό των πρόσφατων στρατιωτικών επεμβάσεων που Ουάσινγκτον, Παρίσι, Λονδίνο κ.ά. πραγματοποίησαν ή υποστήριξαν;
Μεταξύ 1980 και 1988, στον πόλεμο ανάμεσα σε Ιράν και Ιράκ, οι χώρες του Κόλπου και οι δυτικές δυνάμεις παρείχαν σημαντική βοήθεια στο καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, ελπίζοντας, με τον τρόπο αυτό, να αποδυναμώσουν το Ιράν. Ο στόχος επιτεύχθηκε με τίμημα ένα εκατομμύριο νεκρούς. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 2003, διεθνής συμμαχία με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο (αλλά χωρίς τη Γαλλία) κατέστρεφε το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν. Αποτέλεσμα; Η αραβική χώρα, ή ό,τι απέμεινε από αυτήν, έχει γίνει πολύ στενός σύμμαχος του… Ιράν. Και πολλές εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι του Ιράκ σκοτώθηκαν, κυρίως λόγω της θρησκευτικής σύγκρουσης μεταξύ σουνιτών και σιιτών που πυροδοτήθηκε. Για να ολοκληρωθεί η εικόνα της καταστροφής, το ISIS ελέγχει τώρα μέρος των εδαφών του Ιράκ.
Το ίδιο σενάριο εκτυλίχθηκε και το 2011, όταν οι Δυτικοί, υπερβαίνοντας τη δικαιοδοσία που τους παρείχε απόφαση του ΟΗΕ, προκάλεσαν την πτώση του Μουαμάρ Καντάφι. Ισχυρίστηκαν ότι, με τον τρόπο αυτό, αποκατέστησαν τη δημοκρατία στη Λιβύη, σαν να καθόρισε ποτέ μια τέτοια φροντίδα τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής τους στην περιοχή. Σήμερα, η Λιβύη δεν είναι πια χώρα, αλλά μια εδαφική περιοχή στην οποία συγκρούονται στρατιωτικά δύο κυβερνήσεις. Χρησιμεύει ως οπλοστάσιο, ως κρησφύγετο ποικίλων τρομοκρατικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένου του ISIS, και ως παράγοντας περιφερειακής αποσταθεροποίησης. Θα ήταν, άραγε, αυθάδεια να αναλογιστεί κανείς για λίγο τον απολογισμό των πρόσφατων δυτικών στρατιωτικών επεμβάσεων πριν εμπλακεί σε μια νέα επέμβαση και, μάλιστα, απ’ ό,τι φαίνεται, μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού; Πέρσι, στο Ουέστ Πόιντ, ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα παραδεχόταν: «Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, ορισμένα από τα πιο οδυνηρά λάθη μας προήλθαν όχι από την αυτοσυγκράτησή μας, αλλά από τη σπουδή μας να εμπλακούμε σε πολεμικές περιπέτειες, χωρίς να σκεφτούμε τις συνέπειές τους».
Όπως πάντα, η «πολεμική» ρητορική συνοδεύεται από την ενίσχυση της αστυνόμευσης και των μηχανισμών ασφαλείας. Είναι γνωστό σε ποιες εκτροπές οδήγησε η συγκεκριμένη τακτική στις ΗΠΑ. Στη Γαλλία, ήδη γίνεται λόγος για επαναφορά των συνοριακών ελέγχων, για αφαίρεση ιθαγένειας και για τροποποίηση του συντάγματος ώστε, όπως εξήγησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, να «επιτρέψουμε στην κρατική εξουσία να δράσει κατά της πολεμικής τρομοκρατίας».
Προφανώς, κανείς δεν θα μπορούσε να αρνηθεί την ανάγκη προστασίας του δημόσιου χώρου από τρομοκρατικές πράξεις, πολύ περισσότερο που οι συντονισμένες επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου ανέδειξαν τις δυσλειτουργίες των υπηρεσιών ασφαλείας. Θα πρέπει, άραγε, για τον λόγο αυτό, να δημιουργηθεί στο πόδι ένα νέο οπλοστάσιο περιορισμού των ατομικών ελευθεριών, τη στιγμή, μάλιστα, που οι «αντιτρομοκρατικοί» νόμοι διαδέχονται ο ένας τον άλλο και, συνήθως, αναθεωρούνται επί το αυστηρότερο πριν καν τεθούν σε ισχύ; Το σημερινό κλίμα υστερίας και αστυνομοκρατικής πλειοδοσίας ευνοεί, άλλωστε, τις πιο ανησυχητικές προτάσεις. Όπως την πρόταση φυλάκισης των «υπόπτων» για τζιχαντιστική ή ριζοσπαστική, δράση, κάτι που θα ισοδυναμούσε με την ανάθεση της απονομής δικαιοσύνης στην αστυνομία και τη διοίκηση και, μάλιστα, για να επιβάλλουν μονομερώς ποινές στερητικές της ελευθερίας.
Μετά από τη σειρά προσχεδιασμένων εγκλημάτων που στόχευαν χώρους διασκέδασης και κοινωνικότητας μια Παρασκευή βράδυ, η αναστάτωση της γαλλικής κοινωνίας είναι κατανοητή. Οι πολιτικοί αρμόδιοι, όμως, έχουν ευθύνη να σκεφτούν τα κίνητρα των αντιπάλων τους και τις δυναμικές που τροφοδοτούν, αντί να επιδίδονται σε λεονταρισμούς με την ελπίδα μιας εφήμερης ανάκαμψης της ισχνής δημοτικότητάς τους.
Είμαστε ακόμη μακριά.