Θα περίμενε κανείς η Αλόντρα Καρίγιο να εκφράζει τη χαρά της, αλλά εκείνη μαίνεται. Εδώ και αρκετά χρόνια, η νεαρή ακτιβίστρια του φεμινιστικού κινήματος από το Σαντιάγο περίμενε τη στιγμή που η χώρα της θα απαλλασσόταν από το Σύνταγμα του 1980, κληρονομιά της δικτατορίας του στρατηγού Αουγούστο Πινοσέτ (1973-1989). Ενώ, από την εποχή της μετάβασης «προς» τη δημοκρατία, όλες οι κυβερνήσεις φρόντισαν να διατηρήσουν την κατεστημένη τάξη πραγμάτων, τελικά μαζικές διαδηλώσεις υποχρέωσαν την κυβέρνηση να αποδεχθεί τη σύνταξη μιας νέας «Magna Carta», μέσα στην πανδημία της Covid-19.
Μια ψηφιακή πλατφόρμα τέθηκε σε λειτουργία ώστε να διευκολυνθεί η συλλογή των απαραίτητων υπογραφών για την έγκριση 2.000 ανεξάρτητων υποψηφιοτήτων (χωρίς τη στήριξη των παραδοσιακών πολιτικών σχηματισμών) για τη Συντακτική Συνέλευση. Μαζί με συντρόφισσές της από το Φεμινιστικό Συντονιστικό της 8ης Μαρτίου (1) , η Καρίγιο υπέβαλε υποψηφιότητα. Και, παρ’ όλα αυτά, είναι έξαλλη από θυμό στις αρχές του Μαρτίου: η εκλογική αρχή μόλις έχει δημοσιοποιήσει τον τρόπο χρηματοδότησης των εκλογών, σύμφωνα με τον οποίο οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι υπόκεινται σε αυστηρότερους περιορισμούς από τους υποψηφίους των μεγάλων κομμάτων. Πρόκειται για μια μορφή «αντιλαϊκής διάκρισης», καταγγέλλει η Καρίγιο, έχοντας συνείδηση ότι, για τους 450 ανεξάρτητους υποψήφιους που ήδη συγκέντρωσαν τις απαραίτητες υπογραφές ώστε να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία, η διαδρομή απέχει πολύ από το τέλος της.
Από το 1989, όταν το στρατιωτικό καθεστώς τερματίστηκε κατόπιν διαπραγματεύσεων, η Χιλή περιγραφόταν από τις λατινοαμερικανικές ελίτ ως υπόδειγμα «συναινετικής δημοκρατίας». Ωστόσο, το success story της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης, την οποία ξεκίνησαν οι στρατιωτικοί το 1975, σταδιακά κατέρρευσε, αποκαλύπτοντας την κακή κατάσταση μιας κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από ανισότητες, εμπορευματοποίηση και ανομία. Παρά τη συντριβή του λαϊκού κινήματος από την μπότα του στρατηγού Πινοσέτ και τη γενίκευση της εργασιακής επισφάλειας, διάσπαρτες εστίες οργής σιγόκαιγαν κάτω από τις στάχτες. Φοιτητές, εργάτες στα λιμάνια και τα ορυχεία, φεμινίστριες και σεξουαλικές μειονότητες, συνταξιούχοι εξαρτημένοι από τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία, υπερχρεωμένα μεσαία στρώματα: από το 2006, πολλές κοινωνικές ομάδες άρχισαν να εκδηλώνουν τη δυσαρέσκειά τους. Έλειπε μόνο μια σπίθα για να ξεσπάσει η πυρκαγιά.
Για να κατανοήσει κάποιος τη σημερινή κατάσταση, πρέπει να επιστρέψει στο 2019. «Μέσα σε μια Λατινική Αμερική που βρίσκεται σε περιδίνηση, βλέπουμε ότι η Χιλή αποτελεί πραγματική όαση, με μια σταθερή δημοκρατία», δήλωνε με ικανοποίηση, στις 9 Οκτωβρίου 2019, ο πολυεκατομμυριούχος δεξιός πρόεδρος Σεμπαστιάν Πινιέρα (2). Λίγες ημέρες αργότερα, η κυβέρνηση του Πινιέρα, έχοντας υπερκεραστεί από την έκταση των λαϊκών κινητοποιήσεων και των ταραχών, επικαλείται τον νόμο περί ασφάλειας του Κράτους (μια κατά παρέκκλιση νομοθεσία, η οποία επιτρέπει συνοπτικές καταδίκες στο όνομα της διατήρησης της δημόσιας τάξης) και υποχρεώνεται να κλείσει όλους τους σταθμούς του μετρό της πρωτεύουσας, όπου ζουν 6 εκατομμύρια κάτοικοι. Ολόκληρη τη νύχτα, οι καραμπινιέροι (τοπικές αστυνομικές δυνάμεις) συγκρούονται βίαια με διαδηλωτές που έχουν στήσει οδοφράγματα. Αρκετοί σταθμοί του μετρό πυρπολούνται, μαζί με ένα αστυνομικό φυλάκιο και ένα κτίριο της πολυεθνικής εταιρείας ενέργειας Enel. Οι τραυματίες είναι πολυάριθμοι.
Το επόμενο πρωί, ο Πινιέρα φαίνεται να έχει ξεχάσει την ωραία παρομοίωσή του για τη γαλήνια όαση της Χιλής (3). Επιβάλλεται απαγόρευση κυκλοφορίας σε δέκα πόλεις, ενώ ο στρατός κατεβαίνει στους δρόμους, γεγονός χωρίς προηγούμενο μετά τον τερματισμό της δικτατορίας. Την επομένη, ο πρόεδρος εμφανίζεται σε εθνικό δίκτυο, έχοντας δίπλα του τον υπουργό Άμυνας και έναν ταξίαρχο με στολή εκστρατείας. Ο τόνος είναι πολεμικός: «Βρισκόμαστε σε πόλεμο απέναντι σε έναν εχθρό ισχυρό, αδίστακτο, που δεν σέβεται τίποτε και κανέναν και είναι διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει βία και παράνομες μεθόδους χωρίς όρια» (4). Ποιος ήταν ο εχθρός; Ο λαός, και ιδιαίτερα η νεολαία, που είχε κινητοποιηθεί σε ολόκληρη τη Χιλή, σε ένα κίνημα που θύμιζε σε έκταση τις κινητοποιήσεις της δεκαετίας του 1980 κατά της δικτατορίας.
Συμφωνία πίσω από την πλάτη των διαδηλωτών
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η αύξηση του εισιτηρίου των δημόσιων συγκοινωνιών κατά μερικά λεπτά. Από τις 7 Οκτωβρίου 2019, μαθητές γυμνασίου και λυκείου καλούν τους επιβάτες να μην πληρώνουν πια εισιτήριο και να υιοθετήσουν με χαρά την πρακτική του salto–torniquete (να υπερπηδούν δηλαδή τις μπάρες ελέγχου των εισιτηρίων). Χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η πρακτική εξαπλώνεται. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι θα σβήσει τη φωτιά ενισχύοντας την αστυνομική παρουσία – αλλά φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. Στις 25 Οκτωβρίου, περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι κατεβαίνουν στους δρόμους. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πορεία στην ιστορία της χώρας, σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης που, για λίγο, υποχρεώνονται να συγκρατήσουν την υποστήριξή τους στην κυβέρνηση. «Η Χιλή ξύπνησε!», φωνάζουν κάποιοι. Όλες οι πικρίες ενός ατελούς εκδημοκρατισμού και ενός βίαιου οικονομικού μοντέλου βγαίνουν στην επιφάνεια. Οι σημαίες του ιθαγενούς λαού Μαπούτσε ανεμίζουν δίπλα στη σημαία της Χιλής στην Πλατεία Ιταλίας, που βαφτίζεται «Πλατεία Αξιοπρέπειας». Οι τοίχοι των πόλεων καλύπτονται από συνθήματα και γκράφιτι κατά της πολιτικής ελίτ, απαξιωμένης από τις υποθέσεις διαφθοράς, κατά των ενόπλων δυνάμεων, κηλιδωμένων από τα περιστατικά παράνομου πλουτισμού, και κατά της καθολικής εκκλησίας, κατηγορούμενης για ανοχή απέναντι στους παιδόφιλους ιερείς. Το βράδυ, στους δρόμους ακούγονται συναυλίες από κατσαρόλες, που μοιάζουν να ενώνουν λαϊκά προάστια και μεσοαστικές συνοικίες. Με την πλάτη στον τοίχο, η κυβέρνηση προχωρά στην άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ενώ ο Πινιέρα αποπέμπει δύο υπουργούς και ανακοινώνει ορισμένα δειλά κοινωνικά μέτρα.
Ωστόσο, οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται, όπως συνεχίζεται και η καταστολή. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, «η χωροφυλακή παραβίασε με γενικευμένο τρόπο τα δικαιώματα των διαδηλωτών» (5). Μέσα σε 44 ημέρες, περισσότεροι από 12.000 τραυματίες διακομίστηκαν στα επείγοντα των νοσοκομείων. Περίπου 2.000 άνθρωποι χτυπήθηκαν από πυροβόλα όπλα και σχεδόν 350 τραυματίστηκαν σοβαρά στα μάτια. Χιλιάδες περιπτώσεις ανάρμοστης μεταχείρισης στα αστυνομικά τμήματα και εκατοντάδες καταγγελίες σεξουαλικής βίας με δράστες όργανα της τάξης κατακλύζουν τα δικαστήρια. Αλλά η κουλτούρα της ατιμωρησίας παραμένει. Περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι (ανάμεσά τους 200 σε καθεστώς προσωρινής κράτησης) περιμένουν να δικαστούν, μερικές φορές για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από έναν χρόνο. Μεταξύ τους υπάρχουν και ανήλικοι, ενώ όλοι θεωρούνται «πολιτικοί κρατούμενοι» από αρκετούς δικηγόρους και από κάποιες πολιτικές προσωπικότητες, όπως η κομμουνίστρια βουλευτίνα Καμίλα Βαγιέχο, που ζητά να ψηφιστεί νόμος για την αμνήστευσή τους.
Μολονότι δεν παύει να χρησιμοποιεί με πυγμή το σιδερένιο χέρι του κράτους, η κυβέρνηση γρήγορα κατανοεί ότι θα πρέπει να αναζητήσει πολιτική διέξοδο στην κρίση. Όχι επειδή η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση μοιάζει ικανή να αδράξει τη ζωογόνο ενέργεια των δρόμων. Τα κομματικά και συνδικαλιστικά επιτελεία της κεντροαριστεράς υπερκεράστηκαν, και μάλιστα τρομοκρατήθηκαν, από αυτό το αποκεντρωμένο, ριζοσπαστικό και οριζόντιο κίνημα, το οποίο αμφισβητεί και τη δική τους συνδιαχείριση του νεοφιλελευθερισμού εδώ και τριάντα χρόνια. Η αποχώρηση του Πινιέρα γίνεται γρήγορα μία από τις διεκδικήσεις των «εξεγερμένων». Η μεγάλη επιτυχία της εθνικής γενικής απεργίας στις 12 Νοεμβρίου 2019, την οποία η Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων (CUT) υποχρεώνεται να προκηρύξει κάτω από την πίεση των γεγονότων, δείχνει στην εργοδοσία και στο προεδρικό μέγαρο της Λα Μονέδα ότι η κατάσταση είναι σοβαρή.
Η προεδρική πλειοψηφία –με κορμό την Εθνική Ανανέωση (RN) και την Ανεξάρτητη Δημοκρατική Ένωση (UDI)– καταφεύγει έτσι σε έναν επιδέξιο τακτικό ελιγμό. Τη νύχτα της 15ης Νοεμβρίου, καταφέρνει να πείσει βουλευτές πρώτης γραμμής να υπογράψουν «συμφωνία για την κοινωνική ειρήνη και για ένα νέο Σύνταγμα». Πρόκειται για προσπάθεια εκτόνωσης του κοινωνικού κινήματος μέσω της οργάνωσης δημοψηφίσματος για το Σύνταγμα. Παρ’ όλο που το Κομμουνιστικό Κόμμα (PC) αντιστέκεται στο κάλεσμα των Σειρήνων, η Χριστιανοδημοκρατία και οι Σοσιαλιστές (των οποίων ο συνασπισμός κυβέρνησε τη χώρα από το 1990 έως το 2010), καθώς και η πλειοψηφία του Frente Amplio (FA), νεοπαγούς συνασπισμού μικρών κομμάτων της Αριστεράς που ιδρύθηκε μετά τους φοιτητικούς αγώνες του 2011, αποδέχονται την πρόταση. Η πλειοψηφία της αντιπολίτευσης «συνθηκολόγησε ξεδιάντροπα απέναντι στη Δεξιά, η οποία την τρομοκράτησε με το φόβητρο της κατάρρευσης του κράτους δικαίου και ενός ενδεχόμενου στρατιωτικού πραξικοπήματος», εκτιμά ο δημοσιογράφος Μανουέλ Καμπιέσες (6).
Σε πρώτη φάση, διάφορες φωνές υψώνονται για να καταγγείλουν ότι η συμφωνία υπογράφηκε πίσω από την πλάτη του λαού που βρισκόταν στους δρόμους. Αλλά το αίτημα για παραίτηση του Πινιέρα αποδυναμώνεται σιγά-σιγά. Ο λόγος είναι ότι μέρος της Αριστεράς βλέπει στην προοπτική του δημοψηφίσματος, που διεξάγεται τον Οκτώβριο του 2020, μια χρυσή ευκαιρία να αμφισβητηθεί ένα νεοφιλελεύθερο καθεστώς όπου ο πρόεδρος διαθέτει υπερεξουσίες, να διαμορφωθούν πιο συμμετοχικοί και πιο δημοκρατικοί θεσμοί, να εξεταστεί η επανεθνικοποίηση του χαλκού, του λιθίου ή του νερού, να προκύψει ένα πολυεθνοτικό κράτος που θα αναγνωρίζει τα δικαιώματα των ιθαγενών λαών. Την ημέρα του δημοψηφίσματος, μόνο οι μισοί Χιλιανοί ψηφοφόροι πηγαίνουν στις κάλπες: το 78% των ψηφισάντων τάσσεται υπέρ ενός νέου Συντάγματος και, ανάμεσά τους, το 79% υπέρ της συγκρότησης συντακτικής συνέλευσης με άμεση καθολική ψηφοφορία. Έτσι, το ραντεβού για την εκλογή των μελών της συντακτικής συνέλευσης δόθηκε για τις 11 Απριλίου 2021 (και μετατέθηκε, λόγω πανδημίας, για τις 15-16 Μαΐου 2021).
Χωρίς αμφιβολία, ανοίγεται ένας νέος πολιτικός κύκλος. Σε 200 χρόνια δημοκρατικής ιστορίας, η Χιλή δεν έχει γνωρίσει παρά συντάγματα υπαγορευμένα από την ολιγαρχία. Αυτή τη φορά, χάρη σε μακρές διαπραγματεύσεις στο Κοινοβούλιο, η συντακτική συνέλευση έχει ίσο αριθμό ανδρών και γυναικών (η πρώτη σε ολόκληρο τον κόσμο!), ενώ διαθέτει και ποσόστωση εδρών για τους αυτόχθονες λαούς, αν και χαμηλότερη από ό,τι οι ίδιοι απαιτούσαν. Επιπλέον, μετά το πέρας μιας περιόδου κατάρτισης 9 έως 12 μηνών, ο νέος καταστατικός χάρτης θα τεθεί προς έγκριση σε νέο δημοψήφισμα. Άρα, νίκη; Ναι. Αλλά για ποιον;
Αφού αισθάνθηκε το ωστικό κύμα, ο Πινιέρα ανέκτησε τον έλεγχο της κατάστασης: ενώ μέχρι χθες ενσάρκωνε όλες τις δυσλειτουργίες της χώρας, εμφανίστηκε ως ο εγγυητής του μετασχηματισμού της. Οι θεσμοί βρέθηκαν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Στις 15-16 Μαΐου διεξήχθησαν ταυτόχρονα δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Και, στη συνέχεια, οι προεδρικές εκλογές θα συγκεντρώσουν και αυτές την προσοχή των μέσων ενημέρωσης (ο πρώτος γύρος έχει προγραμματιστεί για τον Νοέμβριο του 2021). Βέβαια, η σκληρή πτέρυγα της προεδρικής συμμαχίας ανατριχιάζει στην ιδέα ότι θα δει το μεγάλο συνταγματικό έργο του στρατηγού Πινοσέτ να αποκαθηλώνεται. Ωστόσο, το γεγονός ότι η Δεξιά επιμένει τόσο πολύ να μιλά για «συνδιάσκεψη» (και όχι για συντακτική συνέλευση) οφείλεται στο ότι το νέο εκλεγμένο όργανο θα κινηθεί εντός ενός πεδίου που έχει οριοθετηθεί από μια τεχνική προπαρασκευαστική επιτροπή. Για παράδειγμα, η Συντακτική Συνέλευση δεν θα μπορεί να επανεξετάσει τις διεθνείς συνθήκες (και άρα τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου).
Κάθε προτεινόμενο άρθρο θα πρέπει να έχει εγκριθεί από ενισχυμένη πλειοψηφία δύο τρίτων της συντακτικής συνέλευσης, κάτι που έδινε στη Δεξιά την ελπίδα ότι θα έχει δικαίωμα βέτο, ειδικά σε μια συγκυρία όπου είναι ενωμένη, ενώ το Κέντρο και η συμμαχία της κοινοβουλευτικής Αριστεράς (γύρω από το ΚΚ Χιλής) δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν σε κοινές εκλογικές λίστες. Τέλος, η πιθανότητα αξιοσημείωτης παρουσίας υποψηφίων από τα κοινωνικά κινήματα περιορίστηκε: το εκλογικό μέτρο υπολογίστηκε με βάση το αναλογικό σύστημα των πολυεδρικών περιφερειών, ευνοώντας έτσι τις εκλογικές συμμαχίες και προσφέροντας υπερεκπροσώπηση στις παρατάξεις που πλειοψηφούν.
Ανατροπή των προγνωστικών
Σε κάθε περίπτωση, όσοι κατάφεραν να εγκριθεί η υποψηφιότητά τους χωρίς τη στήριξη κάποιου κόμματος δεν είχαν στη διάθεσή τους παρά ένα… δευτερόλεπτο τηλεοπτικού χρόνου ο καθένας, στο πλαίσιο της επίσημης κάλυψης της προεκλογικής εκστρατείας. Έτσι, οι λεγόμενες «αντιπροσωπευτικές» οργανώσεις διατήρησαν το μονοπώλιο και είχαν στη διάθεσή τους αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια η καθεμία (έως 800.000 δολάρια για το κόμμα UDI), την ώρα που 1.700 δολάρια διατέθηκαν γενναιόδωρα για τους υποψηφίους χωρίς κομματική στήριξη… Αντιλαμβανόμαστε γιατί η Καρίγιο ήταν έξαλλη και γιατί, στον κύκλο της, κατήγγελλαν μια εκλογική νομοθεσία «στην υπηρεσία των αφεντικών». Πολύ περισσότερο που, την ίδια στιγμή, η αστυνομική καταστολή δεν έχει κοπάσει. Ήταν πολύ έντονη τον Μάρτιο, μερικές εβδομάδες πριν από την ψηφοφορία και ενώ η χώρα εισερχόταν σε νέα απαγόρευση μετακινήσεων, η οποία οδήγησε στην οριστική μετάθεση των –τριπλών– εκλογών για το Σαββατοκύριακο 15-16 Μαΐου.
Παρ’ όλα αυτά, για την Καρίγιο, όπως και για τον οικολόγο Λούσιο Κουένκα, τον συνδικαλιστή Λουίς Μεσίνα ή ακόμη τη φεμινίστρια δικηγόρο Καρίνα Νοάλες, η απόφαση για το δημοψήφισμα ήταν σωστή. Και, άλλωστε, ελήφθη χωρίς ψευδαισθήσεις. Η μάχη θα είναι μεγάλης διάρκειας: με το ένα πόδι στο κοινωνικό κίνημα και το άλλο στο θεσμικό πεδίο που ανοίγεται. «Διαμορφώσαμε και υπερασπιστήκαμε τις διεκδικήσεις μας στους δρόμους και στη μάχη για να ακουστούν οι φωνές μας και τα προγράμματά μας στη Συντακτική», δηλώνει η Νοάλες. «Επειδή η φωνή μας δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί από άλλους, καλούμε σήμερα σε ψήφο μακριά από τα κόμματα που διαχειρίστηκαν τον νεοφιλελευθερισμό» (7).
Άλλοι στάθηκαν πολύ πιο κριτικά απέναντι στη συμμετοχή στην όλη διαδικασία και διαβεβαίωναν ότι η παγίδα μιας Συντακτικής που θα έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τις επιθυμίες των ισχυρών θα φανεί πολύ σύντομα. Φοβούνταν ότι οι εκλογές αυτές δεν θα κατάφερναν παρά να δώσουν μια δημοκρατική επίφαση στο σύστημα –να αλλάξουν το Σύνταγμα για να μείνουν όλα ίδια, κατά κάποιον τρόπο. Κάτι τέτοιο εξηγούσε, στα τέλη του 2020, ο υπουργός Εξωτερικών Αντρές Αγιαμάντ. Προσπαθώντας να καθησυχάσει όσους φοβούνταν ότι το νέο Σύνταγμα θα «επανιδρύσει» τη Χιλή, ο παλαιός κήρυκας της δικτατορίας θεωρούσε ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε «σοβαρότατο λάθος». Εξηγούσε ότι θα συμβεί το ακριβώς αντίθετο: ο νέος καταστατικός χάρτης θα επιτρέψει «χωρίς αμφιβολία, τη διατήρηση ορισμένων από τους βασικούς πυλώνες της οικονομικής ανάπτυξης της Χιλής, όπως τον σεβασμό της ατομικής ιδιοκτησίας, την ατομική πρωτοβουλία και την ισότιμη μεταχείριση εγχώριων και ξένων επενδυτών» (8)..
Κι όμως, το αποτέλεσμα των εκλογών ανέτρεψε κάθε δημοσκοπική πρόβλεψη (9).(Σ.τ.Μ.)Η απαξίωση του κατεστημένου κομματικού συστήματος ήταν ηχηρή, με την Αριστερά κάθε απόχρωσης, τα κοινωνικά κινήματα και τους ανεξάρτητους υποψηφίους να βγαίνουν θριαμβευτές από την αναμέτρηση. Η συμμαχία των κομμάτων της Δεξιάς, παρά την πρωτιά με 20,6%, σημείωσε τη χαμηλότερη εκλογική επίδοσή της –και επιπλέον συγκέντρωσε μόλις 37 έδρες, ενώ ανέμενε τουλάχιστον 52: έτσι, τελικά δεν θα μπορέσει να ασκεί βέτο στη Συντακτική Συνέλευση και να μπλοκάρει τις κοινωνικά προωθημένες προτάσεις. Ο «συστημικός» συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλιστών κατακρημνίσθηκε και αυτός στα χαμηλότερα ιστορικά ποσοστά του, χάνοντας τη δεύτερη θέση (συγκεντρώνοντας μόλις το 14,5% των ψήφων και 25 έδρες), προς όφελος του συνασπισμού της κοινοβουλευτικής Αριστεράς (ΚΚ Χιλής και FA οι βασικοί εταίροι, 18,7% των ψήφων και 28 έδρες). Η Lista del Pueblo («Λίστα του Λαού»), χαλαρός συνασπισμός ανεξάρτητων υποψηφίων από τις κινηματικές δυνάμεις που αναδείχθηκαν μέσα από την εξέγερση του Οκτωβρίου του 2019, αναδείχθηκε τέταρτη δύναμη με το εντυπωσιακό 16,3% των ψήφων και 26 έδρες. Την εικόνα συμπληρώνει μια πλειάδα ανεξάρτητων (συνολικά 22 έδρες), που θα ήταν ακόμη περισσότεροι εάν δεν υπήρχαν οι σχετικοί περιορισμοί, και βεβαίως οι 17 έδρες των 10 επίσημα αναγνωρισμένων αυτόχθονων λαών της Χιλής.
Με αυτή την κατανομή εδρών, ένας ενδεχόμενος συνασπισμός Κεντροαριστεράς –Αριστεράς-ανεξάρτητων μπορεί να συγκεντρώσει την πλειοψηφία στη Συνέλευση. Γενικότερα, ο υπάρχων συσχετισμός δυνάμεων δημιουργεί αισιοδοξία για ένα σχέδιο Συντάγματος με ορατά αντι-νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, παρ’ όλα τα θεσμικά εμπόδια. Μένει να διαφανούν οι τελικές προτάσεις, αλλά και η αντανάκλαση της εκλογικής έκπληξης στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.