Τον Αύγουστο του 2011, τέσσερις ημέρες άγριων ταραχών και λεηλασιών τρομοκράτησαν πόλεις σε ολόκληρη την Αγγλία. Η ειρήνη σύντομα αποκαταστάθηκε στους δρόμους, η χώρα όμως κυριεύθηκε από οργισμένες αντιδράσεις. Στην ημερήσια διάταξη βρέθηκε ο επιθετικός προσδιορισμός «feral» (κτηνώδης, άγριος, πρωτόγονος): «κτηνώδης νεολαία», «κτηνώδη αποβράσματα», «η κτηνώδης κατώτερη τάξη». Στην «Daily Mail» της 12ης Αυγούστου 2011, ο Ρίτσαρντ Λίτλετζον περιέγραφε τους ταραξίες ως «μια αγέλη λύκων σχηματισμένη από αδέσποτα αλητάκια του υποβαθμισμένου κέντρου της πόλης», τα οποία απαιτούσε να σκοτώσουν με ροπαλιές, «όπως τις μικρές φώκιες».
Μέσα σε ένα τόσο τεταμένο κλίμα, η υπό τους Συντηρητικούς κυβέρνηση συνασπισμού του Ντέιβιντ Κάμερον πρότεινε εκείνοι που καταδικάζονται για ταραχές και λεηλασίες να εκδιώκονται από τα διαμερίσματα των Δήμων, όπου στεγάζονται με χαμηλό ενοίκιο (μαζί με τις οικογένειές τους, κάτι που ξεκάθαρα αποτελεί συλλογική τιμωρία), και να χάνουν κάθε κοινωνικό επίδομα. Η πρόταση αυτή σύνδεσε την κοινωνική αναταραχή με το κοινωνικό υπόβαθρο και έθεσε ένα προηγούμενο: αν είσαι φτωχός και διαπράξεις αδίκημα, θα τιμωρηθείς δύο φορές.
Μέσα σε ατμόσφαιρα όπου επικρατούσε ένας κατανοητός, αλλά διάχυτος φόβος, όσοι πρότειναν δημοσίως την εξέταση των κοινωνικών και οικονομικών αιτίων της βίας αποδοκιμάζονταν ως απολογητές της. Οι διώξεις προωθούνταν, και συνεχίζουν να προωθούνται, με συνοπτικές διαδικασίες στα πλημμελειοδικεία, τα οποία επέβαλαν δυσανάλογες ποινές. «Μητέρα δύο παιδιών, που δεν ενεπλάκη στις ταραχές, καταδικάστηκε σε ποινή ΠΕΝΤΕ μηνών για αποδοχή σορτς, προϊόντος λεηλασίας από κατάστημα», θριαμβολογούσε μήνυμα στον λογαριασμό Twitter της Αστυνομίας του Ευρύτερου Μάντσεστερ. «Δεν υπάρχουν δικαιολογίες!» (Η ποινή της αργότερα ακυρώθηκε). Δύο νεαροί καταδικάστηκαν σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης – περισσότερα από όσα επιβάλλονται σε κάποιες περιπτώσεις δολοφονιών– για τη μέσω Facebook υποκίνηση ταραχών σε εστιατόριο, οι οποίες όμως ποτέ δεν έλαβαν χώρα.
Το 2009, το βρετανικό πολιτικό κατεστημένο κλονίστηκε όταν αποκαλύφθηκε ότι κάποιοι βουλευτές συστηματικά υπεξαιρούσαν δημόσιο χρήμα, όμως μόλις τρεις κατέληξαν στη φυλακή. Μερικοί είχαν καταχραστεί ποσά προκειμένου να αγοράσουν τηλεοράσεις ευρείας οθόνης, ακριβώς σαν εκείνες που κουβαλούσαν με καροτσάκια όσοι είχαν λεηλατήσει καταστήματα. Όταν αποκαλύφθηκε ότι ο βουλευτής των Εργατικών Τζέραλντ Κάουφμαν είχε απαιτήσει και λάβει 8.750 λίρες στερλίνες για μια τηλεόραση Bang & Olufsen, του ζητήθηκε η επιστροφή του ποσού. Όταν ο Νίκολας Ρόμπινσον, 23 ετών, χωρίς προηγούμενες καταδίκες, έκλεψε από ένα λεηλατημένο κατάστημα ένα κιβώτιο με εμφιαλωμένα νερά, αξίας 3,50 λιρών στερλινών (περίπου 4 ευρώ), καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι μηνών.
Μία από τις αρχικές δηλώσεις του Κάμερον έμοιαζε διατυπωμένη στη γλώσσα της Αριστεράς: «Τα κοινωνικά προβλήματα, που επί δεκαετίες είχαν αφεθεί να κακοφορμίσουν, εξερράγησαν στα χέρια μας». Δεν αναφερόταν όμως στη φτώχεια ή στην ανεργία. Μεμφόταν μια «μακρόσυρτη ηθική κατάπτωση». Με την αντίδραση στις ταραχές να του προσφέρει ένα ακροατήριο πιο δεκτικό απ’ ό,τι συνήθως, ισχυρίστηκε ότι η ρίζα του προβλήματος ήταν «παιδιά χωρίς πατεράδες, σχολεία χωρίς πειθαρχία και επιβραβεύσεις χωρίς προσπάθεια». Μία από τις λύσεις θα ήταν η οικοδόμηση ενός κράτους προνοίας «που δεν θα επιβραβεύει την οκνηρία».
Η δαιμονοποίηση των «τσαβών»
Οι ταραχές έδωσαν την ευκαιρία να μεσουρανήσει η καρικατούρα του «τσαβού» (ο Φραν Χίλι, τραγουδιστής του ροκ συγκροτήματος Τράβις, αποκάλεσε την αναταραχή «Τσαβική Άνοιξη», παραπέμποντας στην «Αραβική Άνοιξη»). Ο όρος «τσαβός» (chav) –πιθανώς από τη λέξη των Ρομά για το παιδί: chaavi (1) διαδόθηκε ευρέως στη Βρετανία μετά το 2004. Η πρώτη του είσοδος στα λεξικά έγινε με τον ορισμό «νεαρός της εργατικής τάξης ντυμένος με αθλητικές φόρμες», σύντομα όμως απέκτησε εμπαθή τόνο και ταξική προκατάληψη, υποδηλώνοντας αντικοινωνική συμπεριφορά, αναξιοπρέπεια, βλακεία, φτηνό γούστο και ανεξέλεγκτα μεθύσια.
Επινοήθηκαν αρκτικόλεξα, όπως «Council Housed Associated Vermin» (αποβράσματα που στεγάζονται σε δημοτικά διαμερίσματα) και η ιστοσελίδα ChavTowns απέρριπτε ολόκληρες κοινότητες της εργατικής τάξης ως «τσαβικές». Οι θετικές αναπαραστάσεις των μελών της εργατικής τάξης εξαφανίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τα ΜΜΕ και την τηλεόραση, ενόσω οι καρικατούρες των «τσαβών» ευδοκιμούσαν: η πιο διάσημη ήταν η Βίκι Πόλαρντ της κωμικής σειράς Little Britain, λευκή ανύπαντρη μητέρα από την εργατική τάξη και τόσο ανόητη ώστε ανταλλάσσει ένα από τα πολλά παιδιά της με ένα cd του συγκροτήματος Westlife.
Η διακωμώδηση των «τσαβών» ήρθε στο προσκήνιο αφότου δημοσιογράφοι και πολιτικοί άρχισαν να ισχυρίζονται ότι όλοι οι Βρετανοί ανήκουν πλέον στη μεσαία τάξη, με μία μεγάλη εξαίρεση. Καθώς το φιλόδοξο κομμάτι της εργατικής τάξης υποθετικώς αστικοποιήθηκε, ό,τι απόμεινε από την παλιά εργατική τάξη μετατράπηκε σε άχρηστο κατακάθι. Ο επιφανής δεξιός δημοσιογράφος Σάιμον Χέφερ το έθετε κάπως έτσι: «Κάτι που αποκαλούνταν ευυπόληπτη εργατική τάξη έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Εκείνο που οι κοινωνιολόγοι αποκαλούσαν εργατική τάξη, στις μέρες μας συνήθως δεν εργάζεται καθόλου, αλλά συντηρείται από το κράτος πρόνοιας» (2). Όταν είχα συνομιλήσει μαζί του, την περιέγραφε ως την ίδια «κτηνώδη κατώτερη τάξη» που θεωρήθηκε υπεύθυνη για τις ταραχές. Ο Χέφερ δεν πέταξε τη λέξη «τσαβός» στη συζήτηση, επικαλέστηκε όμως όλα τα στοιχεία της καρικατούρας.
Ήταν μια θεωρία που υιοθετήθηκε ευρέως από τη βρετανική ελίτ. Για τη Δεξιά, η εξαίρεση στη Βρετανία της μεσαίας τάξης ήταν η κατώτερη τάξη. Βασική πηγή έμπνευσης ήταν οι θεωρίες του Αμερικανού πολιτικού ψευδο-επιστήμονα Τσαρλς Μάρεϊ: η κατώτερη τάξη προέκυψε από τα πολλά παιδιά που γεννούν οι ανύπαντρες μητέρες (με τις οικογένειες χωρίς πατέρα να θεωρούνται υπεύθυνες για τις πρόσφατες ταραχές, η θεωρία αυτή επανέκαμψε). Όταν ο Τόνι Μπλερ διακήρυττε «όλοι ανήκουμε πια στη μεσαία τάξη», η εξαίρεση για τους Νέους Εργατικούς ήταν οι «κοινωνικά αποκλεισμένοι». Όπως μου το είχε θέσει ο Μάθιου Τέιλορ, πρώην επικεφαλής στρατηγικού σχεδιασμού του Μπλερ, η έννοια υποδήλωνε «ότι “εγώ αποκλείω τον εαυτό μου”, ότι υπάρχει μια διαδικασία, ότι η συμπεριφορά μου αντανακλάται στην κοινωνική μου κατάσταση». Όσοι βρέθηκαν αποκλεισμένοι από τη Βρετανία της μεσαίας τάξης δεν είχαν κανέναν να κατηγορήσουν πέρα από τον εαυτό τους.
Η κληρονομιά της Θάτσερ
Είναι ένας θρίαμβος για τις Συντηρητικές κυβερνήσεις της Μάργκαρετ Θάτσερ της δεκαετίας του 1980, οι οποίες εξαπέλυσαν μια επανάσταση της ελεύθερης αγοράς που μετασχημάτισε τη Βρετανία. Η Θάτσερ κάποτε ισχυρίστηκε ότι «στην πραγματικότητα δεν έχει απομείνει πρωτογενής φτώχεια σε αυτή τη χώρα»· όπου υπήρχε φτώχεια, υπήρχε επειδή οι άνθρωποι «δεν ξέρουν πώς να προϋπολογίσουν την οικονομική τους δραστηριότητα, δεν ξέρουν πώς να ξοδέψουν τα κέρδη τους, και έτσι το μόνο που τους απομένει είναι το πραγματικά σκληρό, δομικό ελάττωμα του χαρακτήρα και της προσωπικότητας» (3) Ο θατσερισμός εδραίωσε πολιτική ομοφωνία όσον αφορά την παραδοχή ότι όλοι θα πρέπει να φιλοδοξούν να ενσωματωθούν στη μεσαία τάξη: όσοι υπολείπονταν, τιμωρούνταν. Οι παραδοσιακοί πυλώνες της Βρετανίας της εργατικής τάξης βρέθηκαν στο στόχαστρο: βιομηχανίες που συντηρούσαν ολόκληρες κοινότητες (όπως ανθρακωρυχεία, ναυπηγεία και εργοστάσια), θεσμοί (όπως τα εργατικά σωματεία και η δημοτικά επιδοτούμενη στέγαση) και αξίες (όπως η αλληλεγγύη) απορρίφθηκαν συλλήβδην για χάρη ενός άγριου ατομικισμού. Η υπερηφάνεια και η ταυτότητα της εργατικής τάξης σφυροκοπήθηκαν άγρια.
Ο αντίκτυπος στις ευρύτερες κοινωνικές στάσεις είναι έκτοτε σημαντικός. Σε μια πρόσφατη έρευνα της εταιρείας συμβούλων BritainThinks, το 71% των ερωτηθέντων θεώρησε ότι ανήκει στη μεσαία τάξη (4). «Για πρώτη φορά είδα τον χαρακτηρισμό “εργατική τάξη” να χρησιμοποιείται ως στίγμα, εξομοιωμένον με άλλες ταξικά θεμελιωμένες υβριστικές εκφράσεις όπως τσαβός», ανέφερε η δημοσκόπος Ντέμπορα Μάτινσον. Το ποσοστό αυτό συμπεριλάμβανε πολλούς που, με βάση τα περισσότερα αντικειμενικά κριτήρια, θα κατατάσσονταν στην εργατική τάξη, οι οποίοι όμως δεν επιθυμούσαν να συσχετιστούν με μια δαιμονοποιημένη κοινωνική κατηγορία και έτσι αντ’ αυτής επέλεξαν την πιο «κομψή» μεσαία τάξη. Μεταξύ της μικρής μειοψηφίας –μόλις 24%– που αυτοπροσδιορίστηκε ως ανήκουσα στην εργατική τάξη, διάχυτη ήταν η αίσθηση ότι δεν υπήρχαν και πολλά που τους έκαναν να αισθάνονται υπερήφανοι: σήμαινε απλώς ότι ήταν φτωχοί. Η κατάταξη στην εργατική τάξη ήταν κάτι από το οποίο οι περισσότεροι ήθελαν να απομακρυνθούν ή να ξεφύγουν.
Αυτή η ψευδής διχοτόμηση μεταξύ «μεσαίας τάξης» και «τσαβών» έχει τεχνητά αφαιρέσει από την εικόνα την πραγματική εργατική τάξη. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι η εργατική τάξη δεν έχει αλλάξει. Πάνω από επτά εκατομμύρια άνθρωποι εργάζονταν στον τομέα της μεταποίησης το 1979· σήμερα είναι μόλις πάνω από 2,5 εκατομμύρια. Πλέον, είναι πολύ λιγότερο πιθανό κάποιος να δουλεύει σε ναυπηγείο, ανθρακωρυχείο ή εργοστάσιο· σήμερα υπάρχουν τηλεφωνικά κέντρα, σούπερ μάρκετ και γραφεία. Η δουλειά είναι πιο καθαρή, λιγότερο επίπονη και εμποδίζει λιγότερο την απασχόληση των γυναικών· όμως είναι πιο επισφαλής, συχνά με χαμηλότερη υπόληψη και με συγκριτικά χαμηλότερη αμοιβή. Ένα σούπερ μάρκετ δεν μπορεί να μετατραπεί στην καρδιά μιας κοινότητας, όπως συνέβαινε κάποτε με τα εργοστάσια ή τα ανθρακωρυχεία.
Η κατάρρευση της βιομηχανίας είχε σαρωτικές επιπτώσεις στον κοινωνικό ιστό της Βρετανίας. Καθώς υπήρχε έλλειψη σταθερών θέσεων εργασίας που θα γέμιζαν το κενό, πολλές κοινότητες της εργατικής τάξης ποτέ δεν ανέκαμψαν. Ο αριθμός των εκτός εργασίας –με επίδομα ανεργίας ή αναπηρίας– παρέμεινε σταθερά υψηλός στις πρώην βιομηχανικές περιοχές. Οι νεαροί άνδρες της εργατικής τάξης κάποτε μπορούσαν να παρατήσουν το σχολείο στα 16 τους και να ξεκινήσουν μια αξιοπρεπώς αμειβόμενη μαθητεία σε κάποιο εργοστάσιο. Ήταν η πύλη προς μια αξιοσέβαστη εργασία και μια πηγή αυτοεκτίμησης, που βοηθούσε το χτίσιμο μιας ολοκληρωμένης ζωής. Αυτά ακριβώς σκότωσε η θατσερική αποβιομηχάνιση. Η νεανική ανεργία σήμερα βρίσκεται σε επίπεδα ρεκόρ: περισσότεροι από ένας στους πέντε νέους ηλικίας 18 έως 25 βρίσκεται εκτός εργασίας. Ακόμη και πολλοί από εκείνους που στάθηκαν αρκετά τυχεροί ώστε να βρουν δουλειά, υποφέρουν από βαθιά οικονομική ανασφάλεια, εξαιτίας της ελαστικοποίησης της βρετανικής αγοράς εργασίας: αυτή τη στιγμή υπάρχουν 1,26 εκατομμύρια άνθρωποι που, αδυνατώντας να βρουν δουλειά με κανονικό ωράριο, αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν με τη μερική απασχόληση. Υπάρχουν επιπλέον 1,5 εκατομμύριο προσωρινά απασχολούμενοι, οι οποίοι μπορούν να προσληφθούν και να απολυθούν με διορία μίας ώρας, πληρώνονται λιγότερα για να κάνουν την ίδια δουλειά και στερούνται δικαιώματα όπως επίδομα αδείας και αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης.
Ακόμη και πριν από τις ταραχές, οι νεαροί της εργατικής τάξης διακινδύνευαν να χαρακτηριστούν «κτηνώδεις». Γνωρίζουμε ότι είναι πιο πιθανό να εκδηλωθεί αντικοινωνική συμπεριφορά και εγκληματική δραστηριότητα σε φτωχότερες κοινότητες (5). Έτσι, καθώς τόσοι πολλοί άνθρωποι στερούνται ένα ασφαλές μέλλον, δεν είναι να απορεί κανείς πως μια μειοψηφία θα αντιδράσει αρνητικά. Μια έρευνα που έγινε το 2009 για λογαριασμό του Prince’s Trust, του φιλανθρωπικού ιδρύματος που ίδρυσε ο πρίγκιπας Κάρολος, διαπίστωσε ότι οι νεαροί άνεργοι είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να υποφέρουν από άγχος, κατάθλιψη και τάσεις αυτοκτονίας.
Οι περισσότεροι από εκείνους που δικάστηκαν μετά τις ταραχές ήταν κάτω των 24 ετών· η συντριπτική πλειοψηφία τους είναι άνεργοι· οι περισσότεροι είναι άρρενες. Στο Τότεναμ, όπου ξέσπασαν οι πρώτες ταραχές, υπάρχουν 34 άνεργοι για κάθε θέση εργασίας. Οι ταραξίες αντιπροσωπεύουν μια πολύ μικρή μερίδα των νεαρών φτωχών της Βρετανίας. Οι επικριτές ανταπαντούν ότι οι περισσότεροι άνεργοι και φτωχοί ούτε που θα σκέπτονταν ποτέ να προκαλέσουν ταραχές και λεηλασίες –και έχουν δίκιο. Το μόνο όμως που απαιτείται προκειμένου να προκληθεί χάος είναι μια μικρή μειοψηφία η οποία να αισθάνεται ότι δεν έχει κανένα μέλλον.
Οι ταραχές του Αυγούστου δεν ήταν κάποια μεγαλειώδης εξέγερση των φτωχών και των απόκληρων: πιο πολύ υπέφεραν εξαιτίας τους όσοι ζουν στις φτωχότερες κοινότητες της εργατικής τάξης. Οι φτωχοί εναντίον των φτωχών; Χρήσιμος αυτός ο διχασμός για την όποια εξουσία –και δεν πρόκειται για καινούργια ιδέα. Οι αποκαλύψεις του σκανδαλοθηρικού Τύπου για μετανάστες που ζούσαν σε συνθήκες πολυτέλειας εδώ και πολύ καιρό υποδαυλίζουν τον θυμό και τη δυσφορία, ειδικά μεταξύ των πέντε εκατομμυρίων ανθρώπων που βρίσκονται στις λίστες αναμονής για τα φθηνά δημοτικά διαμερίσματα. Είναι εύκολο να εξοργίσεις όσους είναι σε χαμηλά αμειβόμενες, άχαρες δουλειές με ισχυρισμούς ότι υπάρχουν απατεώνες που παίρνουν επιδόματα για να ζουν χωρίς να δουλεύουν –ακόμη και σε μια χώρα όπου οι σχετικές με την πρόνοια απάτες κοστίζουν 1,2 δισ. λίρες στερλίνες, έναντι των 70 δισ. της φοροδιαφυγής, εφικτής κυρίως εκ μέρους των μεγάλων επιχειρήσεων. Όμως αυτές οι ταραχές θα προκαλέσουν ακόμα βαθύτερους διχασμούς στις κοινότητες της εργατικής τάξης, αποσπώντας την προσοχή από τα ολοένα διογκούμενα πακέτα αμοιβών των πλουσίων (6).
Τα άμεσα επακόλουθα κάθε άλλο παρά ευοίωνα είναι. Ο φόβος και το μίσος απέναντι σε μια «κτηνώδη κατώτερη τάξη» ανέβηκαν κατά αρκετές βαθμίδες. Η όποια συμπάθεια για τους φτωχούς και τους άνεργους υπονομεύεται σε μια εποχή οικονομικής κρίσης. Τα κοινωνικά προβλήματα που δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για τις ταραχές όχι μόνο θα παραμείνουν άλυτα: με τις επικείμενες περικοπές, υπάρχει ο κίνδυνος να χειροτερέψουν. Η βία ήταν τρομακτική. Όμως ίσως μόλις να γίναμε μάρτυρες ενός σκοτεινού προμηνύματος πολύ χειρότερων γεγονότων.