Η Βραζιλία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τριπλή κρίση: οικονομική, πολιτική και θεσμική. Μετά από δώδεκα χρόνια ανάπτυξης, ο Λατινοαμερικανός γίγαντας βυθίζεται στην ύφεση. Το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά 3% φέτος και η πτωτική τάση προβλέπεται να συνεχιστεί και το 2016, σε μια συγκυρία έκρηξης της ανεργίας (σχεδόν 8%, έναντι μόλις 4% το 2014) και υψηλού πληθωρισμού (εκτιμάται ότι θα είναι άνω του 9,5% φέτος).
Με την πλειοψηφία του πληθυσμού εξοργισμένη μαζί της –λιγότερο από το 10% αποδέχεται τη διακυβέρνησή της– η πρόεδρος της Βραζιλίας Ντίλμα Ρούσεφ έχει υποστεί, από το καλοκαίρι και μετά, μια σειρά από ταπεινώσεις. Σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει την αντιπολίτευση, που απαιτεί την καθαίρεσή της, δέχτηκε, τον Αύγουστο, να συνεργαστεί με την οικονομική ελίτ στην εκπόνηση ενός συντηρητικού προγράμματος που βαπτίσθηκε «Ατζέντα Βραζιλία» (1). Χαμένος κόπος: δύο μήνες αργότερα, ύστερα από αίτημα της αντιπολίτευσης, το Ανώτατο Εκλογικό Δικαστήριο (TSE) δρομολογούσε μια έρευνα σχετικά με τη χρηματοδότηση της προεκλογικής της εκστρατείας το 2014. Πάνω στη σύγχυση, το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ένωσης (TCU) ακύρωνε την εκτέλεση του προϋπολογισμού του κράτους για το προηγούμενο έτος. Η απόφαση αυτή, χωρίς προηγούμενο από το 1937, σημαίνει ότι το Κογκρέσο καλείται να απορρίψει την εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Σύμφωνα με τους δικαστές που είχαν επιφορτιστεί με τον έλεγχο, η Ρούσεφ είχε παρουσιάσει, από πρόθεση, χαμηλότερο δημόσιο έλλειμμα, το πραγματικό ύψος του οποίου ενδεχομένως θα της δημιουργούσε προβλήματα στην προεκλογική εκστρατεία της. Κατά τη δεξιά αντιπολίτευση, πρόκειται για «παράβαση καθήκοντος», μια από τις αιτίες για τις οποίες το Σύνταγμα του 1988 προβλέπει την καθαίρεση του αρχηγού του κράτους. Όμως μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη ενός κοινοβουλίου, που αντιστέκεται όσο ποτέ στην προεδρική εξουσία.
Το Κογκρέσο θεσπίστηκε το 1824, την επαύριο της ανεξαρτησίας της Βραζιλίας, η οποία έλαβε χώρα χωρίς ρήξη με τον πορτογαλικό θρόνο και με τρόπο που διασφάλιζε τη συνέχεια των προηγούμενων δομών εξουσίας. Σήμερα αποτελείται από 531 βουλευτές και 81 γερουσιαστές και χαρακτηρίζεται από μικρή λαϊκή εκπροσώπηση. Η κυριότερη αξία του; Να επιτρέπει στις ελίτ να διαιωνίζουν τον έλεγχό τους στη διακυβέρνηση. Το 1993, ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα συνόψιζε την κατάσταση με μια σοκαριστική διατύπωση: το κοινοβούλιο, έλεγε, ελεγχόταν από μια πλειοψηφία «τριακοσίων πικαρέτας» –ένας όρος της βραζιλιάνικης αργκό που υποδηλώνει τον καιροσκόπο και ληστή ταυτόχρονα. Η ετυμηγορία του χτύπησε διάνα και υιοθετήθηκε από το ροκ μουσικό συγκρότημα Os Paralamas do succéso (2): «Ο Λουίς Ινάσιο το είπε, ο Λουίς Ινάσιο προειδοποίησε. … Είναι τριακόσιοι πικαρέτας με διδακτορικά». Όταν, το 2002, ο πρώην εργάτης της μεταλλουργίας εξελέγη πρόεδρος, ανακάλυψε τον πραγματισμό, ξέχασε την κριτική του και έμαθε να πλέκει το εγκώμιο σε αυτούς που στηλίτευε.
Ωστόσο τίποτα δεν έχει αλλάξει από το 1993. Το προφίλ των μελών του κοινοβουλίου που εξελέγησαν στα τέλη του 2014 είναι «άνδρας, λευκός, περίπου πενήντα ετών, κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος, επιχειρηματίας και με περιουσία άνω του ενός εκατομμυρίου ρεάις» (3) συνοψίζει ο Έντσον Σαρντίνια, από το διαδικτυακό τόπο Congresso em Foco που αναλύει καθημερινά τη λειτουργία της νομοθετικής εξουσίας. Θα μπορούσε να έχει συμπληρώσει ότι πολλοί από τους βουλευτές είναι επίσης ιδιοκτήτες συγκροτημάτων Τύπου: το 2008, η μελέτη «Donos da Midia» αποδείκνυε ότι 271 από αυτούς είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με κάποιο συγκρότημα Τύπου, παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα το απαγορεύει (4).
Το πολιτικό σύστημα διαιωνίζει ένα χάσμα μεταξύ του πληθυσμού και των εκλεγμένων εκπροσώπων του. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, κάθε βουλευτής εκπροσωπεί τον ίδιο αριθμό κατοίκων. Στη Βραζιλία, η κατανομή των 513 βουλευτικών εδρών μεταξύ των 26 πολιτειών της ομοσπονδίας και της ομοσπονδιακής περιοχής της Μπραζίλια γίνεται κατ’ αναλογία με τον πληθυσμό, με μια μικρή διαφορά όμως: κανένα μέλος της ομοσπονδίας δεν μπορεί να έχει λιγότερους από οκτώ βουλευτές (είναι η περίπτωση της Ροράιμα, όπου ζουν λιγότεροι από μισό εκατομμύριο άνθρωποι), ούτε περισσότερους από 70 (όριο που αφορά το Σάο Πάουλο και τα 44 εκατομμύρια των κατοίκων του). Και η ασυμμετρία είναι ακόμα πιο ισχυρή στη Γερουσία, όπου εκλέγονται τρεις γερουσιαστές σε κάθε πολιτεία. Ενισχύοντας την εκπροσώπηση των μικρών πολιτειών, το σύστημα ενδυναμώνει την εξουσία των τοπικών ηγετών, οι οποίοι επιβάλλονται στα κόμματα και εμποδίζουν την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Συμμετέχοντας σε πολιτικούς σχηματισμούς με ασαφές ιδεολογικό στίγμα, δεν διστάζουν να ασκήσουν εκβιασμούς και να αλλάξουν κόμμα αναλόγως των συμφερόντων τους, παρά το γεγονός ότι μια μεταρρύθμιση που θεσπίστηκε το 2007 περιορίζει αυτή την πρακτική.
Άλλη ιδιομορφία: το εκλογικό σύστημα, που είναι αναλογικό, με δυνατότητα επιλογής των υποψηφίων από τους εκλογείς σε έναν γύρο. Ο εκλογέας μπορεί να ψηφίσει είτε έναν υποψήφιο είτε ένα ψηφοδέλτιο (κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων). Το τελικό αποτέλεσμα όμως μοιάζει με λοταρία, καθώς ο αριθμός των εδρών που κάθε ψηφοδέλτιο θα κερδίσει, είναι αποτέλεσμα ενός περίπλοκου υπολογισμού που αποκαλείται «εκλογικό μέτρο». Το σύνολο των ψήφων των υποψηφίων και αυτών που έχουν δοθεί σε κόμματα ή συνασπισμούς διαιρείται με τον αριθμό των διαθέσιμων εδρών της εκλογικής περιφέρειας. Με τον τρόπο αυτό, αν ένας υποψήφιος πάρει μεγάλο αριθμό ψήφων, επιτρέπει την εκλογή στο κοινοβούλιο και άλλων υποψηφίων από το ψηφοδέλτιο στο οποίο συμμετείχε, οι οποίοι ωστόσο είχαν πάρει πολύ λίγες ψήφους. Επιπλέον, καθώς στους συνασπισμούς συνυπάρχουν σχήματα της Δεξιάς και της Αριστεράς, είναι, για παράδειγμα, δυνατό ο πολίτης να ψηφίσει υπέρ ενός ακτιβιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να συμβάλει, παρά τη θέλησή του, στην εκλογή ενός ομοφοβικού, υποστηρικτή της έξωσης των ακτημόνων χωρικών από τις κατειλημμένες γαίες.
Το σύστημα αυτό οδηγεί τα κόμματα σε φλερτ με χαρισματικές προσωπικότητες και ηγέτες, τους επονομαζόμενους pixadores de votos (μαγνήτες ψήφων). Σε ένα πλαίσιο όπου η συμμετοχή στις εκλογές είναι υποχρεωτική και οι περισσότεροι από τους μισούς εκλογείς δεν έχουν τελειώσει το σχολείο, ένα γνωστό όνομα καθησυχάζει. Πολύ περισσότερο που πρέπει να εκλεγούν ταυτοχρόνως πρόεδρος, κυβερνήτης, γερουσιαστής, βουλευτής στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο και βουλευτής στο τοπικό κοινοβούλιο, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο εκλογής. Έτσι, στις εκλογές του 2010, ο πρώτος σε ψήφους βουλευτής του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου, με 1,3 εκατομμύρια σταυρούς προτίμησης, ήταν ένας επαγγελματίας κλόουν, ο Φρανσίσκο Εβεράντο Ολιβέιρα ντα Σίλβα, γνωστός με την προσωνυμία Τιριρίκα, χωρίς καμιά πολιτική εμπειρία αλλά πολύ δημοφιλής. Και επέτρεψε να μπουν στο κοινοβούλιο εικοσιτέσσερις υποψήφιοι του συνασπισμού που συμμετείχε, οι οποίοι ουδέποτε θα κατόρθωναν να εκλεγούν από μόνοι τους.
Δηλώσεις πίστης με μεταβλητή γεωμετρία
Το πολιτικό σύστημα της Βραζιλίας αναζητά διακαώς πρώην σταρ του αθλητισμού –όπως ο ποδοσφαιριστής Ρομάριο ντε Σόουσα Φαρία– αστυνομικούς, πάστορες της ευαγγελικής εκκλησίας με τηλεοπτική εκπομπή, καθώς και κληρονόμους μεγάλων πολιτικών οικογενειών. Ο φοιτητής της Νομικής Ουλντουρίκο Τζούνιορ ήταν 22 ετών όταν, τον Οκτώβριο του 2014, εξελέγη στην Πολιτεία της Μπαΐα, διαδεχόμενος τον πατέρα του Ουλντουρίκο Πίντο. Σύμφωνα με έκθεση της Διασυνδικαλιστικής Διεύθυνσης του Κοινοβουλευτικού Συμβουλίου (DIAP), που δημοσιεύει για κάθε κοινοβουλευτική θητεία μια λεπτομερή παρουσίαση του Κογκρέσου, 211 μέλη του οφείλουν την εκλογή τους σε σχέσεις συγγένειας.
Η παρουσία στα ΜΜΕ επιτρέπει να γίνει κανείς γνωστός, όμως το κόστος των εκλογικών εκστρατειών φθάνει σε τέτοια ύψη, που καθιστά πρακτικά αδύνατο να είναι κανείς υποψήφιος αν δεν διαθέτει περιουσία ή αν δεν έχει σχέσεις με πλούσιους χορηγούς. Μεταξύ της παραγωγής των τηλεοπτικών σποτ, των αμοιβών των spin doctors (των επαγγελματιών της πολιτικής επικοινωνίας), οι οποίες είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο, και των λειτουργικών εξόδων σε μια γιγαντιαία χώρα, το εκλογοδικείο εκτιμά ότι, το 2014, το κόστος της εκλογής ενός βουλευτή για το κόμμα του ήταν 6,4 εκατομμύρια ρεάις (περίπου 1,5 εκατομμύρια ευρώ), αύξηση κατά 283% σε δώδεκα χρόνια. Και τα ποσά στην πραγματικότητα είναι μεγαλύτερα, καθώς, απούσης της δημόσιας χρηματοδότησης των εκστρατειών και χωρίς ουσιαστική παρακολούθηση των δωρεών των επιχειρήσεων, όλα τα μεγάλα κόμματα δημιουργούν μια «caixa 2» (κατά λέξη: «ταμείο Νο2») για τις κρυφές χρηματοδοτήσεις. Μια τέτοια πρακτική διευκολύνει τις υποθέσεις διαφθοράς, όπως αυτή που ξέσπασε στις αρχές του 2014 στην εθνική εταιρεία πετρελαιοειδών Πετρομπράς. Μετά από μάχη στο κοινοβούλιο και μια απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, η χρηματοδότηση των εκστρατειών από εταιρείες απαγορεύτηκε για πρώτη φορά το 2015, όμως τίποτα δεν εγγυάται ότι δεν θα επανέλθει σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Επίσης, η απουσία ελάχιστου ποσοστού για την εκλογή βουλευτών προκαλεί εκρηκτική αύξηση του αριθμού των πολιτικών σχημάτων στο Κογκρέσο, χωρίς κάποιο από αυτά να είναι σε θέση να αποκτήσει μια σημαντική σχετική πλειοψηφία. Η νέα Βουλή, με 28 κόμματα εκπροσωπούμενα σε αυτή, δηλαδή έξι περισσότερα από ό,τι στην περίοδο 2011-2014, έχει καταρρίψει ένα ακόμα ρεκόρ. Το Κόμμα των Εργατών (PT) της Ρούσεφ, με τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα, διαθέτει μόλις 69 βουλευτές. Έτσι, ακόμα και ένας πρόεδρος ο οποίος εξελέγη με ευρεία πλειοψηφία, είναι υποχρεωμένος σε αέναες διαπραγματεύσεις, προκειμένου να δημιουργήσει μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να την διατηρήσει σε όλη τη διάρκεια της θητείας του. Το 2005, ενώ στην εξουσία ήταν ο Λούλα ντα Σίλβα, το PT κατηγορήθηκε για δωροδοκία βουλευτών άλλων κομμάτων, ώστε να διασφαλίσει την υποστήριξή τους στην ψήφιση ορισμένων νόμων. Για το σκάνδαλο, που βαφτίστηκε «mensalão» («μηνιάτικο») από τα μεγάλα συγκροτήματα Τύπου, στην πλειοψηφία τους προσκείμενα στην αντιπολίτευση, δεν υπήρξαν αποδείξεις, όμως φαίνεται παραστατικά πόσο δύσκολη είναι η διατήρηση μιας πλειοψηφίας.
Πώς θα εξασφαλιστεί η διακυβέρνηση στο πλαίσιο αυτού του «προεδρικού συστήματος συνασπισμών»; Η εκτελεστική εξουσία διαθέτει οικονομικούς πόρους και συνταγματικές αρμοδιότητες που της επιτρέπουν να προσεταιρίζεται κόμματα. Διορίζει υπουργούς, κατανέμει θέσεις στο πλαίσιο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και διαθέτει ελευθερία κινήσεων ως προς τη χρηματοδότηση των κοινοβουλευτικών αποφάσεων. Η κατασκευή της τάδε γέφυρας, της δείνα οδού ή ενός ιατρικού κέντρου σε μια εκλογική περιφέρεια εξαρτάται από την κυβέρνηση. Η προσφορά της σε έναν βουλευτή, ο οποίος θα μπορεί να επαίρεται γι’ αυτό στους εκλογείς του, είναι συχνά η ανταμοιβή του για κάποια υπηρεσία.
«Για τα κόμματα, μια συμμαχία με την κυβέρνηση είναι πειρασμός. Όταν όμως η εκτελεστική εξουσία δεν έχει ούτε το πολιτικό χάρισμα, ούτε το ταλέντο, ούτε τη διάθεση για αυτές τις διαπραγματεύσεις, ο θεσμικός αυτός μηχανισμός μπορεί να μετατραπεί σε παγίδα», εξηγεί ο Πάουλο Πέρες, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Ρίο Γκράντε ντο Σουλ. Τότε οι «σύμμαχοι» της κυβέρνησης επιδίδονται σε εκβιασμούς για να επιτύχουν περισσότερο χρήμα και θέσεις: μετά από τους υπουργούς, τοποθετήσεις στελεχών σε όλη την κλίμακα της διοίκησης. Σε αυτήν ακριβώς την κατάσταση βρίσκεται η Ρούσεφ, ενώ η αντιπολίτευση, από την πλευρά της, πολλαπλασιάζει τις προσπάθειες για να την εξασθενήσει, ελπίζοντας να κατακτήσει την εξουσία στις επόμενες εκλογές και, για μερικούς βουλευτές, να πετύχει την καθαίρεσή της.
Μπορεί κανείς να διαπιστώσει πολλές διαφορετικές συμπεριφορές στο πλαίσιο του ίδιου κόμματος, όσο οι ιδεολογικές θέσεις είναι ασαφείς και εξαρτώνται από τις κομματικές του οργανώσεις σε περιφερειακό επίπεδο, συχνά σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Έτσι, στις αρχές Οκτωβρίου του 2015, η Ρούσεφ πρόσφερε κι άλλα υπουργεία στο Κόμμα του Βραζιλιανού Δημοκρατικού Κινήματος (PMDB), ένα κόμμα χωρίς πολιτική γραμμή, με την ελπίδα ότι τα μέλη του θα μπλοκάρουν τη διαδικασία της καθαίρεσής της από το κοινοβούλιο. Κατάφερε όμως να συγκρατήσει μια πτέρυγα μόνο του κόμματος, αυτή της πολιτείας του Ρίο ντε Τζανέιρο. Οι υπόλοιποι βουλευτές του, όπως αυτοί της πολιτείας της Σάντα Καταρίνα, συνεχίζουν να διεκδικούν την παραίτηση της κυβέρνησης, φοβούμενοι ότι η αντιδημοτικότητα-ρεκόρ της εκτελεστικής εξουσίας θα έχει επιπτώσεις σε αυτούς, έναν χρόνο πριν από τις δημοτικές εκλογές. «Οι κοινοβουλευτικές ομάδες δεν είναι ομοιογενείς. Οι βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να δίνουν λογαριασμό στον ηγέτη της ομάδας τους αλλά, στην πραγματικότητα, μπορεί να δηλώνουν πίστη σε προσωπικότητες που δεν είναι υποχρεωτικά μέλη του Κογκρέσου: έναν κυβερνήτη ή έναν δήμαρχο, για παράδειγμα», εξηγεί ο Στεφάν Μονκλαίρ, ειδικός σε θέματα Βραζιλίας στο Πανεπιστήμιο Παρίσι 1 Πάνθεον – Σορβόνη.
Έχοντας άγνοια των μηχανισμών του συστήματος, η Ρούσεφ επέτρεψε στον Εντουάρντο Κούνια, πρόεδρο της Βουλής και ηγέτη του PMDB, να κάνει ό,τι θέλει στον πρώτο χρόνο της δεύτερης θητείας της. Τον Φεβρουάριο του 2015, αμέσως μετά την επανεκλογή της, διέπραξε το λάθος να προσπαθήσει να εμποδίσει την εκλογή του στην προεδρία της Βουλής, την οποία είχε δεδομένη από αριθμητική άποψη, δημιουργώντας έτσι έναν εχθρό. Όμως ο Κούνια ελέγχει δεκάδες βουλευτές, πολύ περισσότερους από αυτούς του προπυργίου του, του Ρίο ντε Τζανέιρο, καθ’ όσον είχε χρηματοδοτήσει τις εκστρατείες τους μέσω «φιλικών» του επιχειρήσεων.
Καθώς έχει τον έλεγχο των προτεραιοτήτων του κοινοβουλίου –αυτός αποφασίζει για την ημερήσια διάταξη– προώθησε ένα πακέτο νόμων εξαιρετικά συντηρητικών, από τη μείωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων μέχρι τη μείωση της ηλικίας πλήρους ποινικής ευθύνης στα 16 χρόνια. Επίσης προστατεύει τις επιχειρήσεις που έχουν χρηματοδοτήσει την εκστρατεία του, καθώς και αυτές των προστατευομένων του. Για παράδειγμα, αντιστάθηκε στη σύσταση εξεταστικής επιτροπής του κοινοβουλίου σχετικά με τις καταχρήσεις των ασφαλιστικών ταμείων, που προκαλούν πλήθος δικών.
Ο βουλευτής από το Ρίο δεν τα καταφέρνει πάντα. Είναι όμως πεισματάρης κι επανέρχεται υπενθυμίζοντας σε πολλούς βουλευτές ότι του χρωστούν χάρη. Μια πρόσφατη έρευνα του ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου Καμπίνα Γκράντε, υπολόγισε ότι 140 βουλευτές, δηλαδή το ένα τέταρτο του κοινοβουλίου, ακολουθούν τις εντολές του. Πολλοί περισσότεροι, κατά συνέπεια, από αυτούς που θα μπορούσε να του επιτρέψει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του, που αριθμεί 65 βουλευτές.
Στην κοινοβουλευτική αργκό αποκαλούν αυτούς τους βουλευτές «la bancada Cunha», κατά λέξη οι «καρέκλες» του. Στην αρχή, ο όρος σήμαινε την ένταξη στο ένα ή στο άλλο κόμμα (γινόταν λόγος για την bancada του PT, του PMDB κ.λπ.), όμως στον βαθμό που επιβεβαιωνόταν η ισχύς των λόμπι έχασε το νόημά της. Σε ένα κοινοβούλιο όπου εκπροσωπούνται 28 κόμματα, οι bancadas νέου τύπου συγκροτούνται στη βάση της εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων και προωθούν πλήθος σκοπών για διαφορετικούς λόγους. Οι σκοποί αυτοί αφορούν «είτε σε θέματα του πολίτη, είτε ηθικής, είτε προστασίας περιβάλλοντος, είτε φύλων, είτε οικονομικά θέματα, γεννούν αποτελεσματικές ομάδες πίεσης», επισημαίνει ο Αντόνιο Αουγκούστο ντε Κεϊρός, του DIAP.
Οι εκπρόσωποι του αγροτοβιομηχανικού συμπλέγματος (153 βουλευτές) και των επιχειρηματιών (217 βουλευτές) είναι οι δύο σημαντικότερες ομάδες πίεσης. «Υπάρχουν επίσης οι bancadas των ευαγγελιστών, καθώς και του τομέα υπηρεσιών ασφάλειας. Άλλες, όπως αυτές των επιχειρήσεων της εκπαίδευσης, της υγείας ή των συγκοινωνιών, δεν έχουν τον ίδιο βαθμό συγκρότησης», προσθέτει ο ντε Κεϊρός. Οι ευαγγελιστές βουλευτές συναντιούνται κάθε Τρίτη βράδυ σε συγκέντρωση εργασίας και κάθε Τετάρτη πρωί για μια λειτουργία. Εκείνοι που υπερασπίζονται τα συμφέροντα των ασφαλιστικών ταμείων συντονίζουν τη δράση τους μονάχα την παραμονή των ψηφοφοριών που τους αφορούν. Αυτές οι ομάδες έχασαν εντούτοις ένα μέρος της δύναμής τους, από τότε που το ανώτατο Δικαστήριο θέσπισε, το 2007, την «κομματική πειθαρχία». Πλέον τα κόμματα μπορούν να αξιώσουν την ενιαία ψήφο των βουλευτών τους και να επιτρέπουν τις αποκλίσεις μόνο κατ’ εξαίρεση.
Η απογοήτευση των κοινωνικών κινημάτων
Σε ό,τι αφορά τον Κούνια, παίζει σε όλα τα ταμπλό: συντονίζει τη δράση των ευαγγελιστών, των οποίων είναι εξέχον μέλος, αλλά επίσης και την bancada των εταιρειών υπηρεσιών ασφαλείας, υπέρ της λήψης κατασταλτικών μέτρων, καθώς και αυτή του κόμματός του. Εμπλεκόμενος στο σκάνδαλο διαφθοράς της Πετρομπράς –φέρεται να έχει καταθέσεις εκατομμυρίων στην Ελβετία– δεν ονειρεύεται πλέον να γιορτάσει τον νέο χρόνο με την ιδιότητα του προέδρου της Βουλής. Διατηρεί όμως σημαντική εξουσία και θα μπορούσε ακόμα και να επηρεάσει την εκλογή του διαδόχου του.
Εντούτοις, η εξαφάνισή του από το προσκήνιο δεν θα χρησιμεύσει υποχρεωτικά στην Πρόεδρο, η οποία διέπραξε το λάθος να τροφοδοτήσει τις εσωτερικές διαμάχες του PMDB, παρέχοντας υποστήριξη σε βάρος του Κούνια, άλλοτε στον αντιπρόεδρο Μισέλ Τέμερ κι άλλοτε στον Πρόεδρο της Γερουσίας Ρενάν Καλμπέιρος. «Οι εντάσεις που υπάρχουν σήμερα μεταξύ του Κογκρέσου και του Πλανάλτο (έδρα της κυβέρνησης) απορρέουν σε σημαντικό βαθμό από τη μάχη επιρροής μεταξύ των ηγετών του PMDB εν όψει της επόμενης προεδρικής εκλογής», εξηγεί ο Μονκλαίρ.
Με το Κογκρέσο να την έχει εγκαταλείψει, η Ρούσεφ μπορεί όλο και λιγότερο να βασίζεται στην υποστήριξη των κοινωνικών κινημάτων, που είναι αποπροσανατολισμένα από την πολιτική λιτότητας της προέδρου και της προσέγγισής της με τις πλέον συντηρητικές δυνάμεις της χώρας (5). «Αν η κυβέρνηση θέλει να την υπερασπιστούμε στους δρόμους, πρέπει να μας προσφέρει λόγους για να το κάνουμε», τονίζει ο Γκιλέρμε Μπούλος, κύριος ηγέτης του κινήματος αστέγων εργαζομένων και ανερχόμενος ηγέτης της Αριστεράς.
Κατά τη γνώμη του, ενώ το PT μοιάζει να έχει παγώσει από τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση, επείγει η πρόεδρος να εγκαταλείψει τη στρατηγική των αμφίβολης σημασίας διαπραγματεύσεων με τους βουλευτές. «Πρέπει να σκεφτεί πράγματα πέρα από το Κογκρέσο, να δει τη λαϊκή κινητοποίηση σαν όπλο της. Αν δεν το κάνει, θα βρεθούμε με την πιο αντιδραστική κυβέρνηση της πρόσφατης Ιστορίας», προειδοποιεί. Όμως στην Αριστερά δείχνουν μάλλον συγκρατημένη αισιοδοξία: ακόμα και όταν ήταν στον κολοφώνα της δόξας του, με 85% θετικές γνώμες, ο Λούλα ντα Σίλβα ποτέ δεν σκέφτηκε να συγκρουστεί με το Κογκρέσο, προκειμένου να του επιβάλει μια πραγματική πολιτική μεταρρύθμιση.